όταν η ωριμότητα έρχεται πρόωρα... από εδώ
ANA MARIA MATUTE-Το παιδί, του οποίου ο φίλος πέθανε
Ένα πρωί σηκώθηκε και πήγε να βρει τον φίλο, στην άλλη
πλευρά του φράχτη. Όμως ο φίλος δεν ήταν και όταν γύρισε, του είπε η μητέρα:
-Ο φίλος πέθανε.
-Αγόρι, μην τον σκέφτεσαι άλλο και ψάξε άλλους για να
παίξεις.
Ο αγόρι κάθισε στο κούφωμα της πόρτας, με το πρόσωπο ανάμεσα
στα χέρια και του αγκώνες στα γόνατα. «Θα γυρίσει», σκέφτηκε. Γιατί δεν μπορεί
να υπάρχουν δίπλα του οι βόλοι, το φορτηγάκι, το τσίγκινο πιστόλι και το χαλασμένο
ρολόι και ο φίλος να μην έρθει να τα βρει. Ήρθε η νύχτα, με ένα τεράστιο αστέρι και το παιδί
δεν ήθελε να μπει για να δειπνήσει.
-Έμπα, αγόρι, ζύγωσε το κρύο- είπε η μητέρα.
Όμως, αντί να μπει, το αγόρι σηκώθηκε από το κούφωμα και πήγε
να ψάξει τον φίλο, με τους βόλους, το φορτηγάκι, το τσίγκινο πιστόλι και το
χαλασμένο ρολόι. Φτάνοντας στον φράχτη, η φωνή του φίλου δεν τον κάλεσε, ούτε
τον άκουσε από το δέντρο, ούτε από το πηγάδι. Πέρασε όλη τη νύχτα να τον
ψάχνει. Κι ήταν μια μακριά νύχτα, σχεδόν φωτεινή, και του σκονίστηκαν τα ρούχα
και τα παπούτσια. Όταν βγήκε ο ήλιος, το αγόρι, που νύσταζε και διψούσε,
τέντωσε τα χέρια και σκέφτηκε: «Τι ηλίθια και ασήμαντα είναι αυτά τα παιχνίδια.
Κι αυτό το χαλασμένο ρολόι δεν χρησιμεύει σε τίποτα». Τα πέταξε όλα στο πηγάδι
και γύρισε στο σπίτι, πεινασμένο. Η μητέρα, του άνοιξε την πόρτα και είπε:
«Πόσο μεγάλωσε αυτό το αγόρι, Θεέ μου, πόσο μεγάλωσε». Και
του αγόρασε ένα αντρικό κοστούμι, γιατί αυτό που φορούσε, του ερχότανε κοντό.
EL NIÑO AL QUE SE
LE MURIÓ EL AMIGO
Una mañana se
levantó y fue a buscar al amigo, al otro lado de la valla. Pero el amigo no
estaba, y, cuando volvió, le dijo la madre:
-El amigo se
murió.
-Niño, no pienses
más en él y busca otros para jugar.
El niño se sentó
en el quicio de la puerta, con la cara entre las manos y los codos en las
rodillas. «Él volverá», pensó. Porque no podía ser que allí estuviesen las
canicas, el camión y la pistola de hojalata, y el reloj aquel que ya no andaba,
y el amigo no viniese a buscarlos. Vino la noche, con una estrella muy grande,
y el niño no quería entrar a cenar.
-Entra, niño, que
llega el frío -dijo la madre.
Pero, en lugar de
entrar, el niño se levantó del quicio y se fue en busca del amigo, con las
canicas, el camión, la pistola de hojalata y el reloj que no andaba. Al llegar
a la cerca, la voz del amigo no le llamó, ni le oyó en el árbol, ni en el pozo.
Pasó buscándole toda la noche. Y fue una larga noche casi blanca, que le llenó
de polvo el traje y los zapatos. Cuando llegó el sol, el niño, que tenía sueño
y sed, estiró los brazos y pensó: «Qué tontos y pequeños son esos juguetes. Y
ese reloj que no anda, no sirve para nada». Lo tiró todo al pozo, y volvió a la
casa, con mucha hambre. La madre le abrió la puerta, y dijo: «Cuánto ha crecido
este niño, Dios mío, cuánto ha crecido». Y le compró un traje de hombre, porque
el que llevaba le venía muy corto.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.