Jehanne Jean-Charles-Ένα διεστραμμένο κορίτσι
Απόψε έσπρωξα τον Αρθούρο στο σιντριβάνι. Έπεσε μέσα και
άρχισε να κάνει γκλου-γκλου με το στόμα, όμως ούρλιαζε και τον άκουσαν. Ο
μπαμπάς και η μαμά έφτασαν τρέχοντας. Η μαμά έκλαιγε και νόμιζε ότι ο Αρθούρος
θα πνιγότανε. Όμως αυτό δεν συνέβη. Ήρθε ο γιατρός. Ο Αρθούρος ήταν έπειτα πολύ
καλά. Ζήτησε γλυκό με μαρμελάδα και η μαμά του έδωσε. Ήταν γύρω στις επτά,
σχεδόν η ώρα του ύπνου, όταν ζήτησε το γλυκό και παρόλα αυτά, η μαμά του έδωσε.
Ο Αρθούρος ήταν ευχαριστημένος και αλαζονικός. Όλοι τον ρωτούσαν. Η μαμά τον
ρώτησε, πως τα κατάφερε να πέσει κι αν είχε γλιστρήσει, και ο Αρθούρος απάντησε,
ναι, πως είχε, δηλαδή, σκοντάψει. Ευγενικό εκ μέρους του, που είπε αυτό, όμως
εγώ συνεχίζω να τον απεχθάνομαι και σε πρώτη ευκαιρία θα το ξανακάνω.
Κατά τα λοιπά, αν δεν είπε ότι τον έσπρωξα εγώ, ίσως να
οφείλεται απλά στο ότι, της μαμάς δεν της αρέσουν καθόλου οι μαρτυριάρηδες .
Μια άλλη μέρα, όταν τον έσφιξα στον λαιμό με το σχοινάκι που πηδάμε και πήγε
και παραπονέθηκε στη μαμά, λέγοντας: «Η Ελένη μου το έκανε αυτό», η μαμά του
έδωσε ένα φοβερό χαστούκι και του είπε: «Μην το ξανακάνεις ποτέ αυτό!» Κι όταν
ήρθε ο μπαμπάς, εκείνη του το είπε κι ο μπαμπάς επίσης θύμωσε. Ο Αρθούρος έμεινε
χωρίς γλυκό. Γι’ αυτό το κατάλαβε. Κι αυτή την φορά, αφού δεν είπε τίποτα, του
έδωσαν το γλυκό με την μαρμελάδα. Μου αρέσει τρελά το γλυκό με μαρμελάδα: της
το έχω ζητήσει κι εγώ της μαμάς, τρεις φορές, άλλα συνέχεια κάνει ότι δεν με
ακούει. Να υποπτεύεται, ότι εγώ έσπρωξα τον Αρθούρο;
Παλιά, ήμουν καλή με τον Αρθούρο, γιατί η μαμά κι ο μπαμπάς
με αντιμετώπιζαν, το ίδιο με εκείνον. Όταν σε εκείνον έπαιρναν ένα
αυτοκινητάκι, σε εμένα έπαιρναν μια κούκλα και δεν του έδιναν γλυκό, χωρίς να
δώσουν και σε μένα. Όμως εδώ και ένα μήνα, ο μπαμπάς και η μαμά άλλαξαν εντελώς
απέναντί μου. Όλα για τον Αρθούρο. Συνέχεια του κάνουν δώρα. Έτσι ο χαρακτήρας
του χειροτερεύει. Πάντα ήταν λίγο καπριτσιόζος, αλλά τώρα είναι ανυπόφορος. Δεν
σταματά να ζητά, μια το ένα, μια το άλλο. Η μαμά υποχωρεί πάντα. Για να πούμε
την αλήθεια, μέσα σε αυτόν το μήνα, τον μάλωσαν μόνο την ημέρα που συνέβη αυτό
με το σχοινάκι και το παράξενο είναι, ότι εκείνη την φορά δεν έφταιγε αυτός.
Αναρωτιέμαι, γιατί ο μπαμπάς και η μαμά που με αγαπούσαν
τόσο, ξαφνικά σταμάτησαν να ενδιαφέρονται για μένα. Φαίνεται, ότι πια δεν είμαι
το κοριτσάκι τους. Όταν φιλάω τη μαμά, εκείνη δεν χαμογελάει. Ούτε ο μπαμπάς.
Όταν πάνε βόλτα, πάω μαζί τους, αλλά συνεχίζουν να μην ενδιαφέρονται για μένα.
Μπορώ να παίξω δίπλα στο σιντριβάνι, όσο θέλω. Το ίδιο τους κάνει. Μόνο ο
Αρθούρος είναι ευγενικός μαζί μου, που και που, αλλά κι αυτός μερικές φορές
αρνείται να παίξει μαζί μου. Εγώ δεν ήθελα να του μιλήσω γι’ αυτό το θέμα, αλλά
δεν μπόρεσα να το αποφύγω. Με κοίταξε αφ’ υψηλού, με το ύφος το κοροϊδιάρικο,
που παίρνει επίτηδες, για να με νευριάσει και μου είπε, ότι αυτό συμβαίνει
γιατί η μαμά δεν θέλει να μιλάνε για μένα. Του είπα, ότι αυτό δεν είναι
αλήθεια. Εκείνος μου είπε, ότι είναι αλήθεια και ότι άκουσε την μαμά να λέει στον μπαμπά: «Δεν θέλω να ακούσω να
μιλάνε ποτέ για εκείνη.»
Ήταν η μέρα που τον έσφιξα στο λαιμό με το σχοινάκι. Μετά
από αυτό, εγώ ήμουν τόσο θυμωμένη, παρόλο το χαστούκι που είχε φάει, που πήγα
στο δωμάτιο του και του είπα ότι θα τον σκοτώσω.
Εκείνο το απόγευμα, μου είπε, ότι η μαμά, ο μπαμπάς κι αυτός
θα πήγαιναν στην θάλασσα κι εγώ δεν θα πήγαινα. Γέλασε και έκανε γκριμάτσες.
Τότε τον έσπρωξα στο σιντριβάνι.
Τώρα κοιμάται κι ο μπαμπάς και η μαμά επίσης. Εντός ολίγου,
θα πάω στο δωμάτιό του και αυτή τη φορά δεν θα έχει τον χρόνο να ουρλιάξει, έχω
στα χέρια το σχοινάκι. Το ξέχασε στον κήπο και εγώ το πήρα.
Έτσι θα υποχρεωθούν να πάνε στην θάλασσα, χωρίς εκείνον. Κι
έπειτα, εγώ θα πάω να ξαπλώσω μόνη μου, στο βάθος αυτού του καταραμένου κήπου,
σε αυτό το φοβερό λευκό κουτί που με
υποχρέωσαν να κοιμάμαι εδώ και ένα μήνα.
Una niña perversa.
Jehanne Jean-Charles.
Esta tarde empujé
a Arturo a la fuente. Cayó en ella y se puso a hacer "gluglú" con la
boca, pero también gritaba y fue oído. Papá y mamá llegaron corriendo. Mamá
lloraba porque creía que Arturo se había ahogado. Pero no era así. Ha venido el
doctor. Arturo está ahora muy bien. Ha pedido pastel de mermelada y mamá se lo
ha dado. Sin embargo, eran las siete, casi la hora de acostarse, cuando pidió
pastel, y a pesar de eso mamá se lo dio. Arturo estaba muy contento y
orgulloso. Todo el mundo le hacía preguntas. Mamá le preguntó cómo había podido
caerse, si se había resbalado, y Arturo ha dicho que sí, que se tropezó. Es
gentil que haya dicho eso, pero yo sigo detestándolo y volveré a hacerlo en la
primera ocasión.
Por lo demás, si
no ha dicho que lo empujé yo, quizá sea sencillamente porque sabe muy bien que
a mamá la horrorizan las delaciones. El otro día, cuando le apreté el cuello
con la cuerda de saltar y se fue a quejar con mamá diciendo: "Elena me ha
hecho esto", mamá le ha dado una terrible palmada y le ha dicho: "¡No
vuelvas a hacer una cosa así!" Y cuando llegó papá, ella se lo ha contado,
y papá también se puso furioso. Arturo se quedó sin postre. Por eso comprendió.
Y esta vez, como no ha dicho nada, le han dado pastel de mermelada. Me gusta
enormemente el pastel de mermelada: se lo he pedido a mamá yo también, tres
veces, pero ella ha puesto cara de no oírme. ¿Sospechará que yo fui la que
empujó a Arturo?
Antes, yo era
buena con Arturo, porque mamá y papá me festejaban tanto como a él. Cuando él
tenía un auto nuevo, yo tenía una muñeca, y no le hubieran dado pastel sin
darme a mí. Pero desde hace un mes, papá y mamá han cambiado completamente
conmigo. Todo es para Arturo. A cada momento le hacen regalos. Con esto no
mejora su carácter. Siempre ha sido un poco caprichoso, pero ahora es
detestable. Sin parar está pidiendo esto y lo otro. Y mamá cede casi siempre. A
decir verdad, creo que en todo un mes solo lo han regañado el día de la cuerda
de saltar, y lo raro es que esta vez no era culpa suya.
Me pregunto por
qué papá y mamá, que me querían tanto, han dejado de repente de interesarse en
mí. Parece que ya no soy su niñita. Cuando beso a mamá, ella no sonríe. Papá
tampoco. Cuando van a pasear, voy con ellos, pero continúan desinteresándose de
mí. Puedo jugar junto a la fuente lo que yo quiera. Les da igual. Sólo Arturo
es gentil conmigo de cuando en cuando, pero a veces se niega a jugar conmigo.
Le pregunté el otro día por qué mamá se había vuelto así conmigo. Yo no quería
hablarle del asunto, pero no pude evitarlo. Me ha mirado desde arriba, con ese
aire burlón que toma adrede para hacerme rabiar, y me ha dicho que era porque
mamá no quiere oír hablar de mí. Le dije que no era verdad. Él me dijo que sí,
que había oído a mamá decirle eso a papá, y que le había dicho: "No quiero
oír hablar nunca más de ella."
Ese fue el día
que le apreté el cuello con la cuerda. Después de eso, yo estaba tan furiosa, a
pesar de la palmada que él había recibido, que fui a su recámara y le dije que
lo mataría.
Esta tarde me ha
dicho que mamá, papá y él iban a ir al mar, y que yo no iría. Se rió y me hizo
muecas. Entonces lo empujé a la fuente.
Ahora duerme, y
papá y mamá también. Dentro de un momento iré a su recámara y esta vez no
tendrá tiempo de gritar, tengo la cuerda de saltar en las manos. Él la olvidó
en el jardín y yo la tomé.
Con esto se verán
obligados a ir al mar sin él. Y luego me iré a acostar sola, al fondo de ese
maldito jardín, en esa horrible caja blanca donde me obligan a dormir desde
hace un mes.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.