Julio Ramón Ribeyro-Η κονκάρδα

 


https://ciudadseva.com/texto/la-insignia/



Μετάφραση Μάρκος Γκανής

Φεβρουάριος 2022

Julio Ramón Ribeyro-Η κονκάρδα

Μέχρι τώρα θυμάμαι, εκείνο το απόγευμα, καθώς περνούσα από την αποβάθρα, όταν εντόπισα ένα γυαλιστερό αντικείμενο μέσα σε ένα μικρό κάδο σκουπιδιών. Με περιέργεια, που εξηγείται από το ταπεραμέντο μου, ως συλλέκτη, έσκυψα και αφού το μάζεψα το έτριψα στο μανίκι του σακακιού μου. Έτσι μπόρεσα να παρατηρήσω, ότι επρόκειτο για μια μικρή ασημένια κονκάρδα, που τη διαπερνούσαν κάποια σημάδια, όμως εκείνη την στιγμή μου φάνηκαν ακατανόητα. Την έριξα στην τσέπη και χωρίς να δώσω μεγαλύτερη σημασία στο γεγονός, γύρισα στο σπίτι. Δεν μπορώ να προσδιορίσω, πόσο χρόνο έμεινε φυλαγμένη μέσα σε εκείνο το κοστούμι, το οποίο δεν χρησιμοποιούσα πολύ. Θυμάμαι μονάχα, ότι σε κάποια περίσταση, το έστειλα για πλύσιμο και προς μεγάλη μου έκπληξη, όταν ο υπάλληλος, μου το επέστρεψε καθαρό, μου έδωσε ένα κουτάκι, λέγοντας: «Αυτό πρέπει να είναι δικό σας, αφού το βρήκα στην τσέπη σας».

Ήταν, φυσικά, η κονκάρδα και αυτή η ανέλπιστη διάσωση, με ταρακούνησε σε τέτοιο σημείο, που αποφάσισα να την χρησιμοποιήσω.

Εδώ αρχίζει, στην πραγματικότητα, το ξεδίπλωμα των παράξενων γεγονότων, που μου συνέβησαν. Το πρώτο ήταν ένα συμβάν, που είχα σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο. Ξεφύλλιζα παλιά δεμένα βιβλία, όταν το αφεντικό, που από ώρα με παρατηρούσε από την πιο σκοτεινή γωνιά της βιβλιοθήκης, με πλησίασε και με τόνο συνωμοτικό, ανάμεσα σε κλεισίματα του ματιού και συνηθισμένες γκριμάτσες, μου είπε: «Έχουμε εδώ βιβλία του Φέιφερ». Εγώ έμεινα να τον κοιτάζω σαστισμένος, γιατί δεν είχα ρωτήσει για τον συγκεκριμένο συγγραφέα, ο οποίος, συν τοις άλλοις, λόγω των περιορισμένων γνώσεων μου στην λογοτεχνία, μου ήταν παντελώς άγνωστος. Και αμέσως μετά πρόσθεσε: «Ο Φέιφερ ήταν στο Πίλσεν». Καθώς εγώ δεν μπορούσα να βγω από την νάρκη μου, ο βιβλιοπώλης κατέληξε να μου εμπιστευτεί οριστικά, με τόνο αποκαλυπτικό: « Πρέπει να ξέρετε, ότι τον σκότωσαν. Ναι, τον σκότωσαν με ένα μπαστούνι, στον σταθμό της Πράγας». Και λέγοντας αυτό, αποσύρθηκε μέχρι την γωνιά από όπου βγήκε και παρέμεινε στην πιο βαθιά σιωπή. Εγώ συνέχισα να ξεφυλλίζω κάποιους τόμους, μηχανικά, αλλά η σκέψη μου παρέμεινε απασχολημένη από τα αινιγματικά λόγια του βιβλιοπώλη. Αφού αγόρασα ένα βιβλίο για την Μηχανική, βγήκα αφηρημένος από το κατάστημα.

