Jorge Ibargüengoitia-Ποιος θα συνοδεύσει την Μπλάνκα;

 

Ο Μεξικανός συγγραφέας Jorge Ibargüengoitia γεννήθηκε το 1928 και πέθανε το 1983 σε αεροπορικό δυστύχημα.

Αυτό που χαρακτηρίζει το έργο του – θεατρικά έργα, μυθιστορήματα, άρθρα σε εφημερίδες και διηγήματα – είναι το χιούμορ και ο σαρκασμός.

Το διήγημα «Ποιος θα συνοδεύσει την Μπλάνκα;» ανήκει στην συλλογή “La ley de Herodes y otros cuentos” (Ο νόμος του Ηρώδη και άλλα διηγήματα). Εκδόθηκε το 1967

Μετάφραση Μάρκος Γκανής

Απρίλιος 2022

 




Jorge Ibargüengoitia-Ποιος θα συνοδεύσει την Μπλάνκα;

 Όλα άρχισαν με μια καλή πράξη. Μια επίσκεψη σε άρρωστο. Ο φίλος μου, ο Ουίλερτ, έπασχε από κυνάγχη και πολλοί πήγαμε να τον επισκεφτούμε. Κατά την διάρκεια αυτής της επίσκεψης ήπιαμε από το διάσημο μπουκάλι με το ρούμι, που παραλίγο να προκαλέσει τον θάνατο του Ουίλερτ. Αλλά δεν είναι αυτό το σημαντικό: το σημαντικό είναι ότι οι επισκέπτες ήμασταν ο αρχιτέκτονας Μπορίς Γκουντόνωφ, η Ρίτα η γυναίκα του, η Μπλάνκα κι εγώ. Ο Μπορίς Γκουντόνωφ είναι ο κακός της ιστορίας, η Μπλάνκα κι εγώ τα θύματα του. Η Ρίτα και ο Ουίλερτ δεν είναι παρά οι κομπάρσοι.

 Δεν έχει σημασία τι ήπιαμε, ούτε τι φάγαμε, ούτε γιατί μιλήσαμε. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η Μπλάνκα είχε κάτι υπέροχους μηρούς, ότι δεν ήπιε σταγόνα και ότι κάποια στιγμή σηκώθηκε και είπε:

-         - Πρέπει να φύγω.

-         -Θα σε πάω εγώ – είπε ο Μπορίς Γκουντόνωφ.

 Την πήγε στο σπίτι της με το αυτοκίνητο και έκανε τρεις ώρες να γυρίσει.

 Όταν ο Μπορίς γύρισε, η Ρίτα, ο Ουίλερτ κι εγώ ήμασταν εντελώς μεθυσμένοι, αλλά θυμάμαι πολύ καλά, χωρίς τον φόβο να κάνω λάθος, ότι ο Μπορίς πλησίασε και μου είπε στο αυτί:

-         -Μην το πεις στην Ρίτα, αλλά πριν λίγο ξάπλωσα με την Μπλάνκα.

 Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που την είδα. Πριν γνωρίσω την Μπλάνκα, κάποιος μου την είχε περιγράψει, ως «μια γυναίκα πανέμορφη, ερωτευμένη με το αδύνατο». Όταν την γνώρισα, ήταν ντυμένη με έντονο τριανταφυλλί  χρώμα και καθόταν δίπλα σε ένα συνεσταλμένο νεαρό.

«Αυτός είναι ένας από τους αδύνατους», σκέφτηκα.

 Με απογοήτευσε πολύ. Το τριανταφυλλί δεν της πήγαινε καθόλου.

 Τα μαλλιά της ήταν ίσια και πολύ άσχημα κομμένα και το δέρμα της, στο χρώμα που έχει το φλούδι της τσεριμόγιας.

 Μήνες μετά από το επεισόδιο στο σπίτι του Ουίλερτ, την συνάντησα σε μια γιορτή στο σπίτι του Μπορίς Γκουντόνωφ.

