Adela Fernández-Κορδέλιες

 

Adela Fernández-Κορδέλιες

Πρόλογος του μεταφραστή

 


     Η μεξικανή συγγραφέας Adela Fernández (1942-2013), κόρη του σκηνοθέτη και ηθοποιού Emilio Fernández, αγωνίστηκε μέσα από τα έργα της, για να διαδώσει την κουλτούρα της χώρας της και ιδιαίτερα των ιθαγενών της περιοχής σε ζητήματα ταυτότητας. Η σεξουαλική της ταυτότητα -ήταν λεσβία- την έφερε σε σύγκρουση με τον πατέρα της, απομακρύνθηκε από το οικογενειακό περιβάλλον και επέστρεψε σε αυτό μετά τον θάνατο του.

Στο διήγημα Κορδέλιες, το φανταστικό λειτουργεί ως ένας μηχανισμός που πυροδοτεί μια αλληλουχία γεγονότων και φέρνει τους ανθρώπους αντιμέτωπους με την ίδια την αντίληψη τους για τον κόσμο. Η λαϊκή κουλτούρα, την στιγμή που αφομοιώνει το εξωτικό- την πραμάτεια του Άραβα- και  ο επαρχιωτισμός. Από την μια μεριά, ο φόβος για το άγνωστο που χτίζει τοίχους, αλλά από την άλλη,  η ανιδιοτελής αγάπη, η μητρότητα, το δόσιμο.

Ο αφηγητής, ένα μικρό παιδί, περιγράφει τα γεγονότα με μια αντικειμενικότητα συνειδητοποιημένου ενήλικα, ίσως γιατί ακόμα δεν έχει «εμπλακεί» στους διαχωριστικούς φράχτες που βάζει η κοινωνία.

Η φύση είναι καταδικασμένη και προγραμματισμένη να πολλαπλασιάζει τον εαυτό της. Έγραψε ο Jorge Luís Borges: «Οι καθρέφτες και το γαμήσι είναι απαίσια, γιατί πολλαπλασιάζουν τον αριθμό των ανθρώπων».

Το διήγημα που ανήκει στην συλλογή Duermevelas, εκδόθηκε το 2009, από τον εκδοτικό οίκο Campana.

Μετάφραση Μάρκος Γκανής

Φλεβάρης 2024


     Ο Άραβας έφτασε στο χωριό μας με το μπλε φορτηγάκι του να σκαμπανεβάζει στην πέτρινη ρούγα και κοιτάζοντας με θυμό το γυμνό τοπίο. Στην αποθήκη του Λουσιάνο ξεφόρτωσε είκοσι ξύλινα καφάσια γεμάτα φρούτα και λαχανικά, τροφές πολύτιμες στην δική μας άκαρπη γη. Μόλις έφυγε, μαζεύτηκαν όλες οι γυναίκες, έτοιμες να αγοράσουν την πραμάτεια. Ο δον Λουσιάνο, θολωμένος, προσπαθούσε να τις καλμάρει, ενώ με το σφυρί ξεσκάλωνε τις τάβλες, αφήνοντας στην λαίμαργη θέα εκείνα τα φρούτα και τα χορταρικά με τα συναρπαστικά χρώματα. Με τόσα μπουκέτα αρωματικών φυτών, το περιβάλλον είχε γίνει μεθυστικό. Τα παιδιά περιμέναμε με αγωνία να μας πετάξει ο βοηθός του δον Λουσιάνο, εκείνα τα φρούτα, τα πειραγμένα, που θα σάπιζαν.

