Mario Levrero-Το υπόγειο

Δυο λόγια από τον μεταφραστή

Ο συγγραφέας Mario Levrero από την Ουρουγουάη, με το ιδιαίτερο αυτό στυλ γραφής, χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους παράξενους (raros), παρ’ όλο που ο ίδιος δεν αποδέχθηκε αυτόν τον χαρακτηρισμό. Τον παρομοιάζουν με τον Κάφκα, επίσης με τους σουρεαλιστές.

Στο μικρό μυθιστόρημα ή μεγάλο διήγημα «Το υπόγειο» είναι εμφανής η επιρροή του από τον Lewis Carroll και την Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων. Ο αφηγητής, ο άνθρωπος, δηλαδή, που διηγείται την ιστορία του μικρού Καρλίτος, φαίνεται ότι φαντάζεται την πλοκή κατά την διάρκεια της γραφής της και μόνο στα δυο τελευταία μέρη αποφασίζει να ταυτιστεί με τον πρωταγωνιστή του.

Μια συναρπαστική ιστορία ενηλικίωσης για μεγάλους . . . που δεν ξεχνούν να είναι παιδιά.

Το έργο εκδόθηκε στο 1970, αλλά ακολούθησαν πολλές άλλες εκδόσεις.

                                                                                                                                                                                                                                                     Μάρκος Γκανής

                                                                                                                                                                                                                                                     Φεβρουάριος 2022

                                                               

                                                               


Mario Levrero-Το υπόγειο

Ήταν ένα παιδί που ζούσε σε ένα πολύ μεγάλο σπίτι.

Το σπίτι αυτό είχε πολλά δωμάτια και παρόλο που τα είχε διατρέξει όλα (ή μήπως απλά νόμιζε ότι το είχε κάνει), το παιδί δεν γνώριζε το σπίτι ολοκληρωτικά, η μνήμη του δεν αρκούσε για να συγκρατήσει όλες τις αναμνήσεις. Γι’ αυτό, σχεδόν πάντα, μπαίνοντας σε ένα δωμάτιο, του φαινόταν ότι το έκανε για πρώτη φορά και στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να ξέρει, αν είχε βρεθεί ξανά εκεί πριν – παρόλο που υπέθετε, ότι κάποια φορά μπορεί και να είχε ξαναμπεί.

Αυτό δεν θέλει να πει, ότι το παιδί μερικές φορές, χανόταν στο ίδιο του το σπίτι (ή για να το πούμε καλύτερα στο σπίτι των γονιών του· τα παιδιά δεν έχουν κυριότητα, η κυριότητα των πραγμάτων είναι ζήτημα των ενηλίκων· στην πραγματικότητα είναι το κεντρικό ζήτημα των ενηλίκων, τόσο σημαντικό που η Ιστορία και οι πόλεμοι είναι συνυφασμένοι με αυτήν, και δεν είναι κάτι που μπορείς να το αφήσεις στα χέρια των παιδιών – τα οποία, όπως γνωρίζουμε, επιδεικνύουν μια ροπή, να σπάνε τα παιχνίδια τους),

ούτε θα μπορούσε να το κάνει, γιατί οι κάμαρες ήταν κατανεμημένες στο πλάι μεγάλων και ευρύχωρων διαδρόμων και αυτοί οι διάδρομοι ήταν λίγοι, ίσα τέσσερις ή πέντε και όλοι πολύ ευθείς και διασταυρώνονταν στο κέντρο, όπου υπήρχε ένα τζάκι και ένα τραπέζι.

Σε αυτή τη διασταύρωση καθόταν η μητέρα του για να πλέξει και ο πατέρας του για να διαβάσει την εφημερίδα· εδώ έκανε αυτό τα μαθήματα του και θα μπορούσε να ειπωθεί, ότι όλη η ζωή του σπιτιού γυρνούσε γύρω από αυτό το μέρος, το οποίο εκείνοι ονόμαζαν σάλα και σε οποιαδήποτε μεριά κι αν ήθελες να πας, έπρεπε μοιραία να περάσεις από εκεί.

Αυτό το μέρος, τη σάλα, το παιδί την γνώριζε πολύ καλά, όπως και το υπνοδωμάτιο του, την τραπεζαρία, την κουζίνα και το μπάνιο· αλλά δεν κατάφερνε να γνωρίσει το υπόλοιπο του σπιτιού με τον ίδιο τρόπο.

Ωστόσο, καθημερινά το διέτρεχε, και άνοιγε όλες τις πόρτες που έβλεπε και έμπαινε σε όλα τα μέρη που ήθελε και έβρισκε πολλά πράγματα που του φαίνονταν καινούργια· μερικές φορές, καταλάβαινε ότι έμπαινε σε κάποιο από τα δωμάτια, γιατί έβρισκε κάτι δικό του, κάτι που είχε χάσει, σίγουρα, σε κάποια προηγούμενη διαδρομή, όπως ένα κουμπί από πουκάμισο, το αυτί ενός μάλλινου σκύλου ή ένα γυάλινο βώλο.

*

Του φάνηκε πολύ παράξενο, γιατί σ’ αυτό το σπίτι, σπάνια ήταν κλειστές οι πόρτες και ποτέ με κλειδί· αλλά αυτή είχε ένα τεράστιο λουκέτο και παρόλη τη προσπάθεια που έκανε, στάθηκε αδύνατο να το ξεκλειδώσει, εφ’ όσον δεν είχε το κλειδί.

Τότε σκέφτηκε, ότι αυτή η πόρτα θα οδηγούσε σε ένα δωμάτιο, στο οποίο ποτέ δεν είχε μπει, γιατί ήταν σίγουρος ότι ποτέ δεν είχε δει πριν μια πόρτα κλεισμένη με λουκέτο. Αλλά έπειτα απορροφήθηκε επισκεπτόμενο άλλα δωμάτια κι όταν έπεσε η νύχτα και κάθισε μαζί τους στο τραπέζι της τραπεζαρίας για να δειπνήσει, είχε ξεχάσει εντελώς το θέμα.

Μίλησαν για πολλά πράγματα· υπήρχαν φράσεις και λέξεις, που εκείνος δεν καταλάβαινε, γιατί ενώ δεν ήταν τόσο μικρός για να μην καταλαβαίνει μια απλή συζήτηση, οι γονείς του, μιλούσαν για δύσκολα πράγματα, που πολλές φορές βρισκόντουσαν πέρα από τα όρια της κατανόησης του. Για παράδειγμα: κάποιος από εσάς, θα μπορούσε να εξηγήσει κάτι σχετικά με το τετρασθενές του άνθρακα; Ή σχετικά με την ανορθολογικότητα του λογαρίθμου; Εγώ ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω τίποτα σχετικά με αυτά τα πράγματα και γι’ αυτό τώρα γράφω διηγήματα, αντί να κάνω κάτι χρήσιμο.

Όμως μιλούσαν και για πράγματα που καταλάβαινε τέλεια και μιλούσε κι εκείνος επίσης, εξιστορώντας τις εμπειρίες του στο σχολείο και ακόμη και στο σπίτι· διηγιόταν για παράδειγμα, ότι μια μέρα, η δασκάλα, είχε ξεχάσει να βάλει τις τεχνητές οδοντοστοιχίες· ή ότι βρισκόταν σε ένα διαμέρισμα πλούσια διακοσμημένο, με όμορφες ταπετσαρίες κρεμασμένες στους τοίχους ή σε άλλο εντελώς άδειο και οι γονείς τον άκουγαν με προσοχή και κάποιες φορές, του εξηγούσαν πράγματα που γι’ αυτόν δεν ήταν ξεκάθαρα.

Εκείνη τη νύχτα, ο Καρλίτος – γιατί έτσι έλεγαν το παιδί σ’ αυτό το διήγημα, σχεδόν θα ξέχναγα να το πω – είπε ότι είχε βρεθεί σε ένα δωμάτιο πάρα πολύ μικρό, που είχε μια παράξενη γυριστή πολυθρόνα (σαν κι αυτές που συνήθως συναντάμε στα οδοντιατρεία)·

ακόμα υπήρχαν βιτρίνες με τανάλιες και δίπλα στην πολυθρόνα, ένα πράγμα με φώτα και τροχαλίες – επίσης ίδιο με αυτά που βλέπουμε στα οδοντιατρεία.

Ρώτησε τον πατέρα του, τι σήμαινε όλο αυτό κι εκείνος του απάντησε ότι προφανώς επρόκειτο για ένα οδοντιατρείο.

*

Εκείνη την νύχτα δεν ρώτησε τίποτα τους γονείς του για το λουκέτο, και τις επόμενες μέρες και νύχτες είχε άλλα πράγματα να ρωτήσει το γιατί, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν τόσο ασυνήθιστα όσο η κλειστή πόρτα, ούτε τον παραξένευαν τόσο, είχαν όμως μια άμεση έλξη, είτε γιατί είχε δει κάποιο ανεξήγητο αντικείμενο με όμορφα χρώματα, είτε γιατί υπήρχαν ερωτήσεις για να διατυπωθούν και που περίμεναν μια επείγουσα απάντηση (όπως αυτό το πρόβλημα που του έθεσε η δασκάλα με την αράχνη και την μύγα).

Οι γονείς του πάντα φαινόντουσαν ευχαριστημένοι να μιλούν μαζί του και ποτέ δεν έδειχναν ενοχλημένοι από τις ερωτήσεις του· αλλά σε κάποια στιγμή της συζήτησης πήγαιναν το θέμα σε απρόβλεπτα μονοπάτια και συνέχιζαν να συνομιλούν μεταξύ τους, σχετικά με τα δικά τους ζητήματα και ποτέ πια κατά την διάρκεια εκείνης της περίπτωσης ( το γεύματος, του δείπνου, ή επάνω στο τραπέζι) δεν είχε την ευκαιρία να τους κάνει να τον ακούσουν, αφού τα ζητήματα με τα οποία καταπιάνονταν, ήταν τόσο μακρινά από τα δικά του ή οι σιωπές που δημιουργούνταν, ήταν τόσο φορτωμένες με διαλογισμό ή χειρονακτική δραστηριότητα που εκείνος έτρεμε να μην διακόψει με κάποια κουβέντα του.

Όμως, γρήγορα, άρχισε πάλι να τον απασχολεί η κλειστή πόρτα· του φάνηκε ότι τώρα βρισκόταν σε ένα συγκεκριμένο μέρος του σπιτιού· και εκείνη τη νύχτα δεν ξέχασε το ζήτημα.

Οι γονείς του, χωρίς να απαντήσουν με ευθύ τρόπο, του είπαν ότι τους παραξένευε που ποτέ πριν δεν είχε μιλήσει για το θέμα αυτό, καθώς αυτή η πόρτα υπήρχε πάντα εκεί, πάντα κλειδωμένη με το λουκέτο· εκείνος απάντησε , ότι ήταν η δεύτερη φορά που την έβλεπε και ότι την προηγούμενη φορά είχε ξεχάσει να ρωτήσει.

- Τότε – είπε ο πατέρας-, εάν μια φορά το ξέχασες, θέλει να πει ότι το θέμα δεν έχει για σένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

- Όχι – απάντησε το παιδί, και εξήγησε όλη την έκπληξη του και είπε κάποιες δικαιολογίες, για τον λόγο που μπορεί να ξέχασε το θέμα, και μετά επέμεινε στην ερώτηση του, σχετικά με την σημασία εκείνης της πόρτας.

- Αυτή η πόρτα – είπε ο πατέρας-, οδηγεί στο υπόγειο.

- Και γιατί είναι κλειδωμένη; - Ρώτησε ο Καρλίτος.

- Για να μην την ανοίξει κανένας – είπε η μητέρα.

- Και γιατί κανείς δεν πρέπει να την ανοίξει; - ξαναρώτησε το παιδί.

- Για να μην κατέβει κανείς την σκάλα που υπάρχει από πίσω – απάντησε ο πατέρας.

- Και γιατί κανείς δεν πρέπει να κατέβει την σκάλα;

- Για να μην πάει κανείς στο υπόγειο.

- Και γιατί να μην πάει κανείς στο υπόγειο;

- Γιατί εκεί – απάντησε ο πατέρας- υπάρχει κάτι που κανείς δεν πρέπει να μάθει.

Και αμέσως, ο πατέρας και η μητέρα ξεκίνησαν ένα δύσκολο διάλογο, που δεν είχε να κάνει με το θέμα εκείνο (κάτι σχετικά με την Ενιαία Φορολόγηση) και ο Καρλίτος έμεινε σκεφτικός, συλλογιζόμενος τι πράμα θα μπορούσε να υπάρχει στο υπόγειο.

