...ευγενείς πόθοι... από εδώ
Juan José
Millás-Το
κινητό
Ο τύπος που έτρωγε το
πρωινό του, δίπλα μου στο μπαρ, ξέχασε
το κινητό του κάτω από την μπάρα. Έτρεξα πίσω του, αλλά όταν έφτασα στον δρόμο,
είχε εξαφανιστεί. Περπάτησα με το μαραφέτι στο χέρι τριγύρω και τελικά το έβαλα στην τσέπη και πήρα το λεωφορείο. Στο
ύψος της οδού Καρταγένα άρχισε να χτυπάει. Ίσως για χάρη μου δεν είχε σβήσει ,
αλλά οι επιβάτες με κοιτούσαν κι έτσι το έβγαλα με φυσικότητα και απάντησα στην
κλήση. Μια γυναικεία φωνή από την άλλη πλευρά, ρώτησε: «Πού είσαι;». «Στο λεωφορείο», απάντησα. «Στο λεωφορείο; Και τι κάνεις στο λεωφορείο;». «Πάω στο γραφείο». Η γυναίκα άρχισε να κλαίει, σαν
κάποιος να της είπε κάτι φοβερό και έκλεισε. Έβαλα το μαραφέτι στην τσέπη του
σακακιού και το βλέμμα μου πλανήθηκε στο κενό. Στο ύψος της οδού Μαρία δε
Μολίνα και Βελάσκεθ άρχισε να χτυπάει ξανά. Ήταν ξανά η γυναίκα. Ακόμα έκλαιγε. «Είσαι ακόμα στο λεωφορείο, έτσι δεν είναι;» είπε
με φωνή δύσπιστη. «Ναι», απάντησα. Την φαντάστηκα να μιλάει από ένα κρεβάτι με
μαύρα μεταξωτά σεντόνια, φορώντας ένα
λευκό νυχτικό, με δαντέλα. Σκουπίζοντας
τα δάκρυα, το τιραντάκι γλίστρησε στον δεξιό της ώμο κι εγώ ερεθίστηκα πολύ,
χωρίς να το προσέξει κανένας. Μια γυναίκα έβηξε δίπλα μου. «Με ποια είσαι;» ρώτησε αγχωμένη. «Με καμιά», απάντησα. «Και ο βήχας;» «Μια επιβάτης του λεωφορείου». Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, πρόσθεσε με σταθερή
φωνή: «Θα αυτοκτονήσω· αν δεν μου δώσεις κάποια
ελπίδα, σκοτώνομαι τώρα αμέσως». Κοίταξα γύρω μου· όλοι κρεμόντουσαν από πάνω
μου, και δεν ήξερα τι να κάνω. «Σε αγαπώ», είπα και έκλεισα. Δυο δρόμους πιο
κάτω χτύπησε ξανά. «Εσύ είσαι ο βλάκας που παίζει με το κινητό μου;» ρώτησε μια
αντρική φωνή. «Ναι», είπα καταπίνοντας το σάλιο μου. «Θα μου το επιστρέψεις;» «Όχι»,
απάντησα. Σε λίγο έμεινε χωρίς σήμα, αλλά εγώ το έχω πάντα στην τσέπη μου,
μήπως κι εκείνη τηλεφωνήσει ξανά.
Juan José Millás-El
móvil
El tipo que
desayunaba a mi lado, en el bar, olvidó un teléfono móvil debajo de la barra.
Corrí tras él, pero cuando alcancé la calle había desaparecido. Di un par de
vueltas con el aparato en la mano por los alrededores y finalmente lo guardé en
el bolsillo y me metí en el autobús. A la altura de la calle Cartagena comenzó
a sonar. Por mi gusto no habría descolgado, pero la gente me miraba, así que lo
saqué con naturalidad y atendí la llamada. Una voz de mujer, al otro lado,
preguntó: "¿Dónde estás?". "En el autobús", dije. "¿En
el autobús? ¿Y qué haces en el autobús?". "Voy a la oficina". La
mujer se echó a llorar, como si le hubiera dicho algo horrible y colgó. Guardé
el aparato en el bolsillo de la chaqueta y perdí la mirada en el vacío. A la
altura de María de Molina con Velázquez volvió a sonar. Era de nuevo la mujer.
Aún lloraba. "Seguirás en el autobús, ¿no?", dijo con voz incrédula.
"Sí", respondí. Imaginé que hablaba desde una cama con las sábanas
negras, de seda, y que ella vestía un camisón blanco, con encajes. Al enjugarse
las lágrimas se le deslizó el tirante del hombro derecho, y yo me excité mucho
sin que nadie se diera cuenta. Una mujer tosió a mi lado. "¿Con quién
estás?", preguntó angustiada. "Con nadie", dije. "¿Y esa
tos?". "Es de una pasajera del autobús". Tras unos segundos
añadió con voz firma: "Me voy a suicidar; si no me das alguna esperanza me
mato ahora mismo". Miré a mi alrededor; todo el mundo estaba pendiente de
mí, así que no sabía qué hacer. "Te quiero", dije, y colgué. Dos calles
más allá sonó otra vez: "¿Eres tú el imbécil que anda jugando con mi
móvil?", preguntó una voz masculina. "Sí", dije tragando saliva.
"¿Me lo vas a devolver?" "No", respondí. Al poco lo dejaron
sin línea, pero yo lo llevo siempre en el bolsillo por si ella volviera a
telefonear.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.