Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017

Ana Vidal Pérez de la Ossa-Αγαπητέ Άγιε Βασίλη



...αχ! Πολύ βαρύ τον πήρε... από εδώ

Ana Vidal Pérez de la Ossa-Αγαπητέ Άγιε Βασίλη


Για εκείνον, θέλω να σου ζητήσω... ένα ταψί γεμάτο σκουλήκια, ένα για κάθε μέρα. Για να τα έχει πάντα στο πιάτο του και να γίνονται πεταλούδες στο στομάχι του. Για να του πεταρίζουν πάντα μέσα του και να μην σταματήσει να είναι ερωτευμένος.

Αλλά όχι με εμένα, σε παρακαλώ, όχι πια με εμένα.


Ana Vidal Pérez de la Ossa-QUERIDOS REYES MAGOS


Para él os voy a pedir bandejas de gusanos, una para cada día. Que pueda tenerlos siempre en su menú y se le conviertan en mariposas al llegar al estómago. Que siempre le revoloteen, que no deje de sentirse enamorado.


Pero no de mí, por favor, de mí ya no.

Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2017

Javier Ximens-Σουπερπαππούς


...όταν έρχεται η ωριμότητα...από εδώ

Javier Ximens-Σουπερπαππούς

Από τον παππού μου κληρονόμησα την σκιά του. Ο παππούς μου είχε την χάρη και το χάρισμα. Την χάρη, γιατί στον ουρανίσκο του μπορούσε κανείς να δει τον Τίμιο Σταυρό. Το χάρισμα, γιατί έκλαψε μέσα από την κοιλιά της μητέρας του. Γι’ αυτό και δεν τον δάγκωναν τα αγριεμένα σκυλιά, και είχε υπερφυσικές δυνάμεις. Για παράδειγμα, όταν πηγαίναμε στο σχολείο, μπαίνοντας στην αποβάθρα του μετρό, εκείνος σήκωνε το χέρι του και το τρένο σταματούσε, Διασχίζοντας τους δρόμους, στεκόταν με την πλάτη στο φανάρι, συγκεντρωνότανε και έκανε το κόκκινο να σβήσει και να ανάψει το πράσινο. Τα απογεύματα μετά το φαγητό, σταματούσε να αναπνέει για μισή ώρα και εγώ το εκμεταλλευόμουνα για να δω κινούμενα σχέδια. Μια μέρα που πήγαμε στο νεκροταφείο, παρατήρησα μπαίνοντας στον οικογενειακό τάφο, ότι εξαφανίστηκε η σκιά του. Μου είπε, ότι αυτό δεν ήταν υπερφυσική δύναμη, ότι ήταν εξ’ αιτίας του ήλιου, αλλά όταν θα πήγαινε να βρει την γιαγιά, θα μου την άφηνε για ενθύμιο. Τώρα ο παππούς πέθανε και κατάλαβα ότι με κορόιδευε με το μετρό, το φανάρι και την άπνοια, αλλά με δυσκολεύει να εξηγήσω σε αυτούς που το καταλαβαίνουν, που οφείλεται η δεύτερη σκιά μου.

Javier Ximens -Superabuelo


De mi abuelo heredé su sombra. Mi abuelo tenía el don y la gracia. El don porque en su paladar se veía una Cruz de Caravaca. La gracia porque lloró en el vientre de su madre. Así que no le mordían los perros rabiosos y tenía poderes. Por ejemplo, cuando íbamos al colegio, al entrar en el andén del metro, él levantaba la mano y el tren se detenía. Al cruzar las calles se situaba de espaldas al semáforo, se concentraba y hacía que el rojo se apagara y se encendiera el verde. Por las tardes, después de comer dejaba de respirar media hora y yo aprovechaba para ver los dibujos animados. Un día que fuimos al cementerio observé que al entrar en el panteón familiar desaparecía su sombra. Me dijo que aquello no eran poderes, que era por el sol, pero que cuando se fuera con la abuela me la dejaría como recuerdo. Ahora el abuelo se ha ido y he comprendido que me tomaba el pelo con lo del metro, el semáforo y dejar de respirar, pero me cuesta mucho explicar, a los que se dan cuenta, el motivo por el cual tengo dos sombras.

Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2017

Mireia Manzano-Ο κάβουρας



απνευστί κι απ' την ανάποδη... από εδώ

Mireia Manzano-Ο κάβουρας


Ξάπλωσα νωρίς, ξεφύλλισα αδιάφορα το μυθιστόρημα, βούρτσισα τα δόντια μου και έφαγα λουκάνικα με λίγα λαζάνια που περίσσεψαν από χθες και διάβασα λιγάκι εφημερίδα με τα πόδια επάνω στην πολυθρόνα και βαρέθηκα με τα εκτρωματικά λάθη των διαγωνιζόμενων στο Βρες την φράση και έλυσα την γραβάτα με έναν αναστεναγμό ανακούφισης, τι σκατομέρα και έφτασα στο σπίτι κακοδιάθετος, γιατί δεν βρήκα καπνό στο περίπτερο και τα πήρα στο κρανίο με το μποτιλιάρισμα και έπρεπε να μείνω μέχρι τις έξη, γιατί η γραμματέας μου θεώρησε καλό να με ειδοποιήσει για την συνάντηση μόλις πριν από δέκα λεπτά και λογόφερα για την τελευταία μεταγραφή της Μπαρτσελόνα με τον καινούργιο στο γραφείο, ο οποίος έχει φάτσα γαμημένου οπαδού της Ρεάλ και αφαιρέθηκα κοιτάζοντας από το παράθυρο, την ώρα που το αφεντικό μου περνούσε από το γραφείο για να ελέγξει αν δουλεύουμε και έφαγα ένα σάντουιτς για χορτοφάγους, γιατί- οριστικά- από τότε που τα είπα με τον γιατρό, βρίσκομαι σε δίαιτα και ήμουν ανυπόμονος περιμένοντας την ώρα του μεσημεριανού φαγητού, βράζοντας στην ζέστη από την στιγμή που μας έκοψαν τον κλιματισμό σε όλους όσους είμαστε στον πρώτο όροφο και έστειλα μερικές δυσάρεστες επιστολές σε κάποιους δύστροπους πελάτες και ζήτησα από την γραμματέα μου ένα καφέ ζεστό με δυο κύβους ζάχαρη, σε παρακαλώ Τσάρο και τηλεφώνησα στην πρώην μου, για να μάθω αν θα μπορούσε να αναλάβει εκείνη να πάρει το παιδί από το σχολείο, εντάξει πάντα το ίδιο κάνεις, θα το πω στην μητέρα μου και θα δούμε τι θα κάνουμε, και έφτασα στο γραφείο θυμωμένος επειδή μια καταραμένη μοτοσυκλέτα πέρασε με πορτοκαλί σε μια διασταύρωση και ντύθηκα στα γρήγορα και έφαγα για πρωινό ένα ξερό κρουασάν με λίγο κρύο καφέ που περίσσεψε από χθες και ξύπνησα με το μαξιλάρι κολλημένο στο μάγουλο, γιατί στα σίγουρα απόψε έκλαψα πριν κοιμηθώ και κατάλαβα ότι χρειαζόμουνα να ξεκινήσω από την αρχή, γιατί εδώ και μέρες η ζωή μου μοιάζει να κυλάει ανάποδα.

Mireia Manzano-El cangrejo

Y me acosté pronto, y hojeé sin interés la novela, y me cepillé los dientes, y cené salchichas con un poco de la lasaña que sobró de ayer, y leí el periódico poniendo los pies encima del sillón, y me aburrí con los errores garrafales de los concursantes de Pasapalabra, y me desabroché la corbata con un suspiro de alivio, qué día de perros, y llegué a casa de mal humor porque no quedaba tabaco en el quiosco, y perdí los estribos en un atasco brutal, y tuve que quedarme hasta las seis porque a mi secretaria no se le había ocurrido nada mejor que no avisarme de la reunión hasta diez minutos antes, y estuve debatiendo sobre el nuevo fichaje del Barça con el nuevo de la oficina, que tiene pinta de ser un madridista rematado, y me distraje mirando por la ventana ahora que mi jefe ya apenas pasa por el despacho a revisar el trabajo que hacemos, y salí a comer un sándwich vegetal porque, definitivamente, desde que hablé con el doctor, estoy a dieta, y estuve ansioso esperando a que llegara la hora del almuerzo, abrasándome de calor ahora que nos han quitado el aire acondicionado a los que estamos en la primera planta, y mandé unos correos un tanto desagradables a un par de clientes morosos, y le pedí a mi secretaria un café, bien caliente y con dos de azúcar por favor, Charo, y telefoneé a mi exmujer para saber si podría encargarse ella esta tarde de ir a buscar a la niña al colegio, ya está bien, siempre me haces lo mismo y hoy te tocaba a ti, yo esta noche pensaba ir al cine con Sergi y no puedo hacerme cargo, se lo diré a mi madre y vamos a ver qué hacemos, y llegué a la oficina enfadado por culpa de una maldita moto que se saltó el ámbar en un cruce, y me vestí a toda prisa, y desayuné un cruasán reseco y un poco de café frío del día anterior, y me desperté con la almohada pegada a la mejilla porque seguramente anoche lloré un poco antes de acostarme, y me di cuenta de que necesitaba volver a empezar porque, desde hacía días, mi vida parecía estar funcionando al revés.

Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017

Juan José Millás-Η αλήθεια

μια ιστορία καθημερινότητας, σαν χρονογράφημα... από εδώ

Juan José Millás-Η αλήθεια

Ξύπνησε χαράματα και παρέμεινε τυλιγμένος στα σεντόνια, χωρίς να ανοίξει το ραδιόφωνο, από φόβο μήπως ξυπνήσει την γυναίκα του. Τελικά, τα νεύρα του τον έσπρωξαν ως την κουζίνα, όπου συντονίστηκε με ένα ειδησεογραφικό σταθμό, οπότε και ενημερώθηκε για ένα κυκλώνα, ο οποίος ήταν η αιτία για πολλές καταστροφές στο Μαϊάμι. Δεν αναφέρθηκε ότι ήταν εκείνος μπλεγμένος, ούτε όμως και το αντίθετο, κι έτσι γύρισε στο κρεβάτι κάπως νευρικός και κοιμήθηκε για λίγο ακόμα, μέχρι που χτύπησε το ξυπνητήρι. Κατά την διάρκεια του πρωινού, η γυναίκα του τον ρώτησε, αν τον πονούσε ακόμα η πλάτη ή αν κάτι άλλο τον απασχολούσε. Αρνήθηκε με το κεφάλι του, ενώ  παρακολουθούσε τα πρωινάδικα, μήπως και το όνομα του εμφανιστεί πουθενά. Στο γραφείο πια, διάβασε προσεκτικά την εφημερίδα, ενώ την έκρυβε ανάμεσα στα πόδια του, χωρίς να προσέξει να τον έχουν αναφέρει πουθενά. Ωστόσο, στις έντεκα πήγε στην τουαλέτα, και με το κινητό του, που του είχαν δωρίσει στην γιορτή του πατέρα, τηλεφώνησε στην γραμματέα του Γκόμεθ ντε Λιάνιο, για να ρωτήσει αν ο δικαστής είχε ζητήσει να τον ανακρίνει. Του είπαν πως όχι. «Μπορώ τότε να φύγω από την Ισπανία;» επέμεινε ακριβώς την στιγμή που, απότομα, κατέβαζαν το ακουστικό από την άλλη πλευρά. Γύρισε στο γραφείο του με ύφος κυνηγημένου  και ομολόγησε στον συνάδελφό του τον φόβο του, ότι το όνομα του θα φιγουράριζε ανάμεσα στους διακόσιους φοροφυγάδες που θα απολάμβαναν την υποτιθέμενη φορολογική αμνηστία. «Αλλά, πόσα χρήματα κερδίζεις;» «Δεν ξέρω, κάπου ενάμιση χιλιάρικο μαζί με την γυναίκα μου τον μήνα.» Ο συνάδελφος τον έστειλε στον διάολο.

Το απόγευμα γύρισε στο σπίτι, ρώτησε αν ήρθε καμιά ειδοποίηση από το ανακριτικό της αστυνομίας ή αν κάποιος τους είχε απειλήσει.

Έστω και από το τηλέφωνο, αλλά όχι, όλα ήταν εντάξει. Πριν ξαπλώσει, ενώ βούρτσιζε τα δόντια, κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη και ήρθε αντιμέτωπος με την αλήθεια. «Θεέ μου», είπε, «είμαι ο κανένας».

Juan José Millás-La verdad
Se despertó de madrugada y permaneció encogido entre las sábanas, sin decidirse a poner la radio por miedo a despertar a su mujer. Finalmente, los nervios le empujaron a la de la cocina, donde sintonizó un programa de noticias por el que se enteró de que un tornado había causado grandes destrozos en Miami. No se dijo que él estuviera implicado, pero tampoco lo contrario, así que regresó a la cama algo nervioso y concilió un sueño breve, lleno de grumos, antes de que sonara el despertador. Durante el desayuno, su mujer le preguntó si volvía a dolerle la espalda o tenía alguna preocupación. El negó con la cabeza mientras escuchaba la primera tertulia de la mañana por si salía su nombre a relucir.Ya en la oficina, leyó atentamente el periódico disimulado entre las piernas, sin verse citado en ningún sitio. No obstante, a las once fue al cuarto de baño y con el móvil que le habían regalado el día del padre telefoneó a la secretaría de Gómez de Liaño para preguntar si el juez estaba interesado en interrogarle. Le dijeron que no. "¿Puedo salir de España entonces?", insistió al tiempo que cortaban bruscamente la comunicación al otro lado. Regresó al despacho con gesto huidizo y confesó a su compañero de mesa que tenía miedo de que su nombre figurara entre los 200 expedientes de la supuesta amnistía fiscal. "Pero ¿cuánto dinero ganas?". "No sé, entre mi mujer y yo no llega a tres millones y medio al año". Su compañero le mandó a la mierda y eso fue todo.



Por la tarde, al volver a casa, preguntó si había llegado alguna, notificación del juzgado de guardia o si alguien les había amenazado.


Por teléfono, pero no, todo estaba en orden. Antes de acostarse, mientras se cepillaba lo s dientes, se contempló en el espejo enfrentándose al fin a la verdad. "Dios mío", se dijo, "no soy nadie".

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017

Raúl Brasca-Πτώμα





... μακάβριο χαμόγελο... από εδώ

Raúl Brasca-Πτώμα

Κάθισα στο κατώφλι της πόρτας και περίμενα να περάσει το πτώμα του εχθρού μου. Πέρασε και μου είπε: «τα λέμε».
Για να μη με αφήσει στην ησυχία μου, συνεχίζει να υποφέρει ανάμεσα στους ζωντανούς.

Raúl Brasca- Cadáver


Me senté en el umbral de mi puerta a esperar que pasara el cadáver de mi enemigo. Pasó y me dijo ‘hasta mañana’.
Con tal de no darme paz, sigue penando entre los vivos.

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

Antonio Fernández Molina-Το τέλος της εκδρομής



... είναι ζήτημα οπτικής γωνίας... από εδώ

Antonio Fernández Molina-Το τέλος της εκδρομής

Οι εκδρομείς απολάμβαναν το τοπίο. Έλαμπε ο ήλιος και η θερμοκρασία ήταν ευχάριστη. Κάποια φιλήσυχα ζώα βοσκούσαν στο λιβάδι. Ανάμεσά τους, ένας άντρας με μια βαλίτσα ανοιχτή και άδεια.

-Γιατί δεν κλείνετε την βαλίτσα; -τον ρώτησε ένας περίεργος εκδρομέας.

Ο άντρας δεν του έδωσε σημασία, όμως ο εκδρομέας επέμεινε ξανά στην ερώτηση.

Τελικά, κάνοντας μια αποφασιστική κίνηση, εκείνος ο άντρας, την έκλεισε απότομα. Την ίδια στιγμή, ξαφνικά, το φως εξαφανίστηκε, οι εκδρομείς έμειναν στα σκοτεινά και γρήγορα άρχισαν να αντιλαμβάνονται, ότι τους τελείωνε ο αέρας.

EL FIN DE LA EXCURSIÓN

Los excursionistas gozaban del paisaje. Lucía el sol y la temperatura era templada. Algunos apacibles animales pastaban en el prado. En medio de ellos había un hombre junto a una maleta abierta y vacía.

—¿Por qué no cierra la maleta? —le preguntó un excursionista entrometido.

El hombre no le hizo caso, pero el excursionista volvió a insistir una vez y otra.


Al final, haciendo un gesto decisivo, aquel hombre la cerró de golpe. Al mismo tiempo la luz se fue de repente, los excursionistas se quedaron a oscuras y muy pronto empezaron a notar cómo les faltaba el aire.

Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017

Paz Monserrat Revillo-Θηρευτής



...διαχρονικές αλήθειες σε συσκευασία ιστορίας τρόμου... από εδώ

Paz Monserrat Revillo-Θηρευτής

Στο χωριό, δεν κουβεντιάζουμε τίποτα άλλο πέρα από την φοβερά ενοχλητική πληγή· τις Κοκκινοσκουφίτσες  να σαρώνουν τα δάση μας.

Από τότε που εξαφανίστηκε ο φυσικός τους θηρευτής, αυτές με τα κόκκινα, προκαλούν καταστάσεις, καταστρέφουν τα περιβόλια και ανακατώνουν το χώμα, ψάχνοντας ρίζες μετά την βροχή. Τις νύχτες περιδιαβαίνουν τα βιομηχανικά τετράγωνα και πλησιάζουν μέχρι τις άκρες της πόλης, για να χώσουν την μύτη τους στους κάδους των σκουπιδιών.

Κάποιες γειτονιές οργανώσανε στα κρυφά ενέδρες, στις οποίες συμμετέχουν όχι και τα καλύτερα παιδιά της περιοχής.