Για κάποιο διάστημα προσπαθούσα να επεξεργαστώ το νόημα του συγκεκριμένου συμβάντος, αλλά καθώς δεν μπορούσα να το επιλύσω, κατέληξα να το ξεχάσω. Επί πλέον, αμέσως, ένα καινούργιο γεγονός, με έθεσε, υπερβολικά, σε επιφυλακή. Περπατούσα σε μια πλατεία, στα προάστεια, όταν ένας μικροσκοπικός άντρας, με φάτσα ικτερική και γωνιώδη, με διπλάρωσε, απρόσμενα, και πριν εγώ μπορέσω να αντιδράσω, μου άφησε μια κάρτα ανάμεσα στα χέρια, και εξαφανίστηκε, χωρίς να πει κουβέντα. Η κάρτα, ένα λευκό χαρτονάκι, είχε μονάχα μια διεύθυνση και ένα ραντεβού, το οποίο εξηγούσε: ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ: 4 ΜΑΡΤΙΟΥ. Όπως μπορείτε να υποθέσετε, στις 4 Μαρτίου, κατευθύνθηκα στο ενδεικνυόμενο σημείο. Ήδη από την τριγύρω περιοχή, συνάντησα διάφορα παράξενα υποκείμενα, που γυροφέρνανε και που από μια σύμπτωση που με εξέπληξε, είχαν μια κονκάρδα ίδια με την δική μου. Μπήκα στον κύκλο και παρατήρησα ότι όλοι μου έσφιγγαν το χέρι με μεγάλη εγκαρδιότητα. Αμέσως εισήλθαμε στο συγκεκριμένο σπίτι και καθίσαμε σε ένα μεγάλο δωμάτιο. Ένας κύριος, με σοβαρό παρουσιαστικό, πρόβαλλε πίσω από μια κουρτίνα και από μια εξέδρα, αφού μας χαιρέτησε, ξεκίνησε να μιλάει αδιάκοπα. Δεν κατάλαβα επακριβώς το αντικείμενο της διάλεξης, ούτε αν αυτό ήταν στην πραγματικότητα μια διάλεξη. Οι θύμησες της παιδικής ηλικίας, πήγαιναν πακέτο με τις πιο λεπτεπίλεπτες φιλοσοφικές αναζητήσεις και σε κάποιες παρεκβάσεις σχετικά με την καλλιέργεια του παντζαριού, ακολουθήθηκε η ίδια μέθοδος παρουσίασης, σαν να επρόκειτο για την οργάνωση του Κράτους. Θυμάμαι, ότι τελείωσε ζωγραφίζοντας μερικές κόκκινες γραμμές σε ένα πίνακα, με μια κιμωλία που έβγαλε από την τσέπη του.

Όταν τελείωσε, όλοι σηκώθηκαν και άρχισαν να αποχωρούν, σχολιάζοντας ενθουσιασμένοι την μεγάλη επιτυχία της ομιλίας. Εγώ, συγκαταβατικά, πρόσθεσα τις επευφημίες μου στις δικές τους, όταν την στιγμή που ήμουν έτοιμος να διασχίσω τον προθάλαμο, ο ομιλητής, μου απηύθυνε τον λόγο με ένα επιφώνημα και καθώς γύρισα, μου έκανε νόημα να πλησιάσω.

-         - Είστε καινούργιος, σωστά; - με ρώτησε, λιγάκι καχύποπτα.

-         - Ναι – απάντησα, αφού δίστασα για μια στιγμή, καθώς με εξέπληξε, το ότι κατάφερε να με ξεχωρίσει, ανάμεσα σε τόσο πλήθος-. Έχω λίγο καιρό.

-         - Και ποιος σας εισήγαγε;

Θυμήθηκα το βιβλιοπωλείο, για καλή μου τύχη.

-        -  Ήμουν στο βιβλιοπωλείο της οδού Αμαργούρα, όταν ο. . .

-         - Ποιος; Ο Μαρτίν;

-         - Ναι, ο Μαρτίν.

-         - Α, είναι συνεργάτης μας.

-         - Εγώ είμαι παλιός πελάτης του.

-        -  Και για ποιο πράγμα μιλήσατε;

-         - Λοιπόν . . . για τον Φέιφερ.

-         - Τι σας είπε;

-        -  Ότι ήταν στο Πίλσεν. Στην πραγματικότητα, εγώ δεν το ήξερα.

-         - Δεν το ξέρατε;

-         - Όχι – επανέλαβα με την μεγαλύτερη ηρεμία.

-        -  Και δεν ξέρατε επίσης, ότι τον σκότωσαν με μια μπαστουνιά στον σταθμό της Πράγας;

-         - Κι αυτό μου το είπε επίσης.

-         - Αχ, ήταν κάτι τρομερό για μας!

-       -   Όντως – επιβεβαίωσα – ήταν μια ανεπανόρθωτη απώλεια.

Συνεχίσαμε ένα διφορούμενο και περιπτωσιολογικό διάλογο, γεμάτο με εμπιστευτικούς αυτοσχεδιασμούς και επιπόλαιους υπαινιγμούς, όπως αυτούς που κάνουν δυο άγνωστα άτομα, τα οποία ταξιδεύουν τυχαία στο ίδιο κάθισμα στο λεωφορείο. Θυμάμαι ότι, ενώ εγώ τα έδινα όλα, στο να του περιγράφω την εγχείρηση των αμυγδαλών μου, εκείνος, με μεγάλες χειρονομίες, διακήρυττε σχετικά με την ομορφιά των Σκανδιναβικών τοπίων. Τελικά, πριν αποχωρήσω, μου ανέθεσε κάτι, που μου τράβηξε την προσοχή.

-         - Φέρτε μου, την επόμενη εβδομάδα – είπε – μια λίστα όλων των τηλεφώνων, που αρχίζουν από 38.

Υποσχέθηκα να εκπληρώσω την εντολή και πριν την καθορισμένη ημερομηνία, συμπλήρωσα την λίστα.

-          - Αξιοθαύμαστο! – αναφώνησε – εργάζεστε με παραδειγματική ταχύτητα.

Από εκείνη την ημέρα, έφερα σε πέρας μια σειρά από παρόμοιες παραγγελιές, η μια πιο παράξενη από την άλλη. Έτσι, για παράδειγμα, έπρεπε να συγκεντρώσω μια ντουζίνα παπαγάλους, τους οποίους δεν ξαναείδα ποτέ. Αργότερα, με έστειλε σε μια πόλη στην επαρχία, για να σκιτσάρω ένα δημαρχιακό μέγαρο. Θυμάμαι, επίσης, ότι ασχολήθηκα με το να πετάω μπανανόφλουδες στην πόρτα κάποιων κατοικιών, που μου είχαν υποδείξει με λεπτομέρεια, να γράψω ένα άρθρο για τα ουράνια σώματα, το οποίο ποτέ δεν δημοσιεύθηκε, να εκπαιδεύσω έναν ανήλικο στις χειρονομίες που κάνουν οι βουλευτές κι ακόμη να εκτελέσω συγκεκριμένες εμπιστευτικές αποστολές, όπως να μεταφέρω γράμματα, που ποτέ δεν διάβασα ή να κατασκοπεύσω εξωτικές γυναίκες, που γενικώς εξαφανίζονταν, χωρίς να αφήσουν ίχνη.

Με αυτόν τον τρόπο, σιγά-σιγά, κέρδιζα αναγνώριση. Μέσα σε ένα χρόνο, σε μια συγκινητική εκδήλωση, ανέβηκα βαθμό. «Ανεβήκατε ένα βαθμό», μου είπε ο επικεφαλής του κύκλου μας, αγκαλιάζοντας με διαχυτικά. Έπρεπε, τότε, να εκφέρω ένα σύντομο λόγο, στον οποίο αναφέρθηκα, με αόριστους όρους, στον κοινό μας σκοπό, ωστόσο, για τον λόγο αυτό καταχειροκροτήθηκα.

Στο σπίτι μου, εν τω μεταξύ, η κατάσταση ήταν μπερδεμένη. Δεν κατανοούσαν τις απρόβλεπτες εξαφανίσεις μου, τις πράξεις μου, που περιβάλλονταν από μυστήριο και τις φορές που με ρωτούσαν, απέφευγα τις απαντήσεις, γιατί, στην πραγματικότητα, δεν έβρισκα καμιά ικανοποιητική. Μερικοί συγγενείς, μου σύστησαν, τελικά, να πάω να με κοιτάξει κανένας ειδικός στην παραψυχολογία, καθώς η συμπεριφορά μου, δεν ήταν, αυτό που θα λέγαμε, ενός λογικού ανθρώπου. Το αποκορύφωμα ήταν, θυμάμαι, όταν μια μέρα τους κατέπληξα, τη στιγμή που με έπιασαν να φτιάχνω μια δέσμη ψεύτικα μουστάκια, μια αποστολή που μου είχε αναθέσει ο ανώτερος μου.

