Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

Έρωτας κομοδίνου



...περασμένα μεγαλεία... από εδώ


Έρωτας κομοδίνου

Καθώς οι γέροι κοιμούνται, οι τεχνητές τους οδοντοστοιχίες μοιράζονται το ίδιο νεροπότηρο. Ενώ χαμογελούσαν τακτικά και συντροφεύονταν που και που, ανταλλάσσοντας γλυκόλογα, ποτέ δεν είχαν βρεθεί τόσο κοντά.

Τώρα, στα σιωπηλά, φιλιούνται για πρώτη φορά, με ένα φιλί, χωρίς γλώσσα, αθώο.


 Amor de mesilla   

                                                 
Mientras los viejos duermen, sus dentaduras postizas coinciden en el mismo vaso de agua. Si bien se habían sonreído con cierta frecuencia y hasta habían acompañado a alguna frase cariñosa, nunca habían estado tan cerca.
Ahora, en silencio, se besan por primera vez, con un beso sin lengua, casto.

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018

Pere Calders-Ισορροπία




...στο μαγγανοπήγαδο... από εδώ

Pere Calders-Ισορροπία

Ενώ ήταν έτοιμος να τραβήξει τον κουβά, παραπάτησε και έπεσε στο πηγάδι. Καθώς έπεφτε, του συνέβη αυτό το γνωστό, να δει ολόκληρη την ζωή του να περνά για δευτερόλεπτα μπροστά από τα μάτια του. Και την βρήκε επίπεδη, ίδια, μονότονη (καταλαβαινόμαστε τώρα), έτσι που αφέθηκε να καταπιεί το νερό του πνιγμού με παροιμιώδη αδιαφορία.

Pere Calders-Balance

Cuando estaba a punto de sacar el cubo, le falló una pierna y cayó al pozo. Mientras caía, le pasó aquello tan conocido de ver de un vistazo toda su vida. Y la encontró lisa, igual y monótona (dicho sea entre nosotros), de manera que se tragó el agua de ahogarse con ejemplar resignación.

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018

Ξεχασμένες αυταπάτες



                                                                Robert Doisneau


...κάλλιο αργά... από εδώ

Ξεχασμένες αυταπάτες

Σε όλη μου τη ζωή ονειρευόμουνα ένα καμπριολέ, όμως έπρεπε να συμβιβαστώ και να οδηγάω ένα οποιοδήποτε από δεύτερο χέρι ή και παλιότερο, μέχρι που να γίνει κομμάτια, για να μπορέσω να το αντικαταστήσω με κάποιο παρόμοιο. Επιτέλους θα τα καταφέρω. Τα παιδιά μου δεν με χρειάζονται πια· η αγαπημένη μου γυναικούλα μας άφησε χρόνους· κι εγώ, πόσο να μου μένει… Το είδα στην έκθεση κάνοντας την καθημερινή μου βόλτα. Γύρισα βιαστικά με κομμένη την ανάσα από την συγκίνηση. Έψαξα στο σπίτι τις κρυμμένες αποταμιεύσεις μου και νομίζω ότι έχω μαζέψει αρκετά για να το αγοράσω τοις μετρητοίς. Τώρα αμέσως πηγαίνω να το πάρω. Όταν ο βάλω στο γκαράζ- πριν από όλα- θα το βάψω μαύρο, γιατί αυτό το μπλε ηλεκτρίκ, έτσι που γυαλίζει, μου φαίνεται λίγο αδιάκριτο για ένα άτομο της ηλικίας μου· επί πλέον, αν  βγάλω το κουρδιστήρι θα γίνει πιο σικάτο. Που στο καλό έχω βάλει την ανακυκλώσιμη τσάντα του σουπερμάρκετ; Πρέπει να την πάρω μαζί μου για να το μεταφέρω, μη τυχόν και μου το βάλουν σε καμιά πλαστική σακούλα και πρέπει να την πληρώσω κι αυτήν.

ILUSIONES AÑEJAS (Edita)

Toda la vida he soñado con un descapotable, pero hube de conformarme conduciendo cualquier utilitario de segunda o enésima mano, hasta que se caía a pedazos y lo podía reemplazar por otro similar. Al fin, voy a conseguirlo. Mis hijos ya no me necesitan; mi querida esposa, la pobre, se ha ido;  y yo, para lo que me queda… Lo vi en un establecimiento dando el paseo diario. Regresé a toda prisa, asfixiado de emoción. Rebusqué por la casa mis ahorros escondidos y creo que he reunido lo suficiente para abonarlo al contado. Ahora mismo salgo a buscarlo. Cuando lo tenga en el garaje, antes de nada, lo pintaré de negro porque el azul brillante que luce me parece poco discreto para una persona de mi edad; además, si le arranco la llave de la cuerda, ganará elegancia. ¿Dónde habré metido la bolsa reutilizable del súper? Debo llevarla para traerlo, no vaya a ser que me lo pongan en una de plástico y la tenga que pagar.

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018

Ημερολόγιο ενός κουρέματος


από εδώ

Ημερολόγιο ενός κουρέματος



Μαδρίτη 2 Φεβρουαρίου  1974

Η μητέρα με πήγε στον κουρέα. Ο κύριος Ματίας λέει, ότι τα παράπονα είναι για τους κλαψιάρηδες, μου τραβάει τα μαλλιά, δεν ξέρω αν θα μου τα κόψει ή θα μου τα ξεριζώσει. Όμως δεν άνοιξα το στόμα. Η μητέρα μου λέει,  να συμπεριφέρομαι σαν μεγάλος. Γυρνώντας στο σπίτι είδα κάτι  εκσκαφείς να κατεδαφίζουν τα παραπήγματα της γειτονιάς των σιδηροδρομικών, στην απέναντι πλευρά του δρόμου.


Μαδρίτη 5 Μαΐου  1984

Ζήτησα χρήματα από την μητέρα για να πάω στο κομμωτήριο για άντρες και γυναίκες, σε αυτό που βρίσκεται στο ισόγειο του κτηρίου, εκεί που κάποτε ήταν τα παραπήγματα των σιδηροδρομικών.  Με εξυπηρέτησε η Χούλια. Ήθελα να της πω, να μην σταματήσει να μου λούζει το κεφάλι, ούτε να σταματήσει να είναι τόσο όμορφη. Όμως δεν άνοιξα το στόμα. Πώς να εξηγήσω στην μητέρα, ότι θέλω να κουρεύομαι καθημερινά.


