Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2019

Federico Fuertes Guzmán-Οδοντικό νήμα



... μυθολογίας παραλειπόμενα ... από εδώ

Federico Fuertes Guzmán-Οδοντικό νήμα

Ανοίξτε το στόμα, λέει ο οδοντίατρος. Αυτό είναι. Λιγάκι ακόμα. Τώρα, θα ενοχλήσει λιγάκι, αλλά προσπαθήστε να μην κουνηθείτε. Έτσι, πολύ καλά. Ρρρρρρ. Ο τροχός γυρνάει επάνω στο δόντι μέχρι που μια κλωστή αποσπά την προσοχή το οδοντιάτρου, που λαθεύει κατά ένα χιλιοστό από τον στόχο του. Και ένα χιλιοστό στο στόμα είναι η απόσταση που χωρίζει το δόντι από την γλώσσα. Η Αριάδνη αναπηδά και αρχίζει τις φωνές και τα βρισίδια. Συγγνώμη, λέει ο οδοντίατρος, αλλά είδα την άκρη μιας λευκής κλωστής να βγαίνει από τον λαιμό σας. Αυτός ο άνθρωπος είναι τρελός, σκέφτεται η κοπέλα. Μην νομίσετε ότι είμαι τρελός, λέει ο οδοντίατρος, κοιτάξτε και μόνη σας. Τα χέρια του γιατρού τραβούν και τραβούν και η κοπέλα βλέπει και νιώθει, το πώς το νήμα βγαίνει προς τα έξω. Είναι λευκό και όχι ιδιαίτερα παχύ. Της γαργαλάει το εσωτερικό του λαιμού. Ο οδοντίατρος συνεχίζει να τραβάει και μοιάζουν και οι δυο τρομαγμένοι. Η κοπέλα νιώθει να την εγκαταλείπουν οι δυνάμεις της, γεγονός που γενικώς προκαλείται, ως αντίδραση σε καταστάσεις απρόβλεπτες. Κι άλλο νήμα, κάθε φορά και περισσότερο νήμα, που ο οδοντίατρος μαζεύει στα πόδια του. Όταν το νήμα τελειώνει, ο οδοντίατρος πλησιάζει το αυτί του στο στόμα και νιώθει ένα ρίγος. Ακούγεται το μουγκρητό του θηρίου, που ζυγώνει αργά, έτοιμο να βγει από την φυλακή του.

Hilo dental. Federico Fuertes Guzmán.
Abra la boca, dice el dentista. Eso es. Un poco más. Esto le va a molestar un poco pero procure no moverse. Así, muy bien. Rrrrr. El torno gira y gira sobre el diente hasta que un delgado hilo distrae al dentista, que se desvía un milímetro de su objetivo. Y un milímetro en una boca es la distancia que separa el diente de la lengua. Ariadna da un salto y dice palabrotas e insultos. Lo siento, dice el doctor, pero he visto la punta de un hilo blanco que sale desde su garganta. Este hombre está loco, piensa la chica. No piense que estoy loco, dice el dentista, compruébelo usted misma. Las manos del doctor tiran y tiran y la chica puede ver y sentir cómo la punta del hilo sale al exterior. Es blanco y no demasiado grueso. Le hace cosquillas en el fondo de la garganta. El dentista sigue tirando y los dos parecen asustados. La chica va sintiendo el habitual abandono de fuerzas que se produce como reacción a las situaciones inesperadas. Más hilo, cada vez más hilo que el dentista va depositando a sus pies. Cuando el hilo se acaba el dentista acerca el oído a la boca y siente un escalofrío. Se escucha el mugido de la bestia que se acerca lentamente, dispuesta a salir del encierro.

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

Juan José Millás-Είμαι πολύ ευτυχής


Juan José Millás-Είμαι πολύ ευτυχής



Μόλις αρχίσαμε να τρώμε, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Δεν κουνήθηκα, γιατί πάντα το σηκώνει η γυναίκα μου, όμως αυτή τη φορά συνέχισε να σερβίρει τα χοιρινά φιλετάκια, σαν να μην συμβαίνει τίποτα. «Δεν το ακούς;», της είπα. «Τι πράγμα;», με ρώτησε. «Το τηλέφωνο», της απάντησα Η Λάουρα, γύρισε λίγο το λαιμό,  στρέφοντας το καλό αυτί προς την συσκευή και αρνήθηκε με το κεφάλι. Δεν επέμεινα, γιατί πριν χρόνια είχα μια κρίση με ακουστικές αυταπάτες, μεταξύ άλλων συμπτωμάτων και ήταν μια κόλαση. Ακόμα παίρνω φαρμακευτική αγωγή με καταστροφικές παρενέργειες. Μετά από δέκα-δώδεκα χτυπήματα σταμάτησε να κουδουνίζει. Το άκουσα και πάλι, ενώ πίναμε καφέ. Καθώς δεν διαπίστωσα εκ νέου κανένα δείγμα προσοχής από την πλευρά της γυναίκας μου, θεώρησα δεδομένο ότι επρόκειτο για ένα τηλέφωνο που κουδούνιζε μονάχα μέσα στο κεφάλι μου και έκανα σαν να μην συμβαίνει τίποτα, μέχρι που σταμάτησε.

Μετά τον καφέ, συνηθίζουμε να καθόμαστε στον καναπέ και να βλέπουμε καμιά σαπουνόπερα. Η γυναίκα μου αμέσως κοιμάται και εγώ αφού χαμηλώσω τον ήχο της τηλεόρασης, ξεκινώ να σκέφτομαι τα πράγματα που με απασχολούν. Το δέρμα, για παράδειγμα. Τελευταία έχω εμμονή με το δέρμα. Διάβασα ότι πρόκειται για το μεγαλύτερο όργανο του σώματος. Ποτέ δεν είχα φανταστεί να  αποδώσω στο δέρμα την ορολογία του οργάνου, όμως οι γιατροί λένε ότι είναι το ίδιο όπως το νεφρό, το συκώτι, η χοληδόχος κύστη. Το δέρμα είναι το όργανο που είναι επιφορτισμένο να μας φέρνει σε επαφή με τον κόσμο. Αυτό της γυναίκας μου είναι πολύ σπέσιαλ, γιατί η αφή του, μοιάζει με μετάξι. Αν κλείσεις τα μάτια και της χαϊδέψεις το χέρι ή το πόδι, έχεις την εντύπωση ότι χαϊδεύεις ένα κομμάτι μετάξι, μετάξι κρύο φυσικά, αφού η θερμοκρασία του είναι λίγο πιο κάτω από την φυσιολογική, πράγμα που αντίθετα από αυτό που θα μπορούσαμε να σκεφτούμε, δεν είναι δυσάρεστο, το εντελώς αντίθετο. Πριν λίγο καιρό πήγα να αγοράσω ένα παντελόνι και μου πρότειναν ένα που το ύφασμα του λεγόταν έτσι, κρύο μετάξι Είναι ιδανικό για το καλοκαίρι, όπως είναι λογικό. Μου πούλησαν επίσης ένα σακάκι από ακατέργαστο μαλλί. Μου έμειναν αυτές οι δυο εκφράσεις- κρύο μετάξι και ακατέργαστο μαλλί- γιατί μου προκάλεσαν ανεξίτηλη εντύπωση (δεν ακούγεται όμορφα «ανεξίτηλη εντύπωση»).

