Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

ROBERTO JUARROZ (Κατακόρυφη ποίηση X, 44)

 


ROBERTO JUARROZ (POESÍA VERTICAL X, 44)

Γυρίζω προς την πλευρά σου,

στο κρεβάτι ή στην ζωή,

και βρίσκω ότι είσαι φτιαγμένη από το αδύνατο.

Γυρνάω τότε προς τα μένα

και συναντάω το ίδιο.

Είναι γι’ αυτό,

παρόλο που αγαπιόμαστε όσο είναι δυνατό,

καταλήγουμε να το φυλακίσουμε σε ένα κουτί,

για να μην ενοχλεί άλλο αυτό το αδύνατο,

χωρίς το οποίο δεν μπορούμε να συνεχίσουμε μαζί.


(POESÍA VERTICAL X, 44)

 Me doy vuelta hacia tu lado,

en el lecho o la vida,

y encuentro que estás hecha de imposible.

 

Me vuelvo entonces hacia mí

y hallo la misma cosa.

 

Es por eso

que aunque amemos lo posible,

terminaremos por encerrarlo en una caja,

para que no estorbe más a este imposible

sin el cual no podemos seguir juntos.

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Eduardo Galeano-Άγια Νύχτα

 

... από εδώ

Eduardo Galeano-Άγια Νύχτα

Ο Φερνάρντο Σίλβα διευθύνει το Νοσοκομείο Παίδων στην Μανάγουα.

Την παραμονή των Χριστουγέννων, παρέμεινε στην δουλειά μέχρι αργά. Ήδη άρχισαν να ακούγονται τα βαρελότα και τα πυροτεχνήματα, όταν ο Φερνάρντο αποφάσισε να φύγει. Στο σπίτι, τον περίμεναν για την γιορτή. Έκανε μια τελευταία επιθεώρηση στους θαλάμους, για να δει αν όλα ήταν εντάξει, όταν ένιωσε βήματα να τον ακολουθούν. Βήματα από βαμβάκι: γύρισε και ανακάλυψε ένα από τα άρρωστα παιδάκια να περπατάει πίσω του. Στο ημίφως, το αναγνώρισε. Ήταν ένα παιδί μόνο του. Ο Φερνάρντο αναγνώρισε στο πρόσωπό του, το σημάδι του θανάτου και εκείνα τα μάτια που ζητούσαν συγγνώμη ή ίσως ζητούσαν την άδεια.

Ο Φερνάρντο πλησίασε και το παιδί τον άγγιξε με το χέρι:

-          Πείτε σε … - ψιθύρισε το παιδί -. Πείτε σε κάποιον, ότι εγώ είμαι εδώ.

Nochebuena. Eduardo Galeano.

Fernando Silva dirige el hospital de niños, en Managua.

En vísperas de Navidad, se quedó trabajando hasta muy tarde. Ya estaban sonando los cohetes, y empezaban los fuegos artificiales a iluminar el cielo, cuando Fernando decidió marcharse. En su casa lo esperaban para festejar. Hizo una última recorrida por las salas, viendo si todo quedaba en orden, y en eso estaba cuando sintió que unos pasos lo seguían. Unos pasos de algodón: se volvió y descubrió que uno de los enfermitos le andaba detrás. En la penumbra, lo reconoció. Era un niño que estaba solo. Fernando reconoció su cara ya marcada por la muerte y esos ojos que pedían disculpas o quizá pedía permiso.

Fernando se acercó y el niño lo rozó con la mano:

–Decile a… –susurró el niño–. Decile a alguien, que yo estoy aquí.

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

Eduardo Galeano-Diego Armando Maradona

 


Κανένας φτασμένος ποδοσφαιριστής δεν κατήγγειλε, έξω από τα δόντια, τα αφεντικά της μπίζνας, που λέγεται ποδόσφαιρο. Ήταν ο πιο διάσημος και ο πιο δημοφιλής αθλητής όλων των εποχών, που πάλεψε για τους λιγότερο δημοφιλείς και άσημους ποδοσφαιριστές. Αυτός,  ένα είδωλο  γενναιοδωρίας και  αλληλεγγύης, ήταν ικανός να εκτελέσει, μέσα σε πέντε μόνο λεπτά, τα δυο περισσότερο αντιφατικά γκολ, της ιστορίας του ποδοσφαίρου. Οι οπαδοί του, τον σέβονται και για τα δυο: όχι μόνο ήταν άξιο θαυμασμού, το καλλιτεχνικό του γκολ, το σχεδιασμένο από τα διαβολικά πόδια του, αλλά ίσως περισσότερο, το γκολ του κλέφτη, αυτό που έκλεψε με το χέρι του. Ο Ντιέγο Αρμάντο Μαραντόνα λατρεύτηκε, όχι μόνο για τις ιδιοφυείς επινοήσεις του, αλλά επίσης γιατί ήταν ένας βρώμικος θεός, αμαρτωλός, ο πιο ανθρώπινος από τους θεούς. Ο καθένας μπορεί να αναγνωρίσει επάνω του, μια αφθονία από ανθρώπινες αδυναμίες, τουλάχιστον αρσενικές: γυναικάς, φαγάς, μέθυσος, κατεργάρης, ψεύτης, φανφαρόνος, ανεύθυνος. Αλλά οι θεοί δεν βγαίνουν στην σύνταξη, όσο ανθρώπινοι κι αν είναι. Εκείνος, ποτέ δεν μπόρεσε να επιστρέψει στο ανώνυμο πλήθος από το οποίο προήλθε. Η φήμη που τον έσωσε από την μιζέρια, τον φυλάκισε.

Ο Μαραντόνα ήταν καταδικασμένος να γίνει ο Μαραντόνα, υποχρεωμένος να είναι το αστέρι κάθε γιορτής, το μωρό σε κάθε βάφτιση, ο πεθαμένος σε κάθε κηδεία. Πιο καταστροφική κι από την κοκαΐνη είναι η επιτυχίνη. Καμιά εξέταση ούρων ή αίματος δεν αποκαλύπτει αυτήν την ντρόγκα.  

Όταν το 2015, «το 10άρι», έμαθε για τον θάνατο του Galeano, του αφιέρωσε αυτό το θερμό μήνυμα:

«Ευχαριστώ που πάλεψες σαν 5αρι στο κέντρο του γηπέδου κι έβαλες στους ισχυρούς γκολ, σαν να ήσουν 10αρι. Σευχαριστώ επίσης που με κατάλαβες. Ευχαριστώ, Eduardo Galeano. Στην ομάδα λείπουν πολλοί σαν κι εσένα. Θα μου λείψεις.»

"Ningún futbolista consagrado había denunciado sin pelos en la lengua a los amos del negocio del fútbol. Fue el deportista más famoso y más popular de todos los tiempos quien rompió lanzas en defensa de los jugadores que no eran famosos ni populares. Este ídolo generoso y solidario había sido capaz de cometer, en apenas cinco minutos, los dos goles más contradictorios de toda la historia del fútbol. Sus devotos lo veneraban por los dos: no sólo era digno de admiración el gol del artista, bordado por las diabluras de sus piernas, sino también, y quizá más, el gol del ladrón, que su mano robó. Diego Armando Maradona fue adorado no sólo por sus prodigiosos malabarismos sino también porque era un dios sucio, pecador, el más humano de los dioses. Cualquiera podía reconocer en él una síntesis ambulante de las debilidades humanas, o al menos masculinas: mujeriego, tragón, borrachín, tramposo, mentiroso, fanfarrón, irresponsable. Pero los dioses no se jubilan, por humanos que sean. Él nunca pudo regresar a la anónima multitud de donde venía. La fama, que lo había salvado de la miseria, lo hizo prisionero.

 

Maradona fue condenado a creerse Maradona y obligado a ser la estrella de cada fiesta, el bebé de cada bautismo, el muerto de cada velorio. Más devastadora que la cocaína es la exitoína. Los análisis, de orina o de sangre, no delatan esta droga".

 

En 2015 cuando “el 10” supo que Galeano había muerto le dedicó un cálido mensaje: “Gracias por luchar como un 5 en la mitad de la cancha y por meterles goles a los poderosos como un 10. Gracias por entenderme, también. Gracias, Eduardo Galeano: en el equipo hacen falta muchos como vos. Te voy a extrañar”.

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2020

Paola Tena-Εκπτώσεις

 ...κανόνες προσφοράς...και ζήτησης... από εδώ


 



Paola Tena-Εκπτώσεις

Άρχισαν οι εκπτώσεις. Είδα κάτι που μου άρεσε κρεμασμένο σε μια κρεμάστρα, αλλά με πρόλαβε μια άλλη γυναίκα και το άρπαξε από το μανίκι. Το πήγε στο δοκιμαστήριο και την περίμενα απ’ έξω, σκεφτόμενη, ότι αν δεν της αρέσει, θα το αφήσει εκεί. «Θα το πάρετε;» την ρώτησα, όταν βγήκε. «Ναι», μου απάντησε με ένα τόνο αγένειας. Έτσι είναι οι εκπτώσεις, μονολόγησα, προσπαθώντας να με παρηγορήσω, όποιος το δει πρώτος… Μερικούς μήνες μετά, ξαναπήγα στο κατάστημα, ψάχνοντας τα υπόλοιπα του χειμώνα. Το ξαναείδα εκεί, να κρέμεται πάλι από την κρεμάστρα, το δίχως άλλο η γυναίκα θα το είχε επιστρέψει. Ο άντρας με κοίταξε με ματάκια παρακλητικά, σαν να ζητούσε «πάρε με», αλλά δεν ξέρω, «να είμαι παράξενη;» τώρα που κανείς δεν τον θέλει, δεν μου φαίνεται τόσο ελκυστικός.