Κάθε φορά που οι οικολόγοι προτείνουν την επανεισαγωγή του λύκου, οι κτηνοτρόφοι βγαίνουν στους δρόμους με καραμπίνες και ρόπαλα.

Εν τω μεταξύ , αυτές τριγυρνάνε σε μικρές ομάδες, με το βλέμμα σαν χαμένο, μοστράροντας κάτω από τις κουρελιασμένες τους σκούφιες, μια μπλεγμένη τούφα μαλλιών στο χρώμα του μελιού. Αν τις στριμώξουν πουθενά, καθώς κουβαλάνε τα μωρά τους, αυτά τα λεπτοκαμωμένα και ωχρά πλάσματα, γυρνάνε και επιτίθενται με αγριάδα.

Στο καφενείο, εγώ δεν εκδηλώνομαι σχετικά με αυτό το θέμα, αλλά κάνω πολλά περισσότερα, για να λυθεί το πρόβλημα, από ότι όλοι αυτοί οι τσαρλατάνοι. Κάθε εικοσιοκτώ μέρες, ακολουθώντας την φύση μου, συμμορφώνομαι στο κάλεσμα της πανσελήνου. Καταπίνω το ουρλιαχτό που ξεπηδάει από τα σπλάχνα μου και βγαίνω για κυνήγι.

Predator

En el pueblo no se habla de otra cosa que de la preocupante plaga de Caperucitas que asola nuestros bosques.

Desde que desapareció su depredador natural las de rojo provocan accidentes, destrozan los huertos y remueven la tierra buscando raíces después de la lluvia. Por las noches merodean por los polígonos industriales y se acercan a los límites de la ciudad  para hurgar en los contenedores de basura.

Algunos municipios organizan batidas clandestinas que reúnen a los habitantes más siniestros de la comunidad.

Cada vez que los ecologistas proponen reintroducir el lobo ibérico, los ganaderos salen a la calle con escopetas y garrotes.

Mientras tanto, ellas deambulan en pequeños grupos, con la mirada alucinada y mostrando una maraña de pelo color miel bajo sus harapientas caperuzas. Si se les acorrala cuando van con sus crías-esas deliciosas y pálidas criaturas-se revuelven y atacan con ferocidad.


En el bar yo no me pronuncio sobre el asunto, pero estoy haciendo mucho más que todos esos charlatanes para solucionar el problema. Cada veintiocho días, siguiendo mi naturaleza, acudo al llamado de la luna llena. Me muerdo el aullido que brota de mis entrañas, y salgo de cacería.

Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017

Wisława Szymborska-Παραβολή




Wisława Szymborska- Parábola,  μετάφραση Gerardo Beltrán, από εδώ

Παραβολή

Κάποιοι ψαράδες έβγαλαν από τον βυθό ένα μπουκάλι. Μέσα στο μπουκάλι υπήρχε ένα χαρτί και στο χαρτί αυτές οι λέξεις: «Βοήθεια! Βρίσκομαι εδώ. Ο ωκεανός με πέταξε σε ένα έρημο νησί. Βρίσκομαι στην ακτή και περιμένω βοήθεια. Βιαστείτε. Βρίσκομαι εδώ!»

-Δεν έχει ημερομηνία. Στα σίγουρα είναι πια πολύ αργά. Το μπουκάλι θα πρέπει να ταξίδεψε στην θάλασσα για χρόνια, είπε ο πρώτος ψαράς.

-Και δεν υποδεικνύει τον τόπο. Ούτε και που ξέρουμε σε ποιον ωκεανό, είπε ο δεύτερος ψαράς.

-Ούτε πολύ αργά, ούτε πολύ μακριά. Το νησί Εδώ βρίσκεται παντού, είπε ο τρίτος ψαράς.

Ένιωσαν άβολα, έπεσε σιωπή, Οι γενικές αλήθειες, το έχουν αυτό το πρόβλημα.

Ciertos pescadores sacaron del fondo una botella. Había en la botella un papel, y en el papel estas palabras: “¡Socorro!, estoy aquí. El océano me arrojó a una isla desierta. Estoy en la orilla y espero ayuda. ¡Dense prisa. Estoy aquí!”

__—No tiene fecha. Seguramente es ya demasiado tarde. La botella pudo haber flotado mucho tiempo, dijo el pescador primero.

__—Y el lugar no está indicado. Ni siquiera se sabe en qué océano, dijo el pescador segundo.

__—Ni demasiado tarde ni demasiado lejos. La isla Aquí está en todos lados, dijo el pescador tercero.


__El ambiente se volvió incómodo, cayó el silencio. Las verdades generales tienen ese problema.

Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

Fernando León de Aranoa-Πυξίδες


...εκτός συστήματος... από εδώ

Fernando León de Aranoa

Πυξίδες

Μου είπανε ότι μερικές πυξίδες,
όχι πολλές, 
αρχίσανε να αποκτούν συνείδηση
και ντροπιασμένες, 
μετανιωμένες από την πεισματική,
μεροληπτική και συντηρητική, παραδοσιακή τους συμπεριφορά,
αρχίσανε, όχι πολλές,
να δείχνουν προς τον Νότο.


Brújulas

Me dicen que algunas brújulas,
no muchas,
empiezan a tomar conciencia,
y, avergonzadas,
arrepentidas de su tradicional actitud,
obcecada, tendenciosa, conservadora,
comienzan,
algunas,
no muchas,

a señalar hacia el Sur.

Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017

Pedro Herrero-Ο νόμος της ζούγκλας



Οι δυο όψεις του ιδίου νομίσματος... από εδώ

Pedro Herrero-Ο νόμος της ζούγκλας

Καθισμένος σε μια γωνιά στο σκοτεινό μπαρ, ο μοναδικός πελάτης παρακολουθεί σιωπηλά ένα ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση, σχετικά με την ζωή στην αφρικανική σαβάνα. Η νεαρή σερβιτόρα, του έφερε ένα βαρύ καφέ, με την ίδια νωχελικότητα που επιδεικνύει η μικρή γαζέλα στο ρεπορτάζ, καθώς περιφέρεται στο λιβάδι μακριά από το κοπάδι. Το τσακάλι την πολιορκεί, κρυμμένο ανάμεσα στα χορτάρια και ο εκφωνητής του προγράμματος διαβεβαιώνει, ότι οι πιθανότητες που έχει το θήραμα για να ξεφύγει από τον θηρευτή του, είναι μηδενικές. Ο άντρας, που ρουφάει αργά το φλιτζάνι του καφέ του και το θηρίο διασταυρώνουν το βλέμμα τους. Η γαζέλα κοντοστέκεται ανήσυχη, εξ’ αιτίας ενός θορύβου που τραβά την προσοχή της σερβιτόρας, η οποία για μια στιγμή αφήνει στην άκρη ότι κάνει, για να καρφώσει τα μάτια της στην οθόνη. Η ζωή, όπως φαίνεται, υπακούει σε κάποιους νόμους όχι τόσο ελαστικούς, που θέτουν σε αμφισβήτηση την ρομαντική μας θεώρηση για την ελευθερία. Ο εκφωνητής έχει μια φωνή σαγηνευτική, βαθιά και πειστική και μιλάει, σαν αυτός ο ίδιος να έχει σχεδιάσει την συμπεριφορά όλων των ζωντανών πλασμάτων στον πλανήτη. Τώρα το τσακάλι ζήτησε τον λογαριασμό και η γαζέλα, αφού σκουπίσει τα χέρια στην ποδιά, στέργει χωρίς καθυστέρηση να εκπληρώσει τον προορισμό της.



Sentado en un rincón de la oscura taberna, el único cliente contempla en silencio el documental que pasan por televisión sobre la vida salvaje en la sabana africana. La joven camarera le ha servido un café bien cargado, con la misma indolencia que muestra la pequeña gacela del reportaje, mientras deambula por el prado lejos de la manada. El chacal la acecha, agazapado entre la maleza, y el locutor del programa asegura que las posibilidades que tiene la presa de romper el cerco del cazador son prácticamente nulas. Hay un cruce de miradas entre la fiera y el hombre, que sorbe lentamente su taza de café.También la gacela detiene su marcha, inquieta a causa de un ruido que llama la atención de la camarera, la cual deja un momento lo que está haciendo para fijar sus ojos en la pantalla. La vida, al parecer, se somete a unas leyes tan poco flexibles que acaban cuestionando nuestro romántico concepto de libertad. El locutor tiene una voz sedosa, profunda y convincente, y habla como si él mismo hubiera diseñado el comportamiento de todos los seres vivos del planeta. Ahora el chacal ha pedido la cuenta y la gacela, tras limpiarse las manos en el delantal, acude sin demora a cumplir con su destino.