Λοιπόν, λίγο μετά που η γυναίκα μου άρχισε να κοιμάται, χτύπησε και πάλι το τηλέφωνο. Παρατήρησα την Λάουρα, μπας και ξυπνούσε ή τουλάχιστον μήπως έκανε κάποια κίνηση ενόχλησης, αλλά όχι, τίποτα. Ήταν ξανά το τηλέφωνο του κεφαλιού μου. Αυτή τη φορά, έκλεισα τα μάτια και φαντάστηκα ότι περπατούσα στο εσωτερικό του σώματός μου για να το σηκώσω. Ανέβηκα μέσω του λαιμού μερικά στριφογυριστά φανταστικά σκαλοπάτια και αμέσως βρέθηκα στο σημείο του κρανιακού θόλου, όπου βρισκόταν αυτή η συσκευή. Ήταν ένα από αυτά τα μαύρα τηλέφωνα, τα παλιακά, από βακελίτη νομίζω, που τώρα βλέπουμε στα παλιατζίδικα. Το σήκωσα και είπα, παρακαλώ, όμως δεν μου απάντησαν. Μόνο ακουγότανε η αναπνοή κάποιου. «Λέγετε», επέμεινα λιγάκι ανήσυχος.

-          Είστε μόνος; - ρώτησε μια γυναικεία φωνή με ύφος κοφτερό, σαν μαχαίρι.

-          Σαν μόνος μου – απάντησα – αφού η γυναίκα μου κοιμάται στον καναπέ και όλο αυτό συμβαίνει μέσα στο κεφάλι μου, με τέτοιο τρόπο που μιλάω με την σκέψη μου, χωρίς να κουνάω καν τα χείλια.

Μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής, η γυναίκα πρόσθεσε ότι είχαν απαγάγει την κόρη μου και αν ήθελα να πάνε όλα καλά, να μην ειδοποιήσω την αστυνομία. Μου ζήτησε χρήματα, τα οποία θα έπρεπε να αφήσω το ίδιο απόγευμα στο καλάθι με τις εφημερίδες που βρίσκεται μπροστά από την κεντρική καφετέρια. Ρώτησα πως θα ξέρω ότι η κόρη μου είναι καλά, και μου την έδωσε.

-          Κάνε ότι σου ζητάνε, μπαμπά – ούρλιαξε μια απελπισμένη κοριτσίστικη φωνή από την άλλη πλευρά. Μετά κόπηκε η σύνδεση.

Άρχισαν την θεραπεία ακριβώς όταν εγώ ισχυρίστηκα ότι είχαν απαγάγει την κόρη μου. Αρχικά η αστυνομία και η γυναίκα μου, το παραδέχθηκαν, όμως καθώς η απελπισία μου μεγάλωνε, μου εξήγησαν ότι δεν είχαμε καμιά κόρη, και ότι όλο αυτό ήταν ένα φρούτο της φαντασίας μου. Χάρη στην βοήθεια του ψυχιάτρου και των φαρμάκων, συνειδητοποίησα ότι πράγματι επρόκειτο για μια επινοημένη κόρη, την οποία είχα ξεχάσει, μέχρι την στιγμή που χτύπησε το τηλέφωνο μέσα στο κεφάλι μου. Το θέμα είναι, ότι έκανα ότι μου ζήτησαν οι απαγωγείς, τα πάντα μέσα στο κεφάλι μου, φυσικά, για να μην το καταλάβει η γυναίκα μου και μου επέστρεψαν το σπλάχνο μου που ήταν πανέμορφο. Από τότε, την πηγαίνω στο σχολείο, πηγαίνω να την πάρω, της κάνω δώρα, πάντα εδώ μέσα, ενώ η γυναίκα μου λαγοκοιμάται μπροστά στην τηλεόραση ή σουλατσάρει στο σπίτι. Που και που με παρατηρεί, σαν κάτι να της κρύβω, όμως εγώ το παίζω αδιάφορος, σαν όλα να πηγαίνουν καλά, χάρη στα φάρμακα, οπότε με παρατάει και πηγαίνει να ακούσει μουσική ή οτιδήποτε άλλο. Είμαι πολύ ευτυχισμένος με την κόρη μου.


Acabábamos de empezar a comer cuando sonó el teléfono. No me moví, porque siempre lo coge mi mujer, pero esta vez continuó sirviéndose las manitas de cerdo como si no ocurriera nada. “¿No oyes eso?”, le dije. “¿Qué?”, preguntó ella. “El teléfono”, respondí. Laura giró un poco el cuello, dirigiendo la oreja buena hacia el aparato y negó con la cabeza. No insistí porque hace años tuve una crisis con alucinaciones auditivas, entre otros síntomas, y fue un infierno. Todavía tomo una medicación con efectos secundarios desastrosos. Después de diez o doce timbrazos, dejó de sonar. Volví a oírlo mientras tomábamos café. Como no advertí tampoco en mi mujer ningún signo de atención, di por supuesto que se trataba de un teléfono que sólo sonaba dentro de mi cabeza e hice como que no ocurría nada hasta que se calló.
Después de tomar el café solemos sentarnos en el sofá para ver algún programa de sobremesa. Mi mujer se duerme enseguida y yo, tras bajar el sonido de la tele, me pongo a pensar en mis cosas. En la piel, por ejemplo. Últimamente estoy obsesionado con la piel. He leído que se trata del órgano más grande del cuerpo. Nunca se me habría ocurrido pensar en ella en términos de órgano, pero para los médicos es igual que un riñón, que el hígado, que el bazo. La piel es el órgano encargado de relacionarnos con el mundo. La de mi mujer es muy especial porque tiene un tacto parecido al de la seda. Si cierras los ojos y le acaricias un brazo o una pierna, tienes la impresión de estar acariciando un trozo de seda; de seda fría, por cierto, pues tiene una temperatura un poco más baja de lo normal, lo que, contra lo que podríamos pensar, no es desagradable, todo lo contrario. Hace poco, por cierto, fui a comprarme unos pantalones y me los ofrecieron en un tejido llamado así, seda fría. Están recomendados para el verano, como es lógico. También me vendieron una chaqueta de lana cruda. Me quedé con aquellas dos expresiones -seda fría y lana cruda- porque me produjeron una impresión indeleble (suena bien “impresión indeleble”, ¿verdad?).
Pues bien, al poco de que mi mujer comenzara a dormitar, volvió a sonar el teléfono. Observé a Laura, por si se despertaba o hacía al menos algún movimiento de incomodidad, pero no, nada. Era de nuevo el teléfono de mi cabeza. Esta vez, cerré los ojos y me imaginé caminando por el interior de mi cuerpo para descolgarlo. Subí por el cuello de unas escaleras de caracol imaginarias y enseguida llegué al lugar de la bóveda craneal donde se encontraba el aparato. Era uno de esos teléfonos negros, muy antiguos, de baquelita, creo, que ahora se ven en los anticuarios. Lo descolgué y dije diga, pero no me contestaron. Sólo se escuchaba la respiración de alguien. “Diga”, insistí un poco inquieto.
-¿Está usted solo? -preguntó la voz de una mujer cuyo tono cortaba como un cuchillo.
-Como si lo estuviera -respondí -porque mi mujer duerme en el sofá y esto sólo ocurre dentro de mi cabeza, de manera que hablo con el pensamiento, sin mover los labios.
Tras unos instantes de silencio, la mujer añadió que tenían secuestrada a mi hija y que si quería que todo saliera bien no avisara a la policía. Me pidió una cantidad de dinero que debía abandonar esa misma tarde en una papelera situada frente a una cafetería céntrica. Pregunté cómo sabía que mi hija es encontraba bien y me la pasó.
-Haz todo lo que te piden, papá -gritó la voz desesperada de una chica al otro lado. Luego se cortó la comunicación.
Cuando me empezaron a medicar, fue precisamente porque yo me había empeñado en que habían secuestrado a nuestra hija. Al principio la policía y mi mujer me dieron la razón, pero como mi desesperación no hacía otra cosa que crecer, me explicaron que no teníamos ninguna hija, que todo era fruto de mi imaginación. Gracias a la ayuda del psiquiatra y de la medicación, acabé comprendiendo que se trataba, en efecto, de una hija inventada y de la que me había olvidado hasta el momento este en el que empezó a sonar el teléfono dentro de mi cabeza. El caso es que hice lo que me pidieron los secuestradores, todo dentro de mi cabeza, claro, para que mi mujer no se diera cuenta, y me devolvieron a la cría, que era guapísima. Desde entonces, la llevo al colegio y la voy a recoger y le hago regalos, siempre aquí dentro, mientras mi mujer dormita frente al televisor o trastea por la casa. De vez en cuando me observa como si le ocultara algo, pero yo pongo un gesto de indiferencia, como si todo, gracias a las medicinas, me diera igual y se va con la música a otra parte. Soy muy feliz con mi niña.


Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Margarita Schultz-Ναυάγια



από εδώ
Margarita Schultz-Ναυάγια

υπάρχουν ναυάγια ευπρεπή
- της θάλασσας τα ναυάγια-
που το καράβι βυθίζεται
για πάντα
υπάρχουν άλλα ναυάγια
ευτελή
-αυτά της ψυχής-
όπου το καράβι
         ενώ είναι βουλιαγμένο
συνεχίζει να επιπλέει
αγκυρωμένο στη ζωή
φυλακισμένο στη ζωή

Margarita Schultz-Naufragios

hay naufragios piadosos
-los naufragios del mar-
donde el navío se hunde
para siempre
hay otros naufragios
despiadados
-esos del alma-
donde el navío
              sin embargo naufragado
se mantiene a flote
anclado en la vida
prisionero de la vida

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2019

Manu Espada- (Επανα) Δημιουργία




Επιστήμη-Θεολογία 0-0 ... από εδώ

Manu Espada- (Επανα) Δημιουργία


Το πιο δύσκολο ήταν να λύσει τον γενετικό κώδικα του αρχάγγελου, όμως στο τέλος η διαδικασία της αναπαραγωγής τελείωσε. Υπήρχαν όλοι. Για να πετύχει το πείραμα, έπρεπε όλοι να νιώσουν σαν στο σπίτι τους. Καμουφλάρισε το πάτωμα του εργαστηρίου με βρύα και ποτάμια από αλουμινόχαρτο, κάλυψε τους τοίχους με πλαστικά σπίτια, κατασκεύασε ανεμόμυλους από κόντρα πλακέ, κρέμασε πολύχρωμα λαμπιόνια σε πηγάδια και μαντριά και μασκαρεύτηκε βοσκόπουλο, βγάζοντας την λευκή  εργαστηριακή ρόμπα. Έδειξε στους Ρωμαίους στρατιώτες, που είχε πολλαπλασιάσει μέσω μίτωσης, την έξοδο διαφυγής του. Έτρεξε ανάμεσα στο πριονίδι, μέχρι που έφτασε στην ουρά των βοσκών που περίμεναν. Δίπλα στην μισο-κρυμμένη από τα άχυρα, συσκευή επώασης, κοιμόντουσαν ευτυχισμένοι οι κλώνοι του μουλαριού και του βοδιού. Περίμενε πίσω από τους ντουπλικαρισμένους μάγους, κι όταν ήρθε η σειρά του, προσέφερε ένα πρόβατο στο Βρέφος. – Πως το λένε το ζωάκι; - ρώτησε η μητέρα του βρέφους, κάτω από το αφηρημένο βλέμμα του συζύγου της. – Ντόλλυ – απάντησε με περηφάνια. Την έβδομη μέρα, αυτής της ξεχωριστής δημιουργίας, ο επιστήμονας ξεκουράστηκε. Θα εξαφανιζόταν για πάντα από τις ζωές τους. Θα τους παρατηρούσε στο εξής, από την άλλη πλευρά του παραβάν.


Manu Espada-(RE)CREACIÓN


Lo más difícil fue dar con el código genético del arcángel, pero al fin, el proceso de copia había terminado. Estaban todos. Para que el experimento fuera un éxito debían sentirse como en casa. Camufló el suelo del laboratorio con musgo y ríos de papel de plata, cubrió las paredes con casas de plástico, construyó molinos de cartón piedra, colocó bombillas de colores en pozos y corrales y cambió su bata blanca por un disfraz de pastorcillo. Enseñó su salvoconducto a los soldados romanos que había multiplicado mediante mitosis. Corrió por el camino de serrín hasta que llegó a la cola de los pastores. Junto a la incubadora, semioculta por la paja, dormían plácidamente los clones de la mula y el buey. Esperó detrás del duplicado de los reyes magos, y cuando llegó su turno, ofreció una oveja al Niño. —¿Cómo se llama el animalito? —preguntó la madre del bebé ante la absorta mirada de su esposo. —Dolly —respondió orgulloso. Al séptimo día de su extraordinaria creación, el científico descansó. Desaparecería para siempre de sus vidas. Los observaría desde el otro lado de la mampara.

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2019

César Antonio Alurralde-Ελευθερία




...δεν έκανα ταξίδια μακρινά... από εδώ

César Antonio Alurralde-Ελευθερία
Το κελί του είναι άδειο. Απόψε ονειρεύτηκε ότι βρισκόταν σε ένα πολύ μακρινό χωριό, όπου κανένας δεν τον γνώριζε.
Κι έμεινε εκεί.

César Antonio Alurralde-Libertad
Su celda está vacía. Anoche soñó que se encontraba en un pueblo muy lejano, donde nadie lo conocía.
Y allí se quedó.

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2019

Nuria Barrios-Η τέντα του τσίρκο





...όταν ο χρόνος ξεθωριάζει τα χρώματα... από εδώ

Nuria Barrios-Η τέντα του τσίρκο
Η καρδιά μου είναι μια τέντα του τσίρκο με τα χρώματα ξεθωριασμένα από τον χρόνο. Από την παλιά και ευτυχισμένη συντροφιά, μένουν μόνο ο θηριοδαμαστής και ένα θηρίο. Το θηρίο του. Κάθε μέρα ανεβαίνουν και οι δυο στην πίστα για να κάνουν το κλασσικό τους νούμερο: η παλιά πάλη ανάμεσα στον αφέντη και στον σκλάβο.
Κάτω από το σκονισμένο φως των προβολέων, αστράφτει το μαστίγιο. Καθώς νιώθει, το ζώο, επάνω στην ισχνή του πλάτη, την βιτσιά, υποχωρεί με παραπονιάρικα μουγκρητά, ενώ δείχνει τους κυνόδοντες στον ξοφλημένο θηριοδαμαστή. Το μαστίγιο αστράφτει, τρεις, τέσσερις, πέντε φορές ακόμα. Όταν το ζώο, πιστό στο σενάριο, ταπεινώνεται, ξεσπούν οι ζητωκραυγές.
Θηριοδαμαστής και θηρίο, εγκαταλείπουν την πίστα και μαζί, κατευθύνονται στο κλουβί που μοιράζονται. Μέσα στην σιωπή της άγρυπνης νύχτας, ακούνε τα μαστιγώματα της ζωής, κάθε φορά πιο αδύνατα και πιο αραιά. Σε αυτούς, που τόσο μισήθηκαν, το μόνο που τους τρομάζει, είναι, ότι ο θάνατος θα πάρει τον ένα, αφήνοντας τον άλλο μόνο του, τόσο μόνο στην πίστα.

Nuria Barrios-LA CARPA (CIRCO I)
Mi corazón es una carpa de circo con los colores devorados por el tiempo. De la antigua y próspera compañía solo quedan el domador y una fiera. Su fiera. Cada día ambos se adentran en la pista para representar un clásico: la vieja lucha entre el amo y el esclavo.

Bajo la luz polvorienta de los focos restalla el látigo. Al sentir el chasquido contra su lomo enflaquecido, la fiera retrocede entre roncos gruñidos mientras muestra los colmillos al ajado domador. El látigo restalla tres, cuatro, cinco veces más. Cuando el animal, fiel al rito, se humilla, estallan las ovaciones.