Μαδρίτη 20 Οκτωβρίου  2018

Αυτά τα λίγα που διασώθηκαν στο κεφάλι μου, εξακολουθούν να επαναστατούν όταν παραμεγαλώνουν. Κοντοστάθηκα στο κομμωτήριο. Δεν ήταν η Άθου, τραβάει αυτή η κατάθλιψη. Η Σούσι ανέχθηκε την σιωπή μου. Μέσα στον λήθαργο, είδα την Χούλια και την μητέρα σε εκείνα τα παραπήγματα.


Diario de un corte de pelo

Madrid, dos de febrero de 1974.

Madre me ha llevado al peluquero. El señor Matías dice que quejarse es de llorones, me tira mucho del pelo, no sé si me lo corta o me lo arranca. Pero no he abierto la boca.  Madre dice que me hago mayor. Al volver a casa, unas máquinas excavadoras estaban derrumbando las casitas de la colonia de los ferroviarios, al otro lado de la calle.

Madrid, cinco de mayo de 1984.

Le he pedido dinero a madre para ir a la peluquería unisex que han abierto en los bajos de los nuevos edificios, donde estaba la colonia de los ferroviarios. Me han atendido las manos de Julia. Quería decirle que no dejara de lavarme la cabeza, ni de ser tan guapa. Pero no he abierto la boca. Cómo le explico a madre que necesito cortarme el pelo todos los días.

Madrid, veinte de octubre de 2018.

Los supervivientes que me quedan en la cabeza siguen revolucionándose cuando crecen tanto. Me he acercado a la peluquería. No estaba Azu, sigue con depresión. Ha atendido Susi mi silencio. En un pequeño sopor, he visto a Julia y a madre, en aquellas casitas de papel.

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Max Aub- Τον σκότωσα γιατί μου πονούσε το κεφάλι



...όλα κι όλα, το σωστό να λέγεται... από εδώ

Max Aub- Τον σκότωσα γιατί μου πονούσε το κεφάλι

Τον σκότωσα γιατί μου πονούσε το κεφάλι. Κι αυτός άρχισε να μιλάει, χωρίς σταματημό, χωρίς να κουράζεται, για πράγματα που με άφηναν τελείως αδιάφορη. Η αλήθεια είναι ότι κάποτε με ενδιέφεραν. Πριν, κοίταξα το ρολόι μου, αδιάκριτα, έξη φορές: δεν έδωσε σημασία. Νομίζω ότι είναι ένα ελαφρυντικό, που πρέπει να λάβετε υπ’ όψη.

Max Aub-Lo maté porque me dolía la cabeza

Lo maté porque me dolía la cabeza. Y él venga hablar, sin parar, sin descanso, de cosas que me tenían completamente sin cuidado. La verdad, aunque me hubiesen importado. Antes, miré mi reloj seis veces, descaradamente: no hizo caso. Creo que es una atenuante muy de tenerse en cuenta.

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2018

Raghida Abillama-Πώς να σώσεις ένα τσιγκούνη



 αραβική λαϊκή σοφία... από εδώ

Raghida Abillama-Πώς να σώσεις ένα τσιγκούνη
Μια μέρα, ο Γιόχα πήγε με μερικούς φίλους να βολτάρει στην όχθη του ποταμού. Ένας από αυτούς, διάσημος για την τσιγκουνιά του, πλησίασε στο ποτάμι για να πλύνει τα χέρια του, αλλά ξαφνικά γλίστρησε και έπεσε στο νερό.
Αφού δεν ήξερε να κολυμπάει, άρχισε να φωνάζει ζητώντας να τον βοηθήσουν. Όλοι πήγανε για να τον σώσουν, του άπλωσαν τα χέρια για να πιαστεί και του έλεγαν:
-Δώσε μας το χέρι, Μουσταφά, δώσε μας το χέρι!
Όμως αυτός έμενε να τους κοιτάζει με τα μάτια ορθάνοιχτα χωρίς καμιά αντίδραση.
Τότε πήγε και ο Γιόχα και τους είπε:
-Δεν μπορείτε να απευθύνεστε με αυτόν τον τρόπο σε ένα άτομο που δεν είναι συνηθισμένο να δίνει.
Τους παραμέρισε και απευθύνθηκε στον Μουσταφά:
Πιάσε το χέρι μου, Μουσταφά, πιάσε το!
Αμέσως ο άντρας έπιασε το χέρι του Γιόχα, τον ευχαρίστησε και του ευχήθηκε να μακροημερεύσει.

Raghida Abillama -Cómo se rescata a un tacaño
Un día, Yoha fue con unos amigos a pasear junto al río. Uno de ellos, famoso por su tacañería, se acercó al río para lavarse las manos, pero de repente resbaló y se cayó al agua.
Al no saber nadar, empezó a gritar pidiendo que le ayudasen. Todos fueron a su rescate y le tendieron las manos para que se sujetase, diciendo:
-¡Danos la mano, Mustafá, danos la mano!
Pero él se quedó mirando con los ojos bien abiertos sin ninguna reacción.
Entonces llegó Yoha y les dijo:
-No podéis dirigiros de esa manera a una persona que no está acostumbrada a dar.
Los apartó y se dirigió a Mustafá:
-Toma, coge mi mano, Mustafá, ¡cógela!
Enseguida el hombre cogió a Yoha de la mano dándole las gracias y deseándole una larga vida.

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

Luisa Hurtado González-Ανθρωποθήκη



...επιστημονική φαντασία; ... μπορεί και όχι... από εδώ
Luisa Hurtado González-Ανθρωποθήκη

Το βιβλίο μπήκε στο κατάστημα. Υπήρχαν ράφια παντού, γεμάτα με άντρες και γυναίκες να περιμένουν και ολοφάνερα διαθέσιμοι, για να γεμίσουν με εικόνες τις άδειες του σελίδες.

Διάλεξε, για να γράψει επάνω του, μια γυναίκα, μια γυναίκα που- ήταν ολοφάνερο- δεν μπορούσε να κουνήσει τα δάχτυλα και που το κοίταζε με αναίδεια. Οι υπόλοιποι, αδιάφοροι για όλα, έμοιαζαν να μην δίνουν σημασία σε τίποτα· είχαν το βλέμμα σταθερό και υπνωτισμένο, σαν να έβλεπαν τηλεόραση και τους άρεσε να τους τα δίνουν όλα έτοιμα, μασημένα, σαν να είχαν χάσει την ικανότητα να σκέφτονται και να ονειρεύονται.

Luisa Hurtado González-Humanoteca

El libro entró en el local. Había estanterías por todas partes, llenas de hombres y mujeres expectantes y aparentemente dispuestos a llenar de imágenes sus páginas en blanco.

            Eligió, para que le escribiese, una mujer que aparentemente no podía dejar de mover los dedos y que le miró con descaro. Los demás, ajenos a todo, parecieron no darse cuenta de nada; tenían la mirada fija e hipnotizada, como si estuvieran viendo la televisión y les gustase que les diesen todo hecho, como si hubieran perdido la capacidad de imaginar o de fantasearse.

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

Lilian Elphick-Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας


... μελετηρό το άτομο, το δίχως άλλο... από εδώ

Lilian Elphick-Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας

Του ξέσκισα το πουκάμισο, του έλυσα την ζώνη κι όταν έπεσε το παντελόνι του στο πάτωμα, είδα την μακριά φολιδωτή του ουρά, που τελείωνε στην άκρη, σαν βέλος.
-Θεέ μου! – κραύγασα.
-Λέγε όπως θες, δεν με νοιάζει καθόλου – είπε αυτός, δείχνοντας μου την αληθινή κόλαση της γλώσσας του.

Lilian Elphick-Curso de lingüística general

Le arranqué la camisa, le solté el cinturón y, cuando los pantalones caían al suelo, noté su cola larga y escamosa, terminada en punta de flecha.
-¡Ay, Dios mío! –grité.
-Llámame como quieras, a mí no me importa –dijo él, mostrándome el verdadero infierno de su lengua.

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2018

Isidoro Blaisten-Η αρχή είναι καλύτερη





...αυτά... στην πολύ αρχή... από εδώ

Isidoro Blaisten-Η αρχή είναι καλύτερη

'Εν ἀρχή ἦν το υποκείμενο. Δεν υπήρχαν ρήματα. Κανείς δεν έλεγε: «Θα πάω στο σπίτι». Έλεγε απλά: «σπίτι» και το σπίτι ερχόταν σ’ αυτόν. Κανείς δεν έλεγε «σε αγαπώ». Έλεγε απλά «αγάπη» και απλά αγαπούσε.

Ήταν καλύτερα στην αρχή


El principio es mejor.

En el principio fue el sustantivo. No había verbos. Nadie decía: «Voy a la casa». Decía simplemente: «casa» y la casa venía hacia él. Nadie decía «te amo». Decía simplemente «amor» y uno simplemente amaba.

En el principio era mejor.

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2018

DANIEL FRINI- Ησενέγ



ένα σχόλιο στα "θρησκευτικού" περιεχομένου σχόλια... από εδώ

DANIEL FRINI-  Ησενέγ

Πριν έξη μέρες, πέθαναν τα ζώα. Πριν πέντε μέρες, η βροχή κατέστρεψε όλη την βλάστηση. Πριν τέσσερις μέρες, η ομίχλη έσβησε τον ουρανό και το στερέωμα. Πριν τρεις μέρες, το χάος ανακάτεψε τα ύδατα και την στεριά. Πριν δυο μέρες εξαφανίστηκε ο άνθρωπος. Την τελευταία μέρα, είπα «να σβήσει το φως». Έπειτα, ξεκουράστηκα.

DANIEL FRINI -Siseneg

Seis días antes, murieron los animales. Cinco días antes, la lluvia mató toda vegetación. Cuatro días antes, la niebla borró cielo y firmamento. Tres días antes, el caos mezcló las aguas y la tierra. Dos días antes desapareció el hombre. En el último día, dije "apáguese la luz". Después, descansé.

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2018

Marco Denevi-Η σιωπή των σειρήνων


...τα κουβαδάκια σας και να πάτε να παίξετε αλλού... από εδώ

Marco Denevi-Η σιωπή των σειρήνων

Όταν οι Σειρήνες είδαν να περνάει το καράβι του Οδυσσέα και πρόσεξαν ότι εκείνοι οι άντρες είχαν βουλώσει τα αυτιά τους για να μην τις ακούσουν να τραγουδούν (εκείνες, τις ομορφότερες και πιο σαγηνευτικές γυναίκες!) χαμογέλασαν περιφρονητικά και είπαν: Τι σόι άντρες είναι αυτοί που ηθελημένα αντιστέκονται στις Σειρήνες; Παρέμειναν, λοιπόν, βουβές και τους άφησαν να φύγουν, εν μέσω μιας σιωπής που ήταν η χειρότερη προσβολή.


Marco Denevi-Silencio de sirenas

Cuando las Sirenas vieron pasar el barco de Ulises y advirtieron que aquellos hombres se habían tapado las orejas para no oírlas cantar (¡a ellas, las mujeres más hermosas y seductoras!) sonrieron desdeñosamente y se dijeron: ¿Qué clase de hombres son éstos que se resisten voluntariamente a las Sirenas? Permanecieron, pues, calladas, y los dejaron ir en medio de un silencio que era el peor de los insultos.

Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

José María Méndez-Το επιχείρημα ενός ληστή

...οι καλοί λογαριασμοί... από εδώ

José María Méndez-Το επιχείρημα ενός ληστή

Ένας ληστής διηγείτο σε μια ομήγυρη συντρόφων του: «Εγώ είμαι τίμιος άνθρωπος, έχω λόγο. Μια φορά ρώτησα στο θύμα μου αυτήν την βλακώδη ερώτηση που μας αποδίδουν οι γραμματιζούμενοι: - Τα λεφτά σου ή τη ζωή σου;- Την ζωή μου – μου απάντησε το παλληκάρι -,  γενναίο καθώς ήταν. Έπρεπε να του την αφαιρέσω. Μετά σεβόμενος τον λόγο μου, αφού τον είχα αφήσει να διαλέξει ανάμεσα στα λεφτά του και στην ζωή του, άφησα πλάι στο πτώμα του ένα χαρτοφύλακα γεμάτο χαρτονομίσματα: τα λεφτά του.

Από τότε, όταν εργάζομαι, απευθύνομαι στο υποψήφιο θύμα μου ως εξής: «Τα λεφτά σου ή τα λεφτά σου και την ζωή σου;». Έτσι για να έχουμε τα πράγματα ξεκαθαρισμένα.

José María Méndez-Argumentación de un bandolero

Un bandolero refería en rueda de compinches: “Yo soy un hombre honesto, de palabra. Cierta vez use con una víctima la estúpida frase que nos atribuyen los literatos: “¿La bolsa o la vida?”. —La vida— me contestó el mocito—, valiente como el que más. Y tuve que quitársela. Luego, para respetar mi palabra, y ya que lo había dejado escoger entre la bolsa y la vida, deje al pie de su cadáver una cartera repleta de billetes: su bolsa.


Desde entonces, cuando trabajo interrogo así al candidato a interfecto: “¿La bolsa o la bolsa y la vida?”. Para dejar las cosas claras.

http://www.uncuentoaldia.es/?p=18237

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2018

Dalmiro Sáenz - Ο ψεύτης βοσκός



...εναλλακτικές διδασκαλίες...από εδώ

Dalmiro Sáenz - Ο ψεύτης βοσκός

Στην πραγματικότητα, η επίσημη εκδοχή είναι η σωστή. Ο βοσκός  ειδοποιούσε τους γείτονες φωνάζοντας ότι ερχότανε ο λύκος, για να ξεκαρδιστεί μετά στα γέλια:
-Χα, χα, χα! Δεν υπάρχει λύκος! Αστείο ήταν.
Μια μέρα δεν ήταν αστείο. Εμφανίστηκε ο λύκος και όταν ο βοσκός ειδοποίησε τους γείτονες, εκείνοι αναφώνησαν:
-Δεν τρέχει τίποτα. Άλλο ένα από τα αστεία του- και κανένας δεν έτρεξε για βοήθεια και ο λύκος έφαγε όλα τα πρόβατα.
Μετανιωμένος, ο βοσκός ζήτησε συγγνώμη από τον Θεό και εντάχθηκε σε μια Ευαγγελική Εκκλησία, φτάνοντας με τον καιρό να γίνει Ποιμένας. Όμως η φήμη του δεν τον εγκατέλειψε. Οι ενορίτες συνέχιζαν να τον αποκαλούν ο ψεύτης Ποιμένας και έφτανε να πει στο πρώτο του κήρυγμα από τον άμβωνα:
«Ο Θεός υπάρχει», για να βγουν από την εκκλησία όλοι άθεοι.
Ο Θεός από τον Ουρανό, είπε:
-Μα το όνομά μου, τι θα κάνω με αυτόν τον μαλάκα; Ένας από του ακολούθους του, του πρότεινε:
-Έναν κατακλυσμό, ίσως.
Ο Θεός γέλασε και είπε:
-Εδώ δεν πιστεύουνε στον πρώτο.
-Κάτι, σε Σόδομα και Γόμορα, ίσως. Ο Θεός χαμογέλασε και πάλι και είπε: Habeas corpus.
Που και που λέει και ο Θεός καμιά λατινικούρα για να περάσει η ώρα. Τελικά αποφάσισε να στείλει έναν Άγγελο.
Ο Άγγελος εμφανίστηκε στον Ποιμένα και του είπε: Έρχομαι εκ μέρους του Θεού.
Ο Ποιμένας τον κοίταξε και τον ρώτησε:
-Υπάρχει Θεός; Στ’ αλήθεια υπάρχει; Γιατί στο χωριό λένε ότι δεν υπάρχει.
-Όχι μόνο υπάρχει- απάντησε ο Άγγελος- αλλά σε στέλνει να γυρίσεις το χωριό πόρτα-πόρτα και να κηρύξεις την είδηση, ότι ο Θεός δεν υπάρχει.
Ο Ποιμένας το έκανε. Χτύπησε κάθε πόρτα και είπε: - Ο Θεός δεν υπάρχει.
-Ποιος στο είπε;
-Ο Θεός- απαντούσε ο βλάκας.
Τότε ο Άγγελος αποφάσισε να δώσει ένα μάθημα σε όλους αυτούς τους άπιστους.
-Πάμε μαζί- είπε ο Άγγελος.
Στην πρώτη πόρτα που χτύπησαν, τους άνοιξε μια γυναίκα:
-Τι επιθυμείτε;
Ο Ποιμένας είπε:
-Έφερα μαζί μου έναν άγγελο σταλμένο από τον Θεό.
Η είδηση κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα. Ο ψεύτης Ποιμένας έφερε ένα Δαιμόνιο σταλμένο από τον Λούσιφερ, πράγμα που σημαίνει ότι ο Θεός δεν υπάρχει, όμως υπάρχει ο Διάβολος. Οι πρώτες μαύρες τελετές οργανώθηκαν στην πλατεία του χωριού. Υψώσανε ένα άγαλμα του Λούσιφερ. Στα εκκλησιαστικά είδη αρχίσανε να πουλάνε θειάφι και στάμπες με την φιγούρα του Διαβόλου.
Στα σχολεία διδάσκονταν ότι οι αρετές είναι κακές και οι αμαρτίες καλές και ανάμεσα στις αμαρτίες, το ψέμα είναι αυτό που αξίζει περισσότερο.
Τον ψεύτη Ποιμένα τον κάνανε Επίσκοπο και χτίστηκε προς τιμήν του μια Βασιλική. Η κακία δημιούργησε ότι επακολούθησε. Για να κάνουν τον πόλεμο εφηύραν την ειρήνη, για να τονώσουν το σεξ, εφηύραν την απαγόρευση. Για να υπάρξουν κλέφτες εφευρέθηκε η ατομική ιδιοκτησία, για να υπάρξει αλαζονεία εφευρέθηκε η ταπεινότητα, για να κυριαρχήσει το χάος αποκαταστάθηκε η τάξη, για να υπάρξουν οι δικτάτορες εφευρέθηκε η δημοκρατία, για να αναδειχθεί το μίσος γεννήθηκε η αγάπη, για να διατηρηθεί η αδικία δημιουργήθηκε η δικαιοσύνη και για να δικαιολογηθεί ο Διάβολος εφευρέθηκε ο Θεός.
Ο Άγγελος γύρισε στον Ουρανό και παρουσιάστηκε στον Δημιουργό.
-Αποστολή εξετελέσθη- του είπε και ο Κύριος ευχαριστήθηκε μαζί του.

Dalmiro Sáenz -El pastor mentiroso

En realidad la versión oficial es la correcta. El pastor solía alarmar a los vecinos gritando que venía un lobo para matarse después de risa diciendo:
 -¡Ja! ¡Ja! ¡Ja! ¡No hay ningún lobo! Era una broma.
 Un día no fue broma. Un lobo apareció y cuando el pastor dio la alarma los vecinos exclamaron:
-Qué va. Debe ser otra de sus chanzas- y nadie vino en su auxilio y el lobo se comió todas las ovejas.
 Arrepentido, el pastor pidió perdón a Dios e ingresó en una iglesia evangélica llegando con los años a recibirse de Pastor. Pero su fama no lo abandonó. Los feligreses lo seguían llamando el Pastor mentiroso y bastó que dijera en su primer sermón desde el púlpito:
 "Dios existe" para que todos salieran ateos de la iglesia.
 Dios, desde el cielo, se dijo:
-Yo mío, ¿qué hago con este pelotudo? Uno de sus asesores sugirió: -Un diluvio tal vez.
 Dios sonrió y dijo:
 -Apenas me creen el otro.
-Algo parecido a Sodoma y Gomorra tal vez. Dios volvió a sonreír y dijo: -Habeas corpus.
 Cualquier cosa decía Dios a veces. Por fin decidió mandar un Angel.
 El Angel se presentó ante el Pastor y le dijo: -Vengo de parte de Dios.
 El Pastor lo miró y le preguntó:
 -Pero ¿Dios existe? ¿En serio existe? Porque en el pueblo andan diciendo que no existe.
-No sólo existe -contestó el Angel- sino que os manda a decir que vengáis al pueblo, casa por casa, y pregonéis la noticia de que Dios no existe.
 El Pastor lo hizo. Golpeó cada puerta v dijo: -Dios no existe.
 -¿Quién lo dijo?
 -Dios -contestaba el muy pelotudo.
 Entonces el Angel decidió dar a esos incrédulos una lección.
 -Vamos juntos -dijo el Angel.
 A la primera puerta que golpearon los atendió una mujer:
 -¿Qué deseáis?
 El Pastor dijo:
-Traje conmigo un ángel enviado por Dios.
 La noticia corrió de boca en boca. El Pastor mentiroso había traído a un Demonio enviado por Lucifer, por lo tanto era evidente que Dios no existía, pero sí el Demonio.
 La primeras misas negras se organizaron en la plaza del pueblo. Se erigió una estatua a Lucifer. Las santerías empezaron a vender barritas de azufre y estampitas con la efigie del Diablo.
 En las escuelas se enseñaba que las virtudes eran malas y que los pecados eran buenos y entre estos pecados la mentira era el más preciado.
 Al Pastor mentiroso se lo nombró Obispo y se construyó para él una basílica. La maldad generó el progreso. Para defender la guerra se inventó la paz, para incentivar el sexo se inventó la prohibición, Para que pudiera haber ladrones se inventó la propiedad privada, para que existiera la soberbia se inventó la humildad, para que persistiera el caos se instauró el orden, para que existieran los dictadores se inventó la democracia, para resaltar el odio se generó el amor, para preservar la injusticia se creó la justicia y para justificar al Demonio se inventó a Dios.
 El Angel retornó al Cielo y se presentó al Creador.
-Misión cumplida -le dijo, y el Señor se regocijó con él.

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018

José María Méndez-Το σκάκι




...δεν θέλει πολύ για να γίνει η ζημιά... από εδώ

José María Méndez-Το σκάκι

Ήταν παθιασμένος με το σκάκι και πάντοτε κουβαλούσε μαζί του μια μικρή σκακιέρα τσέπης με τα αντίστοιχα πιόνια. Όταν ανέβηκε στο τραίνο, έπιασε κουβέντα με τον συνταξιδιώτη που καθόταν στο απέναντι κάθισμα και του πρότεινε να παίξουν μια παρτίδα. Εκείνος αρνήθηκε.

-Δεν ξέρω καλά, σχεδόν τίποτα, από πνευματικά παιχνίδια- του απάντησε ευγενικά.

Αφού επέμεινε πεισματικά, τον κατάφερε τελικά τον απρόθυμο συνταξιδιώτη. Αρχίσανε το παιχνίδι. Καθώς όμως ο αντίπαλος έπαιζε με τρόπο αρχάριο και εκκεντρικό, έχασε την ηρεμία του, έκανε λάθος και στην τέταρτη κίνηση άφησε ένα άλογο στο έλεος των εχθρικών πιονιών. Ο συμπαίκτης του, μάλλον αφηρημένος, θα άφηνε την κίνηση που θα του έδινε το πλεονέκτημα, όμως εκείνος ιπποτικά, του επέστησε την προσοχή.

-Τρώτε το άλογο- του υπέδειξε το ανυπεράσπιστο πιόνι.

-Το άλογο; Αυτό το πιόνι είναι άλογο; Θέλετε να το φάω;

-Ναι. Είναι υποχρεωτικό να το φάτε. Δεν θέλω χάρες. Φάτε το. Παρακαλώ, φάτε το.

-Εντάξει, αφού το ζητάτε τόσο έντονα… - είπε με φωνή υποταγμένη.

Και πήρε το πιόνι που του έδειχνε και το κατάπιε ολόκληρο. Αμέσως σηκώθηκε βιαστικός, εκμεταλλευόμενος την αργή κίνηση του τραίνου, που πλησίαζε στον σταθμό, πήδηξε στο έδαφος και απομακρύνθηκε με έναν ελαφρύ καλπασμό, χλιμιντρίζοντας,  σε ένα πεζοδρόμιο που σίγουρα οδηγούσε στον κοντινότερο στάβλο.

Ajedrez - José María Méndez

Le apasionaba jugar al ajedrez y siempre llevaba consigo un pequeño tablero de bolsillo con sus respectivas piezas. En cuanto subió al tren trabó conversación con el compañero de viaje que ocupaba el asiento situado frente al suyo y lo instó a jugar una partida. El invitado se negó.

—Conozco muy poco, casi nada, del juego ciencia —le respondió cortésmente.

Entonces él insistió con tanta porfía que logró convencer al renuente viajero. Se inició la partida. Como su forzado contrincante jugara en forma inusitada, estrafalaria, perdió la serenidad, cayó en error, y al cuarto movimiento dejó un caballo e merced de las piezas enemigas. Su adversario, tal vez distraído, iba a pasar por alto la jugada que le favorecía, pero él, caballerosamente, le llamó la atención:

—Cómase usted el caballo —le dijo señalándole a la pieza indefensa.

—¿El caballo? ¿Esa pieza es un caballo? ¿Quiere que yo me lo coma?

—Sí. Es imperativo que se lo coma. No quiero ventaja. Cómaselo. Por favor, cómaselo.

—Si usted lo pide tan fervientemente... —dijo con voz sumisa.

Y tomó la pieza que se le señalaba y la engulló de un bocado. Al segundo se levantó presuroso, aprovecho el paso lento del tren, que se acercaba a una estación, saltó a tierra y se alejó en ligero trote, relinchando, por una vereda que de seguro conducía a un potrero cercano.

Τρίτη 5 Ιουνίου 2018

Slawomir Mrozek-El árbol



... τι να καταλάβουμε οι φτωχοί... από εδώ

Slawomir Mrozek-Το δέντρο

Ζω σε ένα σπίτι, όχι μακριά από την λεωφόρο. Δίπλα σε αυτήν την λεωφόρο, στο έμπα της στροφής, μεγαλώνει ένα δέντρο.
Όταν ήμουν παιδί, η λεωφόρος ήταν ακόμη χωματόδρομος. Δηλαδή, σκόνη το καλοκαίρι, λάσπη την άνοιξη και το φθινόπωρο και τον χειμώνα σκεπασμένη με χιόνι, όπως ακριβώς και τα χωράφια. Τώρα είναι άσφαλτος, όλες τις εποχές του χρόνου.
Όταν ήμουν νεαρός, από τον δρόμο περνούσανε τα κάρα των αγροτών, που τα σέρνανε τα βόδια, όμως μοναχά ανάμεσα στην ανατολή και στην δύση του ήλιου. Τους ήξερα όλους, γιατί ήταν από δω. Πιο σπάνια βλέπαμε κάρα με άλογα. Τώρα τα αυτοκίνητα τρέχουν στην λεωφόρο μέρα-νύχτα. Δεν γνωρίζω κανέναν, εμφανίζονται από το πουθενά και εξαφανίζονται με τον ίδιο τρόπο.
Μόνο το δέντρο έμεινε ίδιο, πράσινο από την άνοιξη ως το φθινόπωρο. Μεγαλώνει στο χωράφι μου.
Έλαβα μια ειδοποίηση από τις Αρχές. «Υπάρχει κίνδυνος- έλεγε – να χτυπήσει κανένα αυτοκίνητο επάνω στο δέντρο, γιατί  το δέντρο βρίσκεται στην στροφή. Ως εκ τούτου πρέπει να κοπεί».
Στενοχωρήθηκα. Είχαν δίκιο. Πραγματικά, το δέντρο βρίσκεται επάνω στην στροφή και κάθε φορά υπάρχουν περισσότερα αυτοκίνητα, που τρέχουν συνεχώς πιο γρήγορα και απερίσκεπτα. Ανά πάσα στιγμή μπορεί κάποιο να συγκρουστεί με το δέντρο. Έτσι πήρα το δίκαννο τουφέκι μου, κάθισα κάτω από το δέντρο και με το που εμφανίστηκε ο πρώτος, πυροβόλησα. Δεν τον πέτυχα. Ακριβώς γι’ αυτό, με συνέλαβαν και με οδήγησαν στο δικαστήριο.
Προσπάθησα να εξηγήσω στον δικαστή, ότι αστόχησα απλώς και μόνο επειδή δεν βλέπω πια καλά, αν όμως μου έδιναν ένα ζευγάρι γυαλιά, σίγουρα θα ευστοχούσα. Δεν κατάφερα τίποτα.
Δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Είναι αλήθεια, ότι μπορεί ένα αυτοκίνητο να χτυπήσει στο δέντρο και να το καταστρέψει. Όμως, αν μονάχα μου έδιναν γυαλιά και λίγα πυρομαχικά, θα έμενα εγώ να φυλάξω βάρδιες για να το προσέχω. Γιατί τόση βιασύνη να κόψουν ένα δέντρο, ενώ υπάρχουν άλλοι τρόποι για να το προστατέψουν από κάποιο ατύχημα;
Και δεν θα τους κόστιζε τίποτα, πέρα από λίγες σφαίρες. Τόσο μεγάλο πια είναι το κόστος;



Slawomir Mrozek-El árbol

Vivo en una casa no lejos de la carretera. Junto a esa carretera, a la entrada de la curva, crece un árbol.
Cuando yo era niño, la carretera era aún un camino de tierra. Es decir, polvorienta en verano, fangosa en primavera y en otoño, y en invierno cubierta de nieve igual que los campos. Ahora es de asfalto en todas las estaciones del año.
Cuando yo era joven, por el camino pasaban carros de campesinos arrastrados por bueyes, y sólo entre la salida y la puesta de sol. Los conocía todos, porque eran de por aquí. Eran más raros los carros de caballos. Ahora los coches corren por la carretera de día y de noche. No conozco ninguno, aparecen de no se sabe dónde y desaparecen hacia no se sabe dónde.
Sólo el árbol ha quedado igual, verde desde la primavera hasta el otoño. Crece en mi parcela.
Recibí un escrito de la Autoridad. “Existe el peligro –decía el escrito– de que un coche pueda chocar contra el árbol, ya que el árbol crece en la curva. Por lo tanto, hay que talarlo”.
Me quedé preocupado. Llevaban razón. Efectivamente, el árbol está junto a la curva, y cada vez hay más coches que cada vez corren más rápido y sin prudencia. En cualquier momento puede chocar alguno contra el árbol. Así que tomé una escopeta de dos cañones, me senté bajo el árbol y, al ver acercarse al primero, disparé. Pero no acerté. Por eso me arrestaron y me llevaron a juicio.
Traté de explicar al tribunal que había fallado únicamente porque mi vista ya no es buena, pero que si me dieran unas gafas seguro que acertaba. No sirvió de nada.
No hay justicia. Es verdad que un coche puede chocar contra el árbol y dañarlo. Pero sólo con que me dieran unas gafas y algo de munición, me quedaría sentado vigilando. ¿A qué tanta prisa por talar un árbol si hay otros métodos que pueden protegerlo de un accidente?
Y no les costaría nada, aparte de la munición. ¿Acaso es un gasto excesivo?

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2018

Jesús Esnaloa-Μπαμπάς


...ιστορία χωρίς τέλος... από εδώ

Jesús Esnaloa-Μπαμπάς

Από μικρός έπαιζε ποδόσφαιρο, γιατί ο μπαμπάς έλεγε ότι το μπάσκετ είναι κοριτσίστικο παιχνίδι. Σπούδασε μηχανικός, για να ευχαριστήσει τον μπαμπά, για τα ξενύχτια που είχε ρίξει για να τον μεγαλώσει. Παντρεύτηκε στην εκκλησία, σεβόμενος τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του μπαμπά και έδωσε στον πρώτο του γιο το όνομα Μπράουλιο, όπως του μπαμπά. Όταν για κακή του τύχη αρρώστησε και είδε ότι του έμενε λίγος χρόνος, κάλεσε τον μπαμπά και του είπε, πρόσεχε την οικογένειά μου.

Ο μπαμπάς, τους φρόντισε. Ο μικρός Μπράουλιο έγινε ένας καλός ποδοσφαιριστής, τέλειωσε το Πολυτεχνείο με άριστα, παντρεύτηκε στην ίδια εκκλησία και έδωσε στον πρωτότοκό του, όπως ήταν η παράδοση, το όνομα Μπράουλιο. Αρρώστησε κι αυτός επίσης.

Papá. Jesús Esnaloa.

Jugó al fútbol de pequeño porque papá decía que el baloncesto era un deporte de niñas. Estudió ingeniería como agradecimiento a los desvelos que papá hizo siempre por su porvenir. Se casó por la iglesia para respetar las creencias religiosas de papá y accedió a que su primer hijo se llamara Braulio, como papá. Cuando la mala fortuna lo hizo enfermar y vio que le quedaba poco tiempo llamó a papá y le dijo, cuida de mi familia.

Papá los cuidó. El pequeño Braulio fue un buen jugador de fútbol, sacó la carrera de ingeniero con buenas notas, se casó en la mismísima catedral y llamó Braulio a su primogénito, como era tradición. También enfermó.

Τρίτη 29 Μαΐου 2018

Marco Denevi- Ο αυτοκράτορας της Κίνας


Marco Denevi- Ο αυτοκράτορας της Κίνας

Όταν ο αυτοκράτορας Γου Τι πέθανε στο τεράστιο κρεβάτι του, στο πιο απομακρυσμένο δωμάτιο του μεγαλοπρεπούς παλατιού του, κανείς δεν το κατάλαβε. Όλοι ήταν απασχολημένοι με το να συνεχίσουν να υπακούν στις διαταγές του. Ο μοναδικός που το ήξερε ήταν ο Γουανγκ Μανγκ, ο πρωθυπουργός, άντρας φιλόδοξος, που επιθυμούσε τον θρόνο. Δεν είπε τίποτα και έκρυψε το πτώμα. Πέρασε ένας χρόνος απίστευτης ευημερίας για την αυτοκρατορία. Μέχρι που, στο τέλος, ο Γουανγκ Μανγκ έδειξε στον λαό τον γυμνό σκελετό του πεθαμένου αυτοκράτορα. Βλέπετε; - τους είπε- Για ένα χρόνο, ένας νεκρός καθόταν στον θρόνο. Κι αυτός που στ’ αλήθεια κυβερνούσε, ήμουν εγώ. Αξίζω να γίνω ο αυτοκράτορας.

Ο λαός ευχαριστημένος, τον ανέβασε στον θρόνο και μετά τον σκότωσε, για να γίνει τόσο τέλειος όπως ο προκάτοχός του και να συνεχίσει η ευημερία της αυτοκρατορίας.


Marco Denevi-El emperador de China

Cuando el emperador Wu Ti murió en su vasto lecho, en lo más profundo del palacio imperial, nadie se dio cuenta. Todos estaban demasiado ocupados en obedecer sus órdenes. El único que lo supo fue Wang Mang, el primer ministro, hombre ambicioso que aspiraba al trono. No dijo nada y ocultó el cadáver. Transcurrió un año de increíble prosperidad para el imperio. Hasta que, por fin, Wang Mang mostró al pueblo el esqueleto pelado, del difunto emperador. ¿Veis? -dijo – Durante un año un muerto se sentó en el trono. Y quien realmente gobernó fui yo. Merezco ser el emperador.

El pueblo, complacido, lo sentó en el trono y luego lo mató, para que fuese tan perfecto como su predecesor y la prosperidad del imperio continuase.

Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

MARI BETTI PEREYRA DE FACCHINI (La Carlota-Córdoba)-Στον τερματικό σταθμό




...σκιτσάρει με τις λέξεις... από εδώ

MARI BETTI PEREYRA DE FACCHINI (La Carlota-Córdoba)-Στον τερματικό σταθμό

Της έπεσε μια λέξη. Ισορρόπησε επάνω στο δεξί παπούτσι. Μαζί με έναν αναστεναγμό γλίστρησε στον δρόμο. Πέρασε ένα ταξί. Νομίζω ότι την πάτησε. Ήταν ένα «αντίο».

En la terminal

A la mujer se le cayó una palabra. Quedó balanceándose sobre su zapato derecho. Al unísono  con el suspiro, resbaló sobre la calle. Pasó un taxi. Creo que la pisó. Era un “Adiós”

Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Francisco Rodríguez Criado-Το χέρι του Θεού



...κάποιες παιδικές διαπιστώσεις... από εδώ

Francisco Rodríguez Criado-Το χέρι του Θεού

Μετά το δείπνο, η μαμά μας διάβαζε αποσπάσματα από την Βίβλο. Και λέω «δείπνο», για να πω κάτι, η αλήθεια είναι ότι πεινούσαμε, πείνα και των γονέων, ίσα που έφταναν τα οικονομικά μας για κανένα ποτήρι ζεστό γάλα και κάνα-δυο μπισκότα. Η θεία μας έφερνε που και  που ψωμί και βούτυρο, και κάποιες άλλες φορές η τύχη μας προμήθευε μερικές μερίδες από ψεύτικες αυταπάτες για να ρίξουμε στο στομάχι.
Μια μέρα ο Χαβιέ  ανακοίνωσε ότι στο ραδιόφωνο, ένας συγγραφέας οργάνωνε ένα διαγωνισμό μικροδιηγημάτων. Δέκα γραμμές το πολύ. Το βραβείο συνίστατο σε πέντε βιβλία και ένα χοιρινό μπούτι. Τα ισχνά μας πρόσωπα φωτίστηκαν, περισσότερο για το μπούτι παρά για τα βιβλία. «Εγώ θα γράψω την πρώτη γραμμή- είπε ο μπαμπάς-, και εσείς το υπόλοιπο. Είναι πια καιρός να κάνετε και εσείς κάτι χρήσιμο.» Σηκώσαμε τα μανίκια. Η μαμά την δεύτερη γραμμή· η Ροσάριο την τρίτη, ο Πέπε την τέταρτη· η Ισαβέλλα, ο Χαβιέ, ο Νάτσο και ο Αύγουστος έγραψαν την πέμπτη, την έκτη, την έβδομη και την όγδοη. Και την επόμενη; Κοιτάξαμε τον σκύλο, που με την ουρά στα σκέλια έφυγε για το διπλανό δωμάτιο.  Πείσαμε ένα τύπο που περνούσε μια φορά την εβδομάδα από το σπίτι, για να γράψει αυτός την επόμενη γραμμή. Η μαμά, μέσα από τα δόντια της, τον έλεγε «ο πιστωτής», και εγώ θεωρούσα δεδομένο, ότι ένας πιστωτής είναι ο πιστός μιας θρησκείας, διαφορετικής από την δική μας. Η γραφή του άντρα ήταν σταθερή και σίγουρη, φαινόταν ότι έτρωγε καλά. Έπειτα κοιτάξαμε ενθουσιασμένοι το χαρτί με τα ορνιθοσκαλίσματα. «Πάμε για ύπνο- είπε ο μπαμπάς-. Και έτσι θα σκεφτούμε με προσοχή την τελευταία γραμμή.» Η μαμά, θρήσκα μέσα στην απελπισία, είπε: «Είναι έτοιμο, λείπει μόνο το χέρι του Θεού και το μπούτι είναι δικό μας». Πρέπει να πω ότι κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνη την νύχτα, της πλήρως ιντελεκτουέλ αυτοσυγκέντρωσης.
Το επόμενο πρωί έγινε το θαύμα. Όταν η μαμά σηκώθηκε για να δει αν υπάρχει κάτι στο ψυγείο, βρήκε ότι κάποιος, ο οποίος υπέγραφε ως το Χέρι του Θεού, είχε τελειώσει το διήγημα (παρεμπιπτόντως, με ένα στυλ σαφώς υπερβατικό). Πηδήξαμε από την χαρά μας.
Την ημέρα του διαγωνισμού ακούσαμε την εκπομπή, όλοι καρφωμένοι γύρω από το ραδιόφωνο. Δεν κερδίσαμε. Ούτε μας ανέφεραν καν. Ίσως να μας έλλειπε το λογοτεχνικό ταλέντο
Ακόμα πεινάμε. Όμως τουλάχιστον ξέρουμε ότι Θεός δεν υπάρχει.  

