Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Το να ανακαλύπτω την αλήθεια

Xavier Villaurrutia
Inventar la verdad

Βάζω το αυτί προσεκτικά στο στήθος,
όπως, στην ακτή, το κοχύλι στην θάλασσα.
Ακούω την καρδιά μου αιμορραγόντας να χτυπά
και πάντα και ποτέ με τον ίδιο τρόπο.
Ξέρω γιατί χτυπάει έτσι, αλλά δεν μπορώ
να πω γιατί το κάνει.

Αν άρχιζα να το λέω με σκιές
λέξεων και στην τύχη απατηλές κουβέντες,
θα έφτανα, τρέμοντας από έκπληξη,
να ανακαλύπτω την αλήθεια:
Όταν προσποιούμουν ότι σ’ αγαπώ, δεν ήξερα
ότι ήδη σ’ αγαπούσα.

Pongo el oído atento al pecho,
como, en la orilla, el caracol al mar.
Oigo mi corazón latir sangrando
y siempre y nunca igual.
Sé por qué late así, pero no puedo
decir por qué será.

Si empezara a decirlo con fantasmas
de palabras y engaños al azar,
llegaría, temblando de sorpresa,
a inventar la verdad:
¡Cuando fingí quererte, no sabía
que te quería ya!

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Είναι απαγορευμένο


Alfredo Cuervo Barrero
Queda prohibido
Τι είναι στ’ αλήθεια το σημαντικό;
ψάχνω την απόκριση εντός μου,
και μου είναι τόσο δύσκολο να την βρω.

Ψεύτικες ιδέες εισβάλουν στο μυαλό μου
που είναι συνηθισμένο, να μασκαρεύει αυτό που δεν καταλαβαίνει,
που βουρλίζεται σε ένα κόσμο με πλαστές αυταπάτες,
όπου η ματαιοδοξία, ο φόβος, ο πλούτος,
η βία, το μίσος, η αδιαφορία,
μετατρέπονται σε λατρευτούς ήρωες.

Με ρωτάς πως μπορεί να είναι κάποιος ευτυχής,
πως ανάμεσα σε τόσο ψέμα μπορεί κάποιος να συμβιώνει,
ο καθένας θα απαντήσει μόνος του,
αν και για μένα, εδώ, τώρα και για πάντα:
είναι απαγορευμένο να κλαίω χωρίς να μαθαίνω,
να σηκώνομαι μια μέρα χωρίς να ξέρω τι να κάνω,
να φοβάμαι τις αναμνήσεις μου
να νιώθω καμιά φορά μόνος.

Είναι απαγορευμένο να μη χαμογελώ στα προβλήματα,
να μην πολεμάω γι’ αυτό που αγαπάω,
να τα εγκαταλείπω όλα από φόβο,
να μην κάνω πραγματικότητα τα όνειρά μου.

Είναι απαγορευμένο να μην σου δείχνω την αγάπη μου,
να σε κάνω να πληρώνεις τις αμφιβολίες μου και την κακή μου διάθεση,
να επινοώ πράγματα που δεν συνέβησαν ποτέ,
να σε θυμάμαι μονάχα όταν δεν σε έχω.

Είναι απαγορευμένο να αφήνω τους φίλους μου,
να μην προσπαθώ να καταλάβω αυτό που ζούμε,
να τους καλώ μονάχα όταν τους χρειάζομαι,
να μην βλέπω ότι ο καθένας μας είναι ξεχωριστός.

Είναι απαγορευμένο να μην είμαι ο εαυτός μου μπροστά στον κόσμο,
να προσποιούμαι μπροστά στους ανθρώπους που δεν με ενδιαφέρουν,
να κάνω τον χαριτωμένο με  σκοπό να με θυμούνται,
να ξεχνάω όλους αυτούς που με αγαπάνε.

Είναι απαγορευμένο να μην κάνω πράγματα για τον εαυτό μου,
να μην πιστεύω στον θεό μου και να φτιάχνω την μοίρα μου,
να φοβάμαι την ζωή και τις τιμωρίες της,
να μην ζω την κάθε μέρα, σαν να ήταν μια τελευταία ανάσα.

Είναι απαγορευμένο να μου λείπεις χωρίς να χαίρομαι,
να ξεχνάω τις στιγμές που με έκαναν να σε αγαπώ,
κι όλα αυτά γιατί οι δρόμοι μας αφέθηκαν να μην διασταυρωθούν,
να ξεχνάω το παρελθόν μας και να το πληρώνω με το παρόν μας.

Είναι απαγορευμένο να μην προσπαθώ να καταλάβω τους ανθρώπους,
να σκέφτομαι πως οι ζωές τους αξίζουν πιο πολύ από την δική μου,
να ξέρω πως ο καθένας έχει τον δικό του δρόμο και την δική του ευτυχία,
να σκέφτομαι πως από δικό του σφάλμα ο κόσμος τελειώνει.

Είναι απαγορευμένο να μην πιστεύω στο παρελθόν μου,
να παραμελώ να δώσω ευχαριστίες στην οικογένεια μου για την ζωή μου,
να μην έχω μια στιγμή γι’ αυτούς που με χρειάζονται,
να μην καταλαβαίνω ότι αυτό που μας δίνει η ζωή, η ίδια μας το παίρνει.



¿ Qué es lo verdaderamente importante?,
busco en mi interior la respuesta,
y me es tan difícil de encontrar.

Falsas ideas invaden mi mente,
acostumbrada a enmascarar lo que no entiende,
aturdida en un mundo de falsas ilusiones,
donde la vanidad, el miedo, la riqueza,
la violencia, el odio, la indiferencia,
se convierten en adorados héroes.

Me preguntas cómo se puede ser feliz,
cómo entre tanta mentira puede uno convivir,
cada cual es quien se tiene que responder,
aunque para mí, aquí, ahora y para siempre:
queda prohibido llorar sin aprender,
levantarme un día sin saber qué hacer,
tener miedo a mis recuerdos,
sentirme sólo alguna vez.

Queda prohibido no sonreír a los problemas,
no luchar por lo que quiero,
abandonarlo todo por tener miedo,
no convertir en realidad mis sueños.

Queda prohibido no demostrarte mi amor,
hacer que pagues mis dudas y mi mal humor,
inventarme cosas que nunca ocurrieron,
recordarte sólo cuando no te tengo.

Queda prohibido dejar a mis amigos,
no intentar comprender lo que vivimos,
llamarles sólo cuando les necesito,
no ver que también nosotros somos distintos.

Queda prohibido no ser yo ante la gente,
fingir ante las personas que no me importan,
hacerme el gracioso con tal de que me recuerden,
olvidar a toda la gente que me quiere.

Queda prohibido no hacer las cosas por mí mismo,
no creer en mi dios y hacer mi destino,
tener miedo a la vida y a sus castigos,
no vivir cada día como si fuera un último suspiro.

Queda prohibido echarte de menos sin alegrarme,
olvidar los momentos que me hicieron quererte,
todo porque nuestros caminos han dejado de abrazarse,
olvidar nuestro pasado y pagarlo con nuestro presente.

Queda prohibido no intentar comprender a las personas,
pensar que sus vidas valen más que la mía,
no saber que cada uno tiene su camino y su dicha,
pensar que con su falta el mundo se termina.

Queda prohibido no crear mi historia,
dejar de dar las gracias a mi familia por mi vida,
no tener un momento para la gente que me necesita,

no comprender que lo que la vida nos da, también nos lo quita.

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Οι λυπημένοι άντρες δεν χορεύουν σε ζευγάρι

Piedad Bonnett




Από εδώ

Οι λυπημένοι άνδρες διώχνουν τα πουλιά.
Τα σύννεφα κατεβαίνουν μέχρι τα σκεφτικά τους
μέτωπα
και διαλύονται σε μια φίνα αδιαπέραστη βροχή.
Τα λουλούδια στενάζουν
στους κήπους των λυπημένων ανδρών.
Τα γκρεμοί τους βάζουν σε πειρασμό τον θάνατο.