*

Την επόμενη μέρα, ο Καρλίτος, διασταυρώθηκε με την μητέρα του στο πετρόστρωτο δρομάκι που διασχίζει τον κήπο. Από την πόρτα του σπιτιού ως τον δρόμο κι εκεί της ζήτησε να τον αφήσει να κατέβει στο υπόγειο.

- Όχι – απάντησε εκείνη -. Ποτέ δεν θα μπορέσεις να κατέβεις στο υπόγειο· ποτέ δεν θα βρεις το κλειδί και ποτέ, ποτέ δεν θα μπορέσεις να κατέβεις.

- Αλλά, τι υπάρχει εκεί; - επέμεινε το παιδί, με δάκρυα στα μάτια.

- Αυτό ποτέ, ποτέ, ποτέ δεν θα το μάθεις – είπε η μητέρα και μπήκε στο σπίτι, ενώ το παιδί συνέχισε τον δρόμο του προς το σχολείο.

Στο σχολείο, ο Καρλίτος, συνέχισε να σκέφτεται το υπόγειο, και το μάθημα ήταν ανιαρό, γιατί η δασκάλα μιλούσε συνεχώς για τους φρύνους, καθ’ όλη τη διάρκεια του μαθήματος, ακόμα και στο διάλειμμα.

Με την επιστροφή, το παιδί, έκανε βιαστικά τα μαθήματα κι άρχισε να διατρέχει τους διαδρόμους, ψάχνοντας την πόρτα του υπογείου· εκείνη την ημέρα δεν την βρήκε.

*

Το επόμενο πρωί, ο Καρλίτος, σηκώθηκε πιο νωρίς από το συνηθισμένο και είχε την τύχη να συναντηθεί με την υπηρέτρια – μια νέγρα πολύ ψηλή και πολύ αδύνατη (που κατά καιρούς ήξερε να γίνεται πολύ γλυκιά) – και την οποία εδώ και πολύ καιρό δεν κατάφερνε να βρει σε κανένα δωμάτιο.

Κατά την διάρκεια της συζήτησης, εκμεταλλεύτηκε το γεγονός για να ρωτήσει σχετικά με το υπόγειο· εκείνη απάντησε, χωρίς να σταματήσει την λεπτοδουλειά που πραγματοποιούσε με κάποιες μαύρες κλωστές, κάτι σαν ένα μεγάλο ιστό αράχνης:

- Δεν ξέρω τίποτα σχετικά με αυτό το θέμα· δεν θέλω επίσης να ξέρω τίποτα γι’ αυτό· ποτέ δεν ήξερα τίποτα. Αν ήξερα, δεν θα σου έλεγα τίποτα, ή θα σου έλεγα ότι δεν ξέρω τίποτα, ή ότι ποτέ δεν ήξερα τίποτα, ή ότι δεν θέλω να ξέρω τίποτα. Ούτε και ξέρω κάποιον που να ξέρει κάτι, ούτε θέλω να ξέρω κάποιον που ξέρει κάτι, ούτε θέλω να ξέρω κάποιον που ήξερε ή που θα ήθελε να ξέρει· ξέρω μόνο, ότι οι παππούδες σου, ίσως ξέρουν κάτι για κάποιον που ήθελε να ξέρει κάτι, ή που ξέρει κάτι, ή που κάτι ήξερε.

Η γυναίκα συνέχισε να μιλά – παρόλο που δεν πρόσθεσε κάτι με μεγάλη σημασία – και με κάθε φράση πρόσθετε και μια μακριά μαύρη και υγρή κλωστή στον ιστό, που γύρναγε αδιάκοπα ανάμεσα στα λεπτά της δάχτυλα· ο Καρλίτος, την ευχαρίστησε για τις πληροφορίες και βγήκε από το δωμάτιο, με την πρόθεση να βρει τους παππούδες του.

Αλλά πήγαινε καιρός που δεν τους έβλεπε και δεν μπορούσε να το αφήσει στην τύχη. Έπρεπε να περιμένει ως την νύχτα.

*

Κατά την διάρκεια του δείπνου, ρώτησε τον πατέρα του, γι’ αυτούς.

- Κάποιοι έχουν πεθάνει – απάντησε-. Ζουν μόνο η μητέρα του πατέρα σου και ο πατέρας της μητέρας σου. Την μητέρα του πατέρα σου δεν μπορείς να την συναντήσεις, αν δεν ρωτήσεις την μητέρα σου· τον πατέρα της μητέρας σου, αντίθετα, θα τον συναντήσεις, διατρέχοντας το σπίτι, καθώς βρίσκεται σε κάποιο από τα δωμάτια. Αλλά θυμήσου, δεν πρέπει να τον κουράσεις· μπορεί να απαντήσει, όχι παραπάνω από, μια ερώτηση την ημέρα και μόνο με αντάλλαγμα μια καραμέλα μέντας.

Ο Καρλίτος θέλησε να μάθει με μεγαλύτερη ακρίβεια, το που εντοπιζόταν ο παππούς· εξήγησε ότι ίσως θα του έπαιρνε πολύ, μα πολύ περισσότερο χρόνο για να τον βρει με τυχαίο τρόπο· και τελικά, ήταν πιθανό να μην τον βρει ποτέ.

- Υπομονή – απάντησε ο πατέρας-. Υπομονή και επιμονή.

Τότε, ο Καρλίτος, ρώτησε την μητέρα του για την γιαγιά· εκείνη του απάντησε, ότι θα μπορούσε να την βρει εκεί, όπου θα έβλεπε ένα σύννεφο χώματος, γιατί η γιαγιά πάντα καθάριζε με μια σκούπα, πάντα εν κινήσει, πάντα περιτριγυρισμένη από χώμα· αλλά θα έπρεπε να προσέχει, γιατί δεν βρίσκεται αναγκαστικά πάντα μέσα σε ένα σύννεφο από χώμα η γιαγιά, υπάρχουν σύννεφα από χώμα, που είναι απλά σύννεφα από χώμα και τίποτα άλλο· και κάποια άλλα που είναι κάτι παραπάνω από σύννεφα χώματος και εκεί υπάρχει κίνδυνος.

*

Πέρασαν μερικές εβδομάδες, πριν ο Καρλίτος, ψάχνοντας τον παππού του, ανακαλύψει τυχαία ένα σύννεφο χώματος, που αποδείχθηκε ότι ήταν η γιαγιά του. Ήταν μια εικόνα, που του έφερε στο μυαλό τα βεγγαλικά των Χριστουγέννων· η σκόνη έμοιαζε να κατευθύνεται προς τα έξω από το κέντρο του σύννεφου και τα μικροσωματίδια γυάλιζαν καθώς τα άγγιζαν οι ακτίνες του ήλιου και έσβηναν, μπαίνοντας στην σκιά. Προς το κέντρο του σύννεφου, η σκόνη γινόταν πιο πυκνή και ο Καρλίτος δεν μπορούσε να δει τίποτα άλλο.

Ωστόσο, αποφάσισε γενναία να μπει μέσα.

Αμέσως τα μάτια του γέμισαν χώμα και άρχισε να ερεθίζεται ο λαιμός του.

- Γιαγιά! – φώναξε-. Είσαι εσύ; Που βρίσκεσαι;

- Φυσικά και είμαι εγώ – απάντησε η γυναίκα με βραχνή φωνή-. Και είμαι εδώ. Μήπως δεν με βλέπεις;

- Όχι, γιαγιά, δεν μπορώ να σε δω, γιατί μου μπήκε σκόνη στα μάτια.

- Αυτό σου συνέβη, γιατί μπήκες στο σύννεφο του χώματος, παιδί μου. Τι ζητάς από μένα;

- Να μου πεις, αν ξέρεις, τι υπάρχει στο υπόγειο.

- Λοιπόν, φυσικά και ξέρω – είπε η γιαγιά, και το παιδί ένιωσε την σκούπα να κουνιέται με φούρια, κοντά στα πόδια του.

- Τι υπάρχει; - ρώτησε ο Καρλίτος, με αγωνία.

Ένιωθε πια το χώμα να τον πνίγει· δυσκολευόταν να αναπνεύσει και ήθελε να φτερνιστεί και τον πόναγαν τα μάτια και είχε ξερό το στόμα.

- Στο υπόγειο, υπάρχει απλώς . . . – άρχισε να λέει η γιαγιά.

- Αψού! – το παιδί φταρνίστηκε, και δεν μπόρεσε να ακούσει το τέλος της φράσης.

Άνοιξε το στόμα, για να πει στην γιαγιά να του κάνει την χάρη να επαναλάβει αυτό που είχε πει, γιατί δεν είχε μπορέσει να το ακούσει, αλλά κατελήφθη από ένα φοβερό κύμα βήχα.

- Φύγε από δω! – έκρωξε η γριά-. Δεν βλέπεις ότι το χώμα σου κάνει κακό; Φύγε, φύγε γρήγορα και μη σε δω να μπαίνεις ξανά στο σύννεφο χώματος, γιατί θα σου ρίξω με το κοντάρι στης σκούπας στην πλάτη.

Ο Καρλίτος, προσπάθησε να επιμείνει, αλλά κατάλαβε ότι η γιαγιά είχε δίκιο· το χώμα του έκανε κακό. Εξακολούθησε να βήχει και να φτερνίζεται ασταμάτητα, τα μάτια γεμάτα δάκρυα και έφυγε τρέχοντας.

*

Τον παππού, τον βρήκε σε μια μεγάλη σάλα, την εποχή που τελείωναν τα μαθήματα και απειλούσε να μπει το καλοκαίρι με αυτό το βουητό από τις μύγες.

Πήγαιναν χρόνια, που ο Καρλίτος δεν είχε δει τον παππού, αλλά τον θυμόταν πολύ καλά, τα μαλλιά λευκά και τα μεγάλα μουστάκια, καθισμένο σε έναν πάγκο με πολλά ρολόγια διαλυμένα μπροστά του, το μικρό κατσαβίδι στο χέρι του· θυμόταν επίσης, αυτό το μαύρο αντικείμενο, με το γυαλί της μεγέθυνσης, που ο γέρος στερέωνε στο δεξί του μάτι, για να κοιτάζει τα ρολόγια.

Εξεπλάγη, που τον βρήκε τώρα ξαπλωμένο στο εσωτερικό ενός πράγματος που έμοιαζε με ένα είδος βιτρίνας ή ενυδρείου, με το κεφάλι στηριγμένο επάνω σε ένα μεγάλο πράσινο μαξιλάρι. Ακόμα είχε τον φακό στο δεξί μάτι του· το αριστερό κουνήθηκε ζωηρά προς την κατεύθυνση του, όταν τον ένιωσε να μπαίνει.

Το δωμάτιο ήταν πολύ μεγάλο και ήταν γεμάτο με εταζέρες, γεμάτες με ρολόγια όλων των ειδών και μεγεθών· μερικά ούτε καν έμοιαζαν με ρολόγια, έμοιαζαν περισσότερο με πορτοκάλια ή άσπρα άλογα.

Ο Καρλίτος σκέφτηκε, ότι θα έκαναν πολύ θόρυβο, όταν όλα μαζί θα έδειχναν ταυτόχρονα την ώρα, αλλά έπειτα παρατήρησε ότι ήταν όλα σταματημένα και έδειχναν τρεις και εικοσιπέντε.

Ο παππούς μπόρεσε να χαμογελάσει πλατιά, όταν τον είδε, δεδομένου ότι από το στόμα, του έβγαινε ένα λαστιχάκι, που είχε ένα χωνί στην άκρη. Το παιδί σκαρφάλωσε σε ένα παγκάκι, που υπήρχε εκεί και γλίστρησε μια μέντα στο στόμα του γέρου, στο πλάι από το λαστιχάκι. (Από εκείνη τη φορά, που είχε μιλήσει με τον πατέρα του, ο Καρλίτος, κουβαλούσε επάνω του, ένα σακουλάκι με καραμέλες μέντας· είχε ξοδέψει όλα του τα

χρήματα σ’ αυτές, τις αποταμιεύσεις όλης της ζωής του, πάνω από δέκα πέσος). Από την χαρά, του παππού, του έλαμψε το αριστερό μάτι· το δεξί συνέχιζε κρυμμένο.

