μια ιστορία με δυο όψεις... από εδώ
CLARA OBLIGADO
Ο ψαράς είχε βάλει στην προθήκη του μαγαζιού του μια γοργόνα
μέσα σε μια ψαροκασέλα. Εκείνη, αδιάφορη από την οχλοβοή, μασούσε με τα κοφτερά
της δοντάκια τα ασημένια ψάρια, που ο άντρας της πετούσε κάθε τόσο, ενώ διαλαλούσε: πάρτε, πάρτε μια γοργόνα, την μοναδική στην αγορά!
-Δεν ντρέπεται;- είπε μια γυναίκα-. Να πουλάει την
καημενούλα!
-Πόσο το κιλό, αφεντικό;
-Την βάζω πιο φτηνά κι από τις σαρδέλες…
-Μαμά, μαμά πάρε μου αυτό το ψάρι!
Με πια προκλητική απρέπεια, η γοργόνα επιδείκνυε το θεϊκό
της κορμί, ενώ άνοιγε το κέλυφος ενός λαχταριστού μυδιού: γυάλιζε η ασημένια
ουρά, όπου επάνω της ανακατεύονταν τα λέπια με τα φύκια.
-Και γιατί την πουλάς;
-Δαγκώνει, μαμά;
-Με κούρασε πια: δεν κάνει τίποτα άλλο από το να τρώει, να
μπανιάρεται και να κοιμάται. Και ούτε που μιλάει. Και τις νύχτες…
Η γοργόνα έριξε μια αδιάφορη ματιά. Δεν φαινόταν να είναι
πάνω από δεκαπέντε χρόνων.
-Λοιπόν, θέλω την μισή: από την μέση κι απάνω.
-Από την πλευρά της γυναίκας , το κιλό είναι ακριβότερο.
Κοιτάξτε, κοιτάξτε τι σώμα, τι πρόσωπο. Ο ψαράς ακόνιζε το μαχαίρι του.
-Μην γίνεσαι ζώο, μην μου πεις ότι σκέφτεσαι να την ακρωτηριάσεις;
-Είσαι γουρούνι, ένα κτήνος.
-Κυρίες, δρόμο από εδώ. Μου χαλάτε την δουλειά.
Τώρα η γοργόνα δάγκωνε ένα σολομό. Πάνω από το ξεσχισμένο
κρέας, η ματιά της ηδονική παρατηρούσε τους αγοραστές, σαν να καταλάβαινε- μέσα
στην απέραντη περιφρόνηση- την θεϊκή της υπεροχή. Ο ψαράς την κοίταξε και
φάνηκε να ανταποκρίνεται.
-Εμπρός, φτάνει για σήμερα, δρόμο όλοι: δεν την πουλάω. Στο
κάτω-κάτω της γραφής είναι γυναίκα μου.
-Ορίστε, παντρεύτηκε ένα ψάρι!
-Με μια μικρότερή του!
-Ακριβή τιμή για ψάρι. Θα έπρεπε να τον καταγγείλουμε.
Ξαπλωμένη επάνω στην διαφορετικότητά της, η γοργόνα τέντωσε
το σώμα της, σαν να ήθελε να το προσφέρει σε όλους τους άντρες του κόσμου.
Ξαφνικά, άρχισε να τραγουδάει. Φουρτούνιασε η θάλασσα, μια βαριά μυρωδιά
διαπέρασε την αγορά, ταρακούνησε τις καρδιές και για μια στιγμή, όλοι οι άντρες
την ποθήσανε. Η αγάπη της γοργόνας, ναυαγός στην αγκαλιά της! Αχ, η δίνη του
νερού, το κύμα, ο πελώριος παφλασμός!
Ο ψαράς έκλεισε το μαγαζί και πριν καλά-καλά εξαφανιστεί
πίσω από το μεταλλικό ρολό, ακούστηκε ένα μουγκρητό, το θορυβώδες πετάρισμα της
ουράς ενός ψαριού, ένα ανακάτεμα από λέπια και υγρά λαχανιάσματα. Έπειτα, οι
αναστεναγμοί του άντρα που έκαναν τα λάγνα φρούτα και τα κρέατα στις βιτρίνες
των διπλανών μαγαζιών να ανατριχιάζουν. Στο τέλος κόπασε η παλίρροια, σιωπή.
-Καημενούλα- είπε μια κυρία, καθώς απομακρύνονταν από εκεί,
τραβώντας το καροτσάκι με τα ψώνια-: Να το κάνεις με ένα ζώο!
El pescadero
exhibía una sirena dentro de una pecera. Ella, ajena al tumulto, masticaba con
sus dientecillos afilados peces de plata que el hombre lanzaba de tanto en
tanto al tiempo que gritaba: ¡compren, compren una sirena, la única en el
mercado!
–No le da
vergüenza? –dijo una mujer–. ¡Vender a esa pobre chica!
–¿A cuánto el
kilo, jefe?
–Se la pongo más
barata que las sardinas…
–¡Mamá, mamá
cómprame ese pez!
Con displicente
impudicia, la sirena exhibía su torso de diosa mientras abría las valvas de un
marisco palpitante: brillaba la cola de plata donde un rebullir de escamas se
entretejía con algas.
–¿Y por qué la
vende?
–¿Muerde, mamá?
–Estoy cansado de
ella: no hace más que comer, bañarse y dormir. Además, no habla. Y por las
noches…
La sirena lanzó
una mirada de indiferencia. No parecía tener más de quince años.
–Pues quiero la
mitad: la de arriba.
–El kilo de mujer
es más caro. Mire, mire qué cuerpo, qué cara. El pescadero afilaba su cuchilla.
–No sea animal,
¿no pensará mutilarla?
–Es usted un
cerdo, una bestia.
–Señoras, largo
de aquí. Me están estropeando el negocio.
Ahora la sirena
mordisqueaba un salmón. Por encima de la carne desgarrada su mirada lasciva
recorría a los compradores como si comprendiera –en su desdén infinito– su
superioridad de diosa. El pescadero la miró y pareció reflexionar.
–Venga, basta por
hoy, fuera todos: no la vendo. Al fin y al cabo, es mi mujer.
–¡Mira que
casarse con un pez!
–¡Con una menor!
–Qué precio para
el pescado. Habría que denunciarlo.
Tendida sobre el
género, la sirena estiró su cuerpo como si quisiera ofrecerse a todos los
hombres del mundo. De pronto, comenzó a cantar. Una batahola marina, casi un
hedor, punzó el mercado, escoró en los corazones, y, por un momento, todos los
hombres la desearon. ¡Amar a una sirena, naufragar en su abrazo! ¡Oh, el
remolino, la ola, la intensa marejada!
El pescadero
estaba cerrando la tienda y no bien desapareció tras el cierre de metal se oyó
un bramido, el sonoro aletear de la cola de pescado, un rebullir de escamas y
jadeos húmedos. Luego, suspiros de hombre que estremecían la promiscuidad de
las frutas, las carnes exhibidas. Por fin, la pleamar del silencio.
–Pobre chica
–dijo una señora mientras se alejaba del puesto arrastrando el carrito de la
compra–: ¡Hacerlo con un animal!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.