La mano de Dios. Francisco Rodríguez Criado.
Después de la cena, mamá nos leía un fragmento de la Biblia. Y digo “cena” por decir algo, en verdad pasábamos hambre, mucha hambre, apenas daba la economía para unos vasos de leche caliente y un par de galletas. La tía a veces nos traía pan y mantequilla, y otras veces era el propio azar quien nos suministraba unas porciones de falsas ilusiones que echarnos al estómago.
Un día Javier anunció que en la radio un escritor organizaba un concurso de relatos breves. Diez líneas como máximo. El premio consistía en cinco libros y un jamón de bellota. Nuestros rostros escuálidos centellearon de repente, más por el jamón que por los libros. “Yo escribiré la primera línea -dijo papá-, y vosotros el resto. Ya es hora de que hagáis algo de provecho.” Pusimos manos a la obra. Mamá, la segunda línea; Rosario, la tercera, Pepe, la cuarta; Isabel, Javier, Nacho y Augusto escribieron la quinta, sexta, séptima y octava. ¿Y la siguiente? Miramos a la perra, que encogió el rabo y huyó a otra habitación. Convencimos a un tipo que pasaba cada semana por casa para que escribiera la siguiente línea. Mamá, entre dientes, le llamaba “el acreedor”, y yo daba por hecho que un acreedor era el devoto de una religión diferente a la católica. El hombre tenía una letra firme y regular, se notaba que comía de lo lindo. Después observamos embelesados el papel garabateado. “Vamos a dormir -dijo papá-. Y así pensamos detenidamente la última línea”. Mamá, religiosa en la desesperación, dijo: “Ya está, sólo falta la mano de Dios y el jamón es nuestro”. He de decir que nadie durmió aquella noche, de pura concentración intelectual.
A la mañana siguiente sucedió el milagro. Cuando mamá se levantó para mirar si había algo en el frigorífico, encontró que alguien que firmaba como La Mano de Dios había finalizado el relato (con cierto estilo celestial, dicho sea de paso). Botamos de alegría.
El día del concurso escuchamos el programa, todos apiñados alrededor de la radio. No ganamos. Ni siquiera se nos mencionó. Quizá nos faltaba talento literario…
Ahora seguimos pasando hambre. Pero al menos ya sabemos que Dios no existe.

Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

Jairo Aníbal Niño-Ιστορία της άμμου


...κάποια στιγμή ανοίγουν τα μάτια... από εδώ

Jairo Aníbal Niño-Ιστορία της άμμου

Μια μέρα η πόλη εξαφανίστηκε. Με το πρόσωπο στραμμένο στην έρημο και τα πόδια βυθισμένα στην άμμο, όλοι κατάλαβαν ότι για τριάντα χρόνια ζούσαν μέσα σε μια οφθαλμαπάτη.

Jairo Aníbal Niño-Cuento de arena

Un día la ciudad desapareció. De cara al desierto y con los pies hundidos en la arena, todos comprendieron que durante treinta largos años habían estado viviendo en un espejismo.

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018

Pedro Carrasco Garijo-Το πρόβατο αντάρτης


...η εκδίκηση των αμνών... από εδώ

Pedro Carrasco Garijo-Το πρόβατο Αντάρτης

Τα πρόβατα άρχισαν να πηδάνε ξανά τον φράχτη· κι όταν ήταν έτοιμος να κοιμηθεί… Τσουπ! Τα βλέφαρα ανοίγανε σαν δυο ανυπόμονα πατζούρια. Γιατί; Λοιπόν, γιατί το τελευταίο πρόβατο σταματούσε. Φυσικά, αυτή η καταφανής άρνηση να συναινέσει στην υποχρέωσή του, τον αναστάτωνε και δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Έτσι απηυδισμένος και απελπισμένος παραιτείτο και έπαιρνε μια βενζοδιαζεπάμη, από αυτές που -όπως όλος ο κόσμος γνωρίζει- τα πρόβατα,  είναι υπερβολικά ευαίσθητα. Όμως αυτό, πριν πηδήξει αναγκαστικά κάτω από την επήρεια του φαρμάκου, του είπε: είναι πολύ δύσκολο να με πείσεις να είμαι σκλάβος. Αύριο θα διπλασιάσεις την δοσολογία.


LA OVEJA REBELDE, Pedro Carrasco Garijo

Las ovejas empezaron a saltar la valla de nuevo; y cuando estaba a punto de dormirse… ¡Zas! Los párpados subían como dos persianas impacientes. ¿Por qué? Pues porque la última oveja se paraba. Claro, ese flagrante incumplimiento de su obligación le hacía sobresaltarse y no pegar ojo. Así que harto y desesperado tomó las de Villadiego y se atizó una benzodiacepina a la que las ovejas, como todo el mundo sabe, son tremendamente sensibles. Pero antes de saltar obligada por la tiranía del fármaco, le dijo: es muy difícil convencerme que ser un esclavo es correcto. Mañana duplicarás la dosis.