Ο Καρλίτος, γνωρίζοντας ότι μπορούσε να κάνει μόνο μια ερώτηση, δεν δίστασε να θέσει, το ζήτημα που τον απασχολούσε:

- Τι κάνεις παππού;

- Πολύ, μα πολύ καλά, Καρλίτος – απάντησε, δείχνοντας με το χαμόγελο του, ότι του έμεναν ακόμη δυο-τρία δόντια.

- Αύριο λοιπόν – είπε ο Καρλίτος και αποχώρησε.

*

Δεν του ήταν δύσκολο να βρει το δωμάτιο του παππού, την επόμενη μέρα, γιατί ήταν το τελευταίο, σε έναν από τους διαδρόμους – αυτού που ξεκινούσε από το αριστερό πλάι του τζακιού.

Γλίστρησε ξανά μια καραμέλα μέντας στο στόμα του παππού και χωρίς να θέλει ρώτησε:

- Για ποιόν λόγο υπάρχει αυτό το λαστιχάκι που σου βγαίνει από το στόμα;

- Από εκεί, με ταΐζουν την σούπα – απάντησε ο γέρος-. Στην ηλικία μου δεν μπορεί κανείς να φάει την σούπα με το κουτάλι – παρά το λαστιχάκι και την καραμέλα μέντας, οι λέξεις έφταναν στο παιδί με μεγάλη καθαρότητα· η φωνή, ωστόσο, ηχούσε μακρινή-. Τα χέρια τρέμουν και το περιεχόμενο χύνεται· κι επίσης, μου είναι δύσκολο να θυμηθώ, που έχω το στόμα.

Ο Καρλίτος αποχαιρέτησε ως την επόμενη μέρα.

*

Η περιέργεια είναι επικίνδυνη, γιατί συχνά μας παρεκτρέπει από τον δρόμο μας. Είναι σωστό αυτό που σκέφτεστε: πολλές φορές, οι νέοι δρόμοι που μας αποκαλύπτει , δικαιολογημένα, η περιέργεια, είναι χίλιες φορές πιο ενδιαφέροντες, από αυτόν που, για χάρη της περιέργειας, εγκαταλείπουμε. Όμως παρατηρήστε πως, στην περίπτωση αυτή, η περιέργεια εκτρέπει τον Καρλίτος από ένα δρόμο επίσης ανοιχτό για την περιέργεια· και πάνω απ’ όλα, παρατηρήστε πως ξοδεύει άσχημα, ο Καρλίτος, λόγω της περιέργειας, το σακουλάκι του με τις καραμέλες μέντας.

- Παππού, γιατί θέλεις να βάζεις αυτό επάνω στο δεξί μάτι;

- Το είχα τόσο καιρό, που όταν θέλησα, δεν μπόρεσα να το βγάλω· τώρα δεν θυμάμαι, αν το έβαλα εγώ κάποτε, ή αν γεννήθηκα μ’ αυτό στην θέση του ματιού.

*

Και την επόμενη μέρα:

- Γιατί είναι σταματημένα τα ρολόγια;

- Για να μην περνάει ο χρόνος.

*

Και την επόμενη μέρα (κι άλλη καραμέλα, μένουν λίγες ακομα):

- Και γιατί είναι σταματημένα στις τρεις και εικοσιπέντε;

- Γιατί στις τρεις και μισή πεθαίνουν οι γέροι.

*

Στο τέλος ο Καρλίτος αντιδρά, δεν ρωτάει γιατί αυτό το ρολόι μοιάζει με πορτοκάλι ή το άλλο με την δύση του ήλιου· εκείνη την ημέρα μπαίνει κατ’ ευθείαν στο ζήτημα που τον ενδιαφέρει.

- Παππού, ξέρεις τι υπάρχει στο υπόγειο;

- Όχι.

*

Και την επόμενη μέρα:

- Και ξέρεις κάποιον, που να ξέρει κάτι;

- Ναι.

*

Και μετά:

- Ποιος είναι αυτός που ξέρει, τι υπάρχει στο υπόγειο;

- Η γιαγιά σου.

*

Κι ακόμη την άλλη μέρα:

- Κι εκτός από την γιαγιά μου;

- Ο πατέρας σου.

*

Και την επόμενη:

- Παππού, εσύ δεν θέλεις να μου δώσεις κάποιο χρήσιμο στοιχείο, για να συνεχίσω να σου δίνω καραμέλες, αλλά αυτή είναι η τελευταία, σε παρακαλώ, πρέπει να μου απαντήσεις, γιατί δεν θα μπορέσω να καταφέρω τίποτα: πες μου, ποιος ξέρει, τι πράγμα υπάρχει στο υπόγειο, που να μην είναι η γιαγιά μου, ούτε ο πατέρας μου, ούτε η μητέρα μου και που να μπορεί και να θέλει να μου απαντήσει, όταν τον ρωτήσω.

Ο παππούς συλλογίστηκε για μια στιγμή.

- Το αφεντικό των κηπουρών, ίσως μπορεί να σου δώσει κάποια ενδιαφέρουσα πληροφορία – είπε μετά και θα περνούσε πολύς καιρός, πριν ο Καρλίτος, ξαναδεί τον παππού.

*

Ο κήπος ήταν πολύ μεγάλος και κύκλωνε το σπίτι από όλες τις πλευρές και στο βάθος· από το σπίτι δεν μπορούσε κανείς να δει, ως που τελείωνε ο κήπος και αν κάποιος εισέρχονταν ανάμεσα στην μεγάλη ποικιλία των φυτών και των λουλουδιών, παρατηρούσε ότι μεταμορφώνονταν σε ένα δάσος, καθώς μπορούσε εκεί να απολαύσει κάθε είδους δέντρο και γιγαντιαία φυτά. Όμως, όπως και το σπίτι, δεδομένου του μεγέθους του, κανείς, ποτέ, δεν μπορούσε να τον γνωρίσει εξ’ ολοκλήρου, ήταν όμως δύσκολο να χαθείς, γιατί οι δρόμοι ήταν καθαροί, ήταν καλά χαραγμένοι και υπήρχαν ταμπέλες με βέλη, που έδειχναν προς τα πού πήγαινε ο καθένας, τόσο αν ήθελε να τον ακολουθήσει ή αν σκεφτόταν να επιστρέψει.

Οι κηπουροί ήταν πολλοί και στην πλειοψηφία τους, μικρόσωμοι άντρες. Ήταν πάντα απασχολημένοι, δουλεύοντας στις χιλιάδες εργασίες της κηπουρικής. Όλοι φορούσαν πράσινη στολή και έφεραν στο κεφάλι ένα πράσινο καπέλο (όμοιο με ένα ζαρωμένο φύλλο κληματαριάς), γι’ αυτό και μερικές φορές, αν στεκόντουσαν ακίνητοι – ή αν κουνούσαν αργά τα χέρια -, ήταν δύσκολο να τους ξεχωρίσεις από τα φυτά και τα δέντρα.

Ο Καρλίτος βρήκε, στα λίγα μέτρα από το σπίτι, έναν κηπουρό που ήταν σκυμμένος, με το κεφάλι να αγγίζει σχεδόν το έδαφος, πολύ απαχολημένο, με τον να τραβάει απαλά κάθε φυλλαράκι χλόης, για να το κάνει να μεγαλώσει· είναι μια πολύ λεπτεπίλεπτη δουλειά, για την οποία χρειάζεται πολύ πρακτική, για να μην τραβήξεις υπερβολικά δυνατά (φαίνεται ξεκάθαρα, ότι αν κάποιος τραβήξει υπερβολικά δυνατά, το φυλλαράκι μπορεί να μεγαλώσει σε ύψος περισσότερο από τα άλλα, ή να σπάσει) (τα φυλλαράκια της χλόης σπάνε ίσως με υπερβολική ευκολία).

- Καλησπέρα – είπε ο Καρλίτος, και έδωσε ένα πήδο, ως απάνω, σαν βάτραχος και έπειτα έκανε μια κωλοτούμπα στον αέρα και έπεσε με την πλάτη.

- Για όνομα! – φώναξε θυμωμένος, με κλειστά τα μάτια, το στόμα ορθάνοιχτο και τις γροθιές σφιγμένες-. Μπορώ να μάθω, γιατί με τρόμαξες με τέτοιο τρόπο; Με έκανες να σπάσω το πρώτο φυλλαράκι χλόης στη ζωή μου· είναι πιθανό, εξ’ αιτίας αυτού, να χάσω την δουλειά μου κι όταν καταλάβουν ότι έσπασα ένα φυλλαράκι χλόης, κανείς μα κανείς στον κόσμο δεν θα θέλει να με προσλάβει ως κηπουρό· και καθώς το μοναδικό που ξέρω να κάνω είναι αυτή η κηπουρική, το πιο πιθανό είναι να πεθάνω της πείνας σε λίγο καιρό, καθώς θα με καταδιώκει η μιζέρια και οι αρρώστιες.

- Αλλά κι αν ακόμη κατάφερνα να μάθω άλλο επάγγελμα, κάνοντας μια μεγάλη διανοητική προσπάθεια – γιατί αναγνωρίζω ότι είμαι λίγο ξεροκέφαλος-, ποιος θα με προσλάβει, οποιοδήποτε κι αν είναι το καινούργιο επάγγελμα, στο οποίο θα αφοσιωθώ, ξέροντας ότι απέτυχα τόσο πολύ στην κηπουρική, που είναι η πιο απλή ειδικότητα;

Ο Καρλίτος είπε, ότι δεν ήταν πρόθεση του να τον τρομάξει· απλώς είχε πει «καλησπέρα» για να ξεκινήσει μια συζήτηση, καθώς είχε κάτι να τον ρωτήσει και οι γονείς του, τον είχαν διδάξει (και πίστευε, ότι θυμόταν επίσης ότι επίσης η δασκάλα, στο σχολείο, του το είχε διδάξει), ότι δεν είναι σωστό να ξεκινάς μια συζήτηση με άλλο άτομο, χωρίς πρώτα να το χαιρετήσεις.

Πρόσθεσε, ότι αν κάποιος προσπαθούσε να τον απολύσει, για το ζήτημα του σπασμένου χόρτου, εκείνος θα εξηγούσε το συμβάν και δεν θα μπορούσαν πια να τον διώξουν.

Το ανθρωπάκι έμεινε πολύ ευχαριστημένο και ξεκίνησε, γύρω από το παιδί, έναν όμορφο και περίπλοκο χορό, κουνώντας πολύ τα χέρια και γυρίζοντας επαναλαμβανόμενες φορές επάνω στην μύτη του ποδιού· πρέπει να πω, ότι κατά την διάρκεια του χορού, δεν πρόσεχε ότι τα πόδια του, έσπαγαν εκατοντάδες φυλλαράκια χλόης.

Στο τέλος, ο κηπουρός, γαλήνιος πια, ρώτησε τον Καρλίτος, τι είναι αυτό που επιθυμούσε να μάθει.

- Εσείς είστε ο επικεφαλής των κηπουρών; - ρώτησε το παιδί. Το αντράκι βάλθηκε να γελά με ένα υπερβολικό τρόπο, δείχνοντας όλα τα δόντια του και την γλώσσα και τα δάκρυα έβγαιναν καταρράχτες από τα μάτια· κυλίστηκε για αρκετή ώρα στο έδαφος και πιάνοντας την κοιλιά με τα χέρια, γελούσε και γελούσε με αληθινή απελπισία. Έλεγε, ότι δεν άντεχε άλλο, ότι δεν άντεχε να γελάει άλλο· ωστόσο συνέχισε ακόμα μερικά λεπτά· και το γέλιο ήταν μια συνεχής κλωστή και κάθε φορά πιο αδύνατη, που δραπέτευε από τα χείλη του, με μεγαλύτερη δυσκολία, κάθε στιγμή που περνούσε.

- Λοιπόν, λοιπόν – είπε στο τέλος, όταν ανέκτησε την φωνή του, σηκώθηκε και στήριξε την πλάτη του, επάνω σε ένα ψηλό κάκτο (παρόλο που όπως φαίνονταν, χωρίς να τσιμπιέται: ικανότητες κηπουρού) -. Όχι – πρόσθεσε σοβαρά-. Δεν είμαι ο επικεφαλής των κηπουρών· είμαι κηπουρός, της προτελευταίας τάξης.

- Και γνωρίζετε, που βρίσκεται ο επικεφαλής των κηπουρών; - ρώτησε ο Καρλίτος, τρέμοντας μήπως ο άντρας αρχίσει να γελάει πάλι.

