Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017

Juan José Millás-Η αλήθεια

μια ιστορία καθημερινότητας, σαν χρονογράφημα... από εδώ

Juan José Millás-Η αλήθεια

Ξύπνησε χαράματα και παρέμεινε τυλιγμένος στα σεντόνια, χωρίς να ανοίξει το ραδιόφωνο, από φόβο μήπως ξυπνήσει την γυναίκα του. Τελικά, τα νεύρα του τον έσπρωξαν ως την κουζίνα, όπου συντονίστηκε με ένα ειδησεογραφικό σταθμό, οπότε και ενημερώθηκε για ένα κυκλώνα, ο οποίος ήταν η αιτία για πολλές καταστροφές στο Μαϊάμι. Δεν αναφέρθηκε ότι ήταν εκείνος μπλεγμένος, ούτε όμως και το αντίθετο, κι έτσι γύρισε στο κρεβάτι κάπως νευρικός και κοιμήθηκε για λίγο ακόμα, μέχρι που χτύπησε το ξυπνητήρι. Κατά την διάρκεια του πρωινού, η γυναίκα του τον ρώτησε, αν τον πονούσε ακόμα η πλάτη ή αν κάτι άλλο τον απασχολούσε. Αρνήθηκε με το κεφάλι του, ενώ  παρακολουθούσε τα πρωινάδικα, μήπως και το όνομα του εμφανιστεί πουθενά. Στο γραφείο πια, διάβασε προσεκτικά την εφημερίδα, ενώ την έκρυβε ανάμεσα στα πόδια του, χωρίς να προσέξει να τον έχουν αναφέρει πουθενά. Ωστόσο, στις έντεκα πήγε στην τουαλέτα, και με το κινητό του, που του είχαν δωρίσει στην γιορτή του πατέρα, τηλεφώνησε στην γραμματέα του Γκόμεθ ντε Λιάνιο, για να ρωτήσει αν ο δικαστής είχε ζητήσει να τον ανακρίνει. Του είπαν πως όχι. «Μπορώ τότε να φύγω από την Ισπανία;» επέμεινε ακριβώς την στιγμή που, απότομα, κατέβαζαν το ακουστικό από την άλλη πλευρά. Γύρισε στο γραφείο του με ύφος κυνηγημένου  και ομολόγησε στον συνάδελφό του τον φόβο του, ότι το όνομα του θα φιγουράριζε ανάμεσα στους διακόσιους φοροφυγάδες που θα απολάμβαναν την υποτιθέμενη φορολογική αμνηστία. «Αλλά, πόσα χρήματα κερδίζεις;» «Δεν ξέρω, κάπου ενάμιση χιλιάρικο μαζί με την γυναίκα μου τον μήνα.» Ο συνάδελφος τον έστειλε στον διάολο.

Το απόγευμα γύρισε στο σπίτι, ρώτησε αν ήρθε καμιά ειδοποίηση από το ανακριτικό της αστυνομίας ή αν κάποιος τους είχε απειλήσει.

Έστω και από το τηλέφωνο, αλλά όχι, όλα ήταν εντάξει. Πριν ξαπλώσει, ενώ βούρτσιζε τα δόντια, κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη και ήρθε αντιμέτωπος με την αλήθεια. «Θεέ μου», είπε, «είμαι ο κανένας».

Juan José Millás-La verdad
Se despertó de madrugada y permaneció encogido entre las sábanas, sin decidirse a poner la radio por miedo a despertar a su mujer. Finalmente, los nervios le empujaron a la de la cocina, donde sintonizó un programa de noticias por el que se enteró de que un tornado había causado grandes destrozos en Miami. No se dijo que él estuviera implicado, pero tampoco lo contrario, así que regresó a la cama algo nervioso y concilió un sueño breve, lleno de grumos, antes de que sonara el despertador. Durante el desayuno, su mujer le preguntó si volvía a dolerle la espalda o tenía alguna preocupación. El negó con la cabeza mientras escuchaba la primera tertulia de la mañana por si salía su nombre a relucir.Ya en la oficina, leyó atentamente el periódico disimulado entre las piernas, sin verse citado en ningún sitio. No obstante, a las once fue al cuarto de baño y con el móvil que le habían regalado el día del padre telefoneó a la secretaría de Gómez de Liaño para preguntar si el juez estaba interesado en interrogarle. Le dijeron que no. "¿Puedo salir de España entonces?", insistió al tiempo que cortaban bruscamente la comunicación al otro lado. Regresó al despacho con gesto huidizo y confesó a su compañero de mesa que tenía miedo de que su nombre figurara entre los 200 expedientes de la supuesta amnistía fiscal. "Pero ¿cuánto dinero ganas?". "No sé, entre mi mujer y yo no llega a tres millones y medio al año". Su compañero le mandó a la mierda y eso fue todo.



Por la tarde, al volver a casa, preguntó si había llegado alguna, notificación del juzgado de guardia o si alguien les había amenazado.


Por teléfono, pero no, todo estaba en orden. Antes de acostarse, mientras se cepillaba lo s dientes, se contempló en el espejo enfrentándose al fin a la verdad. "Dios mío", se dijo, "no soy nadie".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.