Αυτή η οικιακή ανακατωσούρα, δεν με εμπόδισε να συνεχίσω να αφιερώνομαι, με μια ενέργεια, που ούτε εγώ ο ίδιος δεν θα μπορούσα να εξηγήσω, στις εργασίες της κοινότητας μας. Έγινα γρήγορα ομιλητής, θησαυροφύλακας, διοργανωτής συνεδρίων, διοικητικός σύμβουλος και καθώς εισχωρούσα στον πυρήνα της οργάνωσης, ταυτόχρονα μεγάλωνε το μπέρδεμα μου, μη γνωρίζοντας εάν επρόκειτο για μια θρησκευτική σέκτα ή για κάποια εταιρεία που κατασκεύαζε υφάσματα.

Στα τρία χρόνια, με έστειλαν στο εξωτερικό. Ήταν ένα ταξίδι από τα πιο περίεργα. Εγώ δεν είχα ούτε μια δεκάρα, κι ωστόσο, στα καράβια όλοι οι καμαρότοι ήταν στο πλάι μου, στα λιμάνια, υπήρχε πάντα κάποιος που με υποδεχότανε και μου υποδείκνυε την απαραίτητη προσοχή και στα ξενοδοχεία, μου προσέφεραν τις ανέσεις τους, χωρίς να ζητούν από εμένα τίποτα. Έτσι συνδέθηκα με άλλους αδελφούς, έμαθα ξένες γλώσσες, έκανα διαλέξεις, εγκαινίασα καινούργια παραρτήματα στην ομάδα μας και είδα πως διαδίδονταν η ασημένια κονκάρδα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ηπείρου. Όταν επέστρεψα, μετά από ένα χρόνο έντονης εμπειρίας, ήμουν τόσο μπερδεμένος, όπως την ημέρα που μπήκα στο βιβλιοπωλείο του Μαρτίν.

Πέρασαν δέκα χρόνια. Με την αξία μου, ορίστηκα πρόεδρος. Χρησιμοποιώ μια τήβεννο στολισμένη με κρόσσια, με την οποία εμφανίζομαι στις μεγάλες τελετές. Τα μέλη, μου συμπεριφέρονται με σεβασμό. Έχω εισόδημα πέντε χιλιάδες δολάρια, σπίτια στις λουτροπόλεις, υπηρέτες με λιβρέα, που με σέβονται και με φοβούνται και μέχρι και μια όμορφη γυναίκα, που έρχεται σε μένα τις νύχτες, χωρίς εγώ να την φωνάξω. Και παρόλα αυτά, τώρα, όπως και την πρώτη μέρα κι όπως πάντα, εγώ βρίσκομαι στην πιο μεγάλη άγνοια κι αν κάποιος με ρωτούσε, ποιος είναι ο χαρακτήρας της οργάνωσης μας, εγώ δεν θα ήξερα, τι να του απαντήσω. Το μόνο που θα μπορούσα, θα ήταν να ζωγραφίσω κόκκινες γραμμές σε ένα μαυροπίνακα, περιμένοντας με εμπιστοσύνη τα αποτελέσματα, που προκαλεί στο ανθρώπινο μυαλό, όλη η εξηγητική διαδικασία που θεμελιώνεται αδυσώπητα στην καμπάλα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

La insignia

[Cuento - Texto completo.]

 

Julio Ramón Ribeyro

Hasta ahora recuerdo aquella tarde en que al pasar por el malecón divisé en un pequeño basural un objeto brillante. Con una curiosidad muy explicable en mi temperamento de coleccionista, me agaché y después de recogerlo lo froté contra la manga de mi saco. Así pude observar que se trataba de una menuda insignia de plata, atravesada por unos signos que en ese momento me parecieron incomprensibles. Me la eché al bolsillo y, sin darle mayor importancia al asunto, regresé a mi casa. No puedo precisar cuánto tiempo estuvo guardada en aquel traje que usaba poco. Sólo recuerdo que en una oportunidad lo mandé a lavar y, con gran sorpresa mía, cuando el dependiente me lo devolvió limpio, me entregó una cajita, diciéndome: “Esto debe ser suyo, pues lo he encontrado en su bolsillo”.