Rebajas

de Paola Tena

Empezaron las rebajas. Vi el que me gustaba colgando de una percha pero otra mujer se me adelantó y lo aferró de una manga. Se lo llevó al probador y la esperé por fuera, pensando que si no le gustaba lo dejaría por allí. “¿Se lo lleva?”, le pregunté cuando la vi salir. “Sí”, me contestó con un tonito engreído. Así son las rebajas, me dije intentando consolarme, quien lo ve primero… Meses después volví a la tienda, buscando los saldos de invierno. Lo vi ahí, otra vez en la percha; la mujer lo había devuelto después de todo. El hombre me miró con ojitos esperanzados, como pidiendo “llévame a mí”, pero no sé, ¿seré rara?, ahora que nadie lo quiere ya no me resulta tan atractivo

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Fernando Iwasaki-Το σκοτεινό δωμάτιο

 


...αθώος, κύριε Πρόεδρε... από εδώ

Fernando Iwasaki-Το σκοτεινό δωμάτιο

Πριν λίγο είχα έναν φοβερό εφιάλτη.  Ονειρεύτηκα, ότι η μητέρα Ντολόρες, μου έβαζε να λύσω κάτι μακροσκελείς προσθαφαιρέσεις, τις οποίες ποτέ δεν κατάφερνα. Προσέθετα την μια στήλη και ξεχνούσα το αποτέλεσμα, έτσι έπρεπε να αρχίσω πάλι από την αρχή, ενώ τα μάτια της μητέρας Ντολόρες κοκκίνιζαν, όπως αυτά στα τέρατα των κινουμένων σχεδίων. Όταν έβαλα τα κλάματα, η μητέρα, με άρπαξε από τα αυτιά και γελώντας τρανταχτά, σαν μάγισσα, με κλείδωσε στο σκοτεινό δωμάτιο, μέχρι την επόμενη μέρα.

Η γυναίκα μου δεν με πιστεύει και θέλει να ξέρει, που πέρασα την νύχτα.

 

El cuarto oscuro. Fernando Iwasaki.

Hace poco tuve una pesadilla terrible. Soñé que la madre Dolores me ponía unas cuentas larguísimas que nunca me salían. Sumaba una columna y me olvidaba cuánto llevaba, y tenía que empezar de nuevo y los ojos de la madre Dolores se ponían rojos como los de los monstruos de los dibujos. Como me puse a llorar, la madre me cogió de las orejas y con su carcajada de bruja me encerró en el cuarto oscuro hasta el día siguiente.

Mi esposa no me cree y quiere saber dónde estuve toda la noche.

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2020

Jesús Alonso- Πάντα υπάρχει μια δικαιολογία για να πιεις

 


... καλά ξηγήθηκε... από εδώ

Jesús Alonso- Πάντα υπάρχει μια δικαιολογία για να πιεις

Αγόρασα μια μπάρα από αυτές που έχουν στα μπαρ, γιατί δεν ήθελα βγω έξω για ποτό. Με το που την μοντάρισα, κάθισα από την μια μεριά της μπάρας και παρήγγειλα μια μπύρα. Πήγα από την άλλη πλευρά και ρώτησα: «Με αλκοόλ ή χωρίς;» Άλλαξα ξανά θέση και απάντησα: «Με αλκοόλ, ηλίθιε!». «Ηλίθιος είσαι και φαίνεσαι!» μου απάντησα. «Εμένα κανένας δε μου έχει συμπεριφερθεί με τέτοιο τρόπο» είπα «θα πάω σε άλλο μπαρ». Βγήκα χτυπώντας δυνατά την πόρτα. Κι έμεινε ο άλλος μόνος του στο σκατομαγάγαζό του..

Siempre hay una disculpa para beber. Jesús Alonso.

Me compré una barra de bar porque quería dejar de salir a beber por ahí. Nada más montarla, me puse a un lado de la barra y pedí una cerveza. Fui al otro lado y pregunté: “¿Con alcohol o sin alcohol?”. Me cambié otra vez de sitio y contesté: “¡Con alcohol, imbécil!”. “¡Imbécil será usted!”, me respondí. “A mí nadie me trata así”, contesté, “me voy a otro bar.” Al salir di un portazo. Y allí se quedó el otro con su mierda de negocio.

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2020

Juan José Millás-Το βιβλίο

 




...χαμένοι στην διάσταση... από εδώ

Το βιβλίο μοιάζει με μια μαύρη τρύπα, η έλξη της οποίας είναι τέτοια που απορροφά και παραμορφώνει, οτιδήποτε το πλησιάζει, συμπεριλαμβανομένων του χρόνου και του χώρου. Λοιπόν, είναι μάλλον οκτώ το πρωί και εσύ πηγαίνεις με το λεωφορείο στο γραφείο, όμως απότομα έλκεσαι από αυτήν την βαρυτική δύναμη που ονομάζεται βιβλίο και το οποίο κρατάς στο χέρι ή βρίσκεται μέσα στην τσάντα σου και εμφανίζεσαι σε ένα διαφορετικό σκηνικό, ταυτισμένος, για παράδειγμα, με κάποιον ο οποίος πλένει τα ματωμένα χέρια του σε ένα νεροχύτη γαλλικής κουζίνας, ενώ στο υπνοδωμάτιο του ιδίου σπιτιού, έχει αρχίσει να κρυώνει ένα πτώμα. Και δεν είναι οκτώ το πρωί, αλλά δέκα την νύχτα. Και δεν είναι άνοιξη, αλλά χειμώνας. Και εσύ δεν είσαι αυτό το υποκείμενο χωρίς παρελθόν, που τώρα κατεβαίνει από το λεωφορείο, αλλά εκείνος ο άλλος, ο οποίος αφού σβήσει τα δακτυλικά αποτυπώματα από το ποτήρι του κονιάκ, βάζει ένα σκούρο παλτό και δραπετεύει από τις σκάλες.

Τελειώνει το μυθιστόρημα, πάει  η ευχαρίστηση και για άλλη μια φορά είναι η ώρα να χτυπήσεις κάρτα, λοιπόν χτυπάς κάρτα και μπαίνεις στο γραφείο, όπου μετακινείς χαρτιά από το ένα σημείο στο άλλο ή σηκώνεις το τηλέφωνο με την αποτελεσματικότητα και την βαρεμάρα όπως κάνεις πάντα. Επιστρέφεις, τελικά, στην διάστασή σου, χωρίς κανείς να καταλάβει ποιος ήσουν. Αν οι συνάδελφοί σου ήξεραν,  ότι αντί να έρθεις στο γραφείο από το σπίτι σου, όπως υποθέτουν, αλλά ότι έρχεσαι από μια γαλλική κουζίνα, στον νεροχύτη της οποίας, έπλυνες τα ματωμένα χέρια σου, θα τρομοκρατούνταν. Στην πραγματικότητα, ίσως δεν είσαι ο ίδιος τώρα με αυτόν που ήσουν πριν διαβάσεις το βιβλίο. Μέσα στο αίμα σου κυλά η υπόθεση, λυπητερή ή χαρούμενη, που υπήρχε στο βιβλίο, με τον ίδιο τρόπο που οι εξερευνητές γυρίζουν με μαλάρια από την Αφρική ή με λέπρα από το Μολοκάι.

Υπάρχουν περισσότερα βιβλία από παραλίες και σ' αυτά βρίσκεται η σκοτεινή ύλη, την οποία οι φυσικοί ψάχνουν στα αστέρια. Αν διάβασες το μυθιστόρημα του τύπου, ο οποίος ξεπλένει το αίμα από τα χέρια του, θα είσαι για πάντα αυτός ο τύπος, πάντα, χωρίς όμως να σταματήσεις να είσαι εσύ και αυτό είναι τώρα το πιο εκπληκτικό, χωρίς να σταματήσεις ταυτόχρονα να είσαι το πτώμα, που άρχισε να κρυώνει, όταν κατέβαινες από το λεωφορείο. Αυθεντική σκοτεινή ύλη, αόρατη λοιπόν, όπως η συνείδηση, αλλά υπαρκτή όπως το αφεντικό σου.

