Παρασκευή 3 Μαΐου 2019

Héctor Oesterheld-Εξορία



... μια τόσο ρεαλιστική ... επιστημονική φαντασία... από εδώ

Héctor Oesterheld-Εξορία

Ποτέ στον Αρκτικίωνα δεν είχαμε ξαναδεί κάτι τόσο αστείο.

Βγήκε μέσα από το σπασμένο σιδερικό με τρεμάμενο βήμα, ανοιγόκλεισε το στόμα, από την αρχή γελάσαμε με τα τόσο μακριά πόδια κι αυτά τα δυο μάτια με τις απίστευτα στρογγυλές κόρες.

Του δώσαμε κρόδια και περλίνες και προύχιες.

Όμως δεν ήθελε να τα πάρει, πρόσεξέ με, ούτε τις προύχιες δεν ήθελε να αγγίξει, ήταν τόσο αστείο να τον βλέπεις να αρνιέται τα πάντα, που τα γέλια του πλήθους ακούστηκαν μέχρι την διπλανή κοιλάδα.

Γρήγορα κυκλοφόρησε η φήμη ότι βρισκόταν ανάμεσά μας. Από παντού ήρθανε για να τον δουν. Φαινόταν κάθε φορά και πιο γελοίο, συνέχιζε να αδιαφορεί για τις προύχιες. Το γέλιο όσων τον κοιτούσαν ήταν γιγάντιο, έμοιαζε με θαλασσινή τρικυμία.

Περάσανε οι μέρες, από τους ισημερινούς, έφεραν κρίμιες. Το ίδιο, δεν ήθελε ούτε να τις δει, κουλουριαστήκαμε στα γέλια.

Όμως το καλύτερο ήταν στο τέλος: ξάπλωσε στον λόφο, ανάσκελα με το πρόσωπο στ’ αστέρια, έμεινε ακίνητος, η αναπνοή του αδυνάτιζε σιγά-σιγά, όταν σταμάτησε να αναπνέει, ήταν τα μάτια του γεμάτα νερό. Ναι, δεν θα το πιστέψεις, αλλά τα μάτια του είχαν γεμίσει νερό, νε-ρό, σου λέω, όπως το ακούς.

Ποτέ, ποτέ στον Αρκτικίωνα δεν είχαμε ξαναδεί κάτι τόσο αστείο.

Héctor Oesterheld-Exilio

   Nunca se vio en Gelo* algo tan cómico.

   Salió de entre el roto metal con paso vacilante, movió la boca, desde el principio nos hizo reír con esas piernas tan largas, esos dos ojos de pupilas tan increíblemente redondas.

   Le dimos grubas*, y linas*, y kialas*.

   Pero no quiso recibirlas, fijate, ni siquiera aceptó las kialas, fue tan cómico verlo rechazar todo que las risas de la multitud se oyeron hasta el valle vecino.

   Pronto se corrió la voz de que estaba entre nosotros. De todas partes vinieron a  verlo. Él aparecía cada vez mas ridículo, siempre rechazando las kialas. La risa de cuantos lo miraban era tan vasta como una tempestad en el mar.

   Pasaron los días, de las antípodas* trajeron margas*. Lo mismo, no quiso ni verlas, fue para retorcerse de risa.

   Pero lo mejor de todo fue el final: se acostó en la colina, de cara a las estrellas, se quedó quieto, la respiración se le fue debilitando, cuando dejó de respirar tenía los ojos llenos de agua. Sí, no querrás creerlo, pero los ojos se le llenaron de agua, de a-gu-a como lo oyes.

    Nunca, nunca se vio en Gelo nada tan cómico.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.