Domador y fiera abandonan el escenario y, juntos, se dirigen a la jaula que comparten. En el silencio de la noche insomne escuchan los latidos de la vida, cada vez más débiles y espaciados. A ellos que tanto se han odiado, lo único que ya les asusta es que la muerte se lleve a uno y dejo al otro solo, tan solo en la pista.

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

Juan José Millás- Ο σκύλος φάντασμα



ένα χρονογράφημα για τα φρούρια μέσα στα οποία...χτιζόμαστε... από εδώ

Juan José Millás- Ο σκύλος φάντασμα

Περνάω κάθε μέρα με τον σκύλο μου μπροστά από ένα σπίτι με κήπο, όπου πριν καιρό ζούσε ένας άλλος σκύλος που μας γαύγιζε. Του δικού μου, του σηκωνότανε η τρίχα λίγα μέτρα πριν φτάσουμε στον φράχτη, πίσω από τα κάγκελα του οποίου, εμφανιζότανε το σκοτεινό μουσούδι του αντιπάλου του. Όταν έφταναν πρόσωπο με πρόσωπο, έδειχναν τα δόντια τους και επιδίδονταν σε εκδηλώσεις μίσους, ενώ εγώ κρατούσα τον δικό μου από το λουρί. Επρόκειτο για μια τελετουργία, λίγο-πολύ, αθώα, στην οποία ήμασταν όλοι συνηθισμένοι. Μια μέρα ο εχθρός δεν εμφανίστηκε στον φράχτη. Τυχαία, εκείνο το βράδυ, συναντήθηκα στην αγορά με το αφεντικό του, και μου είπε ότι είχε πεθάνει. Τον συλλυπήθηκα και αγόρασα  τρία τέταρτα αρνίσια παϊδάκια.
Πέρασε από τότε περίπου ένας χρόνος. Ωστόσο, κάθε φορά που περνάμε μπροστά από το σπίτι, του πεθαμένου σκύλου, του δικού μου, του σηκώνεται η τρίχα όπως την πρώτη φορά και αμολάει προς το εσωτερικό του κήπου τρία-τέσσερα προειδοποιητικά γαυγίσματα. Εμένα όλο αυτό με διασκεδάζει, αφού του έχω πει πολλές φορές και σε διάφορες γλώσσες (εκτός από την δικιά του, προφανώς) ότι ο αντίπαλος είναι πεθαμένος και ως εκ τούτου ξοδεύει ανώφελα την επιθετικότητα του και την αδρεναλίνη του. Μια μέρα, ωστόσο, μου μπήκε στο μυαλό η πιθανότητα, του ότι ο σκύλος μου γαύγιζε στο φάντασμα του πεθαμένου ζώου. Προφανώς ο σκύλος δεν υπάρχει, όμως πώς να επιβεβαιώσει κανείς, ότι δεν υπάρχει το φάντασμά του. Το ανέφερα σε ένα φίλο που ασχολείται με ζητήματα μεταφυσικά και δεν του φάνηκε παράλογο. Ο κόσμος, είπε, είναι γεμάτος από πνεύματα, που εμείς οι άνθρωποι δεν αντιλαμβανόμαστε, γιατί έχουμε χάσει αυτήν την ικανότητα, αν ποτέ την είχαμε. Ο γάτος μου, πρόσθεσε, παίζει καθημερινά στον κήπο με το φάντασμα ενός άλλου ζώου, την φύση του οποίου, ποτέ δεν κατάφερα να εντοπίσω.
Φαντάσματα. Το σκέφτηκα το πράγμα από όλες τις πλευρές και κατέληξα στο ότι και εγώ ο ίδιος πολλές φορές μπαίνω σε επιφυλακή για να αμυνθώ σε εξωπραγματικές καταστάσεις. Αρκεί κάτι να ανακαλέσει ένα τραυματικό γεγονός της παιδικής ή της νεανικής ηλικίας και αντιδρώ, σαν εκείνη η κατάσταση να επέστρεφε για να επαναληφθεί. Μερικές φορές, αθέλητα, είμαι εγώ αυτός που προκαλώ την επανάληψη, για να δικαιολογήσω αναμφίβολα την επιθετικότητά μου. Ο κόσμος, πράγματι, είναι γεμάτος φαντάσματα. Η ερώτηση είναι αν βρίσκονται μέσα ή έξω από το μυαλό μας.

El perro fantasma. Juan José Millás.
Paso todos los días con mi perro por delante de una casa con jardín donde en tiempos vivió otro perro que nos ladraba. Al mío se le erizaban los pelos unos metros antes de llegar a la verja tras cuyos barrotes aparecía el rostro oscuro de su adversario. Una vez cara a cara, se enseñaban los dientes y hacían grandes manifestaciones de odio mientras yo sujetaba al mío de la correa. Se trataba de un rito más o menos inocente al que todos estábamos acostumbrados. Un día el perro enemigo no apareció tras la verja. Casualmente, esa misma tarde me encontré en el mercado con su dueño, que me dijo que había muerto. Le di el pésame y pedí tres cuartos de kilo de chuletas de cordero.
De eso hace ya un año, más o menos. Sin embargo, cada vez que pasamos por delante de la casa del perro muerto, el mío se eriza como la primera vez y lanza hacia el interior del jardín tres o cuatro ladridos de advertencia. A mí me hace gracia, pues ya le he dicho varias veces y en distintos idiomas (menos el suyo, evidentemente) que su enemigo está muerto, y que por lo tanto hace un gasto inútil de agresividad y adrenalina. El otro día, sin embargo, se me ocurrió de súbito la posibilidad de que mi perro ladrara al fantasma del animal fallecido. Es obvio que él no está, pero cómo asegurar que no se ha quedado su fantasma. Se lo comenté a un amigo aficionado a asuntos esotéricos y no le pareció descabellado. El mundo, dijo, está lleno de espíritus que los seres humanos no percibimos porque hemos perdido esa capacidad, si algún día la tuvimos. Mi gato, añadió, juega todos los días en el jardín con el fantasma de otro animal cuya naturaleza no he logrado averiguar.
Fantasmas. Estuve dándole vueltas al asunto y pensé que yo mismo me pongo muchas veces en guardia para defenderme de situaciones irreales. Basta que algo evoque un asunto doloroso de la infancia o de la juventud para que reaccione como si la situación aquella volviera a repetirse. A veces soy yo, sin darme cuenta, quien provoca su repetición, para justificar mi agresividad sin duda. El mundo está, en efecto, lleno de fantasmas. La pregunta es si se encuentran dentro o fuera de nuestra cabeza.

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2019

Washington Delgado-Το γλυκό καλοκαιράκι




Washington Delgado

Το γλυκό καλοκαιράκι

Παραδίδομαι στις απολαύσεις του καλοκαιριού: τα πρωινά, τα απογεύματα, το μεσημέρι ή το βράδυ, παρατηρώ τον ουρανό, κοιτάζω την θάλασσα. Το ξημέρωμα σηκώνεται μια λεπτή πάχνη. Δεν είναι η σπαραχτική και ενοχλητική ομίχλη του χειμώνα που-ανελέητα- μας σπρώχνει να βρούμε καταφύγιο κάπου, οπουδήποτε. Οι γλυκές πρωινές ομίχλες του θέρους, μας προσκαλούν να περπατήσουμε επάνω στην άμμο, που είναι μουσκεμένη ακόμα από τα φιλιά της νύχτας και την παλίρροια. Το μεσημέρι, πολύ ψηλά, τραγουδάει ο ήλιος, τόσο ψηλά που το τραγούδι του φτάνει ανεπαίσθητο, όμως ένας αλμυρός, τρικυμισμένος ιδρώτας πλημμυρίζει το κορμί μας. Αλμυρός, σαν τον αφρό των κυμάτων. Τα απογεύματα, ο ήλιος μεγαλώνει και φλογίζει, βάφει με παράξενα χρώματα τον ουρανό, εκτείνεται περισσότερο πριν βουτήξει στην υγρή απεραντοσύνη. Τις καλοκαιρινές νύχτες, ένα ελαφρύ αεράκι, γεμάτο αγάπη και λήθη , έρχεται από την αόρατη θάλασσα. Αυτές είναι οι απολαύσεις του καλοκαιριού: τις νιώθω και βυθίζομαι σ’ αυτές με ευχαρίστηση.

Δεν μιλώ όμως για μένα, γιατί εγώ γεννήθηκα χειμώνα και πάντα αισθάνομαι, σαν ένα μικρό κομμάτι αυτής της εποχής.

En el dulce verano

Me rindo a las suntuosidades del verano: en las mañanas y
en las tardes, al mediodía o en la noche, contemplo el cielo,
contemplo el mar. Al amanecer se levanta una lenta neblina. No es la niebla ácida y desgarradora del invierno  que
nos empuja sin compasión a guarecernos bajo un techo
cualquiera. Las dulces neblinas matinales del estío nos invitan a caminar sobre la arena, húmeda todavía por los besos
de la noche y de la pleamar. Al mediodía el sol canta muy
alto, tan alto que no se percibe su canción, pero una transpiración encrespada y salobre inunda nuestra piel. Salobre
como la espuma de las olas. En las tardes, el sol llamea y
crece, pinta el cielo de colores extraños y crece más antes
de hundirse en las vastas aguas. En las noches del estío,
una tibia brisa, llena de amor y olvido, viene del invisible
mar. Estas son las suntuosidades del verano: yo las contemplo o me sumerjo en ellas con placer.
Y no pienso en mí mismo porque nací en invierno y

siempre me he sentido un pequeño pedazo del tiempo invernal.

Παρασκευή 24 Μαΐου 2019

Enrique Anderson Imbert-Σπιράλ






... διαδρομές του μυαλού... από εδώ

Enrique Anderson Imbert-Σπιράλ

Γύρισα στο σπίτι τα χαράματα, να σέρνομαι από την νύστα. Μπαίνοντας όλα σκοτεινά. Για να μην ξυπνήσω κανένα, προχώρησα στις μύτες και έφτασα στην στριφογυριστή σκάλα που οδηγούσε στο δωμάτιο μου. Με το που έβαλα το πόδι στο πρώτο σκαλοπάτι, αμφέβαλλα εάν αυτό ήταν το δικό μου σπίτι ή κάποιο άλλο ολόιδιο. Και ενώ ανέβαινα, φοβήθηκα ότι κάποιος άλλος, σαν εμένα , θα κοιμόταν στο δωμάτιο μου και ίσως να με ονειρευόταν αυτήν την ίδια στιγμή να ανεβαίνω  από την στριφογυριστή σκάλα. Έφτασα στην γωνία, άνοιξα την πόρτα κι εκεί βρισκόταν εκείνος ή εγώ, φωτισμένος από το Φεγγάρι, καθισμένος στο κρεβάτι, με τα μάτια ορθάνοιχτα. Μείναμε για μια στιγμή να κοιταζόμαστε κατά πρόσωπο. Χαμογελάσαμε. Ένιωσα ότι το χαμόγελό του ήταν αυτό που σχηματιζόταν στο στόμα μου: όπως σε έναν καθρέφτη, ένας από τους δυο μας ήταν κάλπικος. «Ποιος ονειρεύεται ποιον;» αναφώνησε ένας από τους δυο μας ή ίσως και οι δυο ταυτόχρονα. Εκείνη την στιγμή ακούσαμε θορύβους από βήματα στην στριφογυριστή σκάλα: Με ένα πήδημα μπήκαμε ο ένας στον άλλο και έτσι ενωμένοι αρχίσαμε να ονειρευόμαστε αυτόν που ανέβαινε, αυτόν που ήμουν ξανά εγώ.


Enrique Anderson Imbert-Espiral

Regresé a casa en la madrugada, cayéndome de sueño. Al entrar, todo oscuro. Para no despertar a nadie avancé de puntillas y llegué a la escalera de caracol que conducía a mi cuarto. Apenas puse el pie en el primer escalón dudé de si ésa era mi casa o una casa idéntica a la mía. Y mientras subía temí que otro muchacho, igual a mí, estuviera durmiendo en mi cuarto y acaso soñándome en el acto mismo de subir por la escalera de caracol. Di la última vuelta, abrí la puerta y allí estaba él, o yo, todo iluminado de Luna, sentado en la cama, con los ojos bien abiertos. Nos quedamos un instante mirándonos de hito en hito. Nos sonreímos. Sentí que la sonrisa de él era la que también me pesaba en la boca: como en un espejo, uno de los dos era falaz. «¿Quién sueña con quién?», exclamó uno de nosotros, o quizá ambos simultáneamente. En ese momento oímos ruidos de pasos en la escalera de caracol: de un salto nos metimos uno en otro y así fundidos nos pusimos a soñar al que venía subiendo, que era yo otra vez.

Δευτέρα 13 Μαΐου 2019

Luisa Hurtado González-Ναυαγός


ο ζωγραφικός πίνακας είναι από εδώ

... ανίκητος στην μάχη... από εδώ

Ναυαγός

Με είχαν προειδοποιήσει, είχα δει τον κόκκινο σελιδοδείκτη να σημαίνει τον κίνδυνο,  όμως βυθίστηκα μέσα στις σελίδες εκείνου του βιβλίου, σαν να θέλω να αυτοκτονήσω. Κάθε σελίδα που γύριζα, ένιωθα τον ίλιγγο να με παρασύρει όλο και πιο βαθιά, μέχρι που δεν πάτωναν πια τα πόδια μου.
Εκείνη τη στιγμή χαμογέλασα, δεν μπορούσα να το αποφύγω, είχα καταφέρει τον σκοπό μου: να σε ξεχάσω· αλλά όταν σε σκέφτηκα, η θάλασσα με ένα μονάχα κύμα της, με πέταξε ξανά στην  στεριά, να κλαίω για σένα, στην ακτή, να αγκαλιάζω το μαξιλάρι, όπως με αγκάλιαζες εσύ.

Náufraga

Estaba avisada, había visto el marcapáginas rojo anunciando peligro, pero me zambullí entre las páginas de aquel libro como una suicida. Con cada hoja que pasaba sentía la resaca, arrastrándome cada vez más adentro, y dejé de hacer pie.
En ese momento sonreí, no pude evitarlo, había conseguido mi propósito: olvidarte; pero, en cuanto te pensé, el mar con una sola ola me dejó varada de nuevo, llorándote, en la orilla, abrazada a la almohada como me abrazabas tú.

Παρασκευή 3 Μαΐου 2019

Héctor Oesterheld-Εξορία



... μια τόσο ρεαλιστική ... επιστημονική φαντασία... από εδώ

Héctor Oesterheld-Εξορία

Ποτέ στον Αρκτικίωνα δεν είχαμε ξαναδεί κάτι τόσο αστείο.

Βγήκε μέσα από το σπασμένο σιδερικό με τρεμάμενο βήμα, ανοιγόκλεισε το στόμα, από την αρχή γελάσαμε με τα τόσο μακριά πόδια κι αυτά τα δυο μάτια με τις απίστευτα στρογγυλές κόρες.

Του δώσαμε κρόδια και περλίνες και προύχιες.

Όμως δεν ήθελε να τα πάρει, πρόσεξέ με, ούτε τις προύχιες δεν ήθελε να αγγίξει, ήταν τόσο αστείο να τον βλέπεις να αρνιέται τα πάντα, που τα γέλια του πλήθους ακούστηκαν μέχρι την διπλανή κοιλάδα.

Γρήγορα κυκλοφόρησε η φήμη ότι βρισκόταν ανάμεσά μας. Από παντού ήρθανε για να τον δουν. Φαινόταν κάθε φορά και πιο γελοίο, συνέχιζε να αδιαφορεί για τις προύχιες. Το γέλιο όσων τον κοιτούσαν ήταν γιγάντιο, έμοιαζε με θαλασσινή τρικυμία.