 Καθόταν σε ένα καναπέ, με τρεις μεθυσμένους γύρω της, που ήταν απασχολημένοι με το να της πιάνουν τα μπούτια· κουβέντιαζαν σχετικά με τα χριστιανικά έθιμα.

 Η Μπλάνκα ήταν πιστή καθολική και οι μεθυσμένοι ήταν άθεοι και ήθελαν να την εισάγουν στον ορθολογισμό.

 Πήρα μια μαξιλάρα και την έβαλα επάνω στα πόδια, για να την προστατέψω από τα πιασίματα. Εκείνη με κοίταξε έκπληκτη και με ευγνωμοσύνη.

-         -Ποιος θα συνοδεύσει την Μπλάνκα; - ρώτησε η Ρίτα, όταν πήγε μεσάνυχτα.

 Οι τρεις μεθυσμένοι, ο Μπορίς Γκουντόνωφ κι εγώ προσφερθήκαμε να την συνοδεύσουμε. Η Μπλάνκα ήρθε μαζί μου, παρόλο που ήμουν ο μοναδικός που δεν είχα αμάξι, ούτε χρήματα για ταξί.

 Καθώς περπατούσαμε στην Colonia Narvarte, της είπα, ότι μου έδινε την εντύπωση μιας δειλής κοπέλας.

 Μ’ αυτό την κατέκτησα.

-         -Θα ήθελα να σε δω, να πιούμε ένα καφέ και να κουβεντιάσουμε – της είπα. Ήθελα να της κλείσω ραντεβού για μια άλλη μέρα, γιατί εκείνο το βράδυ δεν είχα χρήματα για ξενοδοχείο.

 Της φάνηκε καλή ιδέα. Σταθήκαμε όρθιοι μπροστά σε ένα κάγκελο και εκείνη άρχισε να μιλάει για την «κατανόηση». Δηλαδή, για το υπέροχο, όταν δυο ψυχές καταλαβαίνονται. Όμως οι δικές μας δεν καταλαβαίνονταν, γιατί εγώ σκεφτόμουν το κρεβάτι κι εκείνη τον γάμο.

 Την επόμενη μέρα πήγαμε να περπατήσουμε λιγάκι και μετά μπήκαμε σε μια καφετέρια για να πιούμε καφέ. Εκείνη, μου διηγήθηκε, με αόριστο τρόπο, για τις αγάπες της προς το αδύνατο. Εγώ της είπα την ηλικία μου και την ρώτησα την δική της.

-         -Είμαι δυο χρόνια μεγαλύτερη από ότι δείχνω.

 Ψιχάλιζε κι όταν βγήκαμε από την καφετέρια είχε ψύχρα. Της φόρεσα το αδιάβροχο μου και της είπα:

-         -Λοιπόν, τώρα πάμε να κάνουμε έρωτα.

 Εκείνη με κοίταξε γεμάτη απογοήτευση.

-         -Αυτό αποκλείεται.

-         -Τότε να μην χάνουμε χρόνο – της είπα.

 Πήραμε το λεωφορείο, που θα την άφηνε κοντά στο σπίτι της.

-        - Μοιάζουμε με ανδρόγυνο – μου είπε όταν καθίσαμε -, που πήγε σινεμά και τώρα επιστρέφει στο σπίτι του να κολατσίσει καφέ με γάλα και ψωμί.

 Έπειτα έμεινε σιωπηλή, σκεφτόμενη, ότι κι εγώ ήμουν «σαν τους άλλους».

 Τρεις μέρες αργότερα σκέφτηκα να κάνω ξανά μια προσπάθεια και την πήρα τηλέφωνο. Εκείνη μου απάντησε με γρηγοράδα και με την αγωνία κάποιου, που περίμενε το τηλεφώνημα τρεις μέρες.

-         -Τι κάνεις; - την ρώτησα.

-         -Πάω στην Αγορά για ψώνια – μου απάντησε.

 Την συνόδευσα στην Αγορά, όπου αγόρασε ψάρια, κοτόπουλο και πεπόνια. Όταν πήραμε το λεωφορείο της επιστροφής, ήμασταν ήδη ζευγάρι.