- Πρέπει να βρίσκεται, ακριβώς, σε κάποιο μέρος αυτού του κήπου. Αυτός που μπορεί να ξέρει, είναι ο κηπουρός, της δευτέρας τάξεως· εγώ δεν ξέρω τίποτα άλλο.

- Και ο κηπουρός, της δευτέρας τάξεως, που βρίσκεται; - επέμεινε το παιδί.

- Αυτό πρέπει να το ξέρει, ο κηπουρός, της τρίτης τάξεως και μη με ρωτάς τίποτα άλλο. Για να βρεις τον τρίτο, πρέπει να ρωτήσεις τον τέταρτο, και για να βρεις τον τέταρτο πρέπει να ρωτήσεις τον πέμπτο και ούτω κάθε εξής, μέχρι να φτάσεις στον τελευταίο· ο τελευταίος είναι αυτός που βλέπεις εκεί, να ζωγραφίζει το μωβ μανιτάρι με κίτρινες κηλίδες· εκείνος θα σου πει, που βρίσκομαι εγώ, που είμαι ο προτελευταίος κηπουρός.

- Αυτό δεν χρειάζεται να το ρωτήσω – είπε ο Καρλίτος, που ήταν αρκετά ενοχλημένος -. Ξέρω εντελώς, ότι εσείς είστε εδώ, μπροστά στα μάτια μου.

- Τότε, ρώταμε για τον αντιπροτελευταίο – είπε ο άντρας, ενώ έσκυβε ξανά στην γη, για να συνεχίσει την εργασία του.

- Νομίζω ότι είναι μια μακριά διαδικασία – σχολίασε ο Καρλίτος, ενώ απομακρύνονταν και έμπαινε στον κήπο -. Καλύτερα, θα προσπαθήσω να βρω απ’ ευθείας τον επικεφαλής των κηπουρών.

*

Όταν κάποιος ψάχνει κάτι, δεν πρέπει ούτε να ελπίζει ότι θα το βρει στην τύχη, τουλάχιστον σε προδιαγεγραμμένο χρόνο. Γιατί ένα από τα τόσα παιχνίδια της τύχης είναι, ακριβώς, να μας κρύβει, αυτό που ψάχνουμε και να μας κάνει να βρίσκουμε, αυτό που δεν ψάχνουμε ή

που δεν ψάχνουμε πια. Τουλάχιστον, αυτό είναι η δική μου προσωπική εμπειρία· αν σε εσάς συμβαίνει το αντίθετο, μπορείτε να υιοθετήσετε την φιλοσοφία, που σας εκφράζει, εμένα αυτό δεν με απασχολεί, ούτε στο ελάχιστο.

Αλλά στον Καρλίτος, συνέβαινε ακριβώς το ίδιο με εμένα. Την ημέρα που συνάντησε τον παππού, για παράδειγμα, κουβαλούσε το σακουλάκι με τις καραμέλες μαζί του ( του είχε γίνει συνήθεια, ούτε που το ένιωθε στην τσέπη του), διέτρεχε το σπίτι με βιασύνη, προσπαθώντας να βρει ένα λευκό αρουραίο, ντυμένο Εσκιμώο· τι τον ήθελε, είναι ένα ξεχωριστό ζήτημα, και θα χρειαζόμουν άλλο ένα βιβλίο, για να το εξηγήσω· απλώς αναφέρω την περίπτωση, για να στηρίξω την προηγούμενη θεωρεία μου.

Λοιπόν· εκείνο το απόγευμα, ο Καρλίτος, περιπλανήθηκε στον κήπο, απογοητευμένος· είχε κοιτάξει παντού, χωρίς να καταφέρει να δει κάποιον, που να του δώσει την εντύπωση, ότι ήταν ο επικεφαλής των κηπουρών. Μόνο φυτά και λουλούδια και δέντρα· και κάποιες φορές, κανένα χαζό κηπουρίσκο, ασήμαντης τάξεως.

Ξαφνικά, έφτασε στα αυτιά του, μια αδύναμη κραυγή.

- Βοήθεια!

Κοίταξε γύρω του, αλλά δεν μπόρεσε να εντοπίσει, ποιος είχε φωνάξει. Μετά επαναλήφθηκε η κλήση βοήθειας και τώρα, του φάνηκε ότι η φωνή δεν ερχόταν ούτε από τον Νότο, ούτε από τον Βορρά, ούτε από την Ανατολή, ούτε από την Δύση, αλλά από το ίδιο το μέρος, στο οποίο ήταν σταματημένος, κοντά στα πόδια του.

Κοίταξε και πραγματικά, δίπλα στο δεξί του πόδι, είδε ένα ρυάκι νερού, στο οποίο κολυμπούσε ένα μικρό έντομο· κουνούσε τα πολύ λεπτά και μακριά του πόδια, με απελπισία· ήταν προφανές, ότι ήταν έτοιμο να πνιγεί, είχε κουραστεί από το κολύμπι.

Ο Καρλίτος έσκυψε και έβαλε ένα δάχτυλο στο νερό· το έντομο, πολύ δύσκολα, κατάφερε να σκαρφαλώσει, μετά από αρκετές προσπάθειες. Ο Καρλίτος ανασηκώθηκε και έφερε το δάχτυλο κοντά στα μάτια του.

Το έντομο, που ήταν ένα είδος άγνωστο σε εκείνον, είχε ένα μικροσκοπικό, πρασινωπό σώμα, μεγάλα στρογγυλά μάτια και τα πόδια – που όπως είπα ήταν μακριά και λεπτά – τώρα ήταν κρεμασμένα, χαλαρά, από τις δυο πλευρές του δείκτη, του παιδιού.

- Ουφ! – είπε το έντομο, αφού πήρε ανάσα -. Ευχαριστώ πολύ, παιδί· νόμισα ότι δεν θα την έβγαζα καθαρή.

- Δεν κάνει τίποτα – απάντησε ο Καρλίτος· παρατήρησε, ότι το έντομο ήταν λαχανιασμένο και ότι πολύ αργά, προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του· αλλά ακόμη δεν μπορούσε να το κάνει και τα πόδια κρεμόντουσαν ξανά, αδύναμα στο πλάι.

- Τι είδους έντομο είσαι; - ρώτησε το παιδί, με περιέργεια -. Ποτέ δεν έχω δει κάτι που να σου μοιάζει.

- Είμαι το μοναδικό στο είδος μου – απάντησε με περηφάνεια -. Με λένε Τίτο, και καθώς είμαι μοναδικός, φαντάζομαι ότι ανήκω στο είδος των Τίτος (ή Τίτους, για να το κάνω πιο επιστημονικό).

- Εμένα με λένε Καρλίτος – είπε το παιδί με την σειρά του.

Τώρα, ο Τίτος, είχε καταφέρει να σταθεί αρκετά καλά στα πόδια του και κουνούσε το σώμα, όπως κάνουν τα σκυλιά, όταν βρέχονται, για να στεγνώσουν γρηγορότερα.

- Πες μου, Καρλίτος – είπε μετά το έντομο -. Θα ήθελα να σου ανταποδώσω την χάρη που μου έκανες. Υπάρχει κάτι, που θα μπορούσα να κάνω για σένα;

- Δεν είναι απαραίτητο να μου ανταποδώσεις τίποτα – απάντησε το παιδί -. Δεν μου κόστισε τίποτα και άλλωστε, ήταν κάτι που θα έκανε, οποιοσδήποτε άλλος στην θέση μου.

- Έτσι νομίζεις – απάντησε ξινά, ο Τίτος -. Έτσι νομίζεις, παιδί· εγώ, με αυτά τα μάτια, έχω δει να πνίγονται ένα σωρός μυρμήγκια, ένας σωρός πεταλούδες, χωρίς κανείς να κουνήσει βλέφαρο, για να τα σώσει. Και κάτι ακόμα· αν σου διηγιόμουνα . . .

Το έντομο άφησε την φράση ατελείωτη, και το στόμα του δίπλωσε σε μια πικρή γκριμάτσα. Ο Καρλίτος δεν προθυμοποιήθηκε να το ενθαρρύνει να συνεχίσει και λίγο, για να αλλάξει θέμα, το ρώτησε, αν ήξερε, πως θα μπορούσε να βρει τον επικεφαλής των κηπουρών.

Ο Τίτος συλλογίστηκε για μια στιγμή.

- Κοίτα – είπε μετά -, εγώ δεν ξέρω, που βρίσκεται· αλλά αν δεν φοβάσαι, υπάρχει ένας γρήγορος τρόπος, για να τον βρεις· φυσικά υπάρχουν κάποιοι κίνδυνοι.

- Πες μου, λοιπόν – τον πίεσε, ο Καρλίτος.

- Πριν – είπε το έντομο- πρέπει να σε προειδοποιήσω· ο επικεφαλής των κηπουρών είναι πολύ ψεύτης· ποτέ δεν απαντά στα σοβαρά σε μια ερώτηση. Δεν ξέρω, γιατί θέλεις να τον βρεις, αλά πρέπει να έχεις υπ’ όψη ότι, μοιραία θα σου πει ψέματα.

- Τότε – είπε ο Καρλίτος, με το κεφάλι κατεβασμένο – δεν έχω πια ενδιαφέρον.

Ο Τίτος παρατήρησε την βαθιά απογοήτευση του παιδιού και είπε:

- Υπάρχει, ωστόσο, ένα σύστημα, για να τον κάνει να πει την αλήθεια: ο επικεφαλής των κηπουρών είναι βέβαια, στα σίγουρα, ψεύτης, αλλά έχει περιορισμένη φαντασία. Λάβε υπ’ όψη, ότι δεν μπορεί να πει παραπάνω από δυο ψέματα συνεχόμενα· αν τον ρωτήσεις για τρίτη φορά το ίδιο πράγμα, θα πρέπει να σου πει την αλήθεια. Το πρόσωπο του Καρλίτος ζωντάνεψε.

- Και για να τον βρεις, τίποτα δεν είναι πιο απλό – συνέχισε το έντομο -. Βλέπεις αυτήν την ταμπέλα, δίπλα στην πηγή; - ο Καρλίτος γύρισε το βλέμμα, προς το σημείο που του έδειχνε το έντομο, με ένα από τα πόδια του και είδε, πραγματικά, μια ταμπέλα που έλεγε: «ΑΠΑΓΟΡΕΎΕΤΑΙ ΝΑ ΠΑΤΆΤΕ ΤΟ ΓΡΑΣΊΔΙ» -. Λοιπόν· αν πλησιάσεις την πηγή και πατήσεις το γρασίδι, αμέσως θα εμφανιστεί ένας φύλακας και θα προσπαθήσει να σου βάλει πρόστιμο· αν δεν το πληρώσεις, θα σε παρουσιάσει ενώπιον του επικεφαλής των κηπουρών, για να σε τιμωρήσει. Γι’ αυτό σου είπα, ότι υπάρχει ένας κίνδυνος· αν δεν καταφέρεις να τον ξεγελάσεις ή να ξεφύγεις μετά, δεν ξέρω τι φοβερή τιμωρία θα λάβεις.

- Θα αναλάβω τον κίνδυνο, ότι και να γίνει – είπε ο Καρλίτος, και ήταν πολύ ενθουσιασμένος. Το έντομο δοκίμασε τα φτερά του και μένοντας ικανοποιημένο από την δοκιμή, τον αποχαιρέτησε.

- Τα λέμε, Καρλίτος – είπε -. Θα σου είμαι υπόχρεος, για την υπόλοιπη ζωή μου.

- Στο καλό, Τίτο – ο Καρλίτος έκανε αντίο με το χέρι, ενώ το έντομο απομακρύνονταν και χρειάστηκε να συγκρατηθεί, για να μην προσθέσει: «Χαιρετίσματα στους δικούς σου», ενθυμούμενος, ότι ήταν ο μοναδικός του είδους του και ίσως να νόμιζε, ότι τον κοροϊδεύει· ανεξαρτήτως του αποτελέσματος, θα του υπενθύμιζε την μοναξιά του κι αυτό δεν θα ήταν σωστό.

*

Πλησίασε στην πηγή. Ήταν πολύ άσπρη, από μάρμαρο, στρογγυλή, γεμάτη νερό. Στο κέντρο υπήρχε ένα άγαλμα, που αναπαριστούσε ένα άσχημο κατακόρυφο ψάρι, που πέταγε νερό, προς τα πάνω, από το στόμα.