 

Era, naturalmente, la insignia y este rescate inesperado me conmovió a tal extremo que decidí usarla.

 

Aquí empieza realmente el encadenamiento de sucesos extraños que me acontecieron. Lo primero fue un incidente que tuve en una librería de viejo. Me hallaba repasando añejas encuadernaciones cuando el patrón, que desde hacía rato me observaba desde el ángulo más oscuro de su librería, se me acercó y, con un tono de complicidad, entre guiños y muecas convencionales, me dijo: “Aquí tenemos libros de Feifer”. Yo lo quedé mirando intrigado porque no había preguntado por dicho autor, el cual, por lo demás, aunque mis conocimientos de literatura no son muy amplios, me era enteramente desconocido. Y acto seguido añadió: “Feifer estuvo en Pilsen”. Como yo no saliera de mi estupor, el librero terminó con un tono de revelación, de confidencia definitiva: “Debe usted saber que lo mataron. Sí, lo mataron de un bastonazo en la estación de Praga”. Y dicho esto se retiró hacia el ángulo de donde había surgido y permaneció en el más profundo silencio. Yo seguí revisando algunos volúmenes maquinalmente pero mi pensamiento se hallaba preocupado en las palabras enigmáticas del librero. Después de comprar un libro de mecánica salí, desconcertado, del negocio.

 

Durante algún tiempo estuve razonando sobre el significado de dicho incidente, pero como no pude solucionarlo acabé por olvidarme de él. Mas, pronto, un nuevo acontecimiento me alarmó sobremanera. Caminaba por una plaza de los suburbios cuando un hombre menudo, de faz hepática y angulosa, me abordó intempestivamente y antes de que yo pudiera reaccionar, me dejó una tarjeta entre las manos, desapareciendo sin pronunciar palabra. La tarjeta, en cartulina blanca, sólo tenía una dirección y una cita que rezaba: SEGUNDA SESIÓN: MARTES 4. Como es de suponer, el martes 4 me dirigí a la numeración indicada. Ya por los alrededores me encontré con varios sujetos extraños que merodeaban y que, por una coincidencia que me sorprendió, tenían una insignia igual a la mía. Me introduje en el círculo y noté que todos me estrechaban la mano con gran familiaridad. En seguida ingresamos a la casa señalada y en una habitación grande tomamos asiento. Un señor de aspecto grave emergió tras un cortinaje y, desde un estrado, después de saludarnos, empezó a hablar interminablemente. No sé precisamente sobre qué versó la conferencia ni si aquello era efectivamente una conferencia. Los recuerdos de niñez anduvieron hilvanados con las más agudas especulaciones filosóficas, y a unas digresiones sobre el cultivo de la remolacha fue aplicado el mismo método expositivo que a la organización del Estado. Recuerdo que finalizó pintando unas rayas rojas en una pizarra, con una tiza que extrajo de su bolsillo.

 

Cuando hubo terminado, todos se levantaron y comenzaron a retirarse, comentando entusiasmados el buen éxito de la charla. Yo, por condescendencia, sumé mis elogios a los suyos, mas, en el momento en que me disponía a cruzar el umbral, el disertante me pasó la voz con una interjección, y al volverme me hizo una seña para que me acercara.

 

-Es usted nuevo, ¿verdad? -me interrogó, un poco desconfiado.

 

-Sí -respondí, después de vacilar un rato, pues me sorprendió que hubiera podido identificarme entre tanta concurrencia-. Tengo poco tiempo.

 

-¿Y quién lo introdujo?

 

Me acordé de la librería, con gran suerte de mi parte.

 

-Estaba en la librería de la calle Amargura, cuando el…

 

-¿Quién? ¿Martín?

 

-Sí, Martín.

 

-¡Ah, es un colaborador nuestro!

 

-Yo soy un viejo cliente suyo.

 

-¿Y de qué hablaron?

 

-Bueno… de Feifer.

 

-¿Qué le dijo?

 

-Que había estado en Pilsen. En verdad… yo no lo sabía.

 

-¿No lo sabía?

 

– No -repliqué con la mayor tranquilidad.

 

-¿Y no sabía tampoco que lo mataron de un bastonazo en la estación de Praga?

 

-Eso también me lo dijo.

 

-¡Ah, fue una cosa espantosa para nosotros!

 

-En efecto -confirmé- Fue una pérdida irreparable.