 Όταν φτάσαμε στο σπίτι της, της έπιασα τον κώλο, προκαλώντας το γέλιο σε κάτι παιδιά που έμεναν εκεί δίπλα. Εκείνη με κοίταξε επιτιμητικά.

-         -Γιατί είσαι τέτοιος;

 Στο σπίτι δεν υπήρχε κανείς, αλλά την είδα τόσο νευρική, που δεν επέμεινα.

-         -Θέλεις μια λεμονάδα; - με ρώτησε.

 Όταν της απάντησα θετικά, πήρε ένα ποτήρι που ήταν ήδη σερβιρισμένο και παρατημένο σε ένα τραπέζι και το έβαλε στο ψυγείο για να κρυώσει.

 Πήγαμε στο σαλόνι. Υπήρχε μια τηλεόραση, ένα σταχτοδοχείο από πορσελάνη σε σχήμα σπιτιού με καμινάδα και αρκετοί πίνακες πορτραίτα με λαδομπογιά, όπου η Μπλάνκα φορούσε παραδοσιακές μεξικάνικες στολές.

-         -Είσαι καταπιεστικός τύπος – μου είπε.

 Έγινα το αγόρι της για δυο-τρεις εβδομάδες. Πήγαινα να την βρω στο Πανεπιστήμιο, γιατί σπούδαζε κοινωνική λειτουργός.  Περπατάγαμε για ώρες και μετά καθόμασταν στο πάρκο, γιατί δεν είχα χρήματα για τίποτα άλλο. Μια μέρα θέλησα να την κεράσω τάπας, αλλά όταν κατάλαβε ότι κόστιζαν ένα πέσο, το θεώρησε σπατάλη και με έσυρε ως την γωνία.

-         -Μην ξοδεύεις για μένα – μου είπε.

 Και δεν φάγαμε τάπας.

 Ένα απόγευμα, καθόμασταν σε μια πλατειούλα, που υπάρχει στο San Ángel, χωρίς να λέμε τίποτα. Όταν πέρασε ένα λεωφορείο, κάνοντας πολύ θόρυβο, μου  είπε:

-         -Χάθηκε η μαγεία.

 Δεν της απάντησα.

 Ήταν τόσο συμφιλιωμένη με την μιζέρια μαζί μου, που μέχρι κι εγώ άρχισα να πιστεύω, ότι θα καταλήγαμε να παντρευτούμε.

 Η Μπλάνκα ζούσε με τον πατέρα της, που ήταν διευθυντής σε κάποιο γραφείο, την μητέρα της, μια δοτική μεξικάνα γυναίκα, την εγκαταλελειμμένη σύζυγο ενός αδελφού της Μπλάνκα, τις έξι κορούλες αυτού του γάμου κι έναν αδελφό εργένη.

 Όταν με γνώρισαν, την μέρα που είδαμε στην τηλεόραση μια Αργεντίνικη  ταινία, η μητέρα είπε – σύμφωνα με την Μπλάνκα – ότι ήμουν «της εμπιστοσύνης», αλλά οι υπόλοιποι της φαμίλιας, σκέφτονταν ότι, «όλοι οι άντρες είναι κακοί, προσφέρουν πολλά δώρα κ.λ.π.». Αυτό, μου το είπε η Μπλάνκα, γιατί εγώ δεν τους άκουσα να λένε τίποτα, εκτός από «καληνύχτα».

-         -Το ξέρω ότι κατά βάθος είσαι καλός – μου έλεγε η Μπλάνκα.

 Ένα βράδυ που κουβεντιάζαμε στον κήπο, που βρισκόταν έξω από το σπίτι της, ήρθε ο εργένης αδελφός, μπήκε χωρίς να με χαιρετήσει, ανέβηκε στο δωμάτιο του και στα πέντε λεπτά άνοιξε το παράθυρο με πολύ δύναμη, για να καταλάβουμε, ότι είναι η ώρα να αποχαιρετιστούμε.