Η πηγή είχε γύρω της, πολύ φίνο και όμορφο γρασίδι, σε χρώμα, τόσο πράσινο, που ποτέ πριν δεν είχε δει ο Καρλίτος· ένα λαμπερό και οξύ πράσινο.

Υπήρχε ένα χώρισμα από τούβλα, βαμμένο μαύρο και κόκκινο τριγύρω από το γρασίδι. Το παιδί δίστασε για μια στιγμή και μετά σήκωσε το δεξί πόδι και το άφησε να πέσει αργά από την άλλη πλευρά των τούβλων.

Μόλις η σόλα του παπουτσιού άγγιξε ένα φυλλαράκι από το γρασίδι, άκουσε ένα δυνατό σφύριγμα και βαριά βήματα να τρέχουν, επάνω στα χαλίκια του μονοπατιού.

Ο Καρλίτος έβγαλε το πόδι από το γρασίδι και γύρισε το κεφάλι προς τα αριστερά· από το μονοπάτι ερχόταν, λαχανιασμένος και ξεφυσώντας, σφυρίζοντας συνεχώς, ένα άντρας κοντούλης και πολύ χοντρός, ντυμένος με μια γκρι στολή και φορούσε μια γκρι τραγιάσκα στο κεφάλι.

- Εγκληματία! – φώναξε, φτάνοντας δίπλα στο παιδί. Σφύριξε ξανά με την σφυρίχτρα, παρόλο που δεν χρειάζονταν· ο ήχος σφυροκόπησε τα αυτιά του Καρλίτος -. Σε είδα! Σε είδα όταν πάτησες το γρασίδι!

- Αλήθεια είναι – είπε ο Καρλίτος.

- Αλήθεια είναι, κύριε Επιθεωρητά – διόρθωσε ο άντρας.

- Αλήθεια είναι, κύριε Επιθεωρητά – επανέλαβε το παιδί.

- Εντάξει. Πρέπει να πληρώσεις το πρόστιμο. Είναι πεντακόσιες χιλιάδες οκτακόσιες χιλιάδες διακόσιες πενήντα χιλιάδες τρισεκατομμύρια των εκατομμυρίων χιλιάδων πέσος.

- Πόσο; - ρώτησε ο Καρλίτος, με τα μάτια ορθάνοιχτα, γιατί δεν κατάφερνε να σχηματίσει μια ιδέα για το νούμερο.

- Πεντακόσιες χιλιάδες οκτακόσιες χιλιάδες διακόσιες πενήντα χιλιάδες τρισεκατομμύρια των εκατομμυρίων χιλιάδων πέσος – επανέλαβε ο επιθεωρητής.

- Δεν έχω τόσα χρήματα – είπε ο Καρλίτος, ψάχνοντας τις τσέπες του. Έβγαλε ένα νόμισμα -. Πενήντα σέντς, είναι ότι έχω. Τίποτα άλλο.

Ο επιθεωρητής έριξε μπροστά την τραγιάσκα και έξυσε τον σβέρκο.

- Νομίζω, πως δεν φτάνουν – είπε, ενώ μετρούσε, προσπαθώντας, να μην προσέξει, ο Καρλίτος, ότι χρησιμοποιούσε τα δάχτυλα του αριστερού χεριού, για να μετρήσει -. Θα πρέπει να σε πάω στον επικεφαλής των κηπουρών, για να σε τιμωρήσει.

- Εντάξει – είπε ο Καρλίτος.

- Εντάξει, κύριε Επιθεωρητά – διόρθωσε ο επιθεωρητής.

- Εντάξει κύριε Επιθεωρητά.

*

Μπαίνοντας στον κήπο, ο επιθεωρητής, τον οδήγησε διαμέσου δαιδαλωδών μονοπατιών· μετά από κάποιο χρόνο, έφτασαν σε ένα μέρος, κενό από δέντρα και φυτά, σε σχήμα κυκλικό· στο κέντρο υπήρχε, ωστόσο, κάτι που έμοιαζε με δέντρο: ήταν ο επικεφαλής των κηπουρών.

Ο επιθεωρητής έκανε το παιδί να πλησιάσει, πιάνοντας το σταθερά από το χέρι, για να επιδείξει εξουσία (να κάνει λιγάκι θέατρο, για το αφεντικό του)· έδωσε με αυστηρότητα τις εξηγήσεις και με μια βαθιά υπόκλιση, απομακρύνθηκε.

Ο επικεφαλής των κηπουρών ήταν πράγματι, ένας κύριος που έμοιαζε πολύ με δέντρο. Το πρόσωπο του ήταν ζαρωμένο, σαν τον κορμό ενός δέντρου· τα μαλλιά του πράσινα, σαν τα φυλλώματα του δέντρου· τα πόδια του, τα οποία καλύπτονταν από μια καφετί φασκιά, επίσης ζαρωμένα, βρίσκονταν πολύ κοντά και έμοιαζαν με τον κορμό ενός δέντρου και δεν μετακινιόντουσαν από την θέση τους· τα δάχτυλα των χεριών ήταν εξαιρετικά μακριά και στραβά, σαν τα κλαδιά ενός δέντρου και είχε τα χέρια πάντοτε λιγάκι σηκωμένα και μιλώντας, τα κουνούσε αργά, προς την μια και προς την άλλη πλευρά, θυμίζοντας ένα δέντρο που κουνιέται στο αεράκι.

Έμειναν για μια στιγμή σιωπηλοί· ο επικεφαλής των κηπουρών μελετούσε τον Καρλίτος και ο Καρλίτος μελετούσε τον επικεφαλής των κηπουρών. Το παιδί εξεπλάγη, όταν είδε, ότι όπως σε ένα δέντρο, μια σειρά από μυρμήγκια ανέβαινε και μια άλλη κατέβαινε από το σώμα.

- Γιατί πάτησες το γρασίδι δεκαεννέα φορές; - ρώτησε, τελικά, ο επικεφαλής των κηπουρών, με φωνή δέντρου.

- Μόνο μια φορά το πάτησα – απάντησε ο Καρλίτος και ενθυμούμενος τους κανόνες της αστικής ευγένειας, πρόσθεσε λιγάκι καθυστερημένα -, κύριε επικεφαλής των κηπουρών.

- Μην ψεύδεσαι: με πληροφόρησαν ακριβώς, ότι το πάτησες είκοσι τρεις φορές – είπε.

- Όχι, κύριε επικεφαλής των κηπουρών· το πάτησα μια φορά, μονάχα.

- Πολύ καλά: γιατί πάτησες το γρασίδι;

- Γιατί – απάντησε ο Καρλίτος – ήθελα να μιλήσω μαζί σας και όλοι οι κηπουροί χαμηλότερης βαθμίδος, με μπέρδευαν με την παράξενη συμπεριφορά τους και καθοδηγούμενος από αυτούς, θα καθυστερούσα πολύ χρόνο για να σας βρω ή ίσως δεν θα σας εύρισκα ποτέ· αντίθετα, με αυτόν τον τρόπο, ο επιθεωρητής με έφερε αμέσως ενώπιον σας.

- Και γιατί ήθελες να με δεις; - ρώτησε, παραξενεμένος, ο επικεφαλής των κηπουρών, μονολογώντας ίσως, ότι ήταν πολύ παράξενο, να θέλει κάποιος να τον δει· η εμπειρία, του έλεγε ότι στους ανθρώπους συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο.

- Ω, λοιπόν – κι εκεί, ο Καρλίτος, άρχισε να ψεύδεται, ακολουθώντας τις συμβουλές του Τίτο -. Λοιπόν, μου μίλησαν πολύ καλά για εσάς, μου είπαν ότι είστε ένα άτομο με εξαιρετικές περγαμηνές και είστε πολύ σοφός και ότι αν εγώ ήθελα να μάθω οποιοδήποτε πράγμα, όσο δύσκολο και παράξενο κι αν ήταν, θα έφτανε να το ρωτήσω σε εσάς.

- Όλα αυτά είναι πολύ σωστά. Πολύ σωστά – σχολίασε ο επικεφαλής των κηπουρών, με προφανή ικανοποίηση -. Τότε, σε συγχωρώ, γιατί δικαιολογείται εντελώς, που πάτησες το γρασίδι. Τώρα, πες μου, τι θέλεις να μάθεις.

Ο Καρλίτος ήταν πολύ χαρούμενος, που τον συγχώρεσε (χωρίς να θυμηθεί, ότι αυτήν την διατύπωση, την είχε κάνει ο επικεφαλής, μόνο μια φορά) και με λαχτάρα, του έκανε την ερώτηση που φυλούσε για καιρό και του είχε γίνει εμμονή:

- Τι υπάρχει στο υπόγειο του σπιτιού των γονιών μου;

Ο επικεφαλής των κηπουρών απάντησε αμέσως με μεγάλη φυσικότητα.

- Ένα σωληνάριο με παστίλιες για τον βήχα – είπε.

- Τι υπάρχει στο υπόγειο του σπιτιού των γονιών μου; - επέμεινε ο Καρλίτος.

- Υπάρχει πολύ υγρασία, σκοτάδι και ιστοί αράχνης, μπουκάλια και παλιές, άδειες νταμιτζάνες η μια πάνω στην άλλη, ποντίκια και σκουλήκια και σαρανταποδαρούσες, και το σιδερένιο κάγκελο από το προσκεφάλι ενός ξεχαρβαλωμένου κρεβατιού και μια σπασμένη κούκλα βιτρίνας και μερικοί σωροί από παλιές εφημερίδες.

Αυτό, φάνηκε πολύ λογικό στον Καρλίτος και ήταν έτοιμος να το πιστέψει· όμως μετά θυμήθηκε την προειδοποίηση του εντόμου και ρώτησε ξανά, για τρίτη φορά:

- Τι υπάρχει στο υπόγειο των γονιών μου;

Ο επικεφαλής των κηπουρών αναστέναξε και είπε αργά και με μεγάλη λύπη:

- Η αλήθεια είναι, ότι δεν ξέρω αυτό που υπάρχει . . . κι εγώ επίσης θα ήθελα να το ξέρω και συχνά αναρωτιέμαι. Αλλά, ούτε με ενδιαφέρει και πολύ.

Ο Καρλίτος συλλογίστηκε για μια στιγμή· ήταν σίγουρος ότι, ανεξάρτητα από όλα αυτά, εκείνος ο άντρας που έμοιαζε με δέντρο, θα μπορούσε να του φανεί χρήσιμος· ο παππούς του, του είχε πει ότι κάποια σχέση, παρόλο που δεν ήξερε ποια, υπήρχε ανάμεσα στο υπόγειο και σε εκείνον.

- Και μήπως ξέρετε κάποιον που να ξέρει, τι υπάρχει; - ρώτησε τότε.

- Ένας αδελφός του κουνιάδου, της μικρής αδελφής κάποιου θείου, της κυράς μου, ξέρει – απάντησε ο άντρας.

Ο Καρλίτος επανέλαβε την ερώτηση.

- Ναι – απάντησε, απλώς, ο επικεφαλής των κηπουρών και ο Καρλίτος δεν χρειάστηκε να ρωτήσει για Τρίτη φορά, για να φανταστεί την απάντηση.

Συλλογίστηκε ξανά για κάποια στιγμή, σφίγγοντας το πηγούνι με τον αντίχειρα και την ψίχα του δείκτη του.

- Ποιος έχει το κλειδί του λουκέτου της πόρτας του υπογείου; - ρώτησε τελικά.

- Εγώ το έχω και το έχω καλά φυλαγμένο και σε κανένα δεν θα το δώσω – απάντησε ο άντρας, με αγριεμένη φωνή και ο Καρλίτος ήταν έτοιμος να τον πιστέψει (έπρεπε να δείτε την σοβαρότητα με την οποία εκείνος ο άντρας ψεύδονταν· δεν σας θυμίζει τον . . .; Αλλά όχι, αυτό είναι επίσης μια άλλη ιστορία).

- Ποιος έχει το κλειδί του λουκέτου;

- Δεν ξέρω, ορκίζομαι ότι δεν ξέρω – απάντησε ο επικεφαλής των κηπουρών, με δάκρυα στα μάτια· ο Καρλίτος στενοχωρήθηκε πολύ -. Αν το ήξερα, θα του το ζητούσα, για να κατέβω στο υπόγειο. Πάντα ήθελα να κατέβω στο υπόγειο.

- Ποιος έχει το κλειδί; - ρώτησε για τρίτη φορά το παιδί.