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

PATRICIA NASELLO-Ζήλεια


...οι νέοι ιστορικοί... ξαναγράφουν την ιστορία... από εδώ

PATRICIA NASELLO

Ζήλεια

Κοιτάζεται σε μια γωνιά του καθρέφτη, που οι νάνοι έχουν κρεμάσει στο βρωμοσαλόνι τους.
Είναι αδύνατη, με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια.
-Παραδουλεύω- μουρμουρίζει με θυμό.
Στην φωτογραφία της εφημερίδας, η μητέρα της, φαντασμαγορική: με τα λεφτά του παλατιού πληρώνει τις πλαστικές, αυτές που διατηρούν ετούτη την ψεύτικη νεότητα, αυτήν που τώρα εκείνη παρατηρεί, ενώ πνίγεται μέσα σε ένα παγωμένο και κολλώδη βούρκο.
Δεν θα χάσει τα καλύτερα της χρόνια κρυμμένη στο δάσος, να κάνει την δούλα σ’ αυτούς τους εφτά άπληστους.
-Χύσε το δηλητήριο σου σε αυτό το μήλο- διατάζει. Το φίδι υπακούει, δεν διακινδυνεύει να υποστεί τις φοβερές συνέπειες που θα μπορούσε να του επιφέρει, άλλο ένα μπέρδεμα με μια γυναίκα.
Βάζει το δηλητηριασμένο φρούτο σε ένα καλάθι και ξεκινά για το παλάτι.

ENVIDIA


Se mira en un trozo de espejo que los enanos tienen colgado en el cuartucho. Está flaca, ojerosa.
—Exceso de trabajo —murmura para sí con rabia.
En la foto del periódico, su madre, espléndida: el dinero de la corona paga las cirugías que mantienen esa juventud ficticia que ella ahora observa mientras siente que se ahoga en un agua helada, viscosa.
No perderá sus mejores años escondida en un bosque trabajando como criada para siete avaros.
—Inoculá tu veneno en esta manzana —ordena. La serpiente obedece, no se arriesga a sufrir las consecuencias terribles que podría acarrearle otro problema con una mujer.

Coloca el fruto envenenado en una canastilla y acude a palacio.

Τετάρτη 23 Αυγούστου 2017

Francesc Barberá-Η μακέτα



... εκεί που... τερματίζει η τελειότητα... από εδώ

Francesc Barberá

Η μακέτα

Πάνε είκοσι χρόνια που ο μπαμπάς κατασκευάζει μια μακέτα. Η εμμονή του έφτασε σε τέτοιο σημείο, που αναπαριστά πιστά κάθε λεπτομέρεια της πόλης. Αν ο γείτονας βάψει την πρόσοψη του σπιτιού του σε διαφορετικό χρώμα, ο μπαμπάς τρέχει στο κατάστημα να αγοράσει μπογιά στον ίδιο τόνο. Η μαμά υποφέρει. Χθες έφυγε από το σπίτι. Αφού την ψάξαμε όλη την ημέρα, τελικά την βρήκαμε στον σταθμό. Μέσα από τον μεγεθυντικό φακό μπορέσαμε να δούμε πως μας αποχαιρετούσε, καθώς ανέβαζε τις βαλίτσες της στο τραίνο.

LA MAQUETA


Papá lleva veinte años construyendo una maqueta. Su obsesión ha llegado a tal límite que reproduce fielmente cada detalle de la ciudad. Si el vecino decide pintar la fachada de su casa de otro color, papá corre a la tienda a comprar el mismo tono de pintura. Mamá está harta. Ayer se fue de casa. Después de buscarla durante todo el día, al final la encontramos en la estación. A través de la lupa pudimos ver cómo se despedía de nosotros mientras subía las maletas al tren.

Τρίτη 22 Αυγούστου 2017

Francesc Barberá-Η προαγωγή


...να ξέρει κάτι ο προϊστάμενος; ... από εδώ

Francesc Barberá


Η προαγωγή


Ταμπουρωμένος στην ταράτσα, τον παρατηρώ μέσα από το τηλεσκοπικό σκόπευτρο του τουφεκιού. Οι λέξεις του ακόμα αντηχούν στο κεφάλι μου: «Λυπάμαι, σας λείπει η αποφασιστικότητα». Ακουμπάω το δάχτυλο στην σκανδάλη και, όπως κάθε μέρα, διστάζω για μερικά, ατέλειωτα δευτερόλεπτα.  Ίσως αύριο.


El ascenso



Apostado en la azotea, le observo a través de la mira telescópica del rifle. Sus palabras aún resuenan en mi cabeza: “Lo siento, pero le falta determinación”. Coloco el dedo en el gatillo y, como cada día, dudo durante unos inacabables segundos. Quizás mañana.

Πέμπτη 17 Αυγούστου 2017

Hugo López Araiza Bravo-Λαξεύματα


...στα χρόνια της αθωότητας... τότε που όλα μπορούν να συμβούν... από εδώ

Hugo López Araiza Bravo

Λαξεύματα

Μετά από μήνες εξάσκησης, ο μαθητευόμενος κατάφερε να δει τον άγγελο που ήταν παγιδευμένος στο μάρμαρο. Πήρε την σμίλη και λάξευσε μέχρι που έφτασε να δει το σχήμα του καλά περιγεγραμμένο, λίγα χιλιοστά πριν αγγίξει το σώμα του. Αλλά το πέτρωμα ράγισε. Ο άγγελος τέντωσε τα φτερά του, τίναξε τα υπολείμματα του μαρμάρου και χωρίς άλλο ξεκίνησε την πτήση.

-Μην στενοχωριέσαι- τον παρηγόρησε ο δάσκαλος της γλυπτικής-, σε όλους μας ξεφεύγει ο πρώτος.


Cinceladas

Tras meses de entrenamiento, el aprendiz logró ver al ángel atrapado en el mármol. Tomó el cincel y martilló hasta tener su figura bien definida, a unos milímetros de tocar su carne. Pero la piedra se agrietó. El ángel extendió sus alas, se sacudió los guijarros y emprendió el vuelo sin más.


—No te preocupes —lo consoló el maestro escultor—, a todos se nos escapa el primero.

Παρασκευή 11 Αυγούστου 2017

RAMÓN GÓMEZ DE LA SERNA-Ο φανατικός του Θεού



... τόσο απλά και ξεκάθαρα... από εδώ

RAMÓN GÓMEZ DE LA SERNA-Ο φανατικός του Θεού

Διάβαζε όλες τις προσευχές σε όλες τις βίβλους, απ’ όλα τα ιερά βιβλία, προσευχόταν σε όλους τους θεούς και ήταν ζωολάτρης, ειδωλολάτρης, πολυθεϊστής και μονοθεϊστής… Όλη την ημέρα την αφιέρωνε σε διαφορετικές λατρείες.

Και πέθανε, και μπαίνοντας στο βασίλειο των σκιών συνάντησε ένα Θεό που δεν αναφερόταν σε καμιά από τις θεογονίες του, ένα Θεό παράξενο και σιωπηλό, που τον μάζεψε και τον έπλασε σε μια κοινή ζύμη, ξανά μια συνηθισμένη λάσπη.

EL FANÁTICO DE DIOS

Leía todas las oraciones de todas las biblias, de todos los libros sagrados, rezaba a todos los dioses y era zoólatra, idólatra, politeísta y monoteísta… Todo el día lo dedicaba a todos los cultos.


Y murió, y al entrar en el reino de las sombras se encontró con un Dios que no estaba citado en ninguna de sus teogonías, un Dios extraño y callado que le cogió y le amasó en la masa común, otra vez en el barro común.

Σάββατο 22 Ιουλίου 2017

ANA MARIA MATUTE-Το παιδί του οποίου ο φίλος πέθανε



όταν η ωριμότητα έρχεται πρόωρα... από εδώ

ANA MARIA MATUTE-Το παιδί, του οποίου ο φίλος πέθανε

Ένα πρωί σηκώθηκε και πήγε να βρει τον φίλο, στην άλλη πλευρά του φράχτη. Όμως ο φίλος δεν ήταν και όταν γύρισε, του είπε η μητέρα:
-Ο φίλος πέθανε.
-Αγόρι, μην τον σκέφτεσαι άλλο και ψάξε άλλους για να παίξεις.
Ο αγόρι κάθισε στο κούφωμα της πόρτας, με το πρόσωπο ανάμεσα στα χέρια και του αγκώνες στα γόνατα. «Θα γυρίσει», σκέφτηκε. Γιατί δεν μπορεί να υπάρχουν δίπλα του οι βόλοι, το φορτηγάκι, το τσίγκινο πιστόλι και το χαλασμένο ρολόι και ο φίλος να μην έρθει να τα βρει. Ήρθε η  νύχτα, με ένα τεράστιο αστέρι και το παιδί δεν ήθελε να μπει για να δειπνήσει.
-Έμπα, αγόρι, ζύγωσε το κρύο- είπε η μητέρα.
Όμως, αντί να μπει, το αγόρι σηκώθηκε από το κούφωμα και πήγε να ψάξει τον φίλο, με τους βόλους, το φορτηγάκι, το τσίγκινο πιστόλι και το χαλασμένο ρολόι. Φτάνοντας στον φράχτη, η φωνή του φίλου δεν τον κάλεσε, ούτε τον άκουσε από το δέντρο, ούτε από το πηγάδι. Πέρασε όλη τη νύχτα να τον ψάχνει. Κι ήταν μια μακριά νύχτα, σχεδόν φωτεινή, και του σκονίστηκαν τα ρούχα και τα παπούτσια. Όταν βγήκε ο ήλιος, το αγόρι, που νύσταζε και διψούσε, τέντωσε τα χέρια και σκέφτηκε: «Τι ηλίθια και ασήμαντα είναι αυτά τα παιχνίδια. Κι αυτό το χαλασμένο ρολόι δεν χρησιμεύει σε τίποτα». Τα πέταξε όλα στο πηγάδι και γύρισε στο σπίτι, πεινασμένο. Η μητέρα, του άνοιξε την πόρτα και είπε:

«Πόσο μεγάλωσε αυτό το αγόρι, Θεέ μου, πόσο μεγάλωσε». Και του αγόρασε ένα αντρικό κοστούμι, γιατί αυτό που φορούσε, του ερχότανε κοντό.