 

Mantuvimos una charla ambigua y ocasional, llena de confidencias imprevistas y de alusiones superficiales, como la que sostienen dos personas extrañas que viajan accidentalmente en el mismo asiento de un ómnibus. Recuerdo que mientras yo me afanaba en describirle mi operación de las amígdalas, él, con grandes gestos, proclamaba la belleza de los paisajes nórdicos. Por fin, antes de retirarme, me dio un encargo que no dejó de llamarme la atención.

 

-Tráigame en la próxima semana -dijo- una lista de todos los teléfonos que empiecen con 38.

 

Prometí cumplir lo ordenado y, antes del plazo concedido, concurrí con la lista.

 

-¡Admirable! -exclamó- Trabaja usted con rapidez ejemplar.

 

Desde aquel día cumplí una serie de encargos semejantes, de lo más extraños. Así, por ejemplo, tuve que conseguir una docena de papagayos a los que ni más volví a ver. Más tarde fui enviado a una ciudad de provincia a levantar un croquis del edificio municipal. Recuerdo que también me ocupé de arrojar cáscaras de plátano en la puerta de algunas residencias escrupulosamente señaladas, de escribir un artículo sobre los cuerpos celestes, que nunca vi publicado, de adiestrar a un menor en gestos parlamentarios, y aun de cumplir ciertas misiones confidenciales, como llevar cartas que jamás leí o espiar a mujeres exóticas que generalmente desaparecían sin dejar rastros.

 

De este modo, poco a poco, fui ganando cierta consideración. Al cabo de un año, en una ceremonia emocionante, fui elevado de rango. “Ha ascendido usted un grado”, me dijo el superior de nuestro círculo, abrazándome efusivamente. Tuve, entonces, que pronunciar una breve alocución, en la que me referí en términos vagos a nuestra tarea común, no obstante lo cual, fui aclamado con estrépito.

 

En mi casa, sin embargo, la situación era confusa. No comprendían mis desapariciones imprevistas, mis actos rodeados de misterio, y las veces que me interrogaron evadí las respuestas porque, en realidad, no encontraba una satisfactoria. Algunos parientes me recomendaron, incluso, que me hiciera revisar por un alienista, pues mi conducta no era precisamente la de un hombre sensato. Sobre todo, recuerdo haberlos intrigado mucho un día que me sorprendieron fabricando una gruesa de bigotes postizos pues había recibido dicho encargo de mi jefe.

 

Esta beligerancia doméstica no impidió que yo siguiera dedicándome, con una energía que ni yo mismo podría explicarme, a las labores de nuestra sociedad. Pronto fui relator, tesorero, adjunto de conferencias, asesor administrativo, y conforme me iba sumiendo en el seno de la organización aumentaba mi desconcierto, no sabiendo si me hallaba en una secta religiosa o en una agrupación de fabricantes de paños.

 

A los tres años me enviaron al extranjero. Fue un viaje de lo más intrigante. No tenía yo un céntimo; sin embargo, los barcos me brindaban sus camarotes, en los puertos había siempre alguien que me recibía y me prodigaba atenciones, y en los hoteles me obsequiaban sus comodidades sin exigirme nada. Así me vinculé con otros cofrades, aprendí lenguas foráneas, pronuncié conferencias, inauguré filiales a nuestra agrupación y vi cómo extendía la insignia de plata por todos los confines del continente. Cuando regresé, después de un año de intensa experiencia humana, estaba tan desconcertado como cuando ingresé a la librería de Martín.

 

Han pasado diez años. Por mis propios méritos he sido designado presidente. Uso una toga orlada de púrpura con la que aparezco en los grandes ceremoniales. Los afiliados me tratan de vuecencia. Tengo una renta de cinco mil dólares, casas en los balnearios, sirvientes con librea que me respetan y me temen, y hasta una mujer encantadora que viene a mí por las noches sin que yo la llame. Y a pesar de todo esto, ahora, como el primer día y como siempre, vivo en la más absoluta ignorancia, y si alguien me preguntara cuál es el sentido de nuestra organización, yo no sabría qué responderle. A lo más, me limitaría a pintar rayas rojas en una pizarra negra, esperando confiado los resultados que produce en la mente humana toda explicación que se funda inexorablemente en la cábala.

 

FIN

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.