Alejandra Jaramillo Morales-Οι πέντε κολπίσκοι

 

Η Alejandra Jaramillo Morales είναι Κολομβιανή συγγραφέας, βραβευμένη για τη συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο Las grietas (Οι ρωγμές) το 2017

Το διήγημα «Οι πέντε κολπίσκοι» (Las Cinco Bahías) συμπεριλαμβάνεται στην παραπάνω συλλογή.

Έργα της κυκλοφορούν  ελεύθερα στο Ίντερνετ.

Μετάφραση Μάρκος Γκανής

Η μετάφραση αφιερώνεται στον Eric de Jesús Rodrígez για την πολύτιμη βοήθεια του

Μάρτιος 2022



Alejandra Jaramillo Morales-Οι πέντε κολπίσκοι

Δυο τηλεφωνήματα από τον πατέρα μου έφεραν τα πάνω-κάτω στην ζωή μου. Η πρώτη κλήση, όπως ίσως το είχα από πριν φανταστεί, συνέβη ενώ δεν  βρισκόμουν στο δωμάτιο που νοίκιαζα. Ο μπαμπάς κι εγώ, μια αιώνια αδυναμία να συναντηθούμε. Επιπλέον, ο μπαμπάς θα μπορούσε να με καλέσει στο κινητό, αλλά επίσης λόγω του χαρακτήρα του, μου άφησε ένα μήνυμα στο τηλεφωνητή.

-          Γιε μου, έχω μια βαριά αρρώστια. Κάλεσε με, σε παρακαλώ.

Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού. Επανέλαβα το μήνυμα αρκετές φορές. Ένιωσα το εξαιρετικό βάρος των λέξεων, όπως ποτέ πριν δεν το είχα νιώσει. Γιε μου, και έρχονται εικόνες τόσων χρόνων, τόσης απουσίας. Έχω μια αρρώστια, ο πατέρας μου, που από χρόνια παραπονιόταν για πονοκέφαλο και ποτέ δεν καταφέραμε να πάει σ’ ένα γιατρό. Η Μαριάνα κι εγώ πάντα σκεφτόμασταν, ότι ήταν ένας τρόπος για να μας χειριστεί, για να μας κάνει να τον πλησιάσουμε. Βαριά. Τι σημαίνει βαριά; Το, βαριά, με τα λόγια του πατέρα μου, ηχούσε, σαν ένα σώμα που πέφτει από τον εικοστό όροφο, αυτός ο ήχος, αυτό το εκκωφαντικό ξέσπασμα. Βαριά; Τι ήλπιζε τώρα ο μπαμπάς; Πως μπορούσα εγώ, να συμπεριφερθώ μαζί του; Σκέφτηκα την μαμά, της τηλεφώνησα. Ενώ ακουγόταν ο ήχος κλήσης του κινητού της, φαντάστηκα την μαμά, να μαζεύει αυτό το σώμα στον δρόμο, να κανακεύει τον μπαμπά. Σκέφτηκα παραζαλισμένος. Η μαμά μου είχε τόσο απηυδήσει με τον μπαμπά, που δεν νομίζω ότι θα ήθελε να τον πλησιάσει, ούτε στις χειρότερες στιγμές του. Η μαμά δεν απάντησε, αλλά εγώ, σαν να ήθελα να εκδικηθώ κάποιον για τα λόγια που μόλις άκουσα, της άφησα το ακόλουθο μήνυμα.

-          Μαμά, ο μπαμπάς έχει μια βαριά αρρώστια – και πρόσθεσα για να είναι ολοκληρωμένη η εκδίκηση -, πολύ βαριά.

Λάθεψα, όσο αφορά την μητέρα μου και όχι όσο αφορά τον πατέρα μου. Η μαμά μου από εκείνη την ημέρα βοήθησε τον μπαμπά μου, σε ότι του ήταν απαραίτητο. Σαν να ήξερε την δική μου ανικανότητα, με στήριζε όταν εγώ δεν μπορούσα να τον συνοδεύσω στους γιατρούς, ή του πήγαινε φαγητό, όταν εγώ, φουρκισμένος, δραπέτευα στο σπίτι της φιλενάδας μου, για να κρυφτώ από τον κόσμο. Η μαμά δεν παντρεύτηκε ποτέ ξανά, αλλά φυσικά είχε μια σχέση εδώ και πολλά χρόνια. Εκείνος ο άντρας, με τον οποίο εγώ είχα, επίσης, μια απομακρυσμένη σχέση, ήταν αλληλέγγυος με την μαμά, και κατάλαβε απολύτως, ότι εκείνη για κάποιες στιγμές, θα ασχολείτο με τον μπαμπά. Με τον πατέρα μου δεν λάθεψα. Τον τόνο της φωνής του, τον κατάλαβα εξαιρετικά. Η αρρώστια του ήταν πολύ βαριά. Είχε όγκο στο κεφάλι και θα τον σκότωνε σε λίγους μήνες ή εβδομάδες, στην καλύτερη περίπτωση, μου είπε με φωνή που ακούστηκε περήφανη, σαν κάτι επιτέλους να αποκτούσε βεβαιότητα στην ζωή του κι αυτή η ήττα της αμφισβήτησης, τον αναζωογονούσε.

Η κλήση του μπαμπά δεν ήταν παράξενη, αυτή κάθε αυτή. Δεν ήταν παράξενο, που ο μπαμπάς με καλούσε. Πράγματι, ακόμη και στις μαύρες στιγμές της ζωής του, πάντα ήταν παρών. Ένας πατέρας υποταγμένος στην απόφαση της συζύγου του, να χωρίσουν, που τον άφησε για το υπόλοιπο της ζωής του χαμένο, σε ένα κόσμο που ποτέ δεν μπόρεσε να βρει μια αληθινή άγκυρα. Η μαμά, κατά την διάρκεια των δώδεκα χρόνων που έζησαν μαζί, ήταν για όλους ένα προπύργιο. Ακόμη και τώρα, η αδελφή μου κι εγώ, δεν μπορούμε να φανταστούμε τον κόσμο, χωρίς εκείνη, ότι χειρότερο για τον πατέρα μου, ο οποίος της παρέδωσε τις ελάχιστες προσδοκίες, που του έμεναν, από αυτό το παράλογο πράγμα που λέγεται ζωή, για να παραφράσουμε τα λόγια, που εκείνος συνήθιζε να λέει. Θυμάμαι εκείνες τις ημέρες, που ο μπαμπάς καταλαμβάνονταν από απελπισία με την επιθυμία μας για βεβαιότητες σχετικά με το μέλλον.

-          Παιδιά – έλεγε, με λιγάκι πηλό στα χέρια του -, κοιτάξτε αυτό, θέλω να φτιάξω ένα σκύλο, κοιτάξτε τι μου βγαίνει. Τι είναι αυτό Μαριάνα;

-          Μοιάζει με άλογο – είπε η αδελφή μου.

-          Εγώ νομίζω, ότι είναι ένας αλιγάτορας με σώμα σκύλου – πρόσθεσα εγώ.

-          Αυτό είναι η ζωή, μια προσπάθεια να κάνεις ένα πράγμα κι αυτό που βγαίνει είναι κάτι άλλο. Μην πιστεύετε στις αλήθειες του ανθρώπου. Να ψάχνετε στην επιστήμη, εκεί υπάρχουν οι αληθινές απαντήσεις.

Ο μπαμπάς εύρισκε καταφύγιο στην επιστήμη, πήγαινε σε διάφορες ομάδες μελέτης Φυσικής και εμπεριστατωμένων επιστημών, και γι’ αυτόν τον λόγο άφηνε στα χέρια της μαμάς, το φάσμα του αόριστου, του αβέβαιου, και εμπιστευόταν ότι εκείνη θα τον έσωζε από τις αναποδιές της ζωής, αυτού που η μαμά ονόμαζε αληθινή ζωή και που εκείνος αγνοούσε εντελώς. Λοιπόν, τα τελευταία δυο χρόνια, πριν την αρρώστια του μπαμπά, μέχρι που βρήκα δουλειά στο πανεπιστήμιο και μπόρεσα να αρχίσω να πληρώνω ένα δωμάτιο και να ζω, έξω από το σπίτι της μαμάς, με την οποία έμενα από την ημέρα που γεννήθηκα, ο μπαμπάς με καλούσε μια-δυο φορές την εβδομάδα. Μερικές φορές βρισκόμασταν για καφέ ή τον συνόδευα σε κάποια συναυλία κλασσικής μουσικής. Ωστόσο, η σχέση μας ήταν δύσκολη, ο μπαμπάς περίμενε από εμάς, μια παρουσία, που ποτέ δεν μπορέσαμε να του δώσουμε, χωρίς ποτέ να καταλάβουμε το γιατί. Η μαμά αντιπροσώπευε μια δύναμη, ένα κύμα βεβαιότητας, που η Μαριάνα κι εγώ προτιμούσαμε, αντί για την καταστροφική συνείδηση του μπαμπά, αυτόν τον αυθάδη σκεπτικισμό, όπως τον ονόμαζε η μαμά, κάποια χρόνια μετά που χώρισαν. Μεγάλωσα υποκείμενος σε μια τρομερή ενοχή για τον πατέρα μου. Αντίθετα, η Μαριάνα, το έλυσε με μεγάλη ευκολία. Δεν ζούσε μαζί του, ούτε έμενε στο σπίτι του, αλλά του τηλεφωνούσε συνεχώς και εύρισκε θέματα, που φαινόντουσαν σημαντικότατα, για να συζητήσει μαζί του,  έκαναν μαζί σχέδια (έπαιζαν τένις, περπατούσαν στα βουνά, πήγαιναν στα μουσεία, μέχρι που τον συνόδευε στις ομάδες μελέτης), και μόλις τελείωσε το λύκειο, το επέλυσε ακόμα καλύτερα, με ένα ταξίδι στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου έμεινε για να συνεχίσει την καριέρα της. Εγώ δεν είχα αυτές τις δεξιότητες, για να αποκτήσω επαφή με τον πατέρα μου. Μου κόστιζε να ξέρω, ότι εκείνος περιμένει κάτι από μένα κι ότι εγώ δεν μπορούσα να του το δώσω. Κι έτσι κατέληξα να αποφεύγω να βρεθώ μαζί του. Όταν άρχισα να ζω μόνος κι ένιωσα ότι ο μπαμπάς δεν περίμενε την δική μου παρουσία στο σπίτι, μπόρεσα να αρχίσω αυτό το καινούργιο στάδιο με τις σύντομες συναντήσεις μαζί του.