Περάσανε οι μέρες, από τους ισημερινούς, έφεραν κρίμιες. Το ίδιο, δεν ήθελε ούτε να τις δει, κουλουριαστήκαμε στα γέλια.

Όμως το καλύτερο ήταν στο τέλος: ξάπλωσε στον λόφο, ανάσκελα με το πρόσωπο στ’ αστέρια, έμεινε ακίνητος, η αναπνοή του αδυνάτιζε σιγά-σιγά, όταν σταμάτησε να αναπνέει, ήταν τα μάτια του γεμάτα νερό. Ναι, δεν θα το πιστέψεις, αλλά τα μάτια του είχαν γεμίσει νερό, νε-ρό, σου λέω, όπως το ακούς.

Ποτέ, ποτέ στον Αρκτικίωνα δεν είχαμε ξαναδεί κάτι τόσο αστείο.

Héctor Oesterheld-Exilio

   Nunca se vio en Gelo* algo tan cómico.

   Salió de entre el roto metal con paso vacilante, movió la boca, desde el principio nos hizo reír con esas piernas tan largas, esos dos ojos de pupilas tan increíblemente redondas.

   Le dimos grubas*, y linas*, y kialas*.

   Pero no quiso recibirlas, fijate, ni siquiera aceptó las kialas, fue tan cómico verlo rechazar todo que las risas de la multitud se oyeron hasta el valle vecino.

   Pronto se corrió la voz de que estaba entre nosotros. De todas partes vinieron a  verlo. Él aparecía cada vez mas ridículo, siempre rechazando las kialas. La risa de cuantos lo miraban era tan vasta como una tempestad en el mar.

   Pasaron los días, de las antípodas* trajeron margas*. Lo mismo, no quiso ni verlas, fue para retorcerse de risa.

   Pero lo mejor de todo fue el final: se acostó en la colina, de cara a las estrellas, se quedó quieto, la respiración se le fue debilitando, cuando dejó de respirar tenía los ojos llenos de agua. Sí, no querrás creerlo, pero los ojos se le llenaron de agua, de a-gu-a como lo oyes.

    Nunca, nunca se vio en Gelo nada tan cómico.

Πέμπτη 2 Μαΐου 2019

David Solana González- Το κοντάρι


Ένα μικρο-διήγημα από εδώ

David Solana González- Το κοντάρι

Το κεφάλι του υψηλοτάτου δικτάτορα Λανσιέρι, μόλις χωρισμένο από το σώμα του, σκεφτικό, κατρακυλάει από τα σκαλιά του εξώστη. Που είναι τα κοντάρια; Αναρωτιέται.

Βλέπει τον ουρανό, βλέπει την αναστάτωση στην πλατεία, βλέπει τα σκαλοπάτια, βλέπει τον δήμιο δίπλα στην γκιλοτίνα. Αλλά δεν βλέπει τα κοντάρια. Μήπως δεν πρόλαβε να πει τίποτα;

Τον μετέφεραν μέχρι την πλατεία, διασχίζοντας τον δρόμο του Θανάτου και είχε τρέξει τσίτσιδος ανάμεσα στο πλήθος. Θυμάται τις τύπισσες γυμνόστηθες να του φωνάζουν, Αρριβεντέρτσι  Λανσιέρι! Γελώντας με μίσος, δείχνοντας τα ξεδοντιασμένα τους στόματα και φτύνοντας. Θυμάται τα χτυπήματα από τις μυτερές πέτρες, τα σάπια φρούτα και τις ακαθαρσίες των ζώων, που τα κουρελιάρικα παιδιά μάζευαν από το χώμα, για να του τα πετάξουν. Θυμάται τους άντρες, μεθυσμένους και βρόμικους από τον ίδιο τους τον εμετό, να τον χτυπάνε με κάθε δυνατό τρόπο. Θυμάται την γεύση από το ίδιο του το αίμα. Θυμάται την μυρωδιά του κάτουρου. Θυμάται την επαφή της κρύας λάσπης κάτω από τις πατούσες του. Θυμάται τους στρατιώτες με το ατάραχο βλέμμα, να εμποδίζουν το πλήθος να τον θανατώσει με τα ματσούκια, καθυστερώντας τον θάνατο για μερικά λεπτά, μέχρι που η τεράστια λάμα να χωρίσει το κεφάλι από το σώμα του.

Όμως δεν θυμάται τα κοντάρια. Δεν τα έβλεπε. Μήπως δεν πρόλαβε να πει τίποτα; Ή μήπως ξέχασε να αναφέρει το θέμα το κονταριού; Μήπως ήταν μια φαντασίωση;

Μήπως δεν πρόλαβε να πει τίποτα;

Βλέπει τα σύννεφα στον ουρανό, βλέπει τον λαό του στην πλατεία, βλέπει να ματωμένα σκαλοπάτια, βλέπει το σώμα του γονατισμένο, αδρανές μπροστά στον δήμιο. Όμως δεν βλέπει τα κοντάρια.
Τουλάχιστον τον αποκεφάλισαν. Και ηχούσαν οι καμπάνες, ναι, τουλάχιστον  αυτό τον ανακούφιζε. Για το σώμα του δεν άλλαζε τίποτα, όμως για το κεφάλι  του; Δεν επρόκειτο να του αποδώσουν την πρέπουσα τιμή; Μήπως δεν πρόλαβε να πει τίποτα;

Τελικά φτάνει στο χώμα της πλατείας. Νιώθει ξανά την επαφή με την κρύα λάσπη, αυτήν την φορά στα μάγουλα. Το πλήθος αρχίζει να πλησιάζει και ανάμεσα σε βρώμικα πόδια βλέπει δυο σκυλιά να παλεύουν με κάτι, να το τραβάνε προς αντίθετες κατευθύνσεις. Είναι το κεφάλι του στρατηγού Ντ’ Αγκοστίνο.

Τον είχε δει πριν δυο μέρες, στην γιορτή, στο μέγαρο. Εκεί συνήθιζε να κάνει τις φιέστες του. Παρευρίσκονταν όλοι οι υψηλοί αξιωματούχοι. Έτρωγαν, έπιναν και διασκέδαζαν με όμορφες γυναίκες. Θυμάται, ότι αυτήν την τελευταία φορά, ο στρατηγός Ντ’ Αγκοστίνο την πέρασε εξαιρετικά. Είχε όλη την νύχτα, καθισμένη στην αγκαλιά του, μια μικρούλα, γύρω στα δέκα, κι αυτός ο διεστραμμένος, έχωνε το παχύ του χέρι κάτω από την μπλούζα του κοριτσιού. Τον λάτρευε αυτόν τον γέρο. Του ήταν πάντα πιστός.

Τελικά το θυμάται. Ναι, ήταν εκείνη την ίδια νύχτα, στην γιορτή. Το είχε πει σε εκείνον, στον ίδιο τον στρατηγό Ντ’ Αγκοστίνο. Ο κακομοίρης. Λογικό, που δεν εισακούστηκε, αφού βρίσκεται εκεί, λίγα μέτρα από αυτόν.

Ο Ντ’ Αγκοστίνο, αφού πέρασε την γλώσσα του από τον λαιμό της μικρούλας κι αφού την βόλεψε ανάμεσα στα πόδια του, του είχε πει:

-          Αρχηγέ Λανσιέρι, δεν υπάρχουν σε αυτόν τον τόπο καλύτερες φιέστες από αυτές που οργανώνετε εσείς. Αν πέθαινα αύριο, θα πέθαινα ευτυχής. Τίποτα άλλο δεν θα λαχταρούσα. Με όλο το θάρρος – είπε ο καταραμένος – ποια θα ήταν η τελευταία σας επιθυμία, αν κι εσείς πεθαίνατε αύριο;

Ο Λανσιέρι είχε γελάσει και σηκώνοντας το ποτήρι του, με αλαζονικό ύφος, είπε:
-          Εγώ, ο υψηλότατος δικτάτωρ της Δημοκρατίας, διατάσσω, μετά τον θάνατό μου, το σώμα μου να αποκεφαλιστεί και το κεφάλι να τοποθετηθεί σε ένα κοντάρι, για τρεις μέρες στην πλατεία της Δημοκρατίας, όπου θα συγκεντρωθεί το πλήθος, ενώ θα ηχούν οι καμπάνες.