Αντίθετα,
οι γυναίκες που όλες βρίσκονται μέσα σε μια γυναίκα
γεννιόνται ταυτόχρονα όλες
μπροστά στα λυπημένα μάτια των λυπημένων.
Η γυναίκα-πιθάρι ανοίγει και πάλι την κοιλιά της
και προσφέρει το λυτρωτικό της γάλα.
Η γυναίκα-κορίτσι φιλά με θέρμη
τα πατρικά χέρια του απελπισμένου χήρου.
Αυτή που περπατά σιωπηλά στο σπίτι
γυαλίζει τις μαύρες ώρες του και μαντάρει
όλες τις τρύπες στο στήθος του.
Υπάρχει κι άλλη που δανείζει, του λυπημένου, τα δυο χέρια της χέρια,
σαν να ‘ταν φτερούγες.

Αλλά οι λυπημένοι άντρες είναι κουφοί στις μουσικές τους.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, γυναίκα πιο μόνη,
πιο λυπητερά μόνη,
από αυτήν που θέλει να αγαπήσει έναν λυπημένο άντρα.


Los hombres tristes no bailan en pareja

Los hombres tristes ahuyentan a los pájaros.
Hasta sus frentes pensativas bajan
las nubes
y se rompen en fina lluvia opaca.
Las flores agonizan
en los jardines de los hombres tristes.
Sus precipicios tientan a la muerte.

En cambio,
las mujeres que en una mujer hay
nacen a un tiempo todas
ante los ojos tristes de los tristes.
La mujer-cántaro abre otra vez su vientre
y le ofrece su leche redentora.
La mujer-niña besa fervorosa
sus manos paternales de viudo desolado.
La de andar silencioso por la casa
lustra sus horas negras y remienda
los agujeros todos de su pecho.
Otra hay que al triste presta sus dos manos
como si fueran alas.

Pero los hombres tristes son sordos a sus músicas.
No hay pues mujer más sola,
más tristemente sola,

que la que quiere amar a un hombre triste.

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Ευλογημένοι οι αδαείς

Juan Antonio González Iglesias




Benditos los ignotos



Ευλογημένοι οι αδαείς
αυτοί που δεν έχουν δική τους σελίδα
στο ίντερνετ,  προφίλ
που να τους απεικονίζει στο Φέισμπουκ
και κανένα άρθρο δεν μιλά
γι’ αυτούς στην Ουικιπίντια.
Αυτοί που δεν έχουν δικό τους μπλογκ.
Ούτε και ηλεκτρονικό
ταχυδρομείο, ό, τι
φτάνει σε αυτούς, αν ποτέ φτάνει,
φτάνει με αργό ρυθμό.
Έχουν λίγους φίλους.
Δεν εκθέτουν τις στιγμές τους.
Δεν φθείρουν τα πράγματα ούτε την γλώσσα. Ο ιστός
γι’ αυτούς είναι ένα δίχτυ
που συγκρατεί το ασήμι των ψαριών.
Ευλογημένοι αυτοί που ζουν
όπως ακριβώς γεννήθηκαν
και περνούν το πρωινό ακούγοντας την φτελιά
που μεγάλωσε δίπλα στο ποτάμι
χωρίς κανένας
να την έχει φυτέψει.
Ευλογημένοι οι αδαείς
αυτοί που έχουν
ακόμα
ιδιωτική ζωή.

Benditos los ignotos,
los que no tienen página
en internet, perfil
que los retrate en facebook,
ni artículo que hable
de ellos en wikipedia.
Los que no tienen blog.
Ni siquiera correo
electrónico, todo
les llega, si les llega,
con un ritmo más lento.
Tienen pocos amigos.
No exponen sus instantes.
No desgastan las cosas ni el lenguaje. Network
para ellos es malla
que detiene la plata de los peces.
Benditos los que viven
como cuando nacieron
y pasan la mañana oyendo el olmo
que creció junto al río
sin que nadie
lo plantara.
Benditos los ignotos
los que tienen
todavía

intimidad.