- Ο Σιδεροφάγος – απάντησε ο επικεφαλής με ενόχληση, γιατί το παιδί τον είχε υποχρεώσει να πει την αλήθεια -. Ο Σιδεροφάγος, που κατοικεί στην δεξαμενή, δίπλα στο σπιτάκι του δασοφύλακα.

- Ευχαριστώ πολύ, κύριε επικεφαλής των κηπουρών – είπε ο Καρλίτος, πολύ ικανοποιημένος· παρόλο που αγνοούσε, τι πράγμα ήταν ο Σιδεροφάγος και δεν είχε την παραμικρή ιδέα, για την ύπαρξη αυτού του σπιτιού, ούτε για δασοφύλακα, τουλάχιστον είχε πάρει μια συγκεκριμένη απάντηση σχετικά με το υπόγειο και πάνω απ’ όλα μια αληθινή απάντηση.

Χαιρέτησε ευγενικά τον άντρα που έμοιαζε με δέντρο και άρχισε να αποχωρεί· όμως δεν είχε κάνει περισσότερο από δυο-τρία βήματα, όταν άκουσε την φωνάρα του, που κραύγαζε:

- Λεβέντες μου! Να μη ξεφύγει! Πάτησε το γρασίδι είκοσι εννέα φορές, πρέπει να τον τιμωρήσω! Λεβέντες μου, γρήγορα!

Ανθρωπάκια με πανοπλίες και ακόντια άρχισαν να κατεβαίνουν από τα δέντρα και να προβάλλουν από τρύπες στο χώμα· αμέσως σχημάτισαν μια διμοιρία, με αρχηγό τον πιο ψηλό από αυτούς – παρόλο που το ανάστημα του, δεν ήταν μεγαλύτερο από ενός παιδιού -· στην δεύτερη γραμμή υπήρχαν τρία τσιράκια, στην τρίτη υπήρχαν πέντε, στην τέταρτη επτά, στην Πέμπτη εννέα και στην έκτη έντεκα. Ο Καρλίτος εξεπλάγη πολύ, γιατί ο επικεφαλής των κηπουρών, τον είχε συγχωρήσει· αλλά θυμήθηκε, ότι αυτή ήταν μια απάντηση που είχε δώσει μόνο για μια φορά και γι’ αυτό ήταν ψέμα. Βάλθηκε να τρέχει απελπισμένα και τα ακόντια των νάνων – που τον καταδίωκαν – άρχισαν να πέφτουν δίπλα στο σώμα του.

- Μην τον αφήσετε να ξεφύγει! – κραύγαζε ο επικεφαλής των κηπουρών και η απειλητική δεντρίσια φωνή του, έδινε κουράγιο στο παιδί, για να τρέχει περισσότερο.

*

Έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε

*

Έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε

*

Έτρεχε και του φαινόταν, ότι βρισκόταν πάντα στο ίδιο σημείο. Με τον φόβο που τον κύκλωνε και την βιασύνη της καταδίωξης, ο Καρλίτος, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε λεπτομέρειες· αλλά, μετά από πολύ τρέξιμο, έφτασε στο συμπέρασμα, ότι έκανε ένα κύκλο, πάντα γύρω από το μέρος, όπου βρισκότανε ο επικεφαλής των κηπουρών (που κατά την διάρκεια όλου αυτού, συνέχιζε να ουρλιάζει υπερβολικά)

Ωστόσο, το παιδί, καθοδηγείτο από τις ταμπέλες, εκείνες που ήταν έντονα βαμμένες επάνω σε ξύλινα βέλη και που έλεγαν «ΣΤΟ ΣΠΊΤΙ», «ΣΤΗΝ ΔΕΞΑΜΕΝΉ», «ΣΤΟ ΠΆΡΚΟ», κ.λ.π. · εκείνος ακολουθούσε την διεύθυνση του βέλους που έλεγε «ΣΤΟ ΣΠΊΤΙ» και έτρεχε, χωρίς να τον απασχολεί κάτι άλλο, αλλά στο τέλος κατάλαβε.

- Αυτές είναι οι ταμπέλες – μουρμούρισε μέσα του και ήταν πολύ, πολύ, πολύ κουρασμένος -. Λένε, ότι τις βάζουν για να μην χάνεται ο κόσμος, αλλά στην πραγματικότητα, είναι βαλμένες μόνο για να μπερδεύουν – και αψήφησε τις ταμπέλες και συνέχισε να τρέχει , προς οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση.

*

- Ε! – φώναξε κάποιος -. Ε, παιδί, προς τα εδώ!

Ο Καρλίτος κοίταξε και είδε ένα ξέφωτο ανάμεσα στα δέντρα· κι άλλο κυκλικό μέρος, εντελώς σκεπασμένο από φυλλώματα, όλων των χρωμάτων: κάποια κίτρινα, άλλα μωβ, βαλμένα με τρόπο τέτοιο, ώστε να σχηματίζουν υπέροχα και ακαταλαβίστικα σχέδια.

Το ίδιο το κέντρο του κύκλου, υπήρχε ένα ανθρωπάκι, καθισμένο στον αέρα, που τον φώναζε, κάνοντας σινιάλο.

Ο Καρλίτος πλησίασε· ο άντρας, με ανάστημα όχι περισσότερο από αυτό που είχαν τα τσιράκια, είχε ένα μακρύ, λευκό μούσι. Σηκώθηκε, έκανε σαν να ανοίγει μια αόρατη πόρτα, πήρε τον Καρλίτος από το χέρι και τον άφησε να περάσει και μετά έκλεισε την πόρτα.

- Λοιπόν σε κυνηγούν – είπε, με μεγάλη ηρεμία, σαν να μιλάει για ένα συνηθισμένο γεγονός, χωρίς ιδιαίτερη σημασία· Ο Καρλίτος, πολύ, πολύ, πολύ κουρασμένος, είχε λαχανιάσει και κοιτούσε νευρικά επάνω από τον ώμο του· και πράγματι, εκείνη την στιγμή πέρασαν από το μονοπάτι όλα τα τσιράκια, τρέχοντας, φωνάζοντας και πετώντας ακόντια.

Κοίταξαν προς αυτούς, αλλά προφανώς δεν τους είδαν, κι έτσι συνέχισαν να απομακρύνονται.

Το παιδί άπλωσε τα χέρια, αλλά δεν μπόρεσε να αγγίξει τίποτα· προφανώς, εκεί δεν υπήρχαν ούτε πόρτες, ούτε τοίχοι.

- Αυτό είναι το τρελοκομείο του κήπου – του είπε το ανθρωπάκι και εξακολούθησε να κάθεται στον αέρα, σταυρώνοντας το δεξί πόδι επάνω από το αριστερό.

- Δεν καταλαβαίνω – είπε ο Καρλίτος -. Δεν καταλαβαίνω τίποτα.

- Τι θέλεις να μάθεις; - ρώτησε το ανθρωπάκι, κοιτάζοντας τον με συμπάθεια.

- Όλα, όλα αυτά – μουρμούρισε, ο Καρλίτος -. Εσείς ανοίξατε μια πόρτα, που δεν υπάρχει, μετά την κλείσατε· τα τσιράκια πέρασαν και δεν με είδαν, παρόλο που εγώ μπορούσα να τα δω τέλεια. Μετά, εσείς κάθεστε στον αέρα και μου λέτε, ότι αυτό εδώ είναι ένα τρελοκομείο.

- Έτσι είναι – απάντησε το ανθρωπάκι, και έβγαλε μέσα από τα ρούχα του, μια αναμμένη πίπα και άρχισε να καπνίζει -. Αλλά, σας παρακαλώ, νιώσε άνετα – και με τα χέρια, έριξε μερικά χτυπηματάκια στον αέρα, που ακούστηκαν, σαν να χτυπάει ξύλο, υποδεικνύοντας του, ένα μέρος δίπλα, όπου εκείνος κάθονταν -. Είσαι πολύ κουρασμένος, κάτσε μια στιγμούλα.

Ο Καρλίτος κοίταξε με καχυποψία· άπλωσε το χέρι, έδωσε μερικά χτυπηματάκια, αλλά δεν ακούστηκαν, ούτε ένιωσε να ακουμπά τίποτα.

- Όχι, όχι – είπε το ανθρωπάκι -. Αν δεν έχεις εμπιστοσύνη, δεν θα μπορέσεις να καθίσεις.

Ο Καρλίτος δεν ήθελε να τον προσβάλλει και προσποιήθηκε ότι τον πιστεύει· αλλά δεν ήταν πεπεισμένος και προσπαθώντας να καθίσει στο ίδιο ύψος με το ανθρωπάκι, έπεσε και βρέθηκε καθισμένος στο έδαφος.

Ο άντρας ρούφηξε την πίπα του, κούνησε αρνητικά το κεφάλι, με ένα χαμόγελο κατανόησης και δεν επέμεινε.

- Θα σου εξηγήσω – είπε -. Εγώ, πριν, ήμουν σαν κι αυτούς, ένα τσιράκι. Περνούσα την ζωή μου επάνω σε ένα δέντρο, περιμένοντας να με καλέσει ο επικεφαλής των κηπουρών, για να καταδιώξω κάποιον.

Ήταν πολύ βαρετό και πολύ αχάριστο. Γενικώς, έπρεπε να καταδιώκουμε καλούς ανθρώπους, που δεν έκαναν τίποτα άλλο, πέρα από το να πατάνε το γρασίδι, ή να ανακρίνουν πεταλούδες. Στο τέλος, κουράστηκα και είπα, ότι δεν θέλω να είμαι τσιράκι: ζήτησα να με μεταθέσουν στην κηπουρική.

Τότε, είπαν ότι ήμουν τρελός, γιατί τα τσιράκια έχουν μισθό πολύ μεγαλύτερο, είναι περισσότερο σεβαστά και στην κηπουρική πρέπει να δουλεύεις πολύ περισσότερο, όλη την ημέρα (και κάποιες φορές και την νύχτα) και με έκλεισαν σε αυτό το κελί.

Πέρασε πολύς καιρός. Οι τοίχοι άρχισαν να πέφτουν και κανείς δεν μπήκε στον κόπο να τους ξαναχτίσει. Εγώ νιώθω πολύ καλά εδώ, χωρίς να πρέπει να κυνηγάω κανένα και τα τσιράκια, μου φέρνουν να φάω και ποτέ δεν μου λείπει τίποτα. Παρατήρησαν, ότι οι τοίχοι εξαφανίζονταν, αλλά δεν θέλησαν να πουν τίποτα, γιατί διαφορετικά, ο επικεφαλής των κηπουρών, θα τους υποχρέωνε να χτίσουν άλλο κελί και είναι γνωστό, ότι τα τσιράκια είναι πολύ τεμπέληδες.

Για το λόγο αυτό, παρόλο που για πολλά-πολλά χρόνια δεν υπάρχει κελί, συνεχίζει να υπάρχει για εκείνους και για μένα· και τόσο μας αρέσει που υπάρχει, που το βλέπουμε και το αγγίζουμε. Εγώ, ο ίδιος, το βλέπεις, μπορώ και κάθομαι άνετα σε ένα ξύλινο παγκάκι, που εδώ και καιρό δεν υπάρχει.

- Και γιατί δεν με είδαν; - ρώτησε ο Καρλίτος, που ακόμη δεν τα καταλάβαινε όλα.

- Σε είδαν, στην πραγματικότητα· αλλά δεν πίστεψαν σε σένα, Αν το είχαν πιστέψει, θα έπρεπε να παραδεχτούν ότι δεν υπάρχει κελί, και να χτίσουν άλλο· γι’ αυτό θέλησαν να δουν το κελί και καθώς δεν μπορούν να δουν μέσα από τους τοίχους, δεν σε είδαν.

- Όχι: τώρα θα συνεχίσουν να τρέχουν για λίγο, στο τέλος θα κουραστούν και θα γυρίσουν στον επικεφαλής των κηπουρών, με κάποια δικαιολογία: ότι σε έχασαν από τα μάτια τους, γιατί ξαφνικά μεταμορφώθηκες σε πουλί και έφυγες πετώντας, ή ότι καβάλησες κανένα γιγάντιο αστακό, που σε κουβάλησε πηδώντας ως το φεγγάρι.

- Και ο επικεφαλής, θα τους πιστέψει;

- Όχι· αλλά αν δεν τους πιστέψει, πρέπει να τους τιμωρήσει, αφού διερευνήσει όλο το ζήτημα, πράγμα που του είναι εξαντλητικό. Θα προσποιηθεί, ότι τους πιστεύει.

Εκείνη τη στιγμή, τα τσιράκια, κουρασμένα, περνούσαν επιστρέφοντας από το μονοπάτι. Γύρισαν να κοιτάξουν προς αυτούς, αλλά συνέχισαν τον δρόμο τους.

- Βλέπεις, τι σου λέω; - είπε το ανθρωπάκι, δείχνοντας τους.

- Κι εσείς; - ρώτησε, ο Καρλίτος, που ακόμα είχε αμφιβολία -. Κι εσείς, πως μπορείτε να τους δείτε και ταυτόχρονα να πιστεύετε στο κελί, μέχρι το σημείο να κάθεστε σε ένα παγκάκι , που δεν υπάρχει;

- Λοιπόν – το ανθρωπάκι χαμογέλασε και πήρε μερικές ρουφηξιές -. Εδώ είναι το τέχνασμα. Εδώ είναι το τέχνασμα. – Έξυσε το κεφάλι -. Ποτέ δεν κατάλαβα καλά, πως το κάνω, αλλά εδώ είναι το τέχνασμα.

- Μπορεί να φταίει, επειδή είμαι τρελός· για κάποιο λόγο είμαι κλεισμένος στο τρελοκομείο.

- Και ποτέ δεν βγαίνετε από εδώ μέσα; - τον ρώτησε το παιδί, γιατί τον έπιασε λύπηση, που ένας άνθρωπος τόσο καλός, ήταν φυλακισμένος, συνεχώς και επί τόσα χρόνια.

- Ω, ναι – απάντησε το ανθρωπάκι, με ενθουσιασμό -. Βγαίνω πολύ, πολύ, πολύ συχνά. Αρκεί να είμαι εδώ στις δώδεκα, που είναι η ώρα που μου φέρνουν το φαγητό.

- Χθες, χωρίς να πάω πολύ μακριά, πήγα επίσκεψη στο σπίτι του φίλου μου, του δασοφύλακα.

- Ο δασοφύλακας! – αναφώνησε ο Καρλίτος και αμέσως θέλησε να μάθει γι’ αυτόν.

ΣΥΝΤΟΜΌΤΑΤΗ ΙΣΤΟΡΊΑ ΤΟΥ

ΔΑΣΟΦΎΛΑΚΑ

ΔΙΗΓΗΜΈΝΗ ΣΤΟΝ ΚΑΡΛΙΤΟΣ

ΑΠΌ ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΑΚΙ ΜΕ ΤΟ ΛΕΥΚΟ ΜΟΎΣΙ

ΣΕ ΕΝΑ ΞΕΦΩΤΟ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ

Πριν πολλά χρόνια, πολλά, πολλά, πολλά χρόνια, το δάσος που συμπεριλαμβάνεται στον κήπο του σπιτιού σου, ήταν πολύ, πολύ, πολύ, πολύ, πολύ, πολύ, πολύ, πολύ, πολύ μεγάλο. Είναι γνωστό ότι τα δάση, τα πολύ, πολύ, πολύ, πολύ, πολύ, πολύ, πολύ, πολύ, πολύ μεγάλα, χρειάζονται δασοφύλακες· επομένως, έχτισαν ένα σπιτάκι και έβαλαν εκεί έναν δασοφύλακα.

Πέρασε ο καιρός και το δάσος γινόταν πιο μικρό, γιατί οι άνθρωποι χρειαζόντουσαν ξύλο για να κατασκευάσουν ντουλάπες· οι άνθρωποι απέκτησαν την συνήθεια, να αγοράζουν πολλά ρούχα και οι ντουλάπες που είχαν, δεν έφταναν για να τα φυλάνε.

Στο τέλος το δάσος ελαττώθηκε σε αυτό που είναι σήμερα και όλο το υπόλοιπο δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από ένα ξυρισμένο χωράφι. Το σπιτάκι του δασοφύλακα έμεινε, επομένως, στην μέση ενός τεράστιου ξυρισμένου χωραφιού και ο δασοφύλακας έπρεπε να συνταξιοδοτηθεί, γιατί κανείς δεν ήθελε να τον πληρώνει μισθό, για να φυλάει ένα δάσος πολύ, πολύ, πολύ, πολύ, πολύ, πολύ, πολύ μικρό.

Τώρα ζει σε αυτό το κόκκινο μανιτάρι που μεγαλώνει δίπλα στην δεξαμενή, με την γυναίκα του και τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους και τα δισέγγονα τους και τα τρισέγγονα τους και τα τετρασέγγονα τους και απασχολείται με το να διαβάζει εφημερίδες και να πίνει μάτε.

*

- Και δίπλα στο σπιτάκι, υπάρχει μια δεξαμενή; - ρώτησε ο Καρλίτος.

- Ναι, αλλά είναι άδεια. Τώρα την χρησιμοποιεί ο Σιδεροφάγος, για λημέρι.

- Και τι είναι ο Σιδεροφάγος;

- Ποτέ δεν θα το μαντέψεις – απάντησε το ανθρωπάκι -. Είναι ένα ον, που καταπίνει σίδερα.

- Εκείνος, επομένως, κατάπιε το κλειδί του υπογείου – μουρμούρισε ο Καρλίτος.

- Χωρίς αμφιβολία – απάντησε το ανθρωπάκι -. Χωρίς αμφιβολία· τα κλειδιά τον συναρπάζουν. Αλλά αν θέλεις να το πάρεις, πρέπει, το δίχως άλλο, να του

προσφέρεις κάτι σιδερένιο, που να του αρέσει περισσότερο· τότε θα κάνει εμετό το κλειδί του υπογείου και θα σου το δώσει.

- Και τι μπορεί να του αρέσει περισσότερο από το κλειδί του υπογείου; - ρώτησε ο Καρλίτος.

- Α! – είπε το ανθρωπάκι, αφήνοντας τα χέρια να πέσουν στο πλάι του σώματος -. Αυτό, κανείς δεν το ξέρει· πρέπει να το βρεις μόνος σου.

Ο Καρλίτος τεντώθηκε, τον ευχαρίστησε διαχυτικά, επειδή τον έσωσε από τα τσιράκια και για όλη την διδακτική συζήτηση. Το ανθρωπάκι, του έδωσε το χέρι και του είπε να έρθει να τον επισκεφτεί, όποτε θέλει.

Ο Καρλίτος υποσχέθηκε να ξαναέρθει και έκανε ένα σήμα αποχαιρετισμού, με το χέρι· αλλά όταν προσπάθησε να απομακρυνθεί, χτύπησε την μύτη του, επάνω σε ένα τοίχο.

- Ωχ! – το ανθρωπάκι, τρομαγμένο, πλησίασε -. Έπαθες ζημιά;

- Όχι, όχι – μουρμούρισε το Καρλίτος, σκεπάζοντας την μύτη, με το χέρι του, γιατί τον πονούσε· τώρα μπορούσε να δει, πολύ αχνά, ένα πολύ παλιό ξεχαρβαλωμένο τοίχο, διάφανο, αλλά χωρίς αμφιβολία, συμπαγή.

Το ανθρωπάκι άνοιξε την φανταστική πόρτα, ο Καρλίτος βγήκε και χαιρετώντας τον ξανά, απομακρύνθηκε.

Για να φτάσει στο ξυρισμένο χωράφι, αρκούσε να περπατήσει, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, ΕΚΤΌΣ ΑΠΌ ΕΚΕΊΝΗ ΠΟΥ ΈΔΕΙΧΝΑΝ ΟΙ ΤΑΜΠΈΛΕΣ.

*

Του πήρε κάποιες μέρες, μέχρι να φτάσει στο σπιτάκι του δασοφύλακα· βρισκόταν, όπως ακριβώς του είχε πει το ανθρωπάκι, στην μέση ενός μεγάλου έρημου χωραφιού· αν κάποιος κοιτούσε προς όλες τις πλευρές, δεν έβλεπε από εκεί, τίποτα άλλο πέρα από χωράφι· το χορτάρι ήταν κιτρινωπό, μαραμένο, πολύ διαφορετικό από αυτό που πρόσεχαν οι κηπουροί και επίσης δεν υπήρχαν δέντρα, ούτε φυτά, ούτε ζώα.

Το σπιτάκι ήταν σχεδόν ερείπιο, μόνο κάποιες τάβλες παρέμεναν στην θέση τους. Το πηγάδι ήταν βαμμένο με ασβέστη, λευκό, και είχε ένα κουβά δεμένο με ένα σχοινί, κρεμασμένο στον στρόφαλο. Ο Καρλίτος πρόβαλλε στο παραπέτο και φώναξε προς τα κάτω:

- Κύριε Σιδεροφάγε!

Μια σπηλαιώδης φωνή, του απάντησε σχεδόν αμέσως, λέγοντας κάτι που ο Καρλίτος δεν μπόρεσε να καταλάβει ή γιατί είχε πει μια λέξη άγνωστη για αυτόν ή γιατί η ηχώ του πηγαδιού αλλοίωνε τους ήχους.

- Με λένε Καρλίτος – είπε το παιδί – και θέλω το κλειδί του υπογείου, του σπιτιού των γονιών μου· έχω εμπόρευμα για ανταλλαγή.

(Στον δρόμο, ο Καρλίτος είχε μαζέψει μερικά πράγματα, που το φάνηκαν δελεαστικά).

Η φωνή ακούστηκε ξανά· αυτή τη φορά, νόμισε ότι άκουσε «Κατέβα!», αλλά δεν ήταν σίγουρος. Καθώς δεν ήθελε να φέρει σε δύσκολη θέση τον Σιδεροφάγο, αποφάσισε να κατέβει, αντί να επαναλάβει την ερώτηση – της οποίας την απάντηση και πάλι δεν θα καταλάβαινε.

Τότε άφησε το κορδόνι, που ήταν δεμένο σε έναν από τους στύλους, που συγκρατούσαν τον στρόφαλο και άφησε τον κουβά να κατέβει αργά· μετά έδεσε το κορδόνι ξανά στον στύλο και πιάστηκε από αυτό με τα χέρια και γλίστρησε με προσοχή προς το βάθος του πηγαδιού.

Ήταν πολύ σκοτεινά· αλλά μετά από μια στιγμούλα, τα μάτια του συνήθισαν το ημίφως και εντόπισε τον Σιδεροφάγο.

Ήταν ένα ον διάφανο και χωρίς σχήμα, σαν μια αμοιβάδα· είχε μόνο ένα μάτι, πολύ μεγάλο και μετακινούσε το σώμα του, συνεχώς, από το ένα μέρος στο άλλο και στο κέντρο αυτής της ζελατινώδους μάζας υπήρχε ένας σωρός από σίδερο, σε ακαταστασία· χωρίς αμφοβολία, η τροφή του Σιδεροφάγου.

Αυτό το ζώο, ή ότι κι αν ήταν τέλος πάντων, δεν είχε χέρια, ούτε πόδια, ούτε κεφάλι, ούτε τίποτα· μόνο το σώμα του, χωρίς σχήμα και το μάτι.

- Καλησπέρα – είπε ο Καρλίτος, προσπαθώντας, το ον, να μην καταλάβει τον φόβο, που ένιωθε, και επανέλαβε την προσφορά του, για ανταλλαγή.

Ο Σιδεροφάγος, τον κοίταξε σταθερά, πράγμα που για να το καταφέρει, έπρεπε να βάλει το μάτι του, στο κέντρο του σώματος και να το αφήσει ακίνητο εκεί· αυτό το βλέμμα, χωρίς βλέφαρα, ούτε συμπάθεια, σταθερό, που δεν μετέδιδε κανενός είδους συναισθήματα, έκανε τον Καρλίτος να νιώσει ακόμα περισσότερο φόβο.

- Τι έχεις φέρει για να μου προσφέρεις; - είπε τελικά ο Σιδεροφάγος.

(Η φωνή ήταν ακριβώς όπως σε ένα παλιακό δίσκο με αργή ταχύτητα).

Ο Καρλίτος έβαλε το χέρι στην τσέπη, παραξενεμένος, που εκείνο το ζωύφιο κατάφερνε να μιλάει, χωρίς στόμα και έβγαλε ένα όμορφο κοπίδι φτερών· το έβαλε στην παλάμη του χεριού και το εξέθεσε μπροστά το μάτι του Σιδεροφάγου.

- Μπα! – είπε εκείνος -. Δεν με ενδιαφέρει. Είναι ανοξείδωτο ατσάλι.