El libro. Juan José Millás.
El libro se parece a un agujero negro cuya atracción es tal que absorbe y distorsiona todo lo que sucede cerca de él, incluidos el tiempo y el espacio. De manera que a lo mejor son las ocho de la mañana y tú vas en el autobús a la oficina, pero de súbito eres arrebatado por esa masa gravitatoria llamada libro, que llevabas en la mano o en el bolso, y apareces en un escenario diferente, identificado, por ejemplo, con un individuo que se lava las manos llenas de sangre en la pila de una cocina francesa, mientras en el dormitorio de esa misma casa ha empezado a enfriarse un cadáver. Y no son las ocho de la mañana, sino las diez de la noche. Y no es primavera, sino invierno. Y tú no eres ese sujeto sin pasado que ahora se baja del autobús, sino ese otro que, después de borrar las huellas dactilares de las copas de coñac, se pone un abrigo oscuro y huye escaleras abajo.
Al cerrar la novela cesa la atracción, y es, una vez más, la hora de fichar, así que fichas y entras en la oficina, donde mueves los papeles de un lado a otro o atiendes el teléfono con la eficacia o la pereza de siempre. Has vuelto a tu dimensión, en fin, sin que nadie se diera cuenta de que te habías ido. Si tus compañeros supieran que en lugar de venir de casa, como procede, vienes de una cocina francesa en cuya pila te has lavado las manos llenas de sangre, se quedarían espantados. De hecho, quizá no seas el mismo ahora que antes de haber leído el libro. Por tu sangre discurre el argumento desdichado o feliz que estaba en la novela, del mismo modo que los exploradores vuelven con malarias de África o de Molokai con lepra.
Hay más libros que playas, y en ellos está contenida la materia oscura que los físicos buscan en las estrellas. Si has leído la novela del individuo que se quita la sangre de las manos, ya siempre serás ese individuo, siempre, sin dejar de ser tú y, lo que es más sorprendente todavía, sin dejar de ser al mismo tiempo el cadáver que comenzaba a enfriarse cuando descendiste del autobús. Pura materia oscura, pues, invisible, como la conciencia, pero real como tu jefe.

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

Mar Horno García-Το χάσιμο του μυαλού

 

                                                                foto από εδώ

... έτσι... για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους... από εδώ

Mar Horno García-Το χάσιμο του μυαλού

Κάποιο πρωί, πήγα τις τσάντες στο σχολείο, αφήνοντας τα παιδιά κρεμασμένα στην καλόγερο. Εξέθεσα στην συγκέντρωση των επενδυτών μια λεπτομερή λίστα με τα ψώνια, ξεχνώντας την αναφορά μου στο μαγνητάκι του ψυγείου. Έβγαλα βόλτα την ομπρέλα, ενώ ο σκύλος κοιμόταν στο σπίτι. Κι όταν έκανα έρωτα με τον γείτονα του πέμπτου, ενώ άντρας μου είχε κατέβει για να πετάξει τα σκουπίδια, ήξερα, χωρίς καμιά αμφιβολία, ότι είχα χάσει το μυαλό μου.

Το βρήκα μετά από μερικές βδομάδες, και παρόλο που ο γιατρός κατάφερε να μου το ράψει με μικρά ράμματα, ποτέ δεν επανήλθα όπως πριν. Τώρα, για να αποφύγω οποιαδήποτε ξεχασιά, το κουβαλάω πάντα μαζί μου, μέσα σε ένα καλάθι με καπέλα, μαζί με ένα χαρτί διπλωμένο, όπου γράφει: ποτέ δεν παντρεύτηκες, δεν έχεις παιδιά, είσαι δυο χρόνια σε ανεργία και στον πέμπτο δεν μένει κανένας.

 

Mar Horno García-Perder la cabeza

Esa mañana llevé las mochilas al colegio dejando a los niños colgados en la percha. Expuse en la reunión de inversores una detallada lista de la compra olvidando mi informe en el imán del frigorífico. Paseé el paraguas mientras el perro dormía en casa. Y cuando me encontré haciendo el amor con el vecino del quinto cuando mi marido había ido a bajar la basura, supe, sin lugar a dudas, que había perdido la cabeza.

La encontré después de unas semanas y aunque el médico logró cosérmela a pequeñas puntadas, nunca he vuelto a ser la misma. Ahora, para evitar cualquier olvido, la llevo siempre conmigo en una caja de sombreros junto a un papel bien doblado donde dice: nunca te casaste, no tienes hijos, llevas dos años en el paro y no vive nadie en el quinto.

Σάββατο 22 Αυγούστου 2020

FELIPE R. NAVARRO-Το μοντέλο

 

... πάνω απ' όλα να κρατάμε τα προσχήματα.. επιστολή αγανάκτησης από εδώ

FELIPE R. NAVARRO-Το μοντέλο

Αξιότιμε κύριε Edward Hopper:

Επισκέφτηκα την έκθεσή σας στο Κέντρο Τεχνών το περασμένο Σάββατο. Ωστόσο, δεν σας απευθύνω αυτές τις γραμμές για να σας μιλήσω για ζωγραφική. Δεν καταλαβαίνω από ζωγραφική. Ειλικρινά, δεν δίνω δεκάρα για την ζωγραφική.

Θυμάμαι, να σας έχω δει εσάς και την γυναίκα σας να ψωνίζετε στο μπακάλικο του David Spellman. Ο ίδιος ο David είναι αυτός που μου είπε ότι είστε ένας διάσημος ζωγράφος και μου έδωσε την διεύθυνσή σας. Επίσης, μου το είπε και το αφεντικό μου. Το αφεντικό μου είναι ο ιδιοκτήτης του βενζινάδικου που βρίσκεται στην έξοδο του Eastham. Νομίζω, τελικά, ότι κάποια φορά πρέπει να έβαλα βενζίνη σε εσάς και στην γυναίκα σας, μου φαίνεται ότι έχετε μια Buick.

Έβλεπα τον πίνακά σας τα περίχωρα του Eastham. Και ο αφεντικό μου επίσης τον πρόσεξε. Στο αφεντικό μου αρέσει η ζωγραφική. Εκείνος μου μίλησε γιαυτόν τον πίνακα. Γιαυτό πήγα να τον δω. Αυτός, στον πίνακα, είσαι εσύ James, μου είπε το αφεντικό μου. Ο άντρας με την φόρμα εργασίας, που κάθεται κοιτάζοντας στην λεωφόρο, καπνίζοντας δίπλα στις μάνικες. Δεν σε πληρώνω για να κάθεσαι και να βάλεις φωτιά στο βενζινάδικό μου, James, μου είπε το αφεντικό μου. Και με απέλυσε. Γι’ αυτό το Σάββατο, πήγα να δω την έκθεσή σας, παρόλο που έψαξα να βρω μόνο αυτόν τον πίνακα για να τον δω. Δεν έπρεπε να με ζωγραφίσετε με αυτόν τον τρόπο, κύριε Hopper. ΔΕΝ ΕΙΧΑΤΕ ΚΑΝΕΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΜΕ ΖΩΓΡΑΦΙΣΕΤΕ.  Ο David Spellman μου έδωσε την διεύθυνσή σας, αλλά η γυναίκα μου, με έβαλε να της υποσχεθώ, ότι δεν θα προσθέσω κι άλλα προβλήματα, σε αυτά που ήδη έχουμε. Δεν έχω δουλειά και η Jenny δεν κάνει τίποτα άλλο από το να κλαίει. Μακάρι να πεθάνετε, κύριε Hopper, μακάρι να καεί το σπίτι σας, με εσάς μαζί και όλους τους γαμημένους σας πίνακες μέσα. Ψόφο.

 

FELIPE R. NAVARRO-UN MODELO

 

Estimado Señor Edward Hopper:

 

Visité su exposición en el Arts Center el pasado sábado. Sin embargo, no le dirijo estas líneas para hablarle de pintura. No entiendo de pintura. Me importa una mierda la pintura, francamente.

 

Me suena haberles visto a usted y a su mujer de compras en la tienda de comestibles de David Spellman. El mismo David fue quien me dijo que era usted un pintor famoso, y me dio su dirección. También me lo ha dicho mi jefe. Mi jefe es el dueño de la gasolinera que está a la salida de Eastham. Creo que incluso alguna vez les he puesto a usted y a su mujer gasolina, me parece que tienen un Buick.

 

Estuve viendo su cuadro Eastham Outskirts. También se ha fijado en él mi jefe. A mi jefe le gusta la pintura. Él me había hablado de ese cuadro. Por eso he ido a verlo. El del cuadro eres tú, James, me dijo mi jefe. Un hombre con la ropa de trabajo sentado mirando la carretera y fumando junto a los surtidores. No te pago para que te sientes a incendiar mi gasolinera, James, me dijo mi jefe. Y me ha despedido. Por eso el sábado fui a ver su exposición, aunque solo busqué ese cuadro para verlo. No debía haberme pintado de ese modo, Señor Hopper. USTED NO TENÍA DERECHO A PINTARME. David Spellman me dio su dirección, pero mi mujer me ha hecho prometer que no me metería en más problemas de los que ya tenemos. No tengo trabajo y Jenny no hace más que llorar. Ojalá se muera, Señor Hopper, ojalá arda su casa con usted y todos sus cuadros de mierda dentro. Muérase.