Από την μέρα της πρώτης κλήσης, βρέθηκα να επιχειρηματολογώ ανάμεσα στην υπευθυνότητα του γιου, έχοντας επιπλέον να γεμίσω τα κενά που άφησε η Μαριάνα και την δυσκολία να πλησιάσω τον πατέρα μου. Η αδελφή μου δεν θα γυρνούσε μέχρι να τελειώσει το εξάμηνο και ακόμα έμεναν τρεις μήνες. Ο μπαμπάς δεν ήθελε να της πούμε τίποτα, για να τα πάει καλά στις σπουδές, όμως εγώ είχα ορκιστεί στην Μαριάνα, ότι ποτέ δεν θα την εξαπατούσα με κάτι τέτοιο, ενώ εκείνη θα βρισκόταν μακριά, κι έτσι αποφάσισα να παρακούσω τον μπαμπά και είπα στην Μαριάνα, τι συνέβαινε. Εκείνη με ρώτησε, αν πίστευα ότι ο μπαμπάς θα έφτανε στο καλοκαίρι. Εγώ δεν μπορούσα να το ξέρω αυτό, αλλά προσπάθησα να την ηρεμήσω, για να μην εκθέσω περισσότερο τον μπαμπά.

-          Χρειάζεσαι βοήθεια; Με ρώτησε η Μαριάνα.

-          Όχι, μην στενοχωριέσαι, μπορώ να τον συνοδεύω – της απάντησα, ξέροντας ότι και οι δυο θεωρούσαμε δεδομένο, ότι δεν θα μπορούσα να το κάνω, κι ότι η σχέση μου με τον μπαμπά δεν είχε τόση οικειότητα, αλλά αμέσως το δεχθήκαμε, σαν μια παραξενιά της μοίρας, σε ότι έχει να κάνει με τις οικογενειακές αγάπες. Ήμουν εγώ αυτός που θα συνόδευε τον μπαμπά, όταν η Μαριάνα ήταν το κατάλληλο άτομο για να το κάνει. Από παιδιά, όταν ο μπαμπάς ζούσε ακόμη μαζί μας, εγώ έμπαινα στο γραφείο του, με κάποια επιστημονική ερώτηση, αφού είχα καθίσει στον υπολογιστή για να μελετήσω κάποιο ζήτημα αστρονομικό, μετεωρολογικό, για να μπορέσω να βρω κάτι για να τον ρωτήσω. Όταν τελικά εύρισκα κάτι για να μπορέσω να τον πλησιάσω και να μιλήσω μαζί του, γιατί μου έδινε σιγουριά η επαφή με τον πατέρα μου, παρόλο που η μαμά το ονόμαζε επιπόλαιο, όταν λοιπόν ήμουν καθισμένος μπροστά του, με όλη την προσοχή του στραμμένη επάνω μου, έμπαινε η Μαριάνα, με το χαζό παιδικό της ημερολόγιο, για να του πει οποιαδήποτε χαζομάρα, της είχε συμβεί στο σχολείο κι ο μπαμπάς, την κάθιζε στα πόδια του και συζητούσαν, αγνοούσαν την παρουσία μου, για όσο χρόνο, η κατεργάρα τη αδελφή μου, επιθυμούσε. Όταν η χαζή έφευγε, ο μπαμπάς απαντούσε στην ερώτηση μου και μου ζητούσε να φύγω, εκείνος είχε πολύ δουλειά να κάνει. Με τα χρόνια ανακάλυψα, ότι αυτή η συμπεριφορά ανάμεσα στον μπαμπά, στην Μαριάνα και σε μένα ήταν κοινός τόπος. Όλοι οι φίλοι μου, που είχαν μικρότερες αδελφές, διηγιόντουσαν την ίδια ιστορία, όμως εμένα κάθε μια σκηνή από αυτές τις ιστορίες, με άφηνε να τρέμω από οργή, χαμένος σε ένα σκοτεινό δάσος, από το οποίο έβγαινα μόνο όταν η μαμά καταλάβαινε την σιωπή μου και με καλούσε να συνομιλήσω μαζί της.

Με την αρρώστια του μπαμπά, η ρουτίνα μας άλλαξε εντελώς. Κατ’ αρχή, μου φάνηκε απαραίτητο να τον συνοδεύω συχνότερα, κι έτσι πολλές φορές, όταν έφευγα από το πανεπιστήμιο, περνούσα να τον χαιρετήσω, κάποιες φορές να του ετοιμάσω κάτι για φαγητό. Του τηλεφωνούσα αρκετές φορές την ημέρα, και πολλές από αυτές τις κλήσεις, τις θεωρούσα επιβεβλημένες, όχι απαραίτητες. Η κλινική κατάσταση ήταν πολύ περίπλοκη, οι γιατροί είχαν καταλάβει τον όγκο πολύ καθυστερημένα, σκέφτηκαν να τον χειρουργήσουν, αλλά σε λίγες μέρες ανακάλυψαν, ότι ο πατέρας μου είχε καταληφθεί από τον καρκίνο και δεν υπήρχε τρόπος να σωθεί. Κάποιες φίλες, μας πρότειναν να ταξιδέψουμε στην Τιχουάνα, σε ένα κέντρο, όπου έκαναν οργανικές θεραπείες για τον καρκίνο, αλλά ο μπαμπάς δεν είχε τα χρήματα, γι’ αυτό το ταξίδι και επιπλέον, διαισθάνθηκα εκείνες τις ημέρες, ότι ήταν κουρασμένος από την ζωή και δεν ήθελε να το παλέψει άλλο. Κάποιες μέρες ακολουθούσαμε την ρουτίνα των τελευταίων μηνών, πηγαίναμε για καφέ, γευματίζαμε ή τον συνόδευα σε συναυλίες, όλα αυτά ενώ ο πόνος δεν τον ταλαιπωρούσε. Ένα Σαββατιάτικο απόγευμα πήγαμε να δούμε μια συναυλία, ενός κουαρτέτου από την Βενεζουέλα. Η Λουΐζα, η αρραβωνιαστικιά μου, ήθελε να μας ακολουθήσει, κι έτσι κάθισα στο θέατρο ανάμεσα στον μπαμπά και στην Λουΐζα. Ένιωσα παράλογα, όταν διαπίστωσα ότι η ζωή με έβαζε να διαλέξω για άλλη μια φορά, ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα. Ένιωσα φόβο, ότι δεν ήμουν ο γιος που ήξερε πώς να προσφέρει στον πατέρα του, την συντροφιά που χρειαζόταν, για να διασχίσει την ζωή προς το τέλος της.

Η Λουΐζα ήταν όμορφη εκείνη την ημέρα και προσπαθούσε να είναι,  όσο το δυνατόν πιο ευγενική με τον πατέρα μου. Εκείνος δεν ήταν πολύ κοινωνικό άτομο  και στην κατάσταση αυτή, η ικανότητα του ήταν κάθε φορά και πιο περιορισμένη και συμπεριφέρθηκε με τρόπο ανάγωγο στην αρραβωνιαστικιά μου. Σε άλλη περίπτωση, θα το θεωρούσα προσβολή, αλλά αυτήν την φορά το είδα, ως παράπλευρο αποτέλεσμα της αρρώστιας του και αποφάσισα από δω και στο εξής, να μην τους φέρω σε επαφή ξανά. Κατά την διάρκεια της συναυλίας, θυμήθηκα εκείνες τις στιγμές, όπου ο πατέρας μου με κουβαλούσε, σχεδόν υποχρεωτικά, σ’ αυτά τα μέρη, που μόνο σε εκείνον άρεσαν. Μου ήρθε στο μυαλό, μια φορά που κάθισα σ’ αυτό το ίδιο αμφιθέατρο, στην Αίθουσα Μουσικής Luís Ángel και κοίταζα το ταβάνι. Η κατασκευή ήταν από ξύλινα δοκάρια, που κουνιόντουσαν όλα, προς ένα άδειο κεντρικό σημείο, πράγμα που με διασκέδαζε. Πέρασα όλη τη συναυλία παίζοντας να δραπετεύσω από εκείνη την μαύρη τρύπα, που θα με μετέφερε σε άλλη διάσταση. Η αλήθεια είναι, ότι αυτό με την άλλη διάσταση, με κυνηγούσε από την παιδική μου ηλικία. Τώρα καταλαβαίνω, ότι ήταν ο φόβος του πιθανού χωρισμού των γονιών μου, που χρόνια αργότερα θα τελούνταν. Εκείνες τις μέρες, με φόβιζε πολύ, να φανταστώ την μέρα που δεν θα ζούσαμε πια μαζί. Σε κάποιο μέρος της ψυχής μου, καταλάβαινα τον χωρισμό, ως μια στιγμή, που δεν θα έβλεπα ποτέ ξανά, την μαμά, ούτε την Μαριάνα, ούτε τον μπαμπά. Ονειρευόμουν, ότι έμενα μόνος στο διαμέρισμα που ζούσαμε κι ότι έτρεχα φωνάζοντας τα ονόματα όλων, μέχρι που ο ίδιος χώρος, μετατρέπονταν σε ένα τεράστιο πάρκο, τελείως ερημωμένο. Αυτήν την φορά, με τον μπαμπά στο ένα πλάι, και την Λουΐζα στο άλλο, κοίταξα στο ταβάνι. Είδα το άδειο κέντρο και ένιωσα ανατριχίλα, στην σκέψη ότι σε λίγους μήνες θα ερχόμουν σε αυτό το μέρος κι ο μπαμπάς δεν θα υπήρχε πια. Ίσως, επίσης, ένιωσα μια σύντομη αίσθηση ελαφρότητας, στην σκέψη, ότι θα ερχόταν εκείνη η ημέρα κι εγώ δεν θα ένιωθα πια ποτέ τις ενοχές, που με καταδίωκαν σε όλη τη ζωή μου, αναφορικά με τον πατέρα μου. Πώς να το ονομάτιζα; Φιλία; Σχέση; Συναντήσεις με τον πατέρα μου; Τι παράξενο, σκέφτηκα, ποτέ δεν είχα αναρωτηθεί, πως λέγεται η σχέση ανάμεσα σε έναν πατέρα και ένα γιο;

Η Μαριάνα συνέχιζε να στενοχωριέται για μένα. Συνεχώς, μου τηλεφωνούσε και ήθελε να μου δίνει συμβουλές, σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές. Ποτέ δεν σκέφτηκα, ότι η συμπαράσταση της, θα μπορούσε να ήταν, ο δικός της τρόπος, για να ζητήσει βοήθεια για τον εαυτό της. Όταν την είδα, την ημέρα που ήρθε στην κηδεία του μπαμπά και κόλλησε στο σώμα μου (πέρασε όλες αυτές τις μέρες στην Μπογκοτά, κοιμόταν στο σπίτι μου και όχι με την μαμά), κατάλαβα ότι δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Ότι αυτή η επιθυμία του μπαμπά, να μην αφήσει με τίποτα κάτι αρχινισμένο, την κράτησαν μακριά από αυτόν τον άντρα τις τελευταίες μέρες. Μου φάνηκε, ότι η Μαριάνα ήθελε να είναι μαζί του, να του δώσει την στοργή, που εκείνη ήξερε ότι εγώ δεν θα μπορούσα να του δώσω. Σίγουρα, ο μπαμπάς θα ήταν πιο ήρεμος, θα είχε ζήσει τις τελευταίες εβδομάδες με την κόρη στο πλάι του και θα ένιωθε, ότι η ζωή άξιζε τον κόπο.

Ένα βράδυ, η αδελφή μου, μου ζήτησε να μπούμε σε ένα τσατ, όπου ομάδες ανθρώπων βοηθούν ο ένας τον άλλον, στο πένθος, για να συνοδεύσουν τους αγαπημένους τους στον θάνατο. Δέχθηκα. Οι άνθρωποι διηγιόντουσαν τις λύπες τους, τους φόβους τους και τις ανησυχίες τους. Δεν ήταν καθόλου εύκολο, να βλέπει κανείς να πεθαίνει, κάποιος που αγαπάει και επίσης, έλεγαν κάποιοι άνθρωποι, να χτίζει κανείς ξανά την σύνδεση, όταν πια το τέλος είναι μια βεβαιότητα.

-          «Πες μας την ιστορία σου», έγραψε το άτομο, που διηύθυνε το τσατ κι εγώ δεν ήξερα, αν ήταν άντρας ή γυναίκα, αν ήταν μηχανή ή άνθρωπος.

-          «Λοιπόν, κοιτάξτε, εγώ δεν ζω τον θάνατο τώρα, ο πατέρας μου πέθανε πια, αλλά δεν μπορώ να συνέλθω από το γεγονός ότι δεν ήμουν εκεί. Ο μπαμπάς βγήκε ένα Κυριακάτικο πρωινό, για να φάει το πρόγευμα του και δεν είχε μαζί του χαρτιά. Πέθανε στον δρόμο. Τον πήγαν στο Ιατροδικαστικό Κέντρο. Ένα ασθενοφόρο. Εμείς τον ψάξαμε κι όταν τον βρήκαμε, δεν μπορέσαμε ούτε να τον δούμε, είχαν περάσει πολλές μέρες. Το φαντάζεστε; Πέθανε μόνος, χωρίς κάποιος να του κρατά το χέρι».

Η σκηνή ήταν παράλογη. Εγώ καθισμένος μπροστά από μια οθόνη, βλέποντας να εμφανίζονται τα γράμματα, το ένα πίσω από το άλλο, αυτά τα σκοτεινά συναισθήματα, σκέφτηκα, ότι συνοδεύουν τον θάνατο. Είπα στην Μαριάνα, ότι εγώ μπορούσα να επιβιώσω, μιλώντας με την μαμά και την Λουΐζα. Φαντάζομαι, ότι εκείνη, με την απόσταση, ζήτησε πολλές βοήθειες, σαν κι αυτή, για να ξεπεράσει τον θάνατο του πατέρα της, που συνέβη, χωρίς εκείνη να είναι παρούσα. Τώρα, όταν σκέφτομαι εκείνες τις ημέρες, αναρωτιέμαι, γιατί δεν της είπα να έρθει, γιατί μάθαμε να είμαστε τόσο αδυσώπητοι απέναντι στο χρέος.

Εκείνες τις μέρες, επίσης, δεν στάθηκα ικανός να κοιμηθώ στο σπίτι του μπαμπά. Τον συνόδευα, του έφτιαχνα φαγητό. Του πήγαινα τα φάρμακα και έτρεχα να βρω καταφύγιο στο σπίτι της Λουΐζας ή στο δωμάτιο μου. Μου προκαλούσε πόνο, να με βλέπω για άλλη μια φορά στην ζωή μου, μπροστά σε μια τόσο βλακώδη αντίθεση. Να νιώθω ξανά, ότι κάτι στον πατέρα μου με έδιωχνε και δεν μου επέτρεπε να του κάνω συντροφιά, τώρα ναι, όταν εκείνος πραγματικά το χρειαζόταν. Ο μπαμπάς δεν μου ζήτησε ποτέ να μείνω. Υποθέτω, ότι με τα χρόνια, είχε ανακαλύψει κάποιο μυστικό τρόπο, για να καταλαβαίνει την απόσταση μου και δεν ήταν τώρα η στιγμή, για να αλλάξει αυτή η συμπεριφορά. Κάποιες μέρες κλεινόμουν στο Κέντρο Έρευνας των Οικονομικών Μελετών, εκεί όπου με είχαν προσλάβει, ως βοηθό τεκμηρίωσης. Έμενα εκεί, στην σιωπή, βλέποντας τους φοιτητές να εργάζονται. Εκεί μπορούσα, τουλάχιστον για μερικές ώρες, να ξεχάσω ότι απ’ έξω με περίμενε μια πραγματικότητα από αυτές που ποτέ κάποιος δεν θα μπορέσει να μάθει να τις ξεπερνάει με τον σωστό τρόπο. Όταν έφευγα, ο αέρας της πόλης κολλούσε πάνω μου σκληρός, με έκανε να νιώσω, ότι η ζωή του πατέρα μου ήταν πάντα μια μαύρη τρύπα για μένα, ακόμα κι όταν ζούσαμε μαζί, εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω, ποιος ήταν εκείνος ο άντρας, που καθόταν με τις ώρες διαβάζοντας επιστημονικά βιβλία και που δεν ήξερε πώς να κάνει να τον αγαπήσουν. Ο γέρος μου, δεν παντρεύτηκε ποτέ ξανά κι ακόμα, ποτέ δεν γνωρίσαμε κάποια φιλενάδα ή φίλους. Τον βλέπαμε μονάχα, που και που, σε οικογενειακές συγκεντρώσεις, όπου υιοθετούσε τον ρόλο του αποστάτη, που κανείς δεν καταλάβαινε. Μια μακριά σιωπή, που τα αδέλφια του και οι γονείς του καταλάβαιναν και αποδεχόντουσαν με αυτήν την, χωρίς όρους, αγάπη, που προέρχεται από τους δεσμούς του αίματος. Και τώρα, που πέθαινε, που αυτή η αρρώστια τον καταβρόχθιζε, εγώ δεν μπορούσα να φανταστώ, πως θα ήταν οι μέρες του. Ήξερα πώς ήταν, όταν τον συνόδευα, αλλά δεν ήξερα το υπόλοιπο του χρόνου του. Θα ήταν διαφορετικό, αν με ρωτούσαν για την αδελφή μου, την Μαριάνα. Για κείνη ξέρω τόσα πράγματα, μπορώ να ξέρω πως γεμίζει τον χρόνο της, πως συμπεριφέρεται, όταν είναι λυπημένη ή θυμωμένη ή κουρασμένη. Ξέρω τι ρούχα χρησιμοποιεί  στο σπίτι, τι είδους πιτζάμες φοράει. Ξέρω, πόσο καθυστερεί, όταν αγοράζει παπούτσια ή τι της αρέσει να τρώει τα πρωινά ή τα απογεύματα. Αλλά με τον μπαμπά αγνοούσα εντελώς. Στην παραζάλη μου, πήγαινα στο σπίτι της Λουΐζας και την αγκάλιαζα. Δεν έκλαιγα, γιατί δεν μου ερχόταν, παρέμενα σιωπηλός, παρασυρμένος από την ανικανότητα να καταλάβω, ποιος ήταν ο μπαμπάς μου. Η Λουΐζα πρότεινε, με αγάπη, με αυτήν την στοργή, που όμοια δεν καταφέρνει να γεμίσει το απύθμενο πηγάδι των συναισθημάτων του άλλου, να πήγαινα να τον επισκεφτώ συχνότερα, να προσπαθούσα να έμενα μαζί του. Κάποιες φορές κατέληξα να τσακωθώ μαζί της. Με όργιζε, που δεν μπορούσε να καταλάβει την ανημποριά μου. Η μαμά, μου τηλεφωνούσε καθημερινά. Ήθελε να διατηρήσει την επαφή μαζί μου, για να ξέρει, σε τι μπορούσε να βοηθήσει. Με ενοχλούσαν οι κλήσεις της, όταν ανακάλυψα, ότι δεν ήθελε να αναγνωρίσει, ότι μου τηλεφωνούσε, γιατί στενοχωριόταν για μένα και όχι για τον μπαμπά μου. Αλλά, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, οι συζητήσεις με την μαμά, με καλμάριζαν και γι’ αυτό σχεδόν πάντα, της απαντούσα. Επιπλέον, κάποιες νύχτες, ήταν εκείνη που επιφορτίζονταν να περάσει και να χαιρετήσει τον μπαμπά και να του πάει φαγητό. Η βοήθεια της, ήταν απαραίτητη σε μένα, αλλά σχετικά με αυτές τις συναντήσεις, μου έμπαιναν τρομερές αμφιβολίες. Πώς να ήταν αυτές οι στιγμές; Για τι πράγμα να μιλούσαν, αυτοί οι δυο άνθρωποι, οι οποίοι, αφού φαντάστηκαν έναν κοινό κόσμο, έπρεπε τώρα να βλέπονται, σαν δυο ξένοι, καταδικασμένοι να κάνουν ανόρεχτα συντροφιά; Φοβόμουν, μήπως ο μπαμπάς της φέρεται άσχημα. Όμως εκείνη έλεγε, όχι, και να μην στενοχωριέμαι, κι ότι εκείνη βρισκόταν εκεί, πέρα από το καλό και το κακό κι ότι εκείνος δεν προσπαθούσε, ούτε να συζητήσει μαζί της.