David Solana González-LA PICA

La cabeza del supremo Dictador Lancieri, recién separada de su cuerpo, pensativa, baja rodando las escaleras del patíbulo. ¿Dónde están las picas?, se pregunta.

Ve el cielo, ve a la turba en la plaza, ve los escalones, ve al verdugo junto a la guillotina.  Pero no ve las picas. ¿Es que no le había dicho nada?

Le habían llevado hasta la plaza a través de la calle de La Morte y había corrido desnudo entre la muchedumbre. Recuerda a las fulanas de pechos al descubierto gritándole ¡Arrivederci, Lancieri!, riéndose de odio, enseñando sus bocas desdentadas, escupiéndole. Recuerda el impacto de las piedras afiladas, la fruta podrida y los excrementos de animal que los niños harapientos recogían del suelo para lanzárselos. Recuerda a los hombres, borrachos y sucios de su propio vómito, golpeándole de todas las formas posibles. Recuerda el sabor de su propia sangre. Recuerda el olor a orín. Recuerda el tacto del barro frío en las plantas de sus pies. Recuerda a los soldados de mirada impasible evitando que el gentío le matase a palos, posponiendo su muerte unos minutos más, hasta que la enorme cuchilla le separase la cabeza del cuerpo.

Pero no recuerda las picas. No las había visto. ¿Es que no le había dicho nada? ¿O es que se le había olvidado mencionar lo de la pica? ¿Había sido una ensoñación?

¿Es que no le había dicho nada?

Ve las nubes en el cielo, ve a su pueblo en la plaza, ve los escalones manchados de sangre, ve su cuerpo inerte arrodillado ante el verdugo.  Pero no ve las picas.

Al menos le habían decapitado. Y sonaban las campanas, sí, eso le reconfortaba. Su cuerpo le daba igual, pero ¿y su cabeza? ¿Es que no le iban a dar el trato adecuado? ¿Es que no le había dicho nada?

Por fin llega al suelo de la plaza. Vuelve a sentir el tacto del barro frío, esta vez en la mejilla. La gente comienza a acercarse y, entre las piernas mugrientas, ve a dos perros peleándose por algo, tirando en direcciones opuestas. Es la cabeza del general D’Agostino.

Le había visto por última vez hacía dos días, en la fiesta de su mansión. Solía celebrar fiestas allí. Todos los altos cargos acudían. Comían, bebían y disfrutaban de bellas mujeres. Recuerda que en esa última el general D’Agostino se lo pasó especialmente bien. Tuvo toda la noche a una jovencita de unos diez años sentada en el regazo y él, el muy pervertido, se dedicaba a meter su mano regordeta por debajo de la blusa de la niña. Adoraba a ese viejo. Siempre le fue leal.

Por fin lo recuerda. Sí, fue esa misma noche, la de la fiesta. Fue al mismo general D’Agostino a quien se lo dijo. Pobre hombre. Normal que no le hayan hecho caso si está ahí, a unos metros de él.

D’Agostino, después de pasarle la lengua por el cuello a la jovencita y acomodarla en su entrepierna, le había dicho:

–Líder Lancieri, no hay fiestas mejores en esta tierra que las que usted celebra. Si mañana muriese, moriría feliz. No anhelaría nada más. Si me permite la osadía –dijo el maldito–, ¿cuál sería su último deseo si muriese usted mañana?

Lancieri había reído y, levantando su copa, y con tono de pregonero, dijo:

–Yo, el supremo Dictador de la República, ordeno que al acaecer mi muerte mi cadáver sea decapitado y la cabeza puesta en una pica por tres días en la Plaza de la República donde se convocará al pueblo al son de las campanas echadas a vuelo.

Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

Max Aub-Σκέφτομαι άρα υπάρχω



...υπερασπιστική γραμμή... από εδώ

Max Aub-Σκέφτομαι άρα υπάρχω


Σκέφτομαι άρα υπάρχω, είπε ο διάσημος άντρας. Τα δέντρα στον κήπο μου υπάρχουν, αλλά δεν νομίζω ότι σκέφτονται, απ’ ότι φαίνεται ο κύριος Ρενάτο δεν ήταν και πολύ στα καλά στα μυαλά του και το ίδιο συμβαίνει και με άλλους ανθρώπους: ο πεθερός μου, για παράδειγμα: υπάρχει και δεν σκέφτεται ή ο εκδότης μου, που σκέφτεται αλλά δεν υπάρχει. Κι αν το τοποθετήσουμε από την ανάποδη, επίσης δεν είναι σίγουρο. Δεν υπάρχω επειδή σκέφτομαι, ούτε σκέφτομαι επειδή υπάρχω.
Το να σκέφτεσαι είναι σίγουρο, το να υπάρχεις είναι ένας μύθος. Εγώ δεν υπάρχω, επιβιώνω. Ζούνε – αυτό, δηλαδή, που ονομάζεται ζωή – μόνο αυτοί που δεν σκέφτονται. Αυτοί που κάθονται και σκέφτονται, δεν ζούνε. Η αδικία είναι εξαιρετικά ολοφάνερη. Θα αρκούσε να σκεφτεί κανείς για να αυτοκτονήσει. Όχι· όχι κύριε Καρτέσιε: ζω, άρα δεν σκέφτομαι, αν σκεφτόμουνα δεν θα ζούσα. Μέχρι που θα μπορούσαμε να σκαρώσουμε ένα όμορφο σονέτο: Σκέφτομαι άρα δεν υπάρχω, αν υπήρχα, δεν θα σκεφτόμουν, κύριε… και τα λοιπά... και τα λοιπά. Αν για να ζει κανείς, θα χρειαζότανε να σκέφτεται, θα είχαμε όλοι διαύγεια. Όμως, τελικά, αν εσείς όλοι είστε πεπεισμένοι ότι είναι έτσι, εγώ είμαι αθώος, εντελώς αθώος, από την στιγμή που δεν σκέφτομαι, ούτε θέλω να σκέφτομαι.  Επομένως, αν δεν σκέφτομαι, δεν υπάρχω κι αν δεν υπάρχω, πώς φέρω ευθύνη για αυτόν τον φόνο;



Max Aub-Pienso, luego soy


Pienso, luego soy, dijo el hombre famoso. Los árboles de mi jardín son, pero no creo que piensen, con lo que se demuestra que el señor Renato no estaba en su sano juicio y que lo mismo sucede con otros seres: mi suegro, por ejemplo: es y no piensa, o mi editor, que piensa y no es. Y si lo ponemos al revés, tampoco es cierto. No existo porque pienso ni pienso porque existo.
Pensar es cierto, existir es un mito. Yo no existo, sobrevivo, vivir —lo que se dice vivir— sólo los que no piensan. Los que se ponen a pensar no viven. La injusticia es demasiado evidente. Bastaría pensar para suicidarse. No; don Descartes: vivo, luego no pienso, si pensara no viviría. Hasta se podría hacer un bonito soneto: Pienso luego no vivo, si viviera, no pensara, señor…, etc., etc. Si para vivir se necesitara pensar, estábamos lucidos. Pero, en fin, si ustedes están convencidos de que así es, soy inocente, totalmente inocente ya que no pienso ni quiero pensar. Luego si no pienso no soy y si no soy ¿cómo voy a ser responsable de esa muerte?