     Ο σαματάς μετατράπηκε σε ξαφνική σιωπή, όταν με το άνοιγμα του ενός από τα καφάσια, τα εμβρόντητα μάτια, είδαν μέσα σε αυτό, κουλουριασμένο βασανιστικά στον στενό χώρο, ένα κορίτσι τριών ετών. Το έβγαλαν και άρχισε να κλαίει, λόγω του ότι τα μέλη του ήταν μουδιασμένα και εξ’ αιτίας του πανικού που το περιέβαλλε. Το έτριψαν, του έδωσαν λίγο χλιαρό νερό και μια μπουκίτσα ψωμί για να τραβήξει τα στομαχικά οξέα, που παρήγαγε ο φόβος. Υπήρξαν αισθήματα συμπόνιας, έγιναν υποθέσεις, σκαρφίστηκαν ιστορίες, σχετικά με την προέλευση του: αν ο Άραβας το είχε κλέψει και το άφησε εκεί κατά λάθος· μήπως εκείνος δεν ήξερε τίποτα και κάποιος το πέταξε στο καφάσι για να το ξεφορτωθεί·  μήπως τα αραποσίτια είχαν μετατραπεί σε ένα κορίτσι, κόρη της θεότητας του καλαμποκιού και που θα έπρεπε να λατρεύεται σαν θεά· κι ακόμα μήπως ήταν ο ίδιος ο διαβολάκος, που έχοντας την όψη της αθωότητας, είχε φτάσει στο χωριό για να εξαπολύσει το κακό και μια αλληλουχία τραγωδιών.

     Πήγε η μάνα μου, η οποία επέμεινε να σταματήσουν τις βλακείες και ότι η περίπτωση ήταν καθαρή και απλή, τίποτα περισσότερο από ένα εγκαταλελειμμένο κορίτσι, μια απόδειξη ανευθυνότητας ή μιας άκαρδης πράξης. Συγκινημένη, η μάνα μου, αποφάσισε να την φέρει στο σπίτι, μέχρι να γυρίσει ο Άραβας για να ξεκαθαρίσει μαζί του τα πράγματα, αλλά ο μανάβης δεν γύρισε ποτέ στο χωριό και εκείνη έπρεπε να αναλάβει το κορίτσι, μια υιοθεσία, που ναι μεν ήταν επιτακτική, δεν της έλειπε όμως η ελεημοσύνη. Η μάνα μου, απαίτησε από μένα να της φέρομαι ως αδελφή και της έδωσε το όνομα Κορδέλια. Η μικρή αυτή ήρθε για να σπάσει την ανία μου, ως μοναχογιού, και γρήγορα συνήθισα να μοιράζομαι τα παιχνίδια, τους φανταστικούς διαλόγους και τις ασήμαντες αντιδικίες.

     Ο κόσμος του χωριού συνέχισε να εφευρίσκει πιθανές ιστορίες, σχετικά με την ταυτότητα της, γι’ αυτό και η μάνα μου προτίμησε να μην βγαίνει η Κορδέλια από το σπίτι, γλυτώνοντας την από τα μαζικά κουτσομπολιά. Με την ελπίδα να ξεχάσει την ορφάνια της, της έδωσε τόση στοργή, όση πάλλονταν στην καρδιά της, σε βαθμό που να την κακομαθαίνει  περισσότερο από μένα. Ήταν η φυσική γοητεία της Κορδέλια, αυτό που με εμπόδιζε να νιώσω ζήλεια.

     Όταν το ζήτημα εξαντλήθηκε και όλοι κατέληξαν να αδιαφορούν για το κορίτσι που μαζέψαμε, η μάνα μου άρχισε να την παίρνει στην αγορά και στην εκκλησία. Την μέρα που πήγαν να φέρουν νερό από την πηγή, η Κορδέλια ξαφνιάστηκε με το που είδε για πρώτη φορά το πρόσωπο της να καθρεφτίζεται και άρχισε να μιλάει μόνη της. Ήταν έτοιμες να γυρίσουν στο σπίτι, όταν από την πηγή βγήκε η αντανάκλαση και απέκτησε σώμα και ψυχή. Η μάνα μου προσποιήθηκε ότι δεν αισθάνθηκε έκπληξη και μπροστά στα άναυδα μάτια των νεροκουβαλητών, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, πήρε τα κορίτσια από το χέρι και ξεκίνησε τον δρόμο της επιστροφής. Η μάνα μου έφτασε στο σπίτι με δυο Κορδέλιες, με την μια εξ’ αυτών μουσκεμένη. Τα μουρμουρητά άρχισαν ξανά και έπρεπε να ξεπεράσουμε τις κακολογίες.