-        - Μου αρέσεις τόσο – μου είπε μια μέρα -, που αν περνούσε δίπλα μου ο Ροκ Χάτσον, ούτε που θα γύρναγα να τον κοιτάξω.

 Ένιωθα υποχρεωμένος να την παντρευτώ, γιατί κι εκείνη πίστευε ότι θα την παντρευόμουν.

-         -Αν, το δικό μας, τελείωνε μια μέρα – μου είπε σε μια από τις απογευματινές μας βόλτες – θα λυπόμουν πάρα πολύ.

 Και δεν θα τελείωνε, αν δεν είχε συμβεί, αυτό που συνέβη στο μπαρ «Η βόλτα».

 Η φάση πήγε κάπως έτσι: μια μέρα είχα φράγκα και την προσκάλεσα για ποτό. Εκείνη πήρε ένα βερμούτ χτυπημένο, που το κράτησε όλο το βράδυ. Όταν το τελείωσε, μου είπε, τι όνομα θα δίναμε στα παιδιά μας.

-        - Ο πρώτος, Ερνέστο, ο δεύτερος, Χουάν, ο τρίτος, Στέφανος, απ’ τον Άγιο Στέφανο. Και τα κοριτσάκια . . .  και τα λοιπά και τα λοιπά.

 Έσβησαν τα φώτα στο μαγαζί. Όταν ξεκινήσαμε να φύγουμε, μας έδωσαν ένα κερί και κατεβήκαμε δώδεκα σκαλοπάτια, φωτίζοντας μ’ αυτό. Φτάνοντας στον δρόμο, της είπα:

-         -Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί έτσι.

 Όμως και τώρα, όπως και πριν, δεν είχε αντιληφθεί, ότι εγώ ήθελα μόνο να ξαπλώσω μαζί της, δεν αντιλαμβανόταν ότι εγώ δεν ήθελα να την παντρευτώ. Το να της εξηγήσω, ότι δεν σκόπευα να συνάψω γάμο, μου πήρε τρία θανατηφόρα ραντεβού. Της είπα ότι χρειαζόμουν ελευθερία, της είπα ότι είχα δυο ερωμένες που δεν ήθελα να παρατήσω, της είπα ότι ποτέ δεν θα είχα λεφτά για να παντρευτώ.  Στο τρίτο ραντεβού, μου είπε:

-         Αν χρειάζεσαι ελευθερία και δυο ερωμένες και δεν έχεις λεφτά, ας συνεχίσουμε όπως εσύ θέλεις.

 Αν είχε αρχίσει έτσι, αν μου το είχε πει αυτό, όταν βγαίναμε από την καφετέρια, αφού είχαμε πιει καφέ, εκείνη την ημέρα που ψιχάλιζε, τώρα θα ήμασταν παντρεμένοι.

 Αλλά το είπε υπερβολικά αργά.

-         -Μπλάνκα, αυτό που θέλω είναι να μην συνεχίσουμε με κανένα τρόπο.

 Για μήνες, η Μπλάνκα κλαψούριζε και έλεγε στου φίλους μου, ότι εγώ την είχα εγκαταλείψει.

 Μετά της πέρασε, γιατί δεν της έλειπαν οι ευκαιρίες. Κάποια εποχή, προσπάθησε να στριμώξει έναν από αυτούς, τους τρεις μεθυσμένους του καναπέ· μετά, για χρόνια, ήταν έτοιμη να παντρευτεί με κάποιον Αμερικάνο.

 Πριν λίγο καιρό, ο μεθυσμένος, τον οποίο η Μπλάνκα δεν μπόρεσε να στριμώξει και συνέχιζε μεθυσμένος, μου είπε:

-          Όταν η Μπλάνκα κι εγώ ήμασταν εραστές, μου έλεγε, ότι εσένα σε αγαπούσε πολύ και ότι ποτέ δεν της έκανες τίποτα.

 Κατάλαβα, ότι είχα μετατραπεί σε άλλον ένα από τους «αδύνατους». Με έπιασαν τα νεύρα μου.

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: