Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

Juan José Millás-Είμαι πολύ ευτυχής


Juan José Millás-Είμαι πολύ ευτυχής



Μόλις αρχίσαμε να τρώμε, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Δεν κουνήθηκα, γιατί πάντα το σηκώνει η γυναίκα μου, όμως αυτή τη φορά συνέχισε να σερβίρει τα χοιρινά φιλετάκια, σαν να μην συμβαίνει τίποτα. «Δεν το ακούς;», της είπα. «Τι πράγμα;», με ρώτησε. «Το τηλέφωνο», της απάντησα Η Λάουρα, γύρισε λίγο το λαιμό,  στρέφοντας το καλό αυτί προς την συσκευή και αρνήθηκε με το κεφάλι. Δεν επέμεινα, γιατί πριν χρόνια είχα μια κρίση με ακουστικές αυταπάτες, μεταξύ άλλων συμπτωμάτων και ήταν μια κόλαση. Ακόμα παίρνω φαρμακευτική αγωγή με καταστροφικές παρενέργειες. Μετά από δέκα-δώδεκα χτυπήματα σταμάτησε να κουδουνίζει. Το άκουσα και πάλι, ενώ πίναμε καφέ. Καθώς δεν διαπίστωσα εκ νέου κανένα δείγμα προσοχής από την πλευρά της γυναίκας μου, θεώρησα δεδομένο ότι επρόκειτο για ένα τηλέφωνο που κουδούνιζε μονάχα μέσα στο κεφάλι μου και έκανα σαν να μην συμβαίνει τίποτα, μέχρι που σταμάτησε.

Μετά τον καφέ, συνηθίζουμε να καθόμαστε στον καναπέ και να βλέπουμε καμιά σαπουνόπερα. Η γυναίκα μου αμέσως κοιμάται και εγώ αφού χαμηλώσω τον ήχο της τηλεόρασης, ξεκινώ να σκέφτομαι τα πράγματα που με απασχολούν. Το δέρμα, για παράδειγμα. Τελευταία έχω εμμονή με το δέρμα. Διάβασα ότι πρόκειται για το μεγαλύτερο όργανο του σώματος. Ποτέ δεν είχα φανταστεί να  αποδώσω στο δέρμα την ορολογία του οργάνου, όμως οι γιατροί λένε ότι είναι το ίδιο όπως το νεφρό, το συκώτι, η χοληδόχος κύστη. Το δέρμα είναι το όργανο που είναι επιφορτισμένο να μας φέρνει σε επαφή με τον κόσμο. Αυτό της γυναίκας μου είναι πολύ σπέσιαλ, γιατί η αφή του, μοιάζει με μετάξι. Αν κλείσεις τα μάτια και της χαϊδέψεις το χέρι ή το πόδι, έχεις την εντύπωση ότι χαϊδεύεις ένα κομμάτι μετάξι, μετάξι κρύο φυσικά, αφού η θερμοκρασία του είναι λίγο πιο κάτω από την φυσιολογική, πράγμα που αντίθετα από αυτό που θα μπορούσαμε να σκεφτούμε, δεν είναι δυσάρεστο, το εντελώς αντίθετο. Πριν λίγο καιρό πήγα να αγοράσω ένα παντελόνι και μου πρότειναν ένα που το ύφασμα του λεγόταν έτσι, κρύο μετάξι Είναι ιδανικό για το καλοκαίρι, όπως είναι λογικό. Μου πούλησαν επίσης ένα σακάκι από ακατέργαστο μαλλί. Μου έμειναν αυτές οι δυο εκφράσεις- κρύο μετάξι και ακατέργαστο μαλλί- γιατί μου προκάλεσαν ανεξίτηλη εντύπωση (δεν ακούγεται όμορφα «ανεξίτηλη εντύπωση»).