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Ο οπαδός

Εδουάρδο Γαλεάνο
Ο οπαδός

Μια φορά την εβδομάδα, ο οπαδός δραπετεύει από το σπίτι του και εμφανίζεται στο γήπεδο. Ανεμίζουν οι σημαίες, ηχούν οι ροκάνες, τα πυροτεχνήματα, τα ταμπούρλα, βρέχει σερπαντίνες και χαρτοπόλεμο. Η πόλη εξαφανίζεται, ξεχνιέται η ρουτίνα, υπάρχει μονάχα ο ναός. Σε αυτόν τον ιερό χώρο, η μοναδική θρησκεία που δεν έχει άθεους, εκτίθεται μπροστά στις θεότητές της. Αν και ο οπαδός μπορεί να επικοινωνήσει με το θαύμα, περισσότερο άνετα, στην οθόνη της τηλεόρασης, προτιμάει να πάει για προσκύνημα κατ’ ευθείαν εκεί όπου μπορεί να δει με σάρκα και οστά τους ίδιους τους αγγέλους του, να χτυπιούνται σε μονομαχία κάθε φορά με διαφορετικούς δαίμονες. Εδώ, ο οπαδός, κουνάει το κασκόλ, καταπίνει σάλιο, ξεροκαταπίνει, καταπίνει δηλητήριο, τρώει το κασκέτο του, μουρμουρίζει προσευχές και κατάρες και μετά ξελαρυγγιάζεται σε μια θερμή υποδοχή και πηδάει σαν ψύλλος αγκαλιάζοντας τον κάθε άγνωστο που φωνάζει «γκολ» δίπλα του. Ενώ διαρκεί αυτή η παγανιστική τελετή ο οπαδός είναι πολλοί. Με χιλιάδες αφοσιωμένους μοιράζεται την βεβαιότητα ότι είμαστε οι καλύτεροι, ότι όλοι οι διαιτητές είναι πουλημένοι, όλοι οι αντίπαλοι απατεώνες.  Σπανίως ο οπαδός λέει: «Σήμερα παίζει η ομάδα μου». Συνήθως λέει: «Σήμερα παίζουμε εμείς».  Ξέρει καλά αυτός ο δωδέκατος παίχτης, ότι είναι αυτός που φυσάει τους ανέμους του ενθουσιασμού που σπρώχνουν την μπάλα όταν αυτή κοιμάται, όπως καλά ξέρουν οι υπόλοιποι έντεκα παίχτες που παίζουν, ότι χωρίς τους οπαδούς είναι, σαν να χορεύουν χωρίς μουσική. Όταν το παιχνίδι ολοκληρώνεται, ο οπαδός, που δεν κουνήθηκε από τις κερκίδες, γιορτάζει την νίκη του. Τι γκολάρες τους βάλαμε, τι κατραπακιά τους δώσαμε, ή κλαίει για την ήττα του. Ξανά μας εξαπάτησαν, κλέφτη διαιτητή. Και τότε ο ήλιος δύει αποκαμωμένος και ο οπαδός επίσης. Πέφτουν οι σκιές στο γήπεδο που αδειάζει. Στις τσιμεντένιες κερκίδες καίνε, εδώ και εκεί, κάποιες φευγαλέες φωτιές, ενώ σβήνουν τα φώτα και οι φωνές. Το γήπεδο μένει μόνο και οι οπαδός γυρνάει στην μοναξιά του, εγώ που ήμουνα εμείς. Ο οπαδός απομακρύνεται, διαλύεται, χάνεται και η Κυριακή γίνεται μελαγχολική, σαν μια Τετάρτη από στάχτη μετά που πεθαίνει το καρναβάλι.

El Hincha



Una vez por semana, el hincha huye de su casa y asiste al estadio. Flamean las banderas, suenan las matracas, los cohetes, los tambores, llueven las serpientes y el papel picado; la ciudad desaparece, la rutina se olvida, sólo existe el templo. En este espacio sagrado, la única religión que no tiene ateos exhibe a sus divinidades. Aunque