Miguel
Bravo Vadillo-Αυγή
Τι ωφελεί να βλέπεις
θλιμμένος προς το παλιό λιμάνι
όταν, ασταμάτητα, μακραίνουν απ’ αυτό τα πλοία;
Έχε την πίστη σου γερά βαλμένη στον μακρινό ορίζοντα,
εκεί όπου η ελπίδα,
καυτή όπως ο ήλιος, πάντα ξεπροβάλλει.
Τι ωφελεί την σκέψη σου να μπήγεις
στου χθες τις πράσινες πεδιάδες,
στους κουρσεμένους της πατρίδας σου τους δρόμους,
στης νιότης σου τους θαυμαστούς εξώστες;
Αγρύπνα πιο καλά το μέλλον σου να μην προδώσουν
οι αντηχήσεις οι γλυκιές της μνήμης,
η νοσταλγία – όνειρο δίχως αύριο -
να μην κυριεύσει το αχαλίνωτο σου πνεύμα,
και η λύπη – των σκιών καταφύγιο –
να μην φωλιάσει στην ευγενική καρδιά σου.
Καλύτερα μην σύρεις το φλογερό σου βλέμμα
-το πάντα κοφτερό – από το άστρο της ανατολής.
Συφοριασμένο με μπελάδες είναι το μακρύ ταξίδι,
και χίλια όνειρα ακόμα στριμώχνονται στ’ αμπάρια σου,
Έτσι ξεδιπλώνεται το πανί στον ζωοδότη ζέφυρο,
κι από το στήθος σου – με ζέση φουσκωμένο –
ποτέ δεν λείπει μειλίχιο το βάλσαμο της χαράς,
αφού μπροστά σου, στεφανωμένη με υποσχέσεις,
απλώνεται της γαλάζιας θάλασσας η ευωδία.
Όμως αν ξέφρενοι άνεμοι και θυμωμένες τρικυμίες
κουνήσουν – ξέρεις τώρα – το παλιό σκαρί,
να μην δειλιάσει το πνεύμα σου
και άρπαξε πιο δυνατά το τιμόνι,
γιατί δεν θ’ αργήσουν να φανούν ξανά
απ’ της μετζάνας την μεριά τα ποθητά μελλούμενα.
Μην το ξεχνάς, σκοπός σου το ταξίδι,
γεννήθηκες γι’ αυτό δεν ξέρεις άλλη τέχνη.
Ναι, άντρα ατίθασε
και ταμαχιάρη,
αδελφέ μου στην αιώνια κίνηση δοσμένε,
οι μοίρες και των δυο μας αφημένες
στης καπριτσιόζας τύχης τα ραπίσματα,
όμως και τα ιδανικά που την θέλησή μας
μαστιγώνουν, κι αυτά πεισματάρικα είναι,
και πάντοτε μας αιχμαλωτίζει η λαχταριστή λευτεριά
με την ωραία και την σφριγηλή της όψη.
Γιατί το σκέφτεσαι, λοιπόν,
ν’ αφήσεις τον σκληρό διάπλου;
Καλύτερα πάντα μπροστά να βλέπουμε,
προς μια ζωή χειροπιαστή … κι όσο για τ’ όνειρο
ας βλέπουμε προς τον ανέγγιχτο ορίζοντα.
Aurora
Miguel Bravo
Vadillo
¿De qué sirve
mirar afligido hacia el antiguo puerto
cuando, sin
cesar, de él se aleja la nave?
Mejor cifra tu
credo en el lejano horizonte,
aquel por donde
la esperanza,
cálida como el
sol, siempre despunta.
¿De qué sirve
fijar tu pensamiento
en los verdes
valles de antaño,
en los caminos
hollados de tu patria,
en los
espléndidos parajes de tu juventud?
Mejor vigila que
no traicionen tu porvenir
las dulces
resonancias de la memoria,
que la nostalgia
–sueño sin mañana–
no se apodere de
tu ánimo resuelto,
y que la tristeza
–refugio de las sombras–
no tome asiento
en tu noble corazón.
Mejor no apartes
la ardiente mirada
–siempre
indagadora– de la estrella del este.
Plagado de
aventuras está el largo viaje,
y mil sueños
abarrotan aún tus bodegas.
Así que despliega
el velamen al fructífero favonio,
y que de tu pecho
–henchido de entusiasmo–
nunca deserte el
apacible bálsamo de la alegría;
pues ante ti,
coronado de promesas,
se extiende el
azul fragante del mar.
Pero si vientos
desatados y tormentas furiosas
sacuden –ya
sabes– el caduco navío,
que no
desfallezca tu espíritu
y agarra el timón
con más fuerza,
porque no
tardarán en reír de nuevo
los buenos
augurios en torno a la mesana.
No olvides que
viajar es tu oficio,
naciste para él y
no conoces otra suerte.
Sí, hombre
rebelde y laborioso,
mi hermano
entregado a la actividad eterna,
expuestos están
tu destino y el mío
a los embates de
la caprichosa fortuna;
pero también son
tenaces los ideales
que estimulan
nuestra voluntad,
y en todo tiempo
la anhelada libertad nos cautiva
con su bello y
estremecedor paisaje.
¿Para qué pensar,
entonces,
en abandonar la
dura travesía?
Mejor miremos
siempre hacia delante,
hacia una vida
por vivir… y por soñar,
hacia el horizonte inalcanzable.