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

PEDRO UGARTE-Η πορεία των τρένων

 

...ξέφρενες πορείες... από εδώ

PEDRO UGARTE-Η πορεία των τρένων

Εκεί στέκονται οι γονείς σου, ακίνητοι στην αποβάθρα. Τους αποχαιρετάς κουνώντας το χέρι, αλλά δεν αντέχεις άλλο, φωνάζεις ότι τους αγαπάς, πολύ δυνατά, ακόμα δυνατότερα, ενώ εκείνοι μικραίνουν συνεχώς, κάθε στιγμή όλο και μικρότεροι, καθώς το τρένο επιταχύνει αλύπητα και απομακρύνεται από την αποβάθρα. Μετά, δεν ξέρεις πως, το τρένο σταματά ξανά και σε αφήνει ακίνητο σε μια άλλη αποβάθρα. Τότε ακούς από την άλλη πλευρά, καινούργιες φωνές και μέσα από αυτές ξεχωρίζεις γέλια και λέξεις. Εμφανίζονται τα παιδιά σου, κουνώντας το χέρι, μέχρι που δεν αντέχουν άλλο και σου φωνάζουν, από το παράθυρο, ότι σε αγαπούν, πολύ δυνατά, ακόμα δυνατότερα, ενώ συνεχώς μικραίνουν, κάθε στιγμή όλο και μικρότερα, καθώς το τρένο επιταχύνει αλύπητα και απομακρύνεται από αυτήν την στάση.

 

DIRECCIÓN DE LOS TRENES

 

Allá quedan tus padres, varados en el andén. Te despides agitando la mano, pero ya no aguantas más, de modo que gritas que les quieres, más alto, cada vez más alto, mientras ellos se van haciendo pequeños, cada vez más pequeños, a medida que el tren acelera cruelmente y se aleja de la estación. Después, no sabes cómo, el tren vuelve a detenerse y te deja varado en otro andén. Oyes entonces, por alguna parte, nuevas voces, y dentro de ellas asoman risas y palabras. Tus hijos aparecen, agitando la mano, hasta que ya no aguantan más y gritan, desde la ventanilla del tren, que te quieren, más alto, cada vez más alto, mientras se van haciendo pequeños, cada vez más pequeños, a medida que el tren acelera cruelmente y se aleja, también, de esta estación.

Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

ANA VIDAL PÉREZ DE LA OSSA-Χωρίς παρελθόν




... και δεν μας καλύπτει η μικτή ασφάλεια... από εδώ

ANA VIDAL PÉREZ DE LA OSSA-Χωρίς παρελθόν

Περάσαμε πολύ κοντά ο ένας στον άλλον, κι επίσης με υπερβολική ταχύτητα. Πατήσαμε την συνεχόμενη διαχωριστική γραμμή και έπαθαν ζημιά οι πλαϊνοί μας καθρέφτες. Από τότε, κανείς από τους δυο δεν μπορεί να κοιτάξει πίσω.

ANA VIDAL PÉREZ DE LA OSSA -SIN PASADO

Pasamos muy cerca el uno del otro, demasiado rápido, también; pisamos la línea continua y nos destrozamos, mutuamente, los retrovisores. Desde entonces ninguno ha podido volver a mirar atrás.

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

Jehanne Jean-Charles-Ένα διεστραμμένο κορίτσι






.. ιστορία... θανάσιμης ζήλιας... από εδώ

Jehanne Jean-Charles-Ένα διεστραμμένο κορίτσι

Απόψε έσπρωξα τον Αρθούρο στο σιντριβάνι. Έπεσε μέσα και άρχισε να κάνει γκλου-γκλου με το στόμα, όμως ούρλιαζε και τον άκουσαν. Ο μπαμπάς και η μαμά έφτασαν τρέχοντας. Η μαμά έκλαιγε και νόμιζε ότι ο Αρθούρος θα πνιγότανε. Όμως αυτό δεν συνέβη. Ήρθε ο γιατρός. Ο Αρθούρος ήταν έπειτα πολύ καλά. Ζήτησε γλυκό με μαρμελάδα και η μαμά του έδωσε. Ήταν γύρω στις επτά, σχεδόν η ώρα του ύπνου, όταν ζήτησε το γλυκό και παρόλα αυτά, η μαμά του έδωσε. Ο Αρθούρος ήταν ευχαριστημένος και αλαζονικός. Όλοι τον ρωτούσαν. Η μαμά τον ρώτησε, πως τα κατάφερε να πέσει κι αν είχε γλιστρήσει, και ο Αρθούρος απάντησε, ναι, πως είχε, δηλαδή, σκοντάψει. Ευγενικό εκ μέρους του, που είπε αυτό, όμως εγώ συνεχίζω να τον απεχθάνομαι και σε πρώτη ευκαιρία θα το ξανακάνω.

Κατά τα λοιπά, αν δεν είπε ότι τον έσπρωξα εγώ, ίσως να οφείλεται απλά στο ότι, της μαμάς δεν της αρέσουν καθόλου οι μαρτυριάρηδες . Μια άλλη μέρα, όταν τον έσφιξα στον λαιμό με το σχοινάκι που πηδάμε και πήγε και παραπονέθηκε στη μαμά, λέγοντας: «Η Ελένη μου το έκανε αυτό», η μαμά του έδωσε ένα φοβερό χαστούκι και του είπε: «Μην το ξανακάνεις ποτέ αυτό!» Κι όταν ήρθε ο μπαμπάς, εκείνη του το είπε κι ο μπαμπάς επίσης θύμωσε. Ο Αρθούρος έμεινε χωρίς γλυκό. Γι’ αυτό το κατάλαβε. Κι αυτή την φορά, αφού δεν είπε τίποτα, του έδωσαν το γλυκό με την μαρμελάδα. Μου αρέσει τρελά το γλυκό με μαρμελάδα: της το έχω ζητήσει κι εγώ της μαμάς, τρεις φορές, άλλα συνέχεια κάνει ότι δεν με ακούει. Να υποπτεύεται, ότι εγώ έσπρωξα τον Αρθούρο;

Παλιά, ήμουν καλή με τον Αρθούρο, γιατί η μαμά κι ο μπαμπάς με αντιμετώπιζαν, το ίδιο με εκείνον. Όταν σε εκείνον έπαιρναν ένα αυτοκινητάκι, σε εμένα έπαιρναν μια κούκλα και δεν του έδιναν γλυκό, χωρίς να δώσουν και σε μένα. Όμως εδώ και ένα μήνα, ο μπαμπάς και η μαμά άλλαξαν εντελώς απέναντί μου. Όλα για τον Αρθούρο. Συνέχεια του κάνουν δώρα. Έτσι ο χαρακτήρας του χειροτερεύει. Πάντα ήταν λίγο καπριτσιόζος, αλλά τώρα είναι ανυπόφορος. Δεν σταματά να ζητά, μια το ένα, μια το άλλο. Η μαμά υποχωρεί πάντα. Για να πούμε την αλήθεια, μέσα σε αυτόν το μήνα, τον μάλωσαν μόνο την ημέρα που συνέβη αυτό με το σχοινάκι και το παράξενο είναι, ότι εκείνη την φορά δεν έφταιγε αυτός.

Αναρωτιέμαι, γιατί ο μπαμπάς και η μαμά που με αγαπούσαν τόσο, ξαφνικά σταμάτησαν να ενδιαφέρονται για μένα. Φαίνεται, ότι πια δεν είμαι το κοριτσάκι τους. Όταν φιλάω τη μαμά, εκείνη δεν χαμογελάει. Ούτε ο μπαμπάς. Όταν πάνε βόλτα, πάω μαζί τους, αλλά συνεχίζουν να μην ενδιαφέρονται για μένα. Μπορώ να παίξω δίπλα στο σιντριβάνι, όσο θέλω. Το ίδιο τους κάνει. Μόνο ο Αρθούρος είναι ευγενικός μαζί μου, που και που, αλλά κι αυτός μερικές φορές αρνείται να παίξει μαζί μου. Εγώ δεν ήθελα να του μιλήσω γι’ αυτό το θέμα, αλλά δεν μπόρεσα να το αποφύγω. Με κοίταξε αφ’ υψηλού, με το ύφος το κοροϊδιάρικο, που παίρνει επίτηδες, για να με νευριάσει και μου είπε, ότι αυτό συμβαίνει γιατί η μαμά δεν θέλει να μιλάνε για μένα. Του είπα, ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Εκείνος μου είπε, ότι είναι αλήθεια και ότι άκουσε την μαμά να  λέει στον μπαμπά: «Δεν θέλω να ακούσω να μιλάνε ποτέ για εκείνη.»

Ήταν η μέρα που τον έσφιξα στο λαιμό με το σχοινάκι. Μετά από αυτό, εγώ ήμουν τόσο θυμωμένη, παρόλο το χαστούκι που είχε φάει, που πήγα στο δωμάτιο του και του είπα ότι θα τον σκοτώσω.
Εκείνο το απόγευμα, μου είπε, ότι η μαμά, ο μπαμπάς κι αυτός θα πήγαιναν στην θάλασσα κι εγώ δεν θα πήγαινα. Γέλασε και έκανε γκριμάτσες. Τότε τον έσπρωξα στο σιντριβάνι.
Τώρα κοιμάται κι ο μπαμπάς και η μαμά επίσης. Εντός ολίγου, θα πάω στο δωμάτιό του και αυτή τη φορά δεν θα έχει τον χρόνο να ουρλιάξει, έχω στα χέρια το σχοινάκι. Το ξέχασε στον κήπο και εγώ το πήρα.