Το δεύτερο τηλεφώνημα ήταν μια μέρα που πήγαινα στην οδό σαράντα πέντε, περπατούσα γοργά, για να μην αργήσω. Καθυστέρησα, κοιτάζοντας στις ειδήσεις, σχετικά με τον θάνατο του Chávez, σε ένα μαγαζάκι κι έτρεχα γιατί δεν είχα την πολυτέλεια να θέσω σε κίνδυνο την δουλειά μου. Έλεγξα το κινητό μου κι όταν είδα το νούμερο του, απάντησα αμέσως. Εκείνες τις μέρες είχα συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι είμαι ο φροντιστής του, πράγμα που σήμαινε, ότι δεν ήταν δυνατόν να αφήσω κάποια κλήση του αναπάντητη, όπως θα έκανα άλλες εποχές.

-          Γιε μου, θέλω να με συνοδεύσεις στην Σιέρρα Νεβάδα. Θέλω να φύγω από αυτήν την πόλη.

Μου μίλησε με απόλυτη αποφασιστικότητα, σε σημείο που δεν υπήρχε τρόπος να αρνηθώ. Ο μπαμπάς ήθελε να ταξιδέψει μαζί μου, σκέφτηκα, και συνέχισα να προχωρώ προς το Κέντρο Έρευνας. Για ώρες δεν μπόρεσα να συγκεντρωθώ σε τίποτα. Με είχε πιάσει προ εκπλήξεως. Ότι ο μπαμπάς μου ήθελε να ταξιδέψει κατά την διάρκεια της αρρώστιας του, ήταν κάτι τελείως καινούργιο. Μου φάνηκε παράξενο, γιατί με τις μέρες, επιβεβαίωνα τις υποψίες μου, ότι ο μπαμπάς ήθελε να πεθάνει, και ότι η ζωή που ζούσε και που εγώ δεν μπορούσα να γνωρίζω, δεν του πρόσφερε ευχαρίστηση και είχε αφεθεί στην ιδέα του τέλους. Όμως τώρα κάτι είχε αλλάξει. Ποιο κίνητρο τον ωθούσε να θέλει να φύγει από το σπίτι; Γιατί μαζί μου; Σκέφτηκα επίσης την Λουΐζα, της είχα υποσχεθεί, ότι την Μεγάλη Εβδομάδα θα πηγαίναμε μαζί ένα ταξίδι. Εκείνη, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι γυναίκες, είχε σχεδιάσει μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια, στο ταξίδι  που θα κάναμε στο Πάρκο Nevados. Μέχρι που είχε αγοράσει καινούργιο σακίδιο, για τις μακριές πορείες που θα κάναμε. Όταν της είπα το συμβάν, συμπεριφέρθηκε γλυκά και με κατανόηση. Μου είπε, ότι καταλαβαίνει απόλυτα το χρέος μου προς τον πατέρα μου. Υπαινίχτηκε, ότι θα μπορούσαμε να τον συνοδεύσουμε μαζί, αλλά ήξερα ήδη, ότι μια τέτοια πιθανότητα ήταν παράλογη και της είπα ότι δεν εξυπηρετούσε. Κατά την διάρκεια του χρόνου, που ήμασταν στο ταξίδι, δεν σταμάτησε να με καταδιώκει, ούτε μια στιγμή, μια ομιχλώδης σκιά, που με έκανε να σκεφτώ, ότι η σχέση μου με την Λουΐζα, επρόκειτο να τελειώσει. Είχα μια πολύ παράξενη αίσθηση, ότι θα συναντούσε κάποιον άλλον άντρα και λέω, πολύ παράξενη, γιατί εκείνη κρατούσε καθημερινή επαφή μαζί μου. Πάντα διαθέσιμη στις κλήσεις μου, στα παράπονα μου, στα ζόρια μου. Ήξερα ότι η Λουΐζα ήταν περήφανη για τον ρόλο που είχα αναλάβει απέναντι στον πατέρα μου. Όμως επίσης ένιωθα, ότι αυτή η περηφάνια ήταν ένα συναισθηματικό κενό. Επιπροσθέτως, δεν γνωρίζαμε, πόσο χρόνο ακόμα θα διαρκούσε το ταξίδι με τον μπαμπά. Είχα την εντύπωση, ότι οι γυναίκες αγαπούν τους ανεύθυνους άντρες, αυτούς που τα αφήνουν όλα σ’ αυτές και το δόσιμο μου στον πατέρα μου, μπορούσε μόνο να την κάνει να με ξεαγαπήσει. Την φανταζόμουν να λέει στις φίλες της «είναι που ήταν ένα άντρας, τόσο καλός, τόσο της οικογένειας, αλλά εγώ ήθελα σύντροφο». Πόσες τέτοιες χάρες θα μου ζητούσε ο πατέρας μου, ενώ θεραπεύονταν ή πέθαινε; Πώς να το ξέρω; Κι εγώ, θα ήμουν καταδικασμένος να ζήσω τον πόνο του θανάτου του μέσα στην πιο ελεεινή μοναξιά;