EL NIÑO AL QUE SE LE MURIÓ EL AMIGO

Una mañana se levantó y fue a buscar al amigo, al otro lado de la valla. Pero el amigo no estaba, y, cuando volvió, le dijo la madre:

-El amigo se murió.
-Niño, no pienses más en él y busca otros para jugar.

El niño se sentó en el quicio de la puerta, con la cara entre las manos y los codos en las rodillas. «Él volverá», pensó. Porque no podía ser que allí estuviesen las canicas, el camión y la pistola de hojalata, y el reloj aquel que ya no andaba, y el amigo no viniese a buscarlos. Vino la noche, con una estrella muy grande, y el niño no quería entrar a cenar.

-Entra, niño, que llega el frío -dijo la madre.

Pero, en lugar de entrar, el niño se levantó del quicio y se fue en busca del amigo, con las canicas, el camión, la pistola de hojalata y el reloj que no andaba. Al llegar a la cerca, la voz del amigo no le llamó, ni le oyó en el árbol, ni en el pozo. Pasó buscándole toda la noche. Y fue una larga noche casi blanca, que le llenó de polvo el traje y los zapatos. Cuando llegó el sol, el niño, que tenía sueño y sed, estiró los brazos y pensó: «Qué tontos y pequeños son esos juguetes. Y ese reloj que no anda, no sirve para nada». Lo tiró todo al pozo, y volvió a la casa, con mucha hambre. La madre le abrió la puerta, y dijo: «Cuánto ha crecido este niño, Dios mío, cuánto ha crecido». Y le compró un traje de hombre, porque el que llevaba le venía muy corto.

Παρασκευή 7 Ιουλίου 2017

Gabriel Jiménez Emán- Η λυπητερή ιστορία της Φίνια, μιας κότας ερωτευμένης


...η ξεχωριστή γεύση του κρέατος... από εδώ

Gabriel Jiménez Emán- Η λυπητερή ιστορία της Φίνια, μιας κότας ερωτευμένης

Μια ξεχωριστή κότα από αυτές που μετά το φαγητό απομακρύνονται από τις υπόλοιπες και κολλάνε στο συρματόπλεγμα του κοτετσιού για να χωνέψουν και να σκεφτούν την μαύρη τους την μοίρα, δεν την γνωρίζει και πολύς κόσμος.
Όποιος την δει εκεί, με το ράμφος της ανάμεσα στο συρματόπλεγμα, να μουρμουράει ένα σιγανό τραγούδι αγάπης, δεν μπορεί, θα συγκινηθεί, είναι νόμος της φύσης.
Ας της βρούμε ένα όνομα για να την ταυτοποιήσουμε από τις άλλες: Φίνια, για παράδειγμα. Λοιπόν, η Φίνια, εκτός από πανέμορφη και πανέξυπνη είναι επίσης και πολύ ερωτευμένη με έναν κόκορα που τον ακούει να τραγουδάει κάθε πρωί και καταλαβαίνει από το τραγούδι του ότι πρέπει να είναι ο πιο αγαπησιάρης και συγκαταβατικός κόκορας του κόσμου.
Το τραγούδι του κόκορα της διαπερνάει την ψυχή και εκείνη, κλεισμένη μέσα στο λυπητερό και υγρό της κοτέτσι, κλαίει χωρίς δάκρυα, αφού όλοι ξέρουμε ότι δεν βγαίνουν δάκρυα από τα μάτια της κότας, ακόμα κι όταν τους στρίψουν το λαρύγγι.
Η Φίνια, στο τέλος, δυναμωμένη από την αγάπη της, καταφέρνει, με απίστευτο τρόπο, να περάσει από μια τρύπα πολύ στενή για το σώμα της, σπάζοντας τα πούπουλα της, και μέρος από το κεφάλι  της, και αχρηστεύοντας για τα καλά το ένα της πόδι. Μετά με το φτέρωμά της γεμάτο αίμα, περιμένει να χαράξει η αυγή και προσμενει το τραγούδι το κόκορα· έπειτα, οδηγημένη από την καρδιά της και καθοδηγούμενη από το πιο μελωδικό τραγούδι της γης, φτάνει μέχρι το σπιτικό του αγαπημένου της κόκορα, που είναι κάτοχος όλων των ατελείωτων φαντασιώσεων της.  Και εκεί βρίσκεται αυτός, με τα φτερά του απλωμένα στον άνεμο και στον κόσμο, με το φτέρωμα του, που θα μπορούσαν να το ζηλέψουν  ακόμα και τα παγώνια και με το ράμφος του στα ουράνια. Κι εκεί βρίσκεται κι εκείνη, να κλαίει, γιατί η Φίνια είναι η μοναδική κότα που έκλαψε και τώρα στέκεται εκεί, στο τέλος της ζωής της, γιατί ετούτη τη στιγμή κάποιος την αρπάζει από το λαιμό και της τον στρίβει.
Έπειτα, το αφεντικό του σπιτιού θα δηλώσει: «Τι όμορφη κότα!», χωρίς να ξέρει, ούτε τώρα ούτε και ποτέ, ότι ήταν γεμάτη αγάπη, μέχρι το μεδούλι.

Gabriel Jiménez Emán -La triste historia de Finia, una gallina enamorada. 

Una gallina rara de esas que se alejan de las demás después de comer y se pegan a los alambres del gallinero a hacer la digestión y a reflexionar sobre su triste destino, no es conocida por todos. Cualquiera que la vea ahí, con el pico entre los alambres, susurrando una inaudible canción de amor, debe por reglas del alma, conmoverse.
Busquémosle un nombre para identificarnos con ella: Finia, por ejemplo. Pues bien, Finia, además de ser muy hermosa y muy triste, está también muy enamorada de un gallo que oye cantar todas las mañanas, y deduce que por su canto debe ser el gallo más amoroso y comprensivo de la tierra.
El canto del gallo le traspasa el alma, y ella, encerrada en su triste y húmedo gallinero, llora sin lágrimas, pues ya sabemos que a las gallinas no le salen lágrimas por los ojos, ni siquiera cuando les tuercen el pescuezo.
Finia, al fin, fortalecida por su amor, logra pasar increíblemente por un orificio demasiado estrecho para su cuerpo, rompiéndose así las plumas, parte de la cabeza, e inutilizándose por completo una pata. Después con el plumaje lleno de sangre, espera que despunte el alba y aguarda el canto de su gallo; luego, guiada por su corazón y conducida por el canto más melodioso de la tierra, llega hasta el hogar de su gran gallo, poseedor de sus infinitas ilusiones. Y allí está él, con las alas extendidas al viento y al mundo, con un plumaje que podría desafiar a los pavos reales, con el pico hacia el cielo. Y allí está ella, llorando, porque Finia es la única gallina que ha llorado, y ahora está parada ahí, al final de su vida, porque en ese momento alguien le agarra el pescuezo y se lo tuerce.

Después, el señor de la casa comentará: «Qué gallina más buena», sin saber, ahora ni nunca, que estaba llena de amor hasta los huesos.

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

Isabel Wageman-Την ανακτώ και πάλι






...ερωτική απογοήτευση, καψούρα, θα έλεγαν κάποιοι, από εδώ


Isabel Wageman-Την ανακτώ και πάλι

Το σπίτι μας δέχεται εισβολή από τις τρίχες σου. Από τότε που έφυγες, δεν κάνω τίποτα άλλο από το να καθαρίζω. Θυμάσαι την ηλεκτρική σκούπα που αγοράσαμε; Πέφτουν όλες στην διάφανη σακούλα της. Γεμίζει από σένα και σιγά-σιγά, τρίχα-τρίχα, θα σε μαζέψω ολόκληρη.

Isabel Wageman- Recuperarla

Nuestra casa está invadida por tus pelos. Desde que te fuiste, no hago más que limpiar. ¿Recuerdas la aspiradora que compramos? En su caja transparente cae todo. Se está llenando de ti y poco a poco, pelo a pelo, te habré recogido entera

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

XuanRata-Σύντομος οδηγός για την Ελευθερία


Ειρωνικό και άκρως απαισιόδοξο... από εδώ

XuanRata-Σύντομος οδηγός για την Ελευθερία

Υπήρχε κάποτε μια εποχή (σύντομη), κατά την οποία, όπως φαίνεται, η Ελευθερία οδηγούσε τον Λαό, παρόλο που δεν ξέρουμε κατά πού, αφού αυτό δεν ήταν δικιά της δουλειά. Οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες σχετικά με αυτήν την καλή κυρία. Είναι άγνωστο, αν ο Λαός ήταν η ιδέα που υιοθέτησαν τα άτομα για να μπορέσουν να ακολουθήσουν την Ελευθερία ή αν αντίθετα, η Ελευθερία ήταν η συνέπεια, του να παρουσιάζονται τα άτομα, ως Λαός, στην προσπάθεια τους να δραπετεύσουν από μια προκαθορισμένη πορεία. Υπάρχει κάποιος που λέει, καταλήγοντας, ότι η Ελευθερία ούτε υπήρξε, ούτε αφορά τον Λαό, και ότι ο καθένας έχει την δική του.

Ήρθε έπειτα μια εποχή, που μερικοί ανέλαβαν να οδηγήσουν τον Λαό προς την Ελευθερία, και επί τη ευκαιρία, κάθε φορά και από πιο δύσκολο μονοπάτι. Ο δρόμος προς την Ελευθερία ήταν τόσο δύσβατος που ο Λαός ξέμεινε από άτομα, τόσο πολύ, ώστε όταν τα άτομα εγκατέλειψαν τον Λαό, δεν υπήρχε τρόπος να προσεγγιστεί η Ελευθερία.

Όμως τότε η Ελευθερία ήταν πια κουρασμένη, που δεν είχε να οδηγήσει κανένα και ξεκουραζότανε νωθρά σε πλατείες, κήπους και σε αίθουσες μουσείων. Σήμερα κανένας πια δεν οδηγεί κανένα. Τώρα συμβιβαζόμαστε με το να βρίσκουμε ξανά το νόημα των ξοφλημένων λέξεων, ασκώντας ένα είδος συναισθηματικής αρχαιολογίας των επιθυμιών.

XuanRata-Breve guía de la Libertad
Hubo una vez un tiempo (corto) en el que, al parecer, la Libertad guiaba al Pueblo, aunque no sabemos hacia dónde pues eso ya no era asunto de la Libertad. Las noticias son confusas en torno a esta buena señora. Se desconoce si el Pueblo era la forma que adoptaron los individuos para poder seguir a la Libertad o si, por el contrario, la Libertad era consecuencia de haberse presentado los individuos como Pueblo al tratar de escapar de un rumbo marcado. Hay quien dice incluso que la Libertad ni fue ni es cosa del Pueblo y que allá cada uno con la suya.

    Después vino una temporada en que unos pocos se encargaron de guiar al Pueblo hacia la Libertad, cada día más esquiva, por cierto. El camino hacia la Libertad era tan arduo que el Pueblo se iba quedando sin individuos, tanto que hasta que los individuos abandonaron al Pueblo no hubo manera de dar alcance a la Libertad.


    Pero para entonces la Libertad estaba ya cansada de no tener a quien guiar y reposaba lánguidamente en glorietas, parterres y salas de museos. Hoy ya nada guía a nadie. Ahora nos conformamos con reencontrar el significado de palabras gastadas, practicando una especie de arqueología sentimental de los deseos.

Πέμπτη 1 Ιουνίου 2017

Ana María Shua-Ο ονειροπόλος και οι δύσπιστοι


...δοκιμάζει τα όρια της φαντασίας... από εδώ

Ana María Shua-Ο ονειροπόλος και οι δύσπιστοι

Κάνει ζέστη. Μέσα στο μπαρ, μια ομάδα ανδρών κοιτάζει, χωρίς να κοιτάζει, τις σκονισμένες ακτίνες του φωτός, που φιλτράρονται μέσα από τα στόρια.
-Μπορώ να περπατήσω επάνω σ’ αυτές τις ακτίνες- λέει ο ονειροπόλος.
Οι άντρες γελάνε και βάζουν στοιχήματα. Ο ονειροπόλος σκαρφαλώνει, με ένα πήδο, σε μια από τις ακτίνες του φωτός , προσπαθεί να κάνει ένα βήμα, ταλαντεύεται και πέφτει. Οι δύσπιστοι εισπράττουν τα στοιχήματα.

Hace calor. En el bar un grupo de hombres miran sin mirar los polvorientos rayos de luz que se filtran a través de la persiana.
—Puedo caminar por esos rayos —dice el iluso.
Los hombres se ríen y hacen apuestas. El iluso trepa de un salto a uno de los rayos de luz, intenta dar un paso tambaleante y cae. Los incrédulos cobran sus apuestas.


Ana María Shua

Σάββατο 27 Μαΐου 2017

CLARA OBLIGADO-Η γοργόνα



μια ιστορία με δυο όψεις... από εδώ

CLARA OBLIGADO

Ο ψαράς είχε βάλει στην προθήκη του μαγαζιού του μια γοργόνα μέσα σε μια ψαροκασέλα. Εκείνη, αδιάφορη από την οχλοβοή, μασούσε με τα κοφτερά της δοντάκια τα ασημένια ψάρια, που ο άντρας της πετούσε κάθε τόσο, ενώ διαλαλούσε: πάρτε, πάρτε μια γοργόνα, την μοναδική στην αγορά!
-Δεν ντρέπεται;- είπε μια γυναίκα-. Να πουλάει την καημενούλα!

-Πόσο το κιλό, αφεντικό;

-Την βάζω πιο φτηνά κι από τις σαρδέλες…

-Μαμά, μαμά πάρε μου αυτό το ψάρι!

Με πια προκλητική απρέπεια, η γοργόνα επιδείκνυε το θεϊκό της κορμί, ενώ άνοιγε το κέλυφος ενός λαχταριστού μυδιού: γυάλιζε η ασημένια ουρά, όπου επάνω της ανακατεύονταν τα λέπια με τα φύκια.

-Και γιατί την πουλάς;

-Δαγκώνει, μαμά;

-Με κούρασε πια: δεν κάνει τίποτα άλλο από το να τρώει, να μπανιάρεται και να κοιμάται. Και ούτε που μιλάει. Και τις νύχτες…

Η γοργόνα έριξε μια αδιάφορη ματιά. Δεν φαινόταν να είναι πάνω από δεκαπέντε χρόνων.

-Λοιπόν, θέλω την μισή: από την μέση κι απάνω.

-Από την πλευρά της γυναίκας , το κιλό είναι ακριβότερο. Κοιτάξτε, κοιτάξτε τι σώμα, τι πρόσωπο. Ο ψαράς ακόνιζε το μαχαίρι του.

-Μην γίνεσαι ζώο, μην μου πεις ότι σκέφτεσαι να την ακρωτηριάσεις;

-Είσαι γουρούνι, ένα κτήνος.

-Κυρίες, δρόμο από εδώ. Μου χαλάτε την δουλειά.

Τώρα η γοργόνα δάγκωνε ένα σολομό. Πάνω από το ξεσχισμένο κρέας, η ματιά της ηδονική παρατηρούσε τους αγοραστές, σαν να καταλάβαινε- μέσα στην απέραντη περιφρόνηση- την θεϊκή της υπεροχή. Ο ψαράς την κοίταξε και φάνηκε να ανταποκρίνεται.

-Εμπρός, φτάνει για σήμερα, δρόμο όλοι: δεν την πουλάω. Στο κάτω-κάτω της γραφής είναι γυναίκα μου.

-Ορίστε, παντρεύτηκε ένα ψάρι!

-Με μια μικρότερή του!

-Ακριβή τιμή για ψάρι. Θα έπρεπε να τον καταγγείλουμε.

Ξαπλωμένη επάνω στην διαφορετικότητά της, η γοργόνα τέντωσε το σώμα της, σαν να ήθελε να το προσφέρει σε όλους τους άντρες του κόσμου. Ξαφνικά, άρχισε να τραγουδάει. Φουρτούνιασε η θάλασσα, μια βαριά μυρωδιά διαπέρασε την αγορά, ταρακούνησε τις καρδιές και για μια στιγμή, όλοι οι άντρες την ποθήσανε. Η αγάπη της γοργόνας, ναυαγός στην αγκαλιά της! Αχ, η δίνη του νερού, το κύμα, ο πελώριος παφλασμός!

Ο ψαράς έκλεισε το μαγαζί και πριν καλά-καλά εξαφανιστεί πίσω από το μεταλλικό ρολό, ακούστηκε ένα μουγκρητό, το θορυβώδες πετάρισμα της ουράς ενός ψαριού, ένα ανακάτεμα από λέπια και υγρά λαχανιάσματα. Έπειτα, οι αναστεναγμοί του άντρα που έκαναν τα λάγνα φρούτα και τα κρέατα στις βιτρίνες των διπλανών μαγαζιών να ανατριχιάζουν. Στο τέλος κόπασε η παλίρροια,  σιωπή.