Λοιπόν, λίγο μετά που η γυναίκα μου άρχισε να κοιμάται, χτύπησε και πάλι το τηλέφωνο. Παρατήρησα την Λάουρα, μπας και ξυπνούσε ή τουλάχιστον μήπως έκανε κάποια κίνηση ενόχλησης, αλλά όχι, τίποτα. Ήταν ξανά το τηλέφωνο του κεφαλιού μου. Αυτή τη φορά, έκλεισα τα μάτια και φαντάστηκα ότι περπατούσα στο εσωτερικό του σώματός μου για να το σηκώσω. Ανέβηκα μέσω του λαιμού μερικά στριφογυριστά φανταστικά σκαλοπάτια και αμέσως βρέθηκα στο σημείο του κρανιακού θόλου, όπου βρισκόταν αυτή η συσκευή. Ήταν ένα από αυτά τα μαύρα τηλέφωνα, τα παλιακά, από βακελίτη νομίζω, που τώρα βλέπουμε στα παλιατζίδικα. Το σήκωσα και είπα, παρακαλώ, όμως δεν μου απάντησαν. Μόνο ακουγότανε η αναπνοή κάποιου. «Λέγετε», επέμεινα λιγάκι ανήσυχος.

-          Είστε μόνος; - ρώτησε μια γυναικεία φωνή με ύφος κοφτερό, σαν μαχαίρι.

-          Σαν μόνος μου – απάντησα – αφού η γυναίκα μου κοιμάται στον καναπέ και όλο αυτό συμβαίνει μέσα στο κεφάλι μου, με τέτοιο τρόπο που μιλάω με την σκέψη μου, χωρίς να κουνάω καν τα χείλια.

Μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής, η γυναίκα πρόσθεσε ότι είχαν απαγάγει την κόρη μου και αν ήθελα να πάνε όλα καλά, να μην ειδοποιήσω την αστυνομία. Μου ζήτησε χρήματα, τα οποία θα έπρεπε να αφήσω το ίδιο απόγευμα στο καλάθι με τις εφημερίδες που βρίσκεται μπροστά από την κεντρική καφετέρια. Ρώτησα πως θα ξέρω ότι η κόρη μου είναι καλά, και μου την έδωσε.

-          Κάνε ότι σου ζητάνε, μπαμπά – ούρλιαξε μια απελπισμένη κοριτσίστικη φωνή από την άλλη πλευρά. Μετά κόπηκε η σύνδεση.

Άρχισαν την θεραπεία ακριβώς όταν εγώ ισχυρίστηκα ότι είχαν απαγάγει την κόρη μου. Αρχικά η αστυνομία και η γυναίκα μου, το παραδέχθηκαν, όμως καθώς η απελπισία μου μεγάλωνε, μου εξήγησαν ότι δεν είχαμε καμιά κόρη, και ότι όλο αυτό ήταν ένα φρούτο της φαντασίας μου. Χάρη στην βοήθεια του ψυχιάτρου και των φαρμάκων, συνειδητοποίησα ότι πράγματι επρόκειτο για μια επινοημένη κόρη, την οποία είχα ξεχάσει, μέχρι την στιγμή που χτύπησε το τηλέφωνο μέσα στο κεφάλι μου. Το θέμα είναι, ότι έκανα ότι μου ζήτησαν οι απαγωγείς, τα πάντα μέσα στο κεφάλι μου, φυσικά, για να μην το καταλάβει η γυναίκα μου και μου επέστρεψαν το σπλάχνο μου που ήταν πανέμορφο. Από τότε, την πηγαίνω στο σχολείο, πηγαίνω να την πάρω, της κάνω δώρα, πάντα εδώ μέσα, ενώ η γυναίκα μου λαγοκοιμάται μπροστά στην τηλεόραση ή σουλατσάρει στο σπίτι. Που και που με παρατηρεί, σαν κάτι να της κρύβω, όμως εγώ το παίζω αδιάφορος, σαν όλα να πηγαίνουν καλά, χάρη στα φάρμακα, οπότε με παρατάει και πηγαίνει να ακούσει μουσική ή οτιδήποτε άλλο. Είμαι πολύ ευτυχισμένος με την κόρη μου.


