... διαδρομές του μυαλού... από εδώ
Enrique
Anderson Imbert-Σπιράλ
Γύρισα στο σπίτι τα
χαράματα, να σέρνομαι από την νύστα. Μπαίνοντας όλα σκοτεινά. Για να μην
ξυπνήσω κανένα, προχώρησα στις μύτες και έφτασα στην στριφογυριστή σκάλα που
οδηγούσε στο δωμάτιο μου. Με το που έβαλα το πόδι στο πρώτο σκαλοπάτι,
αμφέβαλλα εάν αυτό ήταν το δικό μου σπίτι ή κάποιο άλλο ολόιδιο. Και ενώ
ανέβαινα, φοβήθηκα ότι κάποιος άλλος, σαν εμένα , θα κοιμόταν στο δωμάτιο μου
και ίσως να με ονειρευόταν αυτήν την ίδια στιγμή να ανεβαίνω από την στριφογυριστή σκάλα. Έφτασα στην γωνία,
άνοιξα την πόρτα κι εκεί βρισκόταν εκείνος ή εγώ, φωτισμένος από το Φεγγάρι,
καθισμένος στο κρεβάτι, με τα μάτια ορθάνοιχτα. Μείναμε για μια στιγμή να κοιταζόμαστε κατά πρόσωπο. Χαμογελάσαμε. Ένιωσα ότι το χαμόγελό του ήταν αυτό που
σχηματιζόταν στο στόμα μου: όπως σε έναν καθρέφτη, ένας από τους δυο μας ήταν
κάλπικος. «Ποιος ονειρεύεται ποιον;» αναφώνησε ένας από τους δυο μας ή ίσως και
οι δυο ταυτόχρονα. Εκείνη την στιγμή ακούσαμε θορύβους από βήματα στην
στριφογυριστή σκάλα: Με ένα πήδημα μπήκαμε ο ένας στον άλλο και έτσι ενωμένοι
αρχίσαμε να ονειρευόμαστε αυτόν που ανέβαινε, αυτόν που ήμουν ξανά εγώ.
Enrique Anderson
Imbert-Espiral
Regresé a casa en
la madrugada, cayéndome de sueño. Al entrar, todo oscuro. Para no despertar a
nadie avancé de puntillas y llegué a la escalera de caracol que conducía a mi
cuarto. Apenas puse el pie en el primer escalón dudé de si ésa era mi casa o
una casa idéntica a la mía. Y mientras subía temí que otro muchacho, igual a
mí, estuviera durmiendo en mi cuarto y acaso soñándome en el acto mismo de
subir por la escalera de caracol. Di la última vuelta, abrí la puerta y allí
estaba él, o yo, todo iluminado de Luna, sentado en la cama, con los ojos bien
abiertos. Nos quedamos un instante mirándonos de hito en hito. Nos sonreímos.
Sentí que la sonrisa de él era la que también me pesaba en la boca: como en un
espejo, uno de los dos era falaz. «¿Quién sueña con quién?», exclamó uno de
nosotros, o quizá ambos simultáneamente. En ese momento oímos ruidos de pasos
en la escalera de caracol: de un salto nos metimos uno en otro y así fundidos
nos pusimos a soñar al que venía subiendo, que era yo otra vez.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.