Τότε, ο Καρλίτος, συνέχισε να βάζει τα χέρια στις τσέπες και να βγάζει πράγματα: ρουλεμάν, πιρούνια, ανοιχτήρια φελλών, ψαλίδια, ένα κλειδί, κι άλλο κλειδί, βελόνες για ξεβούλωμα αυτιών, καπάκια από μπουκάλια αναψυκτικών, κι άλλο κλειδί, μια αλυσίδα σκύλου, και πολλά άλλα πράγματα.

- Τίποτα από αυτά δεν με ενδιαφέρει – έλεγε ο Σιδεροφάγος -. Τίποτα. Τσίγκος, ακρυλικό, μαγγάνιο, γύψος, τσίγκος, τσίγκος, τσίγκος.

Τελικά, το παιδί παραιτήθηκε.

- Δεν έχω τίποτα άλλο, να σου προσφέρω – είπε, και τα δάκρυα πρόβαλλαν στα μάτια του.

- Εντάξει, εντάξει – είπε ο Σιδεροφάγος με κακία -. Τώρα το βουτυρόπαιδο θα αρχίσει να κλαίει.

Αυτό, όργισε το παιδί και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το κλάμα· τότε, ο Σιδεροφάγος τρόμαξε και του είπε:

- Φτάνει, φτάνει! Τα δάκρυα, μου κάνουν πολύ ζημιά· στην πραγματικότητα, είναι το μοναδικό πράγμα που φοβάμαι, τα δάκρυα και το θαλασσινό νερό. Είναι αλμυρά και αργά ή γρήγορα, οξειδώνουν τα σίδερα, που έχω στο στομάχι μου, πράγμα που μου προκαλεί τρομερούς πόνους.

Καθώς, ο Καρλίτος, δεν σταματούσε το κλάμα, το όν, παρήγαγε ένα είδος λόξυγκα και το κλειδί του υπογείου πήδηξε, με μαγικό τρόπο, στο δεξί χέρι του παιδιού.

- Φύγε, τώρα – είπε ο Σιδεροφάγος και ο Καρλίτος, τον ευχαρίστησε και άρχισε να σκαρφαλώνει από το κορδόνι.

*

Αυτή η ιστορία μοιάζει ατελείωτη, το έχω στο νου μου, και ίσως να είναι· αλλά εγώ δεν επιθυμώ να την μπερδέψω τεχνηέντως, αντίθετα περιορίζομαι, στην πιο ρητή περιγραφή των πραγματικών γεγονότων. Δεν έχω εγώ την ευθύνη, αν τα γεγονότα και η διαπλοκή τους, είναι μπερδεμένα· προσπαθώ να τα διηγηθώ με τον πιο απλό και ευθύ τρόπο, αλλά δεν μπορώ να διαφοροποιήσω την αλήθεια, όπως κάνουν πολλοί, ούτε και προς όφελος των αγαπημένων μου αναγνωστών.

Οι αναγνώστες που, διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, θα αναρωτηθούν αγανακτισμένοι: «Και γιατί δεν γράφει για κάτι άλλο; Κάτι πιο σύντομο ή πιο απλό. Κανείς δεν τον υποχρέωσε να διηγηθεί αυτήν την ιστορία».

Είναι μια κριτική, που μπορεί να φαίνεται σωστή· αλλά είναι γεγονός, ότι προσπάθησα να διηγηθώ άλλες ιστορίες – και στην αρχή, σκέφτηκα ότι αυτή ήταν η πιο σύντομη, η πιο όμορφη και η πιο απλή -, αλλά πάντα, πάντα, πάντα οι ιστορίες μου είναι μακριές και μπερδεμένες. Δεν έχω εγώ την ευθύνη. Δεν έχω την ευθύνη, που στους πρωταγωνιστές συμβαίνουν αυτά τα πράγματα. Δεν φταίω εγώ, που το σχοινί του πηγαδιού έσπασε. . . (Ήταν ένα παλιό σχοινί).

*

Ο Καρλίτος έπεσε, ευτυχώς από μικρό ύψος, πολύ κοντά στον Σιδεροφάγο.

- Σχεδόν με έλιωσες! – διαμαρτυρήθηκε αυτός νευριασμένος και ο Καρλίτος άρχισε ξανά να κλαίει, γιατί σκεφτόταν, ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να βγει από το πηγάδι.

- Κοίτα – του είπε ο Σφ (Σφ=Σιδεροφάγος· από τώρα και στο εξής, θα χρησιμοποιείται αυτή η συντομογραφία, γιατί ίσως, ο Καρλίτος, δεν θα βγει, στην πραγματικότητα, από το πηγάδι, και με κουράζει να πρέπει να γράφω το μακρύ αυτό όνομα, τόσες φορές, κατά την διάρκεια τόσου χρόνου), μιλώντας του αργά και με πολύ

συμπάθεια και υπομονή -. Εσύ, τώρα πια, δεν μπορείς να βγεις από εδώ, γιατί το σχοινί έσπασε· είναι καλύτερα να σταματήσεις να κλαις, για να μην μου κάνεις ζημιά, έχεις ιδέα, γιατί σου μιλάω. Εγώ ξέρω πολλές ιστορίες, πολύ διασκεδαστικές, πολλά αινίγματα, μαθηματικά προβλήματα και μαντεψιές· θα δεις, δεν θα βαρεθείς.

- Ξέρεις την ιστορία του Υστερικού Ξυλοπόδαρου; Είναι πολύ διασκεδαστική. Που λες, λοιπόν, μια μέρα . . .

Αλλά ο Καρλίτος δεν ήθελε να μείνει, του φαινόταν, ότι εκεί έξω, υπήρχαν πράγματα πολύ πιο ενδιαφέροντα από τις ιστορίες, που θα μπορούσε να φτιάξει ο Σφ· τότε άρχισε να ανεβαίνει ξανά, αυτή τη φορά, στηρίζοντας τα πόδια σε μικρές προεξοχές, και σε σημεία, όπου ο σοβάς είχε πέσει.

Γρήγορα όμως γλίστρησε.

Ο Σφ ενοχλήθηκε πάρα πολύ.

- Όλος ο κόσμος βρίσκει πολύ διασκεδαστικό αυτό, το να αφήνεται να πέφτει επάνω στο σώμα μου! – φώναξε -. Φυσικά, είμαι μαλακός και απορροφώ τα χτυπήματα! Αλλά εμένα δεν μου αρέσει, μπορεί να με καταστρέψουν με αυτό το βλακώδες παιχνίδι. Γι’ αυτό, δεν υπάρχει άλλος τρόπος, εκτός από το να σε φάω, παρόλο που το κρέας δεν μου αρέσει· το αγαπημένο μου φαγητό είναι το σίδερο.

Και λέγοντας αυτές τις λέξεις άρχισε να εξαπλώνεται στον πυθμένα του πηγαδιού, σαν να ήταν ένα παχύρευστο και κολλώδες νερό· μετατρεπόταν σε ένα ον, τόσο λεπτό, που τώρα μπορούσε να γίνει ορατό, πολύ καθαρά, όλο το περιεχόμενο που είχε μέσα του· αλλά ο Καρλίτος ήταν πολύ τρομαγμένος και δεν μπορούσε να διαχειριστεί, όλη εκείνη την ποσότητα των εξωφρενικών αντικειμένων, που ο Σφ φυλούσε στο εσωτερικό του· μόλις που πρόσεξε την πετούγια μιας πόρτας και κάτι που έμοιαζε με ρόδα του τραμ. Αμέσως άρχισε να σκαρφαλώνει πάλι στον τοίχο του πηγαδιού.

- Κατάρα! – κραύγασε ο Σφ, που όταν ενοχλείτο, χρησιμοποιούσε πολύ τρομακτικό λεξιλόγιο -. Θα πέσεις επάνω μου και θα μου ξεριζώσεις το μάτι, το μοναδικό που έχω!

Τότε συνεστάλη ξανά και στριμώχτηκε καλά στην αντίθετη πλευρά, από αυτή που σκαρφάλωνε ο Καρλίτος.

Αρκετές φορές το παιδί έπεσε στον πυθμένα κι άλλες τόσες ο Σφ άρχισε να εξαπλώνεται και μετά να πρέπει να συστραφεί, καθώς το παιδί σκαρφάλωνε ξανά.

- Αυτό το παιχνίδι με κούρασε – είπε στο τέλος ο Σφ -. Εντάξει, δεν θα προσπαθήσω να σε φάω. Σταμάτα να σκαρφαλώνεις και έλα στο πλάι μου. Θα σου βάλω ένα αίνιγμα: ας υποθέσουμε, ότι ένας Κομπολύτης και ένας Σπαζοελέφαντας, ο καθένας οπλισμένος με τα σύνεργα της δουλειάς του, αντίστοιχα, συναντιούνται στο ξέφωτο ενός δάσους και εμπλέκονται σε ένα καυγά: πόσες ώρες θα χρειαστεί ο Κομπολύτης για να νικήσει τον Σπαζοελέφαντα, αν αυτός ο τελευταίος είναι κουρασμένος, γιατί χόρευε όλη τη νύχτα στην γιορτή της Κρυφοψαλιδιάς;

Αλλά ο Καρλίτος, σχεδόν δεν άκουσε το τελευταίο μέρος του προβλήματος, γιατί είχε καταφέρει να φτάσει στο χείλος του πηγαδιού και γρήγορα βρέθηκε έξω. Του άρεσαν τα αινίγματα, αλλά αυτό είχε να κάνει με παράξενα πρόσωπα, που χωρίς αμφιβολία αποτελούσαν μια αποκλειστική γνώση του Σιδεροφάγου και των ανθρώπων του δικού του κόσμου· αυτός, από την δική του σκοπιά, είχε πιο σημαντικά πράγματα να κάνει.

*

Πολλά, πολλά χρόνια, του πήρε, του Καρλίτος, για να γυρίσει στο σπίτι του.

Φαίνεται, πως βγαίνοντας από το πηγάδι . . . αλλά όχι· αυτή η ιστορία θα έπαιρνε πολλές σελίδες, θα μου έπαιρνε τόσο χρόνο για να γράψω όλες τις λεπτομέρειες, που θα με εξέτρεπε εντελώς από το ζήτημα του υπογείου και θα γερνούσα, πριν μπορέσω να πιάσω ξανά το νήμα, και ίσως να πέθαινα, πριν μπορέσω να το κάνω· ας αρκεστούμε, λοιπόν, γνωρίζοντας ότι πέρασαν πολλά, πολλά χρόνια.

*

Τα πράγματα είχαν αλλάξει με δραματική μορφή. Ο Καρλίτος δεν ήταν πια ο Καρλίτος, αλλά ο Κάρλος· είχε μουστάκια και τρεις λευκές τρίχες στα μαλλιά. Βρήκε, ότι το σπίτι των γονιών του, δεν περιβάλλονταν πια από έναν όμορφο κήπο, αλλά από παράξενες κατασκευές, στις οποίες παράξενοι άνθρωποι έκαναν πράγματα πραγματικά παράξενα· και μέσα στο σπίτι δεν υπήρχε κανείς.

*

Διέτρεξε όλα τα δωμάτια και τα βρήκε άδεια, εντελώς άδεια· μόνο ένα από αυτά, το τριακοστό τέταρτο του τρίτου διαδρόμου, φυλούσε, κρυμμένη σε μια τρύπα στο πάτωμα, μια γαλάζια και κόκκινη μπαλίτσα, που είχε χάσει, όταν ήταν παιδί.

*

Είδα τον εαυτό μου μπροστά στην πόρτα με το λουκέτο· έβαλα το χέρι στην τσέπη και έβγαλα το κλειδί, που μου είχε δώσει ο Σιδεροφάγος. Έκανα το κλειδί να γυρίσει στην κλειδαριά του λουκέτου και αυτό άνοιξε· έβγαλα το λουκέτο, έκανα το πόμολο της πόρτας να στρέψει, τραβήχτηκα και η πόρτα άνοιξε: μπροστά μου, υπήρχαν τέσσερα ή πέντε σκαλοπάτια, μιας ξύλινης σκάλας· το υπόλοιπο βρισκόταν στην πιο σκοτεινή σκοτεινιά.

*

Ανάβω ένα κερί, το οποίο είχα φέρει μαζί μου, επί τούτου και αφού δίστασα για λίγες, μοναχά, στιγμές, αρχίζω να κατεβαίνω την σκάλα.

                                                                         Αύγουστος του 1966- Αύγουστος του 1967

-