Έτσι θα υποχρεωθούν να πάνε στην θάλασσα, χωρίς εκείνον. Κι έπειτα, εγώ θα πάω να ξαπλώσω μόνη μου, στο βάθος αυτού του καταραμένου κήπου, σε  αυτό το φοβερό λευκό κουτί που με υποχρέωσαν να κοιμάμαι εδώ και ένα μήνα.

Una niña perversa. Jehanne Jean-Charles.

Esta tarde empujé a Arturo a la fuente. Cayó en ella y se puso a hacer "gluglú" con la boca, pero también gritaba y fue oído. Papá y mamá llegaron corriendo. Mamá lloraba porque creía que Arturo se había ahogado. Pero no era así. Ha venido el doctor. Arturo está ahora muy bien. Ha pedido pastel de mermelada y mamá se lo ha dado. Sin embargo, eran las siete, casi la hora de acostarse, cuando pidió pastel, y a pesar de eso mamá se lo dio. Arturo estaba muy contento y orgulloso. Todo el mundo le hacía preguntas. Mamá le preguntó cómo había podido caerse, si se había resbalado, y Arturo ha dicho que sí, que se tropezó. Es gentil que haya dicho eso, pero yo sigo detestándolo y volveré a hacerlo en la primera ocasión.

Por lo demás, si no ha dicho que lo empujé yo, quizá sea sencillamente porque sabe muy bien que a mamá la horrorizan las delaciones. El otro día, cuando le apreté el cuello con la cuerda de saltar y se fue a quejar con mamá diciendo: "Elena me ha hecho esto", mamá le ha dado una terrible palmada y le ha dicho: "¡No vuelvas a hacer una cosa así!" Y cuando llegó papá, ella se lo ha contado, y papá también se puso furioso. Arturo se quedó sin postre. Por eso comprendió. Y esta vez, como no ha dicho nada, le han dado pastel de mermelada. Me gusta enormemente el pastel de mermelada: se lo he pedido a mamá yo también, tres veces, pero ella ha puesto cara de no oírme. ¿Sospechará que yo fui la que empujó a Arturo?

Antes, yo era buena con Arturo, porque mamá y papá me festejaban tanto como a él. Cuando él tenía un auto nuevo, yo tenía una muñeca, y no le hubieran dado pastel sin darme a mí. Pero desde hace un mes, papá y mamá han cambiado completamente conmigo. Todo es para Arturo. A cada momento le hacen regalos. Con esto no mejora su carácter. Siempre ha sido un poco caprichoso, pero ahora es detestable. Sin parar está pidiendo esto y lo otro. Y mamá cede casi siempre. A decir verdad, creo que en todo un mes solo lo han regañado el día de la cuerda de saltar, y lo raro es que esta vez no era culpa suya.

Me pregunto por qué papá y mamá, que me querían tanto, han dejado de repente de interesarse en mí. Parece que ya no soy su niñita. Cuando beso a mamá, ella no sonríe. Papá tampoco. Cuando van a pasear, voy con ellos, pero continúan desinteresándose de mí. Puedo jugar junto a la fuente lo que yo quiera. Les da igual. Sólo Arturo es gentil conmigo de cuando en cuando, pero a veces se niega a jugar conmigo. Le pregunté el otro día por qué mamá se había vuelto así conmigo. Yo no quería hablarle del asunto, pero no pude evitarlo. Me ha mirado desde arriba, con ese aire burlón que toma adrede para hacerme rabiar, y me ha dicho que era porque mamá no quiere oír hablar de mí. Le dije que no era verdad. Él me dijo que sí, que había oído a mamá decirle eso a papá, y que le había dicho: "No quiero oír hablar nunca más de ella."

Ese fue el día que le apreté el cuello con la cuerda. Después de eso, yo estaba tan furiosa, a pesar de la palmada que él había recibido, que fui a su recámara y le dije que lo mataría.
Esta tarde me ha dicho que mamá, papá y él iban a ir al mar, y que yo no iría. Se rió y me hizo muecas. Entonces lo empujé a la fuente.

Ahora duerme, y papá y mamá también. Dentro de un momento iré a su recámara y esta vez no tendrá tiempo de gritar, tengo la cuerda de saltar en las manos. Él la olvidó en el jardín y yo la tomé.
Con esto se verán obligados a ir al mar sin él. Y luego me iré a acostar sola, al fondo de ese maldito jardín, en esa horrible caja blanca donde me obligan a dormir desde hace un mes.

Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

Julio Cortázar-Αγγίζω το στόμα σου



...ερωτικοί αυτοσχεδιασμοί... από εδώ

Julio Cortázar-Αγγίζω το στόμα σου

«Αγγίζω το στόμα σου, με το δάχτυλο αγγίζω την άκρη απ’ το στόμα σου, το σχεδιάζω, σαν να προβάλλει από το χέρι μου, σαν για πρώτη φορά να μισανοίγει το στόμα σου, και φτάνει να κλείσω τα μάτια για να τα σβήσω όλα και να αρχίσω πάλι, κάθε φορά κάνω να γεννηθεί το στόμα που επιθυμώ, το στόμα που επιλέγει το χέρι μου και το ζωγραφίζω στο πρόσωπο σου, ένα στόμα διαλεγμένο ανάμεσα σε πολλά, με απόλυτη ελευθερία, διαλεγμένο και σχεδιασμένο από το χέρι μου στο πρόσωπό σου, και από μια τύχη, που δεν μπορώ να κατανοήσω, συμπίπτει ακριβώς με το δικό σου στόμα, αυτό που χαμογελά κάτω από αυτό, που το χέρι μου σχεδιάζει.

Με κοιτάζεις, με κοιτάζεις από κοντά, κάθε φορά και πιο κοντά και τότε παίζουμε τους κύκλωπες, κοιταζόμαστε κάθε φορά και πιο κοντά και τα μάτια μεγαλώνουν, πλησιάζουν, επικαλύπτονται και οι κύκλωπες κοιτάζονται, ανασαίνουν μπερδεμένοι, τα στόματα βρίσκονται και παλεύουν χλιαρά, δαγκώνονται στα χείλια, ίσα που στηρίζεται η γλώσσα στα δόντια, παίζοντας στα όρια, όπου ο βαρύς αέρας πάει κι έρχεται με μια αρχαία μυρωδιά και μια σιωπή. Τότε, τα χέρια μου ψάχνουν να βυθιστούν στα μαλλιά σου, χαϊδεύουν αργά το βάθος των μαλλιών σου, ενώ φιλιόμαστε, σαν να είχαμε το στόμα γεμάτο λουλούδια ή ψάρια, με κινήσεις ζωηρές, με σκοτεινό άρωμα. Κι αν δαγκωνόμαστε ο πόνος είναι γλυκός κι αν πνιγόμαστε μέσα σε ένα σύντομο και φοβερό, ταυτόχρονο ρούφηγμα της αναπνοής, αυτός ο στιγμιαίος θάνατος είναι όμορφος. Και υπάρχει ένα μόνο σάλιο και μια μόνο γεύση ώριμου φρούτου, κι εγώ σε νιώθω να τρέμεις επάνω μου, σαν μια σελήνη στο νερό».

Julio Cortázar- Toco tu boca

«Toco tu boca, con un dedo toco el borde de tu boca, voy dibujándola como si saliera de mi mano, como si por primera vez tu boca se entreabriera, y me basta cerrar los ojos para deshacerlo todo y recomenzar, hago nacer cada vez la boca que deseo, la boca que mi mano elige y te dibuja en la cara, una boca elegida entre todas, con soberana libertad, elegida por mí para dibujarla con mi mano en tu cara, y que por un azar que no busco comprender coincide exactamente con tu boca que sonríe por debajo de la que mi mano te dibuja.

Me miras, de cerca me miras, cada vez más cerca y entonces jugamos al cíclope, nos miramos cada vez más de cerca y los ojos se agrandan, se acercan entre sí, se superponen y los cíclopes se miran, respirando confundidos, las bocas se encuentran y luchan tibiamente, mordiéndose los labios, apoyando apenas la lengua en los dientes, jugando en sus recintos donde el aire pesado va y viene con un perfume viejo y un silencio. Entonces, mis manos buscan hundirse en tu pelo, acariciar lentamente la profundidad de tu pelo mientras nos besamos como si tuviéramos la boca llenas de flores o de peces, de movimientos vivos, de fragancia oscura. Y si nos mordemos el dolor es dulce, y si nos ahogamos en un breve y terrible absorber simultáneo del aliento, esa instantánea muerte es bella. Y hay una sola saliva y un solo sabor a fruta madura, y yo te siento temblar contra mí como una luna en el agua».

Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

Ernesto Bustos Garrido-Κόκκινο μελάνι, κόκκινο αίμα



...πως να κρυφτείς απ' τα παιδιά.. από εδώ

Ernesto Bustos Garrido-Κόκκινο μελάνι, κόκκινο αίμα

Η Ντανιελίτα πλησίασε τον παππού της, μόλις αυτός μπήκε στο σπίτι και κάθισε στην αγαπημένη του πολυθρόνα με την εφημερίδα στο χέρι. Χωρίς να ζητήσει την άδεια, ούτε και να περιμένει να φορέσει ο ηλικιωμένος τα γυαλιά του, το κορίτσι καρφώθηκε στο πλάι του και του είπε:

-         -  Παππούλη, θα μου διαβάσεις μια ιστορία;

-          - Ποια θέλεις, το αλαζονικό μυρμήγκι;

-         -  Όχι, αυτή που έχεις εκεί – και του έδειξε την πρώτη σελίδα της εφημερίδας.