Οι πρώτες μέρες του ταξιδιού ήταν μια κόλαση. Είχα ταξιδέψει αρκετές φορές στην ζωή μου με τον μπαμπά, αλλά αυτή η μετακίνηση ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από ταξίδι. Με προσγείωσε εντελώς η καθημερινότητα με τον μπαμπά. Δεν κάναμε βόλτα, απλώς μεταφέραμε την ταλαιπωρία ενός ανθρώπου σε άλλα μέρη, σε ένα άγνωστο περιβάλλον, όπου εγώ ένιωθα ότι η ζωή, με έβαζε να ζήσω με τον πατέρα μου, με μια ένταση, που ποτέ πριν δεν είχαμε καταφέρει. Ο μπαμπάς είχε μετατραπεί σε έναν άνθρωπο, χωρίς γαλήνη. Δεν μπορούσε να διαβάσει, όπως το έκανε άλλοτε. Περνούσε την μέρα, περπατώντας από την μια μεριά του δωματίου στην άλλη. Έτρωγε λίγο, Δεν έκανε μπάνιο. Παραμελούσε ακόμη και τα δόντια του, που άλλες εποχές ήταν ο μεγάλος θησαυρός του. Ο πόνος ερχόταν κατά κύματα και τον τρομοκρατούσε, σε σημείο, που αρκετές φορές, μου φάνηκε ότι θα χτυπήσει το κεφάλι του στον τοίχο. Εγώ δεν εύρισκα τίποτα να κουβεντιάσω μαζί του, δεν εύρισκα τρόπους να τον πλησιάσω. Για μια ακόμη φορά ένιωσα διωγμένος από την ζωή του. Ένας εξαντλημένος και αδέξιος μάρτυρας του πόνου του πατέρα. Οι λέξεις περιορίζονταν ανάμεσα στο προφανές και στο άχρηστο. Πονάς; Χρειάζεσαι κι άλλο φάρμακο; Θέλεις να σε πάω στο νοσοκομείο; Να σου φέρω κάτι να φας; Τις νύχτες, ο μπαμπάς, δεν κατάφερνε να κοιμηθεί. Περνούσε την νύχτα στριφογυρνώντας στο κρεβάτι. Κάθονταν, πήγαινε στο μπάνιο, επέστρεφε. Εγώ έκανα τον κοιμισμένο, δεν ήθελα, καπάκι στον τόσο πόνο του, να νιώθει ενοχές για μένα. Αναρωτιόμουν χίλια πράγματα. Σκεφτόμουν την μαμά, την Λουΐζα και την εγκατάλειψη της, την Μαριάνα, πώς θα ήταν οι νύχτες με την αδελφή μου; Σκεφτόμουν, πώς να βοηθήσω τον μπαμπά, πώς να τον βγάλω από αυτό το στάδιο της φρίκης και της αγωνίας, όπου ζούσε, και για μια ακόμη φορά, μου φάνηκε, ότι το ταξίδι μας ήταν εντελώς αχρείαστο. Έτσι πέρασαν οι τέσσερις πρώτες μέρες του ταξιδιού. Εγώ έβγαινα από το δωμάτιο για φαγητό. Έστελνα μηνυματάκια στην Λουΐζα και κάποιες φορές, όταν ένιωθα ότι η φωνή μου δεν θα την αποπροσανατόλιζε, περισσότερο απ’ όσο συνέβαινε κατά την διάρκεια όλης της κατάστασης, της τηλεφωνούσα. Κάποιες στιγμές, πήγαινα στην πισίνα, για να χαλαρώσω την κούραση με την άσκηση. Κολυμπούσα επίμονα, από την μια άκρη στην άλλη, χωρίς να κοιτάζω κανένα, προσπαθώντας μονάχα να βγάλω από μέσα μου, αυτήν την ομιχλώδη αίσθηση, του να μην έχω μια θέση στην ζωή αυτού του ανθρώπου, τον οποίο συνόδευα, αυτές τις μέρες, που θα μπορούσαν να είναι οι τελευταίες της ζωής του. Κάποια απογεύματα, ήπια τζιν και κάθισα να δω την δύση του ήλιου. Είδα ένα τεράστιο, κόκκινο ήλιο στον ορίζοντα, μια άλλη μέρα, ένα δειλινό γεμάτο χρώματα, σαν ακτίνες που έστελνε ο ήλιος, από τα πέρατα της Δύσης. Κι άλλο ένα που με θάμπωσε, ένα δειλινό, όπου τα σύννεφα κάλυπταν τον ήλιο και έμοιαζε, σαν τα χρώματα του ουρανού, να ρουφιόντουσαν από τα σύννεφα, ο ουρανός εντελώς γαλάζιος και τα σύννεφα γεμάτα από όλους τους τόνους. Αφού αφέθηκα να παρασυρθώ από αυτές τις εκρήξεις του τοπίου, με έπιασε μια τρομερή ενοχή, μη ξέροντας τι κάνει ο μπαμπάς και γύρισα αμέσως στο δωμάτιο. Τον βρήκα σ’ αυτό το συνηθισμένο περπάτημα, σαν τίγρης στο κλουβί και κάθισα απλώς για παρουσία, γιατί εγώ δεν ήμουν αυτό που θεωρεί κανείς άτομο συντροφιάς. Αναρωτιόμουν, τι να του συμβαίνει. Φοβόταν; Φόβος θανάτου;

Ο Νάτσο, ένας φίλος του μπαμπά, ήρθε να μας χαιρετίσει την πέμπτη μέρα. Ο μπαμπάς ένιωθε πολύ καλύτερα και του ζήτησε να μας πάει μια βόλτα στην περιοχή. Τον περιμέναμε στην πισίνα του ξενοδοχείου. Ήταν ένας άντρας με χαρακτηριστικά της υπαίθρου, γωνιώδες πρόσωπο με δέρμα πολύ σκούρο και δόντια ταλαιπωρημένα από την υπερβολική χρήση μάμπε (*), είχε μια ελαφριά χωριάτικη προφορά, παρόλο που για πολλά χρόνια ζούσε στην Ακτή.

Μας διηγήθηκε κάτι από τις σχέσεις του με τους ιθαγενείς και τα περιστατικά που του συνέβησαν. Εκείνος, ως υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είχε αναμιχθεί σε πολλές περιπτώσεις βίας εναντίων των ιθαγενών. Μας είπε, ότι ήθελε να μας πάει σε μια παραλία στο Palomino, και μετά σε διάφορα σημεία της Σιέρρα. Λίγο μετά, ο μπαμπάς πήγε στο μπάνιο. Κάναμε ησυχία για λίγα λεπτά, μετά ο Νάτσο, το ξεφούρνισε.

  - Συγγνώμη, αλλά ο μπαμπάς σας φαίνεται πολύ κουρασμένος, δεν ξέρω για πόσο θα μπορέσουμε να ταξιδέψουμε μαζί του.

  -Έχετε δίκιο – απάντησα εγώ, βλέποντας ότι ο μπαμπάς δεν επέστρεφε -, δεν κοιμάται σχεδόν καθόλου.

  Όμως – είπε ο Νάτσο, αμφιβάλλοντας αν έπρεπε να συνεχίσει την φράση -, εσείς πιστεύετε στ’ αλήθεια, ότι μπορούμε να ταξιδέψουμε;

Τότε είδα ότι ο μπαμπάς έβγαινε από το μπάνιο. Σκεφτόμουν το παράλογο του ταξιδιού μας, το πόσο λίγο, πίστευα ότι η παραμονή μας μακριά από το σπίτι, θα μπορούσε να βελτιώσει τις συνθήκες που βίωνε ο μπαμπάς μου. Μου φαινόταν, ότι τίποτα δεν μπορούσε να καλμάρει αυτόν τον άνθρωπο. Ο μπαμπάς συνέχισε να συνομιλεί με τον Νάτσο και να τον ρωτά σχετικά με την δουλειά του στην περιοχή. Εγώ έδειχνα να συμμετέχω, αλλά στην πραγματικότητα δεν τους άκουγα πολύ, μέχρι που άκουσα μια ιστορία, που με μπέρδεψε.

-          Σκεφτείτε, πόσο τρελή είναι αυτή η χώρα, πριν λίγο εκκένωσαν τους ιθαγενείς, που ζούσαν σε λιμναίους οικισμούς στην Ciénaga. Τους είπαν, ότι θα τους έδιναν γη, για να κτίσουν σπίτια και τους έβγαλαν. Αυτοί που τους μετέφεραν, είχαν φυσικά δουλειές  να σπρώξουν στο μέρος αυτό. Όταν πια τους είχαν εδώ, στην Santa Marta, σε κάποια πανδοχεία, τους είπαν ότι, σύμφωνα με τον Κολομβιανό νόμο, δεν μπορούσαν να επιστρέψουν γη σε άτομα που ζούσαν στο νερό. Εκείνοι δεν είχαν έδαφος και γι’ αυτό δεν μπορούσε να υπάρξει αντικατάσταση. Τους αμόλησαν στους δρόμους αυτής της πόλης. Μπορείτε να φανταστείτε περίπτωση που να θυμίζει περισσότερο Μακόντο; (**) Τους είδα εδώ, να περιφέρονται στους δρόμους, να υποφέρουν από δερματικά νοσήματα, αποτέλεσμα της υπέρμετρης ξηρασίας και της απάνθρωπης πείνας.

Αυτή η ιστορία με λύπησε και δεν ήθελα να ακούσω άλλο αυτήν την κουβέντα. Ζήτησα συγγνώμη και πήγα να κολυμπήσω.

Όταν γύρισα, ο Νάτσο αποχαιρετούσε. Με το που μείναμε μόνοι, η ρουτίνα του μπαμπά άλλαξε. Ο μπαμπάς κι εγώ ήπιαμε δυο τζιν. Άρχισα να νιώθω ευτυχής, που βρισκόμουν σ’ αυτήν την κατάσταση με τον μπαμπά. Για χρόνια δεν τον έβλεπα να κατεβάζει γουλιά. Έλεγαν, ότι όταν ήταν νέος, έπινε πολύ και το αποτέλεσμα της κραιπάλης του, ήταν καταστροφικό. Έτσι, στα χρόνια της ζωής με την μαμά, ανακάλυψε, ότι για να προστατέψει την σχέση, έπρεπε να σταματήσει το αλκοόλ. Και το έκανε. Και παρόλο, που εγώ δεν τον είχα δει μεθυσμένο, μου έμεινε αυτός ο φόβος, που κληρονόμησα από την μαμά. Όμως εκείνη την ημέρα, τίποτα δεν με ένοιαζε, αν έπρεπε να αντιμετωπίσω ένα φοβερό μεθύσι του μπαμπά, θα το έκανα, αυτές οι υποχωρήσεις που κάνουμε με τους γέρους ή τους μελλοθάνατους. Υποχωρήσεις, που αναβλύζουν, ίσως, από την βεβαιότητα, ότι απολαμβάνει κανείς την ζωή για τελευταία φορά.