Acabábamos de empezar a comer cuando sonó el teléfono. No me moví, porque siempre lo coge mi mujer, pero esta vez continuó sirviéndose las manitas de cerdo como si no ocurriera nada. “¿No oyes eso?”, le dije. “¿Qué?”, preguntó ella. “El teléfono”, respondí. Laura giró un poco el cuello, dirigiendo la oreja buena hacia el aparato y negó con la cabeza. No insistí porque hace años tuve una crisis con alucinaciones auditivas, entre otros síntomas, y fue un infierno. Todavía tomo una medicación con efectos secundarios desastrosos. Después de diez o doce timbrazos, dejó de sonar. Volví a oírlo mientras tomábamos café. Como no advertí tampoco en mi mujer ningún signo de atención, di por supuesto que se trataba de un teléfono que sólo sonaba dentro de mi cabeza e hice como que no ocurría nada hasta que se calló.
Después de tomar el café solemos sentarnos en el sofá para ver algún programa de sobremesa. Mi mujer se duerme enseguida y yo, tras bajar el sonido de la tele, me pongo a pensar en mis cosas. En la piel, por ejemplo. Últimamente estoy obsesionado con la piel. He leído que se trata del órgano más grande del cuerpo. Nunca se me habría ocurrido pensar en ella en términos de órgano, pero para los médicos es igual que un riñón, que el hígado, que el bazo. La piel es el órgano encargado de relacionarnos con el mundo. La de mi mujer es muy especial porque tiene un tacto parecido al de la seda. Si cierras los ojos y le acaricias un brazo o una pierna, tienes la impresión de estar acariciando un trozo de seda; de seda fría, por cierto, pues tiene una temperatura un poco más baja de lo normal, lo que, contra lo que podríamos pensar, no es desagradable, todo lo contrario. Hace poco, por cierto, fui a comprarme unos pantalones y me los ofrecieron en un tejido llamado así, seda fría. Están recomendados para el verano, como es lógico. También me vendieron una chaqueta de lana cruda. Me quedé con aquellas dos expresiones -seda fría y lana cruda- porque me produjeron una impresión indeleble (suena bien “impresión indeleble”, ¿verdad?).
Pues bien, al poco de que mi mujer comenzara a dormitar, volvió a sonar el teléfono. Observé a Laura, por si se despertaba o hacía al menos algún movimiento de incomodidad, pero no, nada. Era de nuevo el teléfono de mi cabeza. Esta vez, cerré los ojos y me imaginé caminando por el interior de mi cuerpo para descolgarlo. Subí por el cuello de unas escaleras de caracol imaginarias y enseguida llegué al lugar de la bóveda craneal donde se encontraba el aparato. Era uno de esos teléfonos negros, muy antiguos, de baquelita, creo, que ahora se ven en los anticuarios. Lo descolgué y dije diga, pero no me contestaron. Sólo se escuchaba la respiración de alguien. “Diga”, insistí un poco inquieto.
-¿Está usted solo? -preguntó la voz de una mujer cuyo tono cortaba como un cuchillo.
-Como si lo estuviera -respondí -porque mi mujer duerme en el sofá y esto sólo ocurre dentro de mi cabeza, de manera que hablo con el pensamiento, sin mover los labios.
Tras unos instantes de silencio, la mujer añadió que tenían secuestrada a mi hija y que si quería que todo saliera bien no avisara a la policía. Me pidió una cantidad de dinero que debía abandonar esa misma tarde en una papelera situada frente a una cafetería céntrica. Pregunté cómo sabía que mi hija es encontraba bien y me la pasó.
-Haz todo lo que te piden, papá -gritó la voz desesperada de una chica al otro lado. Luego se cortó la comunicación.
Cuando me empezaron a medicar, fue precisamente porque yo me había empeñado en que habían secuestrado a nuestra hija. Al principio la policía y mi mujer me dieron la razón, pero como mi desesperación no hacía otra cosa que crecer, me explicaron que no teníamos ninguna hija, que todo era fruto de mi imaginación. Gracias a la ayuda del psiquiatra y de la medicación, acabé comprendiendo que se trataba, en efecto, de una hija inventada y de la que me había olvidado hasta el momento este en el que empezó a sonar el teléfono dentro de mi cabeza. El caso es que hice lo que me pidieron los secuestradores, todo dentro de mi cabeza, claro, para que mi mujer no se diera cuenta, y me devolvieron a la cría, que era guapísima. Desde entonces, la llevo al colegio y la voy a recoger y le hago regalos, siempre aquí dentro, mientras mi mujer dormita frente al televisor o trastea por la casa. De vez en cuando me observa como si le ocultara algo, pero yo pongo un gesto de indiferencia, como si todo, gracias a las medicinas, me diera igual y se va con la música a otra parte. Soy muy feliz con mi niña.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.