Ο γέρος ένιωσε ένα ρίγος. Εκεί βρισκόντουσαν, με όλη τους την σκληρότητα, εκείνες οι φωτογραφίες από την βόμβα που σκότωσε την προηγούμενη μέρα, έξη άτομα, στο εμπορικό κέντρο, της επάνω συνοικίας στην πρωτεύουσα της Χιλής.

-          - Όχι, αυτό όχι, κορούλα μου. Θα λερώσεις το κυριακάτικο φορεματάκι σου, το μελάνι είναι ακόμα φρέσκο.

-          -  Παππούλη, γιατί λες ψέματα; Δεν είναι μελάνι, είναι αίμα, και έχει πια στεγνώσει.


Ernesto Bustos Garrido-Τinta roja, tinta sangre

Danielita abordó a su abuelo apenas éste entró a la casa y se sentó en su sillón favorito con el diario en las manos. Sin pedir permiso ni esperar a que el anciano se pusiera sus lentes, la niña se instaló a su lado y le dijo:

–Tata, ¿me lees un cuento?

–¿Cuál, el de La hormiguita presumida?

–No, ese que tienes ahí, y le mostró la portada del diario.

El viejo sintió un escalofrío. Allí estaban, con toda su crudeza, esas fotografías de la bomba que matara a seis personas el día anterior, en un centro comercial del barrio alto de la capital de Chile.

–No, ese no, hijita. Te vas a ensuciar tu vestidito de domingo con esa tinta que está fresca.

–Tata ¿para qué mientes? No es tinta; es sangre, y ahora ya está seca.

Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

Marisa Martínez Arce-Η νύφη



...καμωματού... από εδώ

Marisa Martínez Arce-Η νύφη

«Δεν πρόκειται να φορέσω αυτό το φόρεμα!» Η καταραμένη φράση, που από μικρή επαναλάμβανε, αντηχούσε σε ολόκληρο το σπίτι. Αυτό συνέβαινε κάθε φορά που της αγόραζαν κάτι καινούργιο. Το έκανε συστηματικά ακόμα κι αν στο βάθος της άρεσε. Η μητέρα της έλεγε ότι το κάνει για να τραβήξει την προσοχή. Ο πατέρας της, ότι το έκανε για να πάει κόντρα. Η υπόλοιπη οικογένεια γιατί ήταν παραχαϊδεμένη, σαν μοναχοκόρη, που της έκαναν όλα τα χατίρια. Οι φίλες της, ότι είχε κόμπλεξ. Ο ψυχολόγος, ότι είχε πρόβλημα αυτοεκτίμησης. Από την άλλη πλευρά, ο ψυχίατρος επέμενε, ότι δεν πρέπει να δίνει σημασία σε κανένα και ότι όλο αυτό οφειλότανε σε μια εμμονική, καταναγκαστική διαταραχή και σε υπερβολικό εγωκεντρισμό. Εκείνη, ωστόσο και παρ’ όλα αυτά, φρόντιζε να είναι πάντα στην τελευταία μόδα. Αλλά, το σημερινό… το σημερινό ξεπερνούσε όλα τα προηγούμενα. Βρισκόταν στο δωμάτιο της, όρθια μπροστά στον καθρέφτη, φορώντας το νυφικό της. Με το ίδιο κατσουφιασμένο πρόσωπο που έπαιρνε από κοριτσάκι, επαναλάμβανε: «Όχι, όχι, ποτέ. Με χοντραίνει!» «Μα αφού εσύ το διάλεξες!» - φώναζε η μητέρα της απελπισμένη-. Προσθέτοντας «Πώς να μην σε χοντραίνει; Αφού είσαι έγκυος!»

Marisa Martínez Arce-La Novia

«¡No pienso ponerme ese vestido!» La maldita frase que llevaba repitiendo desde niña volvió a sonar haciendo eco por toda la habitación. Esto sucedía cada vez que le compraban uno nuevo. Lo hacía de manera sistemática, aunque en el fondo le gustara. Su madre decía que era por llamar la atención. Su padre que lo hacía para llevar la contraria. La familia porque estaba muy mimada, pues era hija única y se lo consentían todo. Sus amigas que tenía muchos complejos. El psicólogo que su problema era de autoestima. Por otro lado, la psiquiatra le insistía en que no hiciera caso a nadie, que todo era debido a un trastorno obsesivo compulsivo y a un exceso de egocentrismo. Ella no obstante y pese a todo procuraba ir a la última moda. Pero, lo de hoy… Lo de hoy superaba  todo lo anterior. Estaba en su habitación, de pie delante del espejo, llevaba su vestido de novia. Con la misma cara enfurruñada que ponía de niña y estirándolo, repetía: «No, no y no. ¡Me hace gorda!» «¡Pues lo has elegido tú! –gritaba su madre desesperada-. Además ¿cómo no va ha hacerte gorda? ¡Estás embarazada!»

Τετάρτη 20 Μαΐου 2020

Isidro Moreno- Ερωτευμένη ηθοποιός




εξομολογήσεις ... στα παρασκήνια ... από εδώ

Isidro Moreno- Ερωτευμένη ηθοποιός

Είμαι κοκέτα και διανοούμενη. Το ξέρω και δεν το κρύβω. Έχω μονάχα τέσσερα σημαντικά πράγματα στην ζωή μου. Τον εαυτό μου, τα φορέματα μου, εκείνον και εμένα. Εντάξει, περιλαμβάνω τον εαυτό μου δυο φορές, γιατί έτσι εκτιμώ ότι βρίσκομαι στην μέση ακριβώς των ενδιαφερόντων μου. Είναι η ματαιοδοξία των ηθοποιών.

Ζω και κοιμάμαι περιορισμένη ανάμεσα στα κοστούμια, που χρειάζομαι για να δουλέψω και για να κερδίζω καθημερινά την αγάπη του. Δεν με ενδιαφέρει που το καταλαβαίνει, ότι είμαι ερωτευμένη.
Εκείνος με μεταμόρφωσε σε ηθοποιό και σε κάθε ρόλο, σε κάθε σκηνή, βάζει τα λόγια του σε μένα, μου δανείζει την φωνή του, την ανάσα του. Ξέρω επίσης ότι με αγαπάει.

Λίγες στιγμές πριν βγω στην σκηνή, κάτι, σαν μια μαγική ιεροτελεστία, με ντύνει αργά, ισιώνει τη χρυσαφένια μου χαίτη, μου ψιθυρίζει λόγια για να με χαλαρώσει και στην συνέχεια βάζει το χέρι του κάτω από τα φουστάνια μου. Είναι τότε που νομίζω, ότι νοτίζουν από συγκίνηση τα μάτια μου.

Ξέρουμε κι οι δυο, ότι η τέχνη μας γεννιέται, όταν μου δανείζει τα λόγια του, τις κινήσεις του χεριού του και τα δάχτυλά του, μέσα μου. Και το αποκορύφωμα της ύπαρξής μου, αρχίζει την στιγμή, που με εμφανίζει στο σανίδι αυτού του μικρού κουκλοθέατρου.

Isidro Moreno-Actriz Enamorada

Soy coqueta y sofisticada. Lo sé y no lo quiero evitar. Sólo tengo cuatro cosas importantes en la vida: Yo, mis vestidos, él y yo. Ya sé que me incluyo dos veces, pero es que así me estimaré como la mitad de mis importancias. Es la vanidad de las actrices.

Vivo y duermo confinada entre mis trajes que necesito para trabajar y ganarme, día a día, su cariño. No me importa que se me note que estoy enamorada.

Él me convirtió en actriz y, en cada papel, en cada función, pone sus palabras en mí, me presta su voz, su aliento y su alma. Sé que también me quiere.

Momentos antes de salir a escena, y como en un mágico ritual, me viste despacio, me alisa mi dorada melena, me habla con susurros para relajarme y a continuación, introduce su mano bajo mis sayas. Es entonces cuando creo que se me humedecen de emoción mis ojos.

Ambos sabemos que nuestro arte nace cuando me presta sus palabras; en sus movimientos de mano y sus dedos dentro de mí. Y el clímax de mi existencia comienza en el instante en que me asoma al escenario de este pequeño teatro de guiñol.