Όπως ήταν αναμενόμενο, τα τζιν έλυσαν την γλώσσα του μπαμπά. Έτσι, σε λίγα λεπτά, είχα βυθιστεί σε μια συζήτηση, την οποία για χρόνια είχα φοβηθεί, μια γενική περίληψη της ζωής του πατέρα μου. Ένιωθα υποχρεωμένος, να τον συνοδεύσω στην άσκηση, του να επισκεφτεί ξανά το παρελθόν του. Όχι γιατί με ενδιέφερε κάτι ειδικά από την ζωή του μπαμπά, ή γιατί ήθελα να μάθω κάτι που δεν ήξερα, αλλά γιατί οι υπολογισμοί μου, που δεν λάθευαν, έλεγαν ότι έμενε λίγος χρόνος ζωής στον μπαμπά μου. Δεν ψιθύρισα λέξη, για πολύ ώρα, μόνο έπινα το ποτό μου και πού και που, γύριζα να κοιτάξω τον ουρανό και την θάλασσα, που κατά τα άλλα, πρόσφεραν στην στιγμή, μια σκηνογραφία ακόμη πιο ανεκτή. Ο μπαμπάς, όπως και τις υπόλοιπες μέρες, έμοιαζε να μην καταλαβαίνει, ότι είχαμε φύγει από την Μπογκοτά. Δεν μου είχε κάνει κανένα σχόλιο, σχετικά με την θάλασσα. Δεν είχε αγανακτήσει με τις ανθρακοφόρες εταιρείες, που την βρώμιζαν, ούτε θυμόταν, πως ήταν αυτή η θάλασσα, πριν ακόμη μολυνθεί. Τίποτα, ήταν απλό, ο μπαμπάς δεν έβλεπε καν την θάλασσα. Σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή, η συζήτηση πήρε στροφή. Σαν, τελικά, κάτι ανάμεσα μας, να ενώνονταν. Ο μπαμπάς άρχισε να μου διηγείται ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια, που στην αρχή εγώ δεν θυμόμουν.

-          Θυμάσαι αυτήν την ιστορία με το αμάξι και το τσάι;

-          Όχι – είπα, ακόμα χωμένος σ’ αυτήν την παράξενη απόσταση, που δεν με άφηνε να μπω στις αναμνήσεις του μπαμπά.

-          Η ιστορία που σας έλεγα, όταν ταξιδεύαμε στην εθνική οδό – πρόσθεσε και το πρόσωπο του φωτίστηκε, ίσως απλώς με την αναφορά του στην αδελφή μου -, εντάξει, ήταν πολλές, αλλά αυτή με το αμάξι, σας άρεσε πολύ. Ήταν στο Manizales, ήμουν με τον αδελφό μου, τον Κάρλος, στο αμάξι του μπαμπά και η θεία Μαρλέν, κάθε λίγο έβγαινε με μια σωλήνα ποτίσματος, όταν της κορνάραμε, για να μας βάλει βενζίνη. Εγώ ήμουν οκτώ χρόνων, η θεία δέκα και ο Κάρλος επτά. Εγώ στο τιμόνι κι ο Κάρλος συνοδηγός. Και κορνάραμε και η Μαρλέν έβγαινε κομψή κι ωραία, καλημέρα σας, κύριοι, πόσο να σας βάλω; Μέχρι που λάθεψα και έβαλα το πόδι στο αμπραγιάζ ή άφησα το φρένο, δεν ξέρω, αλλά ξεκινήσαμε, στα περίχωρα του Manizales, πάνω στο σπίτι μιας γριούλας, μπήκαμε από το παράθυρο στην σάλα.

-          Θυμάμαι, ναι, θυμάμαι – του είπα εγώ και θυμήθηκα, γέλαγα τώρα, όπως και τότε τα χαχανητά του γέλιου, λοιπόν σχεδόν κατουριόμασταν ακούγοντας αυτές τις ιστορίες -. Μετά σου ζητούσαμε να τις ξαναπείς, ως και πέντε συνεχόμενες φορές, μας έλεγες αυτές τις ιστορίες.

-          Ναι, και η Μαριάνα δεν με άφηνε να αλλάξω τις λέξεις, θυμάσαι; Κι όταν  εγώ άλλαζα το χρώμα του αυτοκινήτου ή την ηλικία που είχαμε, εκείνη πάντα ήξερε την ιστορία και με μάλωνε;

Είχαμε μπει σε μια συχνότητα επικοινωνίας, σκέφτηκα. Έστειλα στην Λουΐζα ένα sms: «Είμαι χαρούμενος με τον πατέρα μου». Μετά που το έστειλα, ένιωσα ενοχές. Μου φάνηκε, ότι λέγοντας στην αρραβωνιαστικιά μου, ότι ήμουν χαρούμενος με ένα άλλο άτομο, ήταν μια καθαρή μορφή προδοσίας, αλλά ταυτόχρονα, με διασκέδαζε να ξέρω, ότι είχα αυτήν την αίσθηση, δεν μπορούσα να εξηγήσω, τι ήταν αυτό που πραγματικά συνέβαινε εκείνη τη στιγμή. Τι είδους γέλιο είχε, με τα χρόνια, κοπεί ανάμεσα μας, και δεν μου επέτρεπε να επικοινωνήσω με τον μπαμπά;

-          Ή το άλλο, με τον θείο Αλφόνσο, που άρχισε να παίζει με μια τυφλή κότα, ενώ ο μπαμπάς οδηγούσε. Μπαμπούλη, μπαμπούλη, μάντεψε ποιος είμαι και πήγαμε να πέσουμε σε ένα χαντάκι.

Πεθαίναμε κι δυο στα γέλια. Ξαφνικά άνοιξε για μένα, ένας τεράστιος κάμπος από θύμησες, από εκείνη την εποχή που δεν ζούσαμε χώρια. Από τα χρόνια εκείνα, που η σιωπή του μπαμπά, μου φαίνονταν φυσιολογική, γιατί στην καθημερινότητα, την εύρισκα συμπαθητική και οικεία, καθώς διασταυρωνόμασταν στον διάδρομο ή το πρωινό, ή όταν μας αποχαιρετούσε. Μετά την απόφαση της μαμάς, για να χωρίσουν, η σιωπή κάλυψε τα πάντα και ποτέ πια δεν ήξερα πώς να σπάσω αυτό το σύνορο με τον πατέρα μου. Εκείνος, σίγουρα, ανακτούσε την παιδική του ηλικία και ταυτόχρονα, τα αγαπημένα συναισθήματα των καλύτερων χρόνων μας, ή ίσως θυμόταν εκείνους τους καιρούς με την πίεση της απόφασης να επικρέμεται επάνω από τα κεφάλια μας. Η μαμά να εγκαταλείπει για πάντα τον έρωτα για τον μπαμπά, την αγάπη για την οικογένεια μας. Ήθελα να του πω, να μου πει ξανά τις ιστορίες, να επαναλάβει αυτές τις διηγήσεις που μας έκαναν να γελάμε, να μέναμε εκεί, εκείνη τη μαγική στιγμή, που για μια ακόμα φορά μπόρεσα να νιώσω, ότι κάτι είχα να πω με τον πατέρα μου. Δεν το έκανα. Λίγες ώρες αργότερα γυρίσαμε στο δωμάτιο. Πιωμένοι και ήρεμοι. Ο μπαμπάς δεν ξεπέρασε το μέτρο στο ποτό, δεν έκανε κάτι άπρεπο. Για πρώτη φορά, στις τόσες νύχτες, πήγε να κοιμηθεί. Κοιμήθηκε κάποιες ώρες και παρόλο που αργότερα, τα ξημερώματα, τον άκουσα να σηκώνεται και να επιστρέφει η αϋπνία, μου έδωσε χαρά, που κατάφερε να ξεκουραστεί αδιάλειπτα, εκείνες τις ώρες που του χάρισε το τζιν.

Την επόμενη μέρα, ήρθε ο Νάτσο να μας πάρει. Διασχίσαμε την Santa Marta και βγήκαμε ως το Palomino. Μας είπε, ότι στην παραλία που ήθελε να μας δείξει, ζούσε ένας, κάτι σαν σαμάνος (***), ένα ιθαγενής της φυλής των Cogui, που εκείνος γνώρισε πριν χρόνια. Ο Νάτσο, μας είπε, ότι εκείνον τον φίλο, τον είχαν βγάλει από την Σιέρρα, σε μια από εκείνες τις χιονοστιβάδες βίας, για τον έλεγχο της περιοχής, για την εξαγωγή ναρκωτικών. Ο μπαμπάς κι εγώ ήμασταν λιγάκι ζαλισμένοι, αλλά ευτυχώς ο πονοκέφαλος που μας ταλαιπωρούσε, δεν είχε σχέση με αυτόν, της αρρώστιας του. Ο Νάτσο είχε πολύ καλή διάθεση. Γνώριζε κόσμο κατά μήκος της εθνικής οδού, την κυρία με τα λουκάνικα, αυτήν με τις πορτοκαλάδες, αυτήν με τα καλαμποκόψωμα, ο κύριος που γέμισε βενζίνη με τα γαλόνια.

-          Τι όμορφος δρόμος – είπε ο μπαμπάς.

-          Ναι, μου φαίνεται όμορφο τοπίο, το πράσινο των δέντρων, τα λουλούδια στο πλάι, δεξιά κι αριστερά του δρόμου κι επιπλέον το οδόστρωμα σε καλή κατάσταση, κρίμα που υπάρχουν τόσα διόδια – πρόσθεσα εγώ.

-          Να είμαστε ξεκάθαροι – είπε ο Νάτσο, με αυτόν τον τόνο της επεξηγηματικής φωνής του -, μας αρέσει ή όχι, χωρίς αυτά τα διόδια, εθνική οδός δεν θα υπήρχε. – Όλοι γελάσαμε.

Ο Νάτσο, μας έδειξε διάφορα ποτάμια, που χύνονταν στην θάλασσα, εκεί, μπροστά μας. Και σε κάποιο σημείο του δρόμου, άρχισε να μας ανακοινώνει, ότι ερχόταν κάτι όμορφο και να συγκεντρωνόμασταν κοιτώντας μπροστά. Έμεναν ακόμη μερικά χιλιόμετρα. Και παρόλο που ο μπαμπάς κι εγώ ήμασταν έτοιμοι να δούμε, αυτό που ήθελε να μας δείξει ο Νάτσο, ο μπαμπάς δεν σταματούσε να μιλά, ήταν σε ομιλητική διάθεση και έλεγε στον Νάτσο πράγματα για την αδελφή μου και για μένα. Μου φάνηκε, ότι είχε ξυπνήσει η πατρική περηφάνια. Εγώ ήμουν λιγάκι αφηρημένος. Τραβούσα φωτογραφίες τα δέντρα, τα ποτάμια και τις έστελνα στην Λουΐζα.

-          Αυτός ήθελε να γίνει συγγραφέας, αλλά δεν ξέρω τι έγινε στον δρόμο – είπε ο πατέρας μου.

Όταν άκουσα αυτήν την φράση του μπαμπά, κατάλαβα ότι η μαγεία της επικοινωνίας, είχε τελειώσει. Ο μπαμπάς θυμόταν, σαν να ήταν κάτι ασήμαντο, πράγματα του παρελθόντος, που μας είχαν κοστίσει, περισσότερο από ότι περιμέναμε. Έστειλα στην Λουΐζα ένα sms. «Ο μπαμπάς θέλει να με προκαλέσει για τις ματαιωμένες επιθυμίες μου». Η Λουΐζα, στενοχωρημένη, μου απάντησε γρήγορα. «Παράτα το, μπορεί να είναι απ’ το μεθύσι». Θυμήθηκα μια σκηνή από την παιδική μου ηλικία, την οποία μισούσα. Πράγματι, από παιδί έλεγα, ότι θα γινόμουν συγγραφέας. Είχα διαβάσει στο Ίντερνετ, ότι αν κάποιος θέλει να γράψει, πρέπει να διαβάσει πολύ και βρήκα πέντε κατάλληλα βιβλία. Το ένα απ’ αυτά ήταν η Βίβλος. Καθώς στο σπίτι δεν υπήρχε Βίβλος, έφερα μια, από το σπίτι των παππούδων από την πλευρά της μητέρας μου. Όταν ο μπαμπάς μπήκε στην σάλα και με βρήκε να διαβάζω αυτό το βιβλίο, μου το άρπαξε από τα χέρια και μου φώναξε, ότι στο σπίτι του δεν είχε θέση η δεισιδαιμονία, κι ότι αν για να γίνω συγγραφέας, έπρεπε να γεμίσω το κεφάλι μου με σκουπίδια, καλύτερα να έψαχνα άλλο επάγγελμα. Δεν ξέρω, πότε εγκατέλειψα το σχέδιο μου, να γράψω, δεν ξέρω πότε αφέθηκα στον ορθολογισμό του πατέρα μου. Αλλά παρόλο που ποτέ πια δεν μιλήσαμε για το ζήτημα, σε μένα πάντα έμεινε ένα σημάδι, σαν, ο μπαμπάς, να μην μου άρπαξε ένα βιβλίο από τα χέρια, αλλά σαν να μου άρπαξε την ψυχή, το μεγάλο σχέδιο της ζωής μου.

-          Έτοιμοι; Έτοιμοι; Έφτασε η στιγμή – είπε ο Νάτσο, σχεδόν κραυγάζοντας, ανάμεσα στα γέλια, γιατί η συζήτηση με τον μπαμπά, δεν έπαυε να τον διασκεδάζει -. Κοιτάξτε, λοιπόν.

Τότε άνοιξε μπροστά μας, μια πανοραμική θέα. Ήταν μια στροφή, όπου μπροστά, κάτω από το βουνό, εμφανίζονταν πέντε κολπίσκοι. Ένιωσα, σαν γεωγράφος,  αυτήν την συγκίνηση είχα, που έβλεπα να σχηματίζεται ο χάρτης μας χώρας, αυτή η γραμμή του Βορρά της Κολομβίας, που όλοι έχουμε επαναλάβει κουραστικά, στους αμέτρητους χάρτες, που μας έβαζαν να ζωγραφίσουμε στο σχολείο, και που εδώ έπαιρνε μια έντονη, αληθινή μορφή. Ο ένας κολπίσκος πίσω από τον άλλον, η θάλασσα έμπαινε να τους λούσει, πουλιά πετούσαν και οι αμμουδερές παραλίες, κατάλευκες, να υποδέχονται τα κύματα. Ήταν ένα από αυτά τα τοπία, που κάποιος δεν ξεχνά ποτέ. Κοίταξα τον μπαμπά, λιγάκι με θυμό, επειδή είχε τραβήξει από την λήθη ένα θέμα, σαν να μην ήταν καθόλου σημαντικό στην ζωή μου, αλλά επίσης και από το σαραβάλιασμα του μεθυσιού και της χαράς  της προηγούμενης μέρας. Τι να σκεφτόταν;

Ξαφνικά, όλα άρχισαν να μου φαίνονται έρημα. Όταν περάσαμε το Palomino, δεν υπήρχε κόσμος στους δρόμους. Κι αυτή η υπνωτική ζέστη, καπάκι με την σιωπή, με έκανε να σκεφτώ ένα χωριό φάντασμα. Σε μια γωνία, είδα μια σκηνή, που επιβεβαίωσε την αίσθηση της μοναξιάς. Στην πόρτα μιας οικίας, υπήρχαν δυο άντρες εντελώς πασπαλισμένοι με αλεύρι, που έπαιζαν ντόμινο. Ρώτησα τον Νάτσο, τι σήμαινε η αυτή η σκηνή και μου είπε, ότι οι κάτοικοι της Magdalena, παραπονιούνται, ότι εκείνοι εφηύραν το καρναβάλι, και αυτοί της Barranquilla, τους το είχαν κλέψει και ότι η μεγαλύτερη απόλαυση αυτών των ανθρώπων ήταν να πετούν αλεύρι από καλαμπόκι.

Η σκηνή, όπου ζούσε αυτός ο τύπος βρισκόταν σε ένα λόφο. Περιτριγυριζόταν από φοινικιές, μπιγκόνιες, μπουκαμβίλιες, αναρριχητικά και μπρομέλιες και ήταν δύσκολο να δεις από εδώ την θάλασσα, παρόλο που ο ήχος της, δήλωνε ανεξαιρέτως την παρουσία της. Ο Νάτσο μπήκε στην σκηνή και απ’ έξω είδαμε να χαιρετά μια γυναίκα. Μετά βγήκε ξανά και χωρίς να εξηγήσει τίποτα, μας έκανε μια χειρονομία να τον ακολουθήσουμε. Κατεβήκαμε από ένα δρόμο και διασχίσαμε αυτό το φυσικό σύνορο, που χώριζε την περιοχή της σκηνής από την παραλία. Όταν βρεθήκαμε στην παραλία, καθίσαμε σε καρέκλες που υπήρχαν σε ένα κιόσκι. Ο ήλιος έλαμπε θυμωμένα, δεν ξέρω αν ήταν,  λόγω της λευκότητας της άμμου ή λόγω της κακίας με την οποία, τον αντανακλούσε το νερό. Η παραλία ήταν απλωμένη προς τις δυο πλευρές, σχετικά στενή και κρατούσε μια ανεξάντλητη γλύκα, που αναδιδόταν, υπέθεσα, από την λευκότητα της άμμου. Ο ουρανός ήταν καθαρός από σύννεφα, είχε ένα ουράνιο γαλάζιο, αψεγάδιαστο. Ο σαμάνος έκανε μπάνιο στην θάλασσα. Από μακριά, μπόρεσα να δω, ότι φορούσε άσπρα ρούχα και το σχήμα που είχαν τα μαλλιά και τα γένια του, εντελώς λευκά, αντανακλούσαν το νερό. Όταν αντιλήφθηκε την παρουσία μας, βγήκε από την θάλασσα. Κάθισε να μιλήσει μαζί μας έτσι, βρεμένος όπως βγήκε και μόνο λίγα λεπτά μετά, η γυναίκα, του έφερε μια πετσέτα. Πάντως, όλη την ώρα, έμεινε με βρεμένα τα ρούχα.

-          Τι σας έφερε σ’ αυτό το μέρος; - ρώτησε ο μπαμπάς.

-          Δεν το ξέρω και πολύ καλά – απάντησε -, ήθελα να φύγω από την Μπογκοτά και φτάσαμε ως εδώ, με μερικούς φίλους. Έμεινα, πάνε ήδη σαράντα τρία χρόνια. Για να είμαι ειλικρινής, έμεινα επειδή η Σιέρρα, μου έμαθε άλλες λέξεις, άλλους διαλόγους.

-          Πως κι έτσι; - ρώτησε ο μπαμπάς.

-          Ανακάλυψα, ότι μπορούσα να μιλήσω, με όλα τα πράγματα γύρω μου.

-          Δηλαδή, έπεφτε σύννεφο ο μπάφος – είπα εγώ και το μετάνιωσα, γιατί ο μπαμπάς με κοίταξε με μια κίνηση ολοκληρωτικής απόρριψης. Ωστόσο, ο σαμάνος και ο Νάτσο, γέλασαν, με αυτό που εγώ νόμισα ότι ήταν αυθάδες.

-          Όχι, είχα παρατήσει αυτά τα πράγματα, όταν στους περιπάτους μου κατά μήκος της Σιέρρα, ανακάλυψα ότι μπορούσα να μιλήσω με το σύμπαν. Μετά ήρθε η συνάντηση με τους ιθαγενείς. Μας πήρε χρόνια, για να μας αποδεχθούν, αλλά η ευτυχία που μας έδινε το μέρος, μας έκανε να περιμένουμε υπομονετικά, λοιπόν, ένας φίλος κι εγώ, γιατί ο άλλος γύρισε στους πέντε μήνες, κουρασμένος, από αυτό που εκείνος ονόμαζε η χωριατιά των ινδιάνων.

Μου ήταν δύσκολο να συνταυτιστώ σ’ αυτό το περιβάλλον, παρουσία του μπαμπά. Τα τελευταία χρόνια, οτιδήποτε είχε σχέση με τους ιθαγενείς, μεγεθυνόταν εκθετικά στο πανεπιστήμιο και μερικές φορές, περισσότερο γιατί το ήθελε η Λουΐζα, παρά εγώ, είχα πλησιάσει για να τους ακούσω. Αλλά το να βρίσκομαι μπροστά σ’ αυτήν την συνομιλία, με τον μπαμπά στο πλάι μου, ήταν πολύ παράξενο για μένα. Εκείνος ήταν πάντα, τόσο ορθολογιστής, που όλα αυτά έπρεπε να τον φέρνουν σε δύσκολη θέση. Ίσως είχα φανταστεί, ότι εκείνος θα απεχθάνονταν οποιαδήποτε από αυτές τις εκφράσεις, και δίσταζα να ξοδέψω χρόνο σε πράγματα άχρηστα. Όμως βρισκόμασταν και οι δυο εκεί, συνομιλώντας με εκείνον τον άνθρωπο, που έμοιαζε με Θιβετιανό  μοναχό, περισσότερο από ιθαγενή. Επιπλέον, η ψυχική μου διάθεση δεν βελτιώνονταν, ένιωθα απελπισμένος, ακόμη και ενώπιον αυτού του φανταστικού τοπίου. Και για να συμπληρωθεί η κατάσταση, έβλεπα στον πατέρα μου, το ίδιο βλέμμα, των πρώτων ημερών στην Santa Marta, αυτήν την ολοκληρωτική ανησυχία, που τον αποσυνέδεε απολύτως από αυτό που ονομάζουμε ζωή. Η στενοχώρια μου, αυξάνονταν, καθότι δεν ήξερα, που ήθελε, πραγματικά, να πάει ο μπαμπάς. Μέχρι πότε ήθελε να συνεχίσει να ταξιδεύει; Μέχρι πότε θα τον συνόδευα εγώ, σ’ αυτό το οδοιπορικό, υπόδουλος στις ενοχές μου;

Η επίσκεψη στον σαμάνο, δεν διήρκησε πολύ χρόνο. Συνομιλήσαμε για άλλα θέματα, πιο σχετικά με την συμβίωση του, με τους ιθαγενείς, η φυγή από την Σιέρρα, εξ’ αιτίας της βίας, και μας διηγήθηκε μερικά περιστατικά, που μας επέτρεψαν να καταλάβουμε, ότι αυτός ο άνθρωπος είχε εισχωρήσει βαθιά στην φύση. Μας είπε, επίσης, ότι δεν κολυμπούσε πια βαθιά στην θάλασσα, όπως έκανε χρόνια πριν, γιατί τον έπιανε ένας τρομερός φόβος. Από τότε που ζούσε μπροστά στην θάλασσα, κάθε πρωί έκανε μπάνιο με θαλασσινό νερό, αλλά ένα πρωί ένιωσε, ότι θα πέθαινε, πνιγμένος, σ’ αυτήν την ίδια θάλασσα, που τόσο τον είχε αγκαλιάσει.

-          Ήμουν στα άπατα και είχα χάσει την ελπίδα μου. Το ήξερα, στα σίγουρα, αν κάποιος απελπιστεί ή τρομάξει στην θάλασσα, πεθαίνει κι αυτό συνέβαινε, όταν με το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού ακούμπησα τον βυθό ξανά και με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια μπόρεσα να βγω.

Όταν αποχαιρετίστηκαν, μετά από μια μακριά βόλτα που έκαναν ο σαμάνος κι ο μπαμπάς στην παραλία, αγκαλιάστηκαν βαθιά, ένα σημάδι φιλίας, κάτι που ποτέ δεν είχα δει στον μπαμπά. Αυτό το είδος άνεσης, που είδα στον μπαμπά, σε ένα περιβάλλον που θεωρούσα απίστευτο γι’ αυτόν, έκανε τον φόβο μου να μεγαλώνει. Μου φάνηκε, ότι αυτό το ταξίδι, θα παρατείνονταν στο άπειρο. Ότι θα έχανα την δουλειά μου, την αρραβωνιαστικιά μου, την ζωή μου. Πόσο θα διαρκούσε η αρρώστια του πατέρα μου;

Με τα χρόνια, αναρωτήθηκα πολλές φορές σχετικά με την ζωή του πατέρα μου. Μετά το ταξίδι, γυρίσαμε στην Μπογκοτά. Εγώ στο σπίτι μου κι ο μπαμπάς στο δικό του. Η Λουΐζα, με περίμενε πάντα με την αγάπη της. Σε λίγες μέρες, ο μπαμπάς πέθανε. Πέρασα μαζί του πολύ καιρό τις τελευταίες μέρες. Ήταν εκπληκτική η ηρεμία που του είχε προσφέρει το ταξίδι μας. Μερικές φορές προσπαθώ να βάλω σε τάξη τα γεγονότα, τα συναισθήματα και τις θύμησες, που έχω από αυτούς τους μήνες, κατά τους οποίους προσπάθησα να συνοδεύσω τον μπαμπά μου, πριν πεθάνει. Ποτέ δεν κατάφερα να στήσω μια ιστορία, που να μου φανεί πραγματικά ξεκάθαρη. Έχω δυο εικόνες, που ποτέ δεν σβήνουν. Αρχικά, ο μπαμπάς μου και ο σαμάνος να περπατούν στην παραλία. Εγώ καθισμένος πολύ κοντά στην θάλασσα, βλέποντας τα κύματα να φτάνουν, με τέτοια οργισμένη δύναμη, που ο αφρός αποκτούσε ένα τόνο έντονα λευκό, όπως το διεισδυτικό χρώμα του χιονιού ή το ακτινοβόλο λαμπύρισμα της σελήνης. Οι δυο άντρες μακριά. Αδύνατοι κι οι δυο, με μακριά μαλλιά και μούσια, ο ένας, ο πατέρας μου, ασπρομάλλης, αλλά ποτέ τόσο λευκά όσο του σαμάνου. Παρόλο το παράλογο, που μου φαινόταν να βρίσκομαι σ’ αυτό το μέρος, κάτι ένωνε μέσα μου, αυτούς τους δυο άντρες, αν και τους ξεχώριζε η ελαφρότητα του ενός και η βαρύτητα του άλλου. Σκέφτομαι πολύ εκείνον τον διάλογο, για τον οποίο ποτέ δεν θα μάθω λεπτομέρειες.

Η δεύτερη εικόνα ήταν λίγα λεπτά αργότερα, όταν επιστρέφαμε στην Santa Marta. Ο μπαμπάς ζήτησε από τον Νάτσο να σταματήσει, γιατί ήθελε να δει τους κολπίσκους. Κατέβηκε από το αμάξι, εγώ τον ακολούθησα. Σταμάτησα στο πλάι του. Με εντυπωσίασε, η αβυσσαλέα αίσθηση, που μου προκάλεσε το τοπίο. Δεν ήμουν ικανός να κοιτάξω τον μπαμπά. Φοβόμουν, ότι για πρώτη φορά, από το πρώτο του τηλεφώνημα, θα λυνόμουν στο κλάμα, σαν παιδί, γιατί ένιωθα, ότι ο πατέρας μου είχε γυμνή την ψυχή του. Ακόμα ακούω τις λέξεις που μου είπε, όταν γύρισε και το βλέμμα μας συναντήθηκε, αυτή η αλλαγή πλάνων κι αυτή η φωνή με την βαθιά ηρεμία: «Γιέ μου, θέλω να γυρίσω στην Μπογκοτά αύριο κιόλας».

 

(*) Μάμπε είναι μια πράσινη σκόνη, προϊόν της σύνθλιψης των φύλλων της κόκας.

(**) Αναφέρεται στο Μακόντο, από το μυθιστόρημα Εκατό χρόνια μοναξιάς, του Márquez

(***) Απόδοση στα ελληνικά της λέξης Hate, είναι ένα είδος ιερέα των ιθαγενών της φυλής Cogui

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.