Τρίτη 16 Απριλίου 2019

Juan Gracia Armendáriz-Τελευταίος σταθμός




... τον εξαπάτησαν... από εδώ

Juan Gracia Armendáriz

Τελευταίος σταθμός

Αναρωτιέμαι, μήπως το ταξίδι έγινε μάταια. Πίστευα ότι θα υπήρχε κάποιος, όμως τώρα ανακαλύπτω, ότι κανείς δεν ήρθε να με υποδεχθεί. Κανένα πρόσωπο γνωστό, καμιά χειρονομία καλωσορίσματος. «Υπάρχει κανείς εδώ;» - ρωτάω, αλλά ακούω μόνο την φωνή μου να αντηχεί στον θόλο του σταθμού. Πίστευα, ότι κάποιος κοντινός μου, θα με υποδεχότανε με μια αγκαλιά, θα μου έδειχνε τι να κάνω τώρα. Ποτέ μου δεν έχω ξαναέρθει εδώ, νομίζω. Είναι προφανές, ότι όλα ήταν μια φάρσα στημένη από τσαρλατάνους. Διασχίζω την αίθουσα, με κατεύθυνση προς την έξοδο και τα βήματά μου, δονούν τον χώρο με μια ηχώ μεταφυσική. Ούτε μια πινακίδα, ούτε κανένας ανάγωγος θυρωρός. Τίποτα. Πάντα, μου την δίνει στα νεύρα η αγένεια. Δεν είναι τρόπος αυτός να υποδέχονται μια χαμένη ψυχή.




ÚLTIMA ESTACIÓN

Me pregunto si el viaje habrá sido en vano. Yo creí que habría alguien, pero ahora descubro que nadie ha venido a recibirme. Ningún rostro conocido, ni un gesto de bienvenida. «¿Hay alguien ahí?» —pregunto, pero solo oigo mi voz que retumba en la bóveda de la estación. Confiaba en que algún familiar me recibiera con un abrazo y me indicara qué debo hacer ahora. Nunca había estado aquí, creo. Parece evidente que todo era una farsa urdida por charlatanes. Cruzo el espacio en dirección a la puerta de salida y mis pasos resuenan en la estancia con eco metafísico. Ni un cartel, ni un conserje mal encarado. Nada. Siempre me ha crispado la mala educación. Estas no son formas de recibir a un alma perdida.

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2019

Pedro Herrero-Το μέτρο του χρόνου


η φωτογραφία από εδώ


...μεταξύ μας... μεταξά... από εδώ

Pedro Herrero-Το μέτρο του χρόνου

Είκοσι χρόνια σιωπής και τώρα ο νεανικός σου έρωτας συναινεί να συναντηθείτε ξανά. Τρεις μήνες βάστηξε το ειδύλλιο σας: αρκετός χρόνος για να σε καταδιώκουν οι θύμησες, σαν το βουητό μιας αόρατης μύγας, ψάχνοντας για μια ακόμα ευκαιρία. Μια εβδομάδα προγραμματισμός, ώσπου να καθοριστεί το ραντεβού, δεν είστε πια έφηβοι και οι υποχρεώσεις σας, δεν επιτρέπουν να αφεθεί τίποτα στον αυτοσχεδιασμό. Μιάμιση μέρα για να συμφωνήσετε στο σημείο συνάντησης, στο οποίο θα φτάσεις δεκαπέντε λεπτά πιο νωρίς, τα οποία θα σου φανούν αιώνες. Και όλο αυτό, για να σου πει εκείνη – τρία δευτερόλεπτα από την άφιξή της- ότι δεν της κάνει κέφι να βρεθείτε στο κρεβάτι. Από εδώ και στο εξής, θα έχεις μπροστά σου ένα δίωρο βαρετής συζήτησης.


LA MEDIDA DEL TIEMPO

Pedro Herrero

Veinte años de silencio y ahora tu amor de juventud consiente en verte de nuevo. Trece meses duró vuestro idilio: tiempo suficiente para que los recuerdos te persigan como el zumbido de una mosca inivisible, buscando una nueva oportunidad. Una semana de plazo para concertar la cita, pues ya no sois adolescentes y vuestras respectivas agendas dejan un margen escaso a la improvisación. Día y medio para poneros de acuerdo en el lugar de encuentro, al que llegarás con un adelanto de quince minutos, que te parecerán siglos. Y todo para que en —apenas tres segundos— ella te diga, de entrada, que no le apetece irse a la cama. A partir de entonces, aún tendrás por delante un par de horas de aburrida conversación.

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2019

Edgar Allan García-31



από εδώ


...απελπισία... από εδώ

Edgar Allan García

31

Υπάρχει κάποιος που πάει κάθε μέρα στην δουλειά του, που παριστάνει ότι δουλεύει αλλά στην πραγματικότητα δεν κάνει τίποτα, που κάθεται και κοιτάζει επί μακρόν μια σελίδα γεμάτη γράμματα και βλέπει σ’ αυτήν μια πορτοκαλιά θάλασσα που αργοσβήνει, όπως το τελευταίο βράδυ της τελευταίας αργίας και στο τέλος του μήνα εισπράττει τον μισθό και μπαίνει στο μπαρ να πιεί μόνος του μπύρες, πάντα μόνος, παρόλο που περιτριγυρίζεται από τους συναδέλφους του και μετά πάει στο σπίτι του, όπου ζει επίσης μόνος του, παρόλο που τα παιδιά του κάνουν φασαρία και η γυναίκα του, του ζητάει να κάνει δουλειές που δεν καταλαβαίνει καθόλου και μετά κοιμάται και ονειρεύεται ότι κάποια μέρα, όταν πάρει σύνταξη ή όταν κουραστεί, ίσως την επόμενη εβδομάδα ή την επόμενη δεκαετία, θα κάνει τόσα, μα τόσα πράγματα, που δεν θα ξέρει από πού να αρχίσει, γιατί στην πραγματικότητα δεν τα έχει σκεφτεί καλά και οι προτεραιότητες συνεχώς τον μπερδεύουν. Αντιλαμβάνεται, ότι αυτοί που τον περιβάλλουν, μιλούν γι’ αυτόν, αξιώνουν απ’ αυτόν, έχουν απαιτήσεις απ’ αυτόν, τον απειλούν κι αυτός νομίζει ότι ξέρει ποιος είναι αυτός…  ο αυτός, ένας τύπος που γυρνάει από δω κι από κει με το όνομά του και που θέλει να περνιέται για… αυτός και παρόλο που το προσπάθησε μερικές φορές, δεν κατάφερε να τον πιάσει… τον αυτόν, για να σταματήσει, μια για πάντα, να σφετερίζεται, αυτό του απομένει για να ζήσει.

333 Micro-bios


31

Edgar Allan García

Hay alguien que va a su trabajo todos los días, que hace como que trabaja pero en realidad no hace nada, que se sienta y mira largamente una página llena de letras y en ella ve el mar anaranjado apagándose lentamente, como en la última tarde del último feriado, y a fin de mes cobra el sueldo y se mete a un bar a beber cervezas solo, siempre solo aunque esté rodeado de sus compañeros de trabajo, y luego llega a su casa, donde vive también solo, a pesar de los niños que hacen bulla y de una mujer que le reclama por tareas que no entiende del todo, y luego se duerme, y sueña que algún día, cuando se jubile o se canse, tal vez la próxima semana o década, hará tantas pero tantas cosas que no sabrá bien por dónde empezar porque en realidad no las ha pensado bien y las prioridades todo el tiempo se le confunden. Se da cuenta de que los que le rodean hablan de él, le reclaman a él, le exigen a él, le amenazan a él, y él cree saber quién es ese él, un tipo que anda por ahí con su nombre y se hace pasar por él y, aunque lo ha intentado unas cuantas veces, no ha logrado atraparlo para que deje de una vez y por todas de usurpar lo que le queda de vida.

333 Micro-bios