Σάββατο 18 Απριλίου 2020

Julio Cortázar- Πολύ Μικρομηκάδικη


κι από την οθόνη στο ...χαρτί από εδώ

Julio Cortázar- Πολύ Μικρομηκάδικη
Αυτοκινητιστής σε διακοπές διασχίζει τα βουνά στο κέντρο της Γαλλίας, βαριέται μακριά από τη πόλη και την νυχτερινή ζωή. Νεαρή του κάνει οτο-στοπ, ρωτάει δειλά αν πηγαίνει προς Beaune ή Tournus. Λίγα λόγια στην εθνική οδό, όμορφο μελαχρινό προφίλ, σπάνια γυρνάει ανφάς, λακωνικά στις ερωτήσεις προς το παρόν, κοιτάζει τους γυμνούς μηρούς επάνω στο κόκκινο κάθισμα. Στο τέλος της στροφής το αυτοκίνητο βγαίνει από την εθνική οδό και χάνεται στις πυκνό δάσος. Λοξοκοιτάζει πως σταυρώνει τα χέρια επάνω στην μίνι φούστα, ενώ ο φόβος μεγαλώνει σιγά-σιγά. Κάτω από τα δένδρα μια βαθιά φυλλωσιά όπου θα μπορέσει, πηδάει από το αυτοκίνητο, στην άλλη πόρτα και με βία από τους ώμους. Η νεαρή τον κοιτάζει σαν να λέει όχι, αφήνεται να κατέβει από το αμάξι, γνωρίζοντας ότι στην μοναξιά του δάσους. Όταν το χέρι την αρπάζει από την μέση για να την τραβήξει ανάμεσα στα δέντρα, το πιστόλι από την τσάντα και στον κρόταφο. Μετά το πορτοφόλι, το εξετάζει για τα καλά γεμάτο, αμέσως ληστεύει το αυτοκίνητο και το εγκαταλείπει λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά, χωρίς να αφήσει το παραμικρό δακτυλικό αποτύπωμα, γιατί σε αυτό το επάγγελμα δεν πρέπει να είναι κανείς απρόσεκτος.

Cortísimo metraje. Julio Cortázar.
Automovilista en vacaciones recorre las montañas del centro de Francia, se aburre lejos de la ciudad y de la vida nocturna. Muchacha le hace el gesto usual del auto-stop, tímidamente pregunta si dirección Beaune o Tournus. En la carretera unas palabras, hermoso perfil moreno que pocas veces pleno rostro, lacónicamente a las preguntas del que ahora, mirando los muslos desnudos contra el asiento rojo. Al término de un viraje el auto sale de la carretera y se pierde en lo más espeso. De reojo sintiendo cómo cruza las manos sobre la minifalda mientras el terror crece poco a poco. Bajo los árboles una profunda gruta vegetal donde se podrá, salta del auto, la otra portezuela y brutalmente por los hombros. La muchacha lo mira como si no, se deja bajar del auto sabiendo que en la soledad del bosque. Cuando la mano por la cintura para arrastrarla entre los árboles, pistola del bolso y a la sien. Después billetera, verifica bien llena, de paso roba el auto que abandonará algunos kilómetros más lejos sin dejar la menor impresión digital porque en ese oficio no hay que descuidarse.

Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Juan José Millás-Το κινητό




...ευγενείς πόθοι... από εδώ

Juan José Millás-Το κινητό

Ο τύπος που έτρωγε το πρωινό του,  δίπλα μου στο μπαρ, ξέχασε το κινητό του κάτω από την μπάρα. Έτρεξα πίσω του, αλλά όταν έφτασα στον δρόμο, είχε εξαφανιστεί. Περπάτησα με το μαραφέτι στο χέρι τριγύρω και τελικά  το έβαλα στην τσέπη και πήρα το λεωφορείο. Στο ύψος της οδού Καρταγένα άρχισε να χτυπάει. Ίσως για χάρη μου δεν είχε σβήσει , αλλά οι επιβάτες με κοιτούσαν κι έτσι το έβγαλα με φυσικότητα και απάντησα στην κλήση. Μια γυναικεία φωνή από την άλλη πλευρά, ρώτησε: «Πού είσαι;». «Στο λεωφορείο», απάντησα. «Στο λεωφορείο; Και τι κάνεις στο λεωφορείο;». «Πάω στο γραφείο». Η γυναίκα άρχισε να κλαίει, σαν κάποιος να της είπε κάτι φοβερό και έκλεισε. Έβαλα το μαραφέτι στην τσέπη του σακακιού και το βλέμμα μου πλανήθηκε στο κενό. Στο ύψος της οδού Μαρία δε Μολίνα και Βελάσκεθ άρχισε να χτυπάει ξανά. Ήταν ξανά η γυναίκα. Ακόμα έκλαιγε. «Είσαι ακόμα στο λεωφορείο, έτσι δεν είναι;» είπε με φωνή δύσπιστη. «Ναι», απάντησα. Την φαντάστηκα να μιλάει από ένα κρεβάτι με μαύρα μεταξωτά σεντόνια,  φορώντας ένα λευκό νυχτικό, με  δαντέλα. Σκουπίζοντας τα δάκρυα, το τιραντάκι γλίστρησε στον δεξιό της ώμο κι εγώ ερεθίστηκα πολύ, χωρίς να το προσέξει κανένας. Μια γυναίκα έβηξε δίπλα μου. «Με ποια είσαιρώτησε αγχωμένη. «Με καμιά», απάντησα. «Και ο βήχας;» «Μια επιβάτης του λεωφορείου». Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, πρόσθεσε με σταθερή φωνή: «Θα αυτοκτονήσω· αν δεν μου δώσεις κάποια ελπίδα, σκοτώνομαι τώρα αμέσως». Κοίταξα γύρω μου· όλοι κρεμόντουσαν από πάνω μου, και δεν ήξερα τι να κάνω. «Σε αγαπώ», είπα και έκλεισα. Δυο δρόμους πιο κάτω χτύπησε ξανά. «Εσύ είσαι ο βλάκας που παίζει με το κινητό μου;» ρώτησε μια αντρική φωνή. «Ναι», είπα καταπίνοντας το σάλιο μου. «Θα μου το επιστρέψεις;» «Όχι», απάντησα. Σε λίγο έμεινε χωρίς σήμα, αλλά εγώ το έχω πάντα στην τσέπη μου, μήπως κι εκείνη τηλεφωνήσει ξανά.

Juan José Millás-El móvil
El tipo que desayunaba a mi lado, en el bar, olvidó un teléfono móvil debajo de la barra. Corrí tras él, pero cuando alcancé la calle había desaparecido. Di un par de vueltas con el aparato en la mano por los alrededores y finalmente lo guardé en el bolsillo y me metí en el autobús. A la altura de la calle Cartagena comenzó a sonar. Por mi gusto no habría descolgado, pero la gente me miraba, así que lo saqué con naturalidad y atendí la llamada. Una voz de mujer, al otro lado, preguntó: "¿Dónde estás?". "En el autobús", dije. "¿En el autobús? ¿Y qué haces en el autobús?". "Voy a la oficina". La mujer se echó a llorar, como si le hubiera dicho algo horrible y colgó. Guardé el aparato en el bolsillo de la chaqueta y perdí la mirada en el vacío. A la altura de María de Molina con Velázquez volvió a sonar. Era de nuevo la mujer. Aún lloraba. "Seguirás en el autobús, ¿no?", dijo con voz incrédula. "Sí", respondí. Imaginé que hablaba desde una cama con las sábanas negras, de seda, y que ella vestía un camisón blanco, con encajes. Al enjugarse las lágrimas se le deslizó el tirante del hombro derecho, y yo me excité mucho sin que nadie se diera cuenta. Una mujer tosió a mi lado. "¿Con quién estás?", preguntó angustiada. "Con nadie", dije. "¿Y esa tos?". "Es de una pasajera del autobús". Tras unos segundos añadió con voz firma: "Me voy a suicidar; si no me das alguna esperanza me mato ahora mismo". Miré a mi alrededor; todo el mundo estaba pendiente de mí, así que no sabía qué hacer. "Te quiero", dije, y colgué. Dos calles más allá sonó otra vez: "¿Eres tú el imbécil que anda jugando con mi móvil?", preguntó una voz masculina. "Sí", dije tragando saliva. "¿Me lo vas a devolver?" "No", respondí. Al poco lo dejaron sin línea, pero yo lo llevo siempre en el bolsillo por si ella volviera a telefonear.