     Σε μια άλλη περίπτωση, στην επίσκεψη στο σπίτι της Ορτένσια, της μοδίστρας, τα κορίτσια δοκίμαζαν μπροστά στον καθρέφτη τα καινούργια φορέματα τους και με γέλια και χειρονομίες ενθουσιασμού, μοιράζονταν με τα είδωλα τους την ευτυχία του να τα φορά κανείς για πρώτη φορά. Η μάνα μου πλήρωσε την αξία των ραφτικών στην μοδίστρα και την αποχαιρέτησε ικανοποιημένη, επειδή μπόρεσε να ντύσει τις δυο κόρες που απέκτησε με την χάρη του Θεού. Με την ταχύτητα του φωτός, από τον καθρέφτη βγήκαν οι αντανακλάσεις και αφού απέκτησαν σώμα και ψυχή, έτρεξαν να την αγκαλιάσουν. Αυτήν την φορά, η μάνα μου γύρισε στο σπίτι με τέσσερις Κορδέλιες.

     Το επόμενο πρωί, με το που ξεκίνησε η μέρα, ο κόσμος συγκεντρώθηκε στην αυλή της εκκλησίας, για να επιχειρηματολογήσει, σχετικά με το ζήτημα. Ποτέ πριν, η φαντασία των ανθρώπων δεν είχε κάνει τόσες υποθέσεις και δεν είχε τόσες επιφυλάξεις, σχετικά με το μυστήριο της Κορδέλια και θέλησαν να μελετήσουν το φαινόμενο του πολλαπλασιασμού της, όλοι μαζί και κάτω από την προστασία του Θεού.

     Διάφορες γυναίκες, ανακατωσούρες εκ πεποιθήσεως, μπήκαν στο σπίτι και με την βία πήραν την μητέρα μου και τις τέσσερις Κορδέλιες. Στην αυλή της εκκλησίας είχαν βάλει έναν τεράστιο και παλιό καθρέφτη, μπροστά στον οποίο εξέθεσαν τα κορίτσια. Οι αντανακλάσεις απέκτησαν δική τους ζωή κι όταν ήταν έτοιμες να βγουν από την επιφάνεια, ο δον Λουσιάνο, τρομαγμένος, έριξε μια πέτρα, σπάζοντας τον σε κομμάτια που διασκορπίστηκαν στο πλακόστρωτο. Ξεχύθηκαν τόσες Κορδέλιες, όσα και τα θραύσματα του κρυστάλλου. Ο πανικός επεκτάθηκε στους ανθρώπους, που πήγαν να βρουν καταφύγιο στα σπίτια τους. Η μάνα μου βρήκε το κουράγιο να προστατεύσει όλες τις κόρες της, αφού πριν ζήτησε από τους γείτονες να απαλλαγούν από τους καθρέφτες τους.

     Κανείς δεν τόλμησε να σπάσει τους καθρέφτες, λόγω του κινδύνου που αυτό αντιπροσώπευε. Σαν μια λύση, καταπιάστηκαν να τους βάψουν μαύρους και κάποιοι, οι περισσότερο φοβισμένοι, προτίμησαν να τους θάψουν.

     Στην θέση των κρυστάλλων υπάρχουν σκούρα ξύλα στα παράθυρα. Όλες οι στέρνες είναι σκεπασμένες και επιπλέον έχτισαν ένα θόλο επάνω από την πηγή από την οποία προμηθεύονται νερό με ένα μηχανισμό. Ο κόσμος παίρνει το υγρό με προσοχή και σκεπάζει τα ποτήρια και τις κατσαρόλες με μαύρα πανιά.

     Οι Κορδέλιες, από την πλευρά τους, τριγυρίζουν παντού, ανασκαλεύοντας την γη, στην απελπισμένη προσπάθεια τους να βρουν κάποιον καθρέφτη, για να μπορέσουν να συνεχίσουν με την αναπαραγωγή τους είδους τους.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: