Σάββατο 27 Μαΐου 2017

CLARA OBLIGADO-Η γοργόνα



μια ιστορία με δυο όψεις... από εδώ

CLARA OBLIGADO

Ο ψαράς είχε βάλει στην προθήκη του μαγαζιού του μια γοργόνα μέσα σε μια ψαροκασέλα. Εκείνη, αδιάφορη από την οχλοβοή, μασούσε με τα κοφτερά της δοντάκια τα ασημένια ψάρια, που ο άντρας της πετούσε κάθε τόσο, ενώ διαλαλούσε: πάρτε, πάρτε μια γοργόνα, την μοναδική στην αγορά!
-Δεν ντρέπεται;- είπε μια γυναίκα-. Να πουλάει την καημενούλα!

-Πόσο το κιλό, αφεντικό;

-Την βάζω πιο φτηνά κι από τις σαρδέλες…

-Μαμά, μαμά πάρε μου αυτό το ψάρι!

Με πια προκλητική απρέπεια, η γοργόνα επιδείκνυε το θεϊκό της κορμί, ενώ άνοιγε το κέλυφος ενός λαχταριστού μυδιού: γυάλιζε η ασημένια ουρά, όπου επάνω της ανακατεύονταν τα λέπια με τα φύκια.

-Και γιατί την πουλάς;

-Δαγκώνει, μαμά;

-Με κούρασε πια: δεν κάνει τίποτα άλλο από το να τρώει, να μπανιάρεται και να κοιμάται. Και ούτε που μιλάει. Και τις νύχτες…

Η γοργόνα έριξε μια αδιάφορη ματιά. Δεν φαινόταν να είναι πάνω από δεκαπέντε χρόνων.

-Λοιπόν, θέλω την μισή: από την μέση κι απάνω.

-Από την πλευρά της γυναίκας , το κιλό είναι ακριβότερο. Κοιτάξτε, κοιτάξτε τι σώμα, τι πρόσωπο. Ο ψαράς ακόνιζε το μαχαίρι του.

-Μην γίνεσαι ζώο, μην μου πεις ότι σκέφτεσαι να την ακρωτηριάσεις;

-Είσαι γουρούνι, ένα κτήνος.

-Κυρίες, δρόμο από εδώ. Μου χαλάτε την δουλειά.

Τώρα η γοργόνα δάγκωνε ένα σολομό. Πάνω από το ξεσχισμένο κρέας, η ματιά της ηδονική παρατηρούσε τους αγοραστές, σαν να καταλάβαινε- μέσα στην απέραντη περιφρόνηση- την θεϊκή της υπεροχή. Ο ψαράς την κοίταξε και φάνηκε να ανταποκρίνεται.

-Εμπρός, φτάνει για σήμερα, δρόμο όλοι: δεν την πουλάω. Στο κάτω-κάτω της γραφής είναι γυναίκα μου.

-Ορίστε, παντρεύτηκε ένα ψάρι!

-Με μια μικρότερή του!

-Ακριβή τιμή για ψάρι. Θα έπρεπε να τον καταγγείλουμε.

Ξαπλωμένη επάνω στην διαφορετικότητά της, η γοργόνα τέντωσε το σώμα της, σαν να ήθελε να το προσφέρει σε όλους τους άντρες του κόσμου. Ξαφνικά, άρχισε να τραγουδάει. Φουρτούνιασε η θάλασσα, μια βαριά μυρωδιά διαπέρασε την αγορά, ταρακούνησε τις καρδιές και για μια στιγμή, όλοι οι άντρες την ποθήσανε. Η αγάπη της γοργόνας, ναυαγός στην αγκαλιά της! Αχ, η δίνη του νερού, το κύμα, ο πελώριος παφλασμός!

Ο ψαράς έκλεισε το μαγαζί και πριν καλά-καλά εξαφανιστεί πίσω από το μεταλλικό ρολό, ακούστηκε ένα μουγκρητό, το θορυβώδες πετάρισμα της ουράς ενός ψαριού, ένα ανακάτεμα από λέπια και υγρά λαχανιάσματα. Έπειτα, οι αναστεναγμοί του άντρα που έκαναν τα λάγνα φρούτα και τα κρέατα στις βιτρίνες των διπλανών μαγαζιών να ανατριχιάζουν. Στο τέλος κόπασε η παλίρροια,  σιωπή.

-Καημενούλα- είπε μια κυρία, καθώς απομακρύνονταν από εκεί, τραβώντας το καροτσάκι με τα ψώνια-: Να το κάνεις με ένα ζώο!

El pescadero exhibía una sirena dentro de una pecera. Ella, ajena al tumulto, masticaba con sus dientecillos afilados peces de plata que el hombre lanzaba de tanto en tanto al tiempo que gritaba: ¡compren, compren una sirena, la única en el mercado!
–No le da vergüenza? –dijo una mujer–. ¡Vender a esa pobre chica!
–¿A cuánto el kilo, jefe?
–Se la pongo más barata que las sardinas…
–¡Mamá, mamá cómprame ese pez!
Con displicente impudicia, la sirena exhibía su torso de diosa mientras abría las valvas de un marisco palpitante: brillaba la cola de plata donde un rebullir de escamas se entretejía con algas.
–¿Y por qué la vende?
–¿Muerde, mamá?
–Estoy cansado de ella: no hace más que comer, bañarse y dormir. Además, no habla. Y por las noches…
La sirena lanzó una mirada de indiferencia. No parecía tener más de quince años.
–Pues quiero la mitad: la de arriba.
–El kilo de mujer es más caro. Mire, mire qué cuerpo, qué cara. El pescadero afilaba su cuchilla.
–No sea animal, ¿no pensará mutilarla?
–Es usted un cerdo, una bestia.
–Señoras, largo de aquí. Me están estropeando el negocio.
Ahora la sirena mordisqueaba un salmón. Por encima de la carne desgarrada su mirada lasciva recorría a los compradores como si comprendiera –en su desdén infinito– su superioridad de diosa. El pescadero la miró y pareció reflexionar.
–Venga, basta por hoy, fuera todos: no la vendo. Al fin y al cabo, es mi mujer.
–¡Mira que casarse con un pez!
–¡Con una menor!
–Qué precio para el pescado. Habría que denunciarlo.
Tendida sobre el género, la sirena estiró su cuerpo como si quisiera ofrecerse a todos los hombres del mundo. De pronto, comenzó a cantar. Una batahola marina, casi un hedor, punzó el mercado, escoró en los corazones, y, por un momento, todos los hombres la desearon. ¡Amar a una sirena, naufragar en su abrazo! ¡Oh, el remolino, la ola, la intensa marejada!
El pescadero estaba cerrando la tienda y no bien desapareció tras el cierre de metal se oyó un bramido, el sonoro aletear de la cola de pescado, un rebullir de escamas y jadeos húmedos. Luego, suspiros de hombre que estremecían la promiscuidad de las frutas, las carnes exhibidas. Por fin, la pleamar del silencio.

–Pobre chica –dijo una señora mientras se alejaba del puesto arrastrando el carrito de la compra–: ¡Hacerlo con un animal!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.