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

XuanRata-Αστικός μύθος




μια κοινωνία που ... κάποτε την λέγαμε δυστοπική... από εδώ

XuanRata-Αστικός μύθος

Λένε, ότι καθώς με την πάροδο των μηνών, οι κυβερνήσεις θα άρουν τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας, πολλοί άνθρωποι θα προτιμήσουν να παραμείνουν στα σπίτια τους. Είναι πιθανό αυτό να οφείλεται, ως ένα βαθμό,  στον φόβο, αβάσιμο σύμφωνα με τις αρχές, υπαρκτό όμως σύμφωνα με κάθε λογής φήμες, αλλά για πολλούς το καθοριστικό είναι η ανακάλυψη ενός καινούργιο τρόπου ζωής. Είναι ότι κατά παράδοξο τρόπο, η απομόνωση προϋποθέτει επίσης μια δόση ελευθερίας: αντίο στα ωράρια, στην αδύνατη μετακίνηση λόγω μποτιλιαρίσματος, στον μολυσμένο αέρα, στις εξόδους των διακοπών, στην ατελείωτη βαρεμάρα των εμπορικών κέντρων... Μπροστά σε μια εμφανώς πεπερασμένη κινητικότητα, ο χώρος του σπιτιού αποδεικνύεται μια αρένα αληθινής αυτονομίας.
Λένε, ότι λίγα χρόνια μετά, όταν η ψηφιακή επικοινωνία κατόρθωσε να αγγίξει το σημείο να προλαβαίνει και τις πιο ταπεινές ανάγκες των πολιτών, οι απομονωμένοι είχαν ήδη σχηματίσει μια κοινότητα με εκατομμύρια μέλη, διασπαρμένα σε ολόκληρο τον κόσμο, που η δύναμή τους, η επιρροή τους και η ελκυστικότητά τους αυξανόταν μέρα με την μέρα. Πριν οι κοινωνιολόγοι μπορέσουν να κατανοήσουν το φαινόμενο, οι δρόμοι δεν ήταν πια τίποτα άλλο πέρα από κανάλια μετακίνησης, όπου οχήματα χωρίς οδηγό διένεμαν προϊόντα εν μέσω ηλεκτρικής σιωπής. Και τα κτήρια, χωρίς παράθυρα, ούτε μπαλκόνια, συνεχώς περισσότερο αυτάρκη, μετατρέπονταν σε μοντέλα βιωσιμότητας. Το να αποτραπεί η κλιματική αλλαγή, έπαψε να είναι πια ουτοπία.
Λένε, ότι μερικοί άνθρωποι, νοσταλγικοί, ατίθασοι, τρελοί, ακόμη τολμούσαν να εξερευνήσουν την αφιλόξενη μοναξιά των πόλεων. Υπήρξε ακόμα και κάποιος που τόλμησε μια ζωή νομαδική, χωρίς κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του.
Λένε, ότι ακόμα και σήμερα, διάφοροι, περιπλανιόνται, χωρίς νόημα, στον εξωτερικό υπόκοσμο, ότι κοιμούνται στην ύπαιθρο, ότι τρέφονται με αποφάγια. Κανείς δεν τους έχει δει. Είναι μόνο αστικός μύθος, που πίσω από τυφλές προσόψεις, ζωντανεύει τις ατέλειωτες νύχτες μας.

XuanRata-Leyendas urbanas

Cuentan que cuando al cabo de los meses los gobiernos decidieron levantar la orden de confinamiento, muchas personas optaron por continuar en sus casas. Es posible que el miedo, infundado según las autoridades pero alentado por toda clase de rumores, tuviera algo que ver, pero para muchos lo decisivo fue el descubrimiento de un nuevo modo de vida. Y es que, paradójicamente, la reclusión supuso también una suerte de liberación: adiós a los horarios, al tráfico imposible, al aire envenenado, a los éxodos en vacaciones, al tedio infinito de los centros comerciales... Frente a una aparente movilidad en circuito cerrado, el espacio de la casa resultó ser un reducto de verdadera autonomía.

   Cuentan que, pocos años después, cuando la interconexión digital alcanzó un desarrollo tal que era capaz de adelantarse a las más ínfimas necesidades de los ciudadanos, los aislados formaban ya una comunidad de millones de miembros repartidos por todo el mundo, cuyo poder, influencia y atractivo crecían de día en día. Antes de que los sociólogos pudieran dar cuenta del fenómeno, las calles ya no eran otra cosa que canales de transporte donde vehículos sin conductor repartían sus mercancías en eléctrico silencio. Y los edificios sin ventanas ni balcones, cada vez más eficientes, se convertían en modelos de sostenibilidad. Revertir el cambio climático dejó de ser una utopía.

  Cuentan que algunos individuos, nostálgicos, rebeldes, locos, aún se aventuraban a explorar la inhóspita soledad de las ciudades. Hubo incluso quien apostó por una vida de nómada sin techo.

   Cuentan que aún hoy seres ambulantes vagan por el submundo exterior, que duermen al raso, que se alimentan de restos. Nadie los ha visto. Son solo leyendas urbanas que, tras las fachadas ciegas, animan nuestras noches sin fin.

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

Miguel Bravo Vadillo-Αυγή




από εδώ



Miguel Bravo Vadillo-Αυγή

 Τι ωφελεί να βλέπεις θλιμμένος προς το παλιό λιμάνι
όταν, ασταμάτητα, μακραίνουν απ’ αυτό τα πλοία;
Έχε την πίστη σου γερά βαλμένη στον μακρινό ορίζοντα,
εκεί όπου η ελπίδα,
καυτή όπως ο ήλιος, πάντα ξεπροβάλλει.
Τι ωφελεί την σκέψη σου να μπήγεις
στου χθες τις πράσινες πεδιάδες,
στους κουρσεμένους της πατρίδας σου τους δρόμους,
στης νιότης σου τους θαυμαστούς εξώστες;
Αγρύπνα πιο καλά το μέλλον σου να μην προδώσουν
οι αντηχήσεις οι γλυκιές της μνήμης,
η νοσταλγία – όνειρο δίχως αύριο -
να μην κυριεύσει το αχαλίνωτο σου πνεύμα,
και η λύπη – των σκιών καταφύγιο –
να μην φωλιάσει στην ευγενική καρδιά σου.
Καλύτερα μην σύρεις το φλογερό σου βλέμμα
-το πάντα κοφτερό – από το άστρο της ανατολής.
Συφοριασμένο με μπελάδες είναι το μακρύ ταξίδι,
και χίλια όνειρα ακόμα στριμώχνονται στ’ αμπάρια σου,
Έτσι ξεδιπλώνεται το πανί στον ζωοδότη ζέφυρο,
κι από το στήθος σου – με ζέση φουσκωμένο –
ποτέ δεν λείπει μειλίχιο το βάλσαμο της χαράς,
αφού μπροστά σου, στεφανωμένη με υποσχέσεις,
απλώνεται της γαλάζιας θάλασσας η ευωδία.
Όμως αν ξέφρενοι άνεμοι και θυμωμένες τρικυμίες
κουνήσουν – ξέρεις τώρα – το παλιό σκαρί,
να μην δειλιάσει το πνεύμα σου
και άρπαξε πιο δυνατά το τιμόνι,
γιατί δεν θ’ αργήσουν να φανούν ξανά
απ’ της μετζάνας την μεριά τα ποθητά μελλούμενα.
Μην το ξεχνάς, σκοπός σου το ταξίδι,
γεννήθηκες γι’ αυτό δεν ξέρεις άλλη τέχνη.
Ναι,  άντρα ατίθασε και ταμαχιάρη,
αδελφέ μου στην αιώνια κίνηση δοσμένε,
οι μοίρες και των δυο μας αφημένες
στης καπριτσιόζας τύχης τα ραπίσματα,
όμως και τα ιδανικά που την θέλησή μας
μαστιγώνουν, κι αυτά πεισματάρικα είναι,
και πάντοτε μας αιχμαλωτίζει η λαχταριστή λευτεριά
με την ωραία και την σφριγηλή της όψη.
Γιατί το σκέφτεσαι, λοιπόν,
ν’ αφήσεις τον σκληρό διάπλου;
Καλύτερα πάντα μπροστά να βλέπουμε,
προς μια ζωή χειροπιαστή … κι όσο για τ’ όνειρο
ας βλέπουμε προς τον ανέγγιχτο ορίζοντα.


Aurora
Miguel Bravo Vadillo

¿De qué sirve mirar afligido hacia el antiguo puerto
cuando, sin cesar, de él se aleja la nave?
Mejor cifra tu credo en el lejano horizonte,
aquel por donde la esperanza,
cálida como el sol, siempre despunta.

¿De qué sirve fijar tu pensamiento
en los verdes valles de antaño,
en los caminos hollados de tu patria,
en los espléndidos parajes de tu juventud?
Mejor vigila que no traicionen tu porvenir
las dulces resonancias de la memoria,
que la nostalgia –sueño sin mañana–
no se apodere de tu ánimo resuelto,
y que la tristeza –refugio de las sombras–
no tome asiento en tu noble corazón.

Mejor no apartes la ardiente mirada
–siempre indagadora– de la estrella del este.
Plagado de aventuras está el largo viaje,
y mil sueños abarrotan aún tus bodegas.
Así que despliega el velamen al fructífero favonio,
y que de tu pecho –henchido de entusiasmo–
nunca deserte el apacible bálsamo de la alegría;
pues ante ti, coronado de promesas,
se extiende el azul fragante del mar.

Pero si vientos desatados y tormentas furiosas
sacuden –ya sabes– el caduco navío,
que no desfallezca tu espíritu
y agarra el timón con más fuerza,
porque no tardarán en reír de nuevo
los buenos augurios en torno a la mesana.
No olvides que viajar es tu oficio,
naciste para él y no conoces otra suerte.

Sí, hombre rebelde y laborioso,
mi hermano entregado a la actividad eterna,
expuestos están tu destino y el mío
a los embates de la caprichosa fortuna;
pero también son tenaces los ideales
que estimulan nuestra voluntad,
y en todo tiempo la anhelada libertad nos cautiva
con su bello y estremecedor paisaje.
¿Para qué pensar, entonces,
en abandonar la dura travesía?

Mejor miremos siempre hacia delante,
hacia una vida por vivir… y por soñar,
hacia el horizonte inalcanzable.