-Καημενούλα- είπε μια κυρία, καθώς απομακρύνονταν από εκεί, τραβώντας το καροτσάκι με τα ψώνια-: Να το κάνεις με ένα ζώο!

El pescadero exhibía una sirena dentro de una pecera. Ella, ajena al tumulto, masticaba con sus dientecillos afilados peces de plata que el hombre lanzaba de tanto en tanto al tiempo que gritaba: ¡compren, compren una sirena, la única en el mercado!
–No le da vergüenza? –dijo una mujer–. ¡Vender a esa pobre chica!
–¿A cuánto el kilo, jefe?
–Se la pongo más barata que las sardinas…
–¡Mamá, mamá cómprame ese pez!
Con displicente impudicia, la sirena exhibía su torso de diosa mientras abría las valvas de un marisco palpitante: brillaba la cola de plata donde un rebullir de escamas se entretejía con algas.
–¿Y por qué la vende?
–¿Muerde, mamá?
–Estoy cansado de ella: no hace más que comer, bañarse y dormir. Además, no habla. Y por las noches…
La sirena lanzó una mirada de indiferencia. No parecía tener más de quince años.
–Pues quiero la mitad: la de arriba.
–El kilo de mujer es más caro. Mire, mire qué cuerpo, qué cara. El pescadero afilaba su cuchilla.
–No sea animal, ¿no pensará mutilarla?
–Es usted un cerdo, una bestia.
–Señoras, largo de aquí. Me están estropeando el negocio.
Ahora la sirena mordisqueaba un salmón. Por encima de la carne desgarrada su mirada lasciva recorría a los compradores como si comprendiera –en su desdén infinito– su superioridad de diosa. El pescadero la miró y pareció reflexionar.
–Venga, basta por hoy, fuera todos: no la vendo. Al fin y al cabo, es mi mujer.
–¡Mira que casarse con un pez!
–¡Con una menor!
–Qué precio para el pescado. Habría que denunciarlo.
Tendida sobre el género, la sirena estiró su cuerpo como si quisiera ofrecerse a todos los hombres del mundo. De pronto, comenzó a cantar. Una batahola marina, casi un hedor, punzó el mercado, escoró en los corazones, y, por un momento, todos los hombres la desearon. ¡Amar a una sirena, naufragar en su abrazo! ¡Oh, el remolino, la ola, la intensa marejada!
El pescadero estaba cerrando la tienda y no bien desapareció tras el cierre de metal se oyó un bramido, el sonoro aletear de la cola de pescado, un rebullir de escamas y jadeos húmedos. Luego, suspiros de hombre que estremecían la promiscuidad de las frutas, las carnes exhibidas. Por fin, la pleamar del silencio.

–Pobre chica –dijo una señora mientras se alejaba del puesto arrastrando el carrito de la compra–: ¡Hacerlo con un animal!

Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

Ernesto Cardenal-Προσευχή για την Μέριλυν Μονρόε

Κύριε
Δέξου αυτήν την κοπέλα, που ήταν γνωστή στην γη με το όνομα
……..Μέριλυν Μονρόε
παρόλο που δεν ήταν αυτό το πραγματικό της όνομα
(αλλά Εσύ γνωρίζεις το αληθινό της όνομα, αυτής της ορφανούλας, που τη βιάσανε
……..στα εννιά της χρόνια
και που δούλευε μικρή σε μαγαζί, που τα 16 της θέλησε να αυτοκτονήσει)
και τώρα εμφανίζεται μπροστά Σου χωρίς κανένα μακιγιάζ
χωρίς τον ατζέντη της
χωρίς φωτογράφους, χωρίς να υπογράφει αυτόγραφα,
μόνη, όπως ο αστροναύτης μπροστά στο σκοτεινό διάστημα.

Ονειρεύτηκε, όταν ήταν μικρή, ότι βρισκόταν γυμνή σε μια εκκλησία
………. (όπως διηγείται στο Τάιμ)
μπροστά σε ένα πλήθος σκυμμένο με τα κεφάλια στο πάτωμα
και έπρεπε να περπατήσει στις μύτες, για να μην πατήσει τα κεφάλια.
Εσύ ξέρεις τα όνειρά μας καλύτερα από τους ψυχίατρους.
Εκκλησία, σπίτι, σπηλιά, είναι η ασφάλεια του στήθους της μητέρας
αλλά και κάτι παραπάνω από αυτό…
Τα κεφάλια είναι οι θαυμαστές, είναι φανερό
(το άθροισμα των κεφαλιών στα σκοτεινά κάτω από τον χείμαρρο του φωτός)
Αλλά ο ναός δεν είναι τα στούντιο της 20 th Century Fox.
Ο ναός- από μάρμαρο και χρυσό- είναι ο ναός του σώματός της
όπου βρίσκεται ο Υιός του Θεού και με ένα μαστίγιο στο χέρι
διώχνει τους εμπόρους από την 20 th Century Fox
που έκαναν τον οίκο Σου, της προσευχής, ένα άντρο ληστών.

Κύριε
σ’ αυτόν τον κόσμο τον μολυσμένο από αμαρτίες και ραδιοακτινοβολία
δεν θα καταδικάσεις μονάχα την μικρούλα του μαγαζιού.
Που όπως κάθε μικρούλα του μαγαζιού ονειρεύτηκε να γίνει σταρ του σινεμά.
Και που το όνειρό της έγινε πραγματικότητα (αλλά όμως μια tecnicolor πραγματικότητα).
Αυτή δεν έκανε τίποτα άλλο εκτός απ’ το να παίζει το σενάριο που της δώσαμε
-αυτό των δικών μας ζωών- και ήταν ένα σενάριο παράλογο.
Συγχώρα την Κύριε και συγχώρεσε κι εμάς
Για την δική μας 20 th Century
Για αυτές τις τεράστιες υπέρ-παραγωγές που όλοι δουλέψαμε.
Εκείνη πεινούσε για αγάπη και της δώσαμε ηρεμηστικά.
Για την στενοχώρια που ποτέ δεν θα αγιάσουμε
…………………………………………….της πρότεινε η Ψυχανάλυση.
Θυμήσου Κύριε τον αυξανόμενο φόβο της για τον φακό
Και το μίσος για το μακιγιάζ- επέμενε να μακιγιάρεται σε κάθε σκηνή-
Και πως γινόταν μεγαλύτερος ο τρόμος
Και μεγαλύτερη η ασυνέπεια στα στούντιο.
Όπως κάθε μικρούλα του μαγαζιού
Ονειρεύτηκε να γίνει σταρ του σινεμά.
Και η ζωή της ήταν φανταστική όπως το όνειρο που ερμηνεύει ο ψυχίατρος και αρχειοθετεί μετά.
Οι ερωτικές της περιπέτειες ήταν ένα φιλί με τα μάτια κλειστά
που όταν ανοίγουν τα μάτια
αποκαλύπτεται ότι ήταν μπροστά στους προβολείς
……………………………………………………………….και σβήνουν οι προβολείς!
και ξεστήνουν τους τοίχους του δωματίου (ήταν ένα κινηματογραφικό κιτ)
ενώ ο σκηνοθέτης απομακρύνεται με το στόρυμπορντ
……………………………………γιατί η σκηνή γυρίστηκε.
Ή όπως ένα ταξίδι με γιότ, ένα φιλί στην Σιγκαπούρη, ένας χορός στο Ρίο
Η υποδοχή στην έπαυλη του Δούκα και της Δούκισσας του Windsor
…………………………………………όπως φαίνονται από το σαλονάκι του φτωχικού διαμερίσματος.
Η ταινία τελείωσε χωρίς φιλί στο τέλος.
Την βρήκαν νεκρή στο κρεβάτι της με το τηλέφωνο στο χέρι.
Οι αστυνομικοί δεν ήξεραν σε ποιόν πήγαινε να τηλεφωνήσει.
Ήταν
σαν κάποιος να κάλεσε το νούμερο, της μοναδικής φιλικής φωνής
και ακούει μόνο την φωνή της κασέτας που λέει: WRONG NUMBER
Ή σαν κάποιος που λαβωμένος από τους γκάγκστερς
Απλώνει το χέρι προς ένα τηλέφωνο χωρίς σύνδεση.
Κύριε
Οποιοσδήποτε κι αν ήταν αυτός στον οποίο πήγαινε να τηλεφωνήσει
Και δεν τηλεφώνησε (κι ίσως δεν ήταν κανείς
Ή ήταν Κάποιος που το νούμερό του δεν βρίσκεται στον κατάλογο του Los Angeles)

Απάντησε Εσύ στο τηλεφώνημα!

ORACIÓN POR MARILYN MONROE

Señor
recibe a esta muchacha conocida en toda la tierra con el nombre de
.........Marilyn Monroe
aunque ése no era su verdadero nombre
(pero Tú conoces su verdadero nombre, el de la huerfanita violada a
.........los 9 años
y la empleadita de tienda que a los 16 se había querido matar)
y ahora se presenta ante Ti sin ningún maquillaje
sin su Agente de Prensa
sin fotógrafos y sin firmar autógrafos
sola como un astronauta frente a la noche espacial.

Ella soñó cuando niña que estaba desnuda en una iglesia
..................(según cuenta el Time)
ante una multitud postrada, con las cabezas en el suelo
y tenía que caminar en puntillas para no pisar las cabezas.
Tú conoces nuestros sueños mejor que los psiquiatras.
Iglesia, casa, cueva, son la seguridad del seno materno
pero también más que eso...
Las cabezas son los admiradores, es claro
(la masa de cabezas en la oscuridad bajo el chorro de luz)
Pero el templo no son los estudios de la 20 th Century-Fox.
El templo –de mármol y oro- es el templo de su cuerpo
en el que está el Hijo del Hombre con un látigo en la mano
expulsando a los mercaderes de la 20 th Century-Fox
que hicieron de Tu casa de oración una cueva de ladrones.

Señor
en este mundo contaminado de pecados y radioactividad
Tú no culparás tan sólo a una empleadita de tienda.
Que como toda empleadita de tienda soñó ser estrella de cine.
Y su sueño fue realidad (pero como la realidad del tecnicolor).
Ella no hizo sino actuar según el script que le dimos
-El de nuestras propias vidas- Y era un script absurdo.
Perdónala Señor y perdónanos a nosotros
por nuestra 20 th Century
Por esta Colosal Super-Producción en que todos hemos trabajado.
Ella tenía hambre de amor y le ofrecimos tranquilizantes
para la tristeza de no ser santos
................................................se le recomendó el Psicoanálisis.

Recuerda Señor su creciente pavor a la cámara
y el odio al maquillaje –insistiendo en maquillarse en cada escena-
y cómo se fue haciendo mayor el horror
y mayor la impuntualidad a los estudios.
Como toda empleada de tienda
soñó ser estrella de cine.
Y su vida fue irreal como un sueño que un psiquiatra interpreta y archiva.

Sus romances fueron un beso con los ojos cerrados
que cuando se abren los ojos
se descubre que fue bajo reflectores
......................................................y apagan los reflectores!
y desmontan las dos paredes del aposento (era un set cinematográfico)
mientras el Director se aleja con su libreta
................................porque la escena ya fue tomada.
O como un viaje en yate, un beso en Singapur, un baile en Río
la recepción en la mansión del Duque y la Duquesa de Windsor
.......................vistos en la salita del apartamento miserable.
La película terminó sin el beso final.
La hallaron muerta en su cama con la mano en el teléfono.
Y los detectives no supieron a quién iba a llamar.
Fue
como alguien que ha marcado el número de la única voz amiga
y oye tan sólo la voz de un disco que le dice: WRONG NUMBER
O como alguien que herido por los gangsters
alarga la mano a un teléfono desconectado.

Señor
quienquiera que haya sido el que ella iba a llamar
y no llamó (y tal vez no era nadie
o era Alguien cuyo número no está en el Directorio de Los Angeles
..........................................contesta Tú el teléfono!

Παρασκευή 12 Μαΐου 2017

Ο άσσος στο μανίκι


...ψάχνοντας απαντήσεις, από εδώ


Juan José Millás-Ο άσσος στο μανίκι

Όταν πέθανε ο πατέρας μου, μου έλαχε να αδειάσω εγώ το ντουλάπι του. Δεν ήταν πρόβλημα τα πουκάμισα που τραβούσα από την κρεμάστρα, σαν να ξερίζωνα σκελετό, ούτε τα παντελόνια, ούτε ακόμα και τα εσώρουχα. Αλλά τα πανωφόρια με δυσκόλευαν. Υποστηρίζω, ότι σε αυτά τα ρούχα, βρίσκεται συγκεντρωμένη περισσότερη ταυτότητα, απ’ ότι σε άλλα. Έβλεπα ένα πανωφόρι και έβλεπα τον πατέρα μου ολόκληρο. Είχε ένα με κάτι πλεξούδες, που για κάποιο λόγο, του άρεσε πάρα πολύ. Όταν γέρασε, άρχισε να το φοράει στο σπίτι, σαν να ήταν μπουρνούζι. Και του πήγαινε υπερβολικά καλά, παρόλο που οι τσέπες είχανε μεταμορφωθεί σε σακούλες και τα πέτα είχανε χάσει την φόρμα, που είχανε τον παλιό καιρό. Τον θυμάμαι αξύριστο, καθισμένο μπροστά στην τηλεόραση, με εκείνο το παλιό πανωφόρι, που του έδινε έναν αέρα λίγο μποέμικο, απεριποίητο. Έμοιαζε ενδιαφέρον γέρος.

Λοιπόν, εκεί ήταν το πανωφόρι., στο ντουλάπι, όπου το έβγαλα, σαν να τραβούσα ένα όργανο από το σώμα. Ένιωσα τον πειρασμό να το φορέσω, αλλά δεν τόλμησα. Ήταν σαν να έμπαινα σε άλλο δέρμα. Αν επέμενα να μεγαλώσω, θα είχα κι εγώ το δικό μου πανωφόρι. Έψαξα τις τσέπες, μήπως και υπήρχε κάτι μέσα. Όταν οι πατεράδες πεθαίνουν, τα παιδιά ψάχνουμε παντού απελπισμένα για μηνύματά τους. Πάντα έχουμε την εντύπωση, ότι έφυγαν χωρίς να μας πουν κάτι σημαντικό για την ζωή. Ίσως αυτή η βασική πληροφορία να βρίσκεται σε κάποιο βιβλίο, στο εσωτερικό κάποιας σουπιέρας, μέσα σε κανένα κουτί από παπούτσια… Οι τσέπες του πανωφοριού του πατέρα μου ήταν άδειες, αλλά την ώρα που το δίπλωνα, πρόσεξα κάτι σκληρό στο μανίκι. Έβαλα το χέρι μου φοβισμένα, σαν να το έχωνα μέσα σε καμιά μυρμηγκοφωλιά και σκόνταψα σε έναν άσσο κούπα, καρφιτσωμένο στην φόδρα.

Ο πατέρας μου φυλούσε έναν άσσο στο μανίκι. Για μερικά λεπτά έμεινα μπερδεμένος. Δεν έπαιζε χαρτιά, ούτε οτιδήποτε άλλο, γι’ αυτό και ετούτο έπρεπε να έχει κάτι το συμβολικό. Το περίεργο είναι, ότι ο πατέρας μου είχε πρακτική σκέψη. Ο άσσος στο μανίκι τον πρόδιδε. Πήγα στο ντουλάπι, όπου φυλούσαν την τράπουλα με την οποία παίζανε την Πρωτοχρονιά και δεν έλειπε από εκεί ο άσσος. Από κάπου αλλού τον είχε πάρει. Ο πατέρας μου, μου άφησε κληρονομιά, μαζί με το πανωφόρι και ένα μυστικό.

Juan José Millás-El as en la manga

Cuando murió mi padre, me tocó vaciar su armario. No me dieron problemas las camisas, de las que extraía la percha como si les arrancara el esqueleto, ni los pantalones, ni siquiera la ropa interior. Pero las chaquetas me lo hicieron pasar mal. Sostengo que es en esa prenda donde se concentra más identidad que en ninguna otra. Veía una chaqueta y veía a mi padre entero. Tenía una de espiguilla que por alguna razón le gustaba muchísimo. Cuando envejeció, comenzó a usarla para andar por casa, como si fuera un albornoz. Y le sentaba extrañamente bien, pese a que los bolsillos se habían convertido en bolsas y las solapas habían perdido el apresto de sus mejores días. Lo recuerdo sin afeitar, sentado frente a la tele, con aquella chaqueta vieja que le daba un aire un poco bohemio, descuidado. Parecía un viejo interesante.

Pues bien, ahí estaba la chaqueta, en el armario, de donde la saqué como el que extrae un órgano de un cuerpo. Sentí la tentación de ponérmela, pero no me atreví. Era como meterse en otra piel. Si persistía en hacerme mayor, ya tendría yo mi propia chaqueta. Revisé los bolsillos, por si hubiera algo en ellos. Cuando los padres mueren, los hijos buscamos desesperadamente mensajes suyos en cualquier parte. Siempre tenemos la impresión de que se fueron sin decirnos algo esencial para la vida. Quizá esa información esencial se encuentre en un libro, en el interior de una sopera, dentro de una caja de zapatos… Los bolsillos de la chaqueta esencial de mi padre estaban vacíos, pero al ir a doblarla noté una dureza en la manga. Introduje la mano con miedo, como si la estuviera metiendo dentro de una madriguera, y tropecé con un as de copas sujeto al forro con un alfiler.


Mi padre guardaba un as en la manga. Durante unos minutos permanecí perplejo. No era jugador de cartas, ni de ninguna otra cosa, por lo que aquello sólo podía tener un carácter simbólico. Lo curioso es que mi padre tenía un pensamiento muy literal. La carta en la manga lo delataba. Fui al cajón donde guardaban la baraja con la que se jugaba en Navidad y no le faltaba el as. Lo había traído de otro sitio. Mi padre me dejó de herencia, además de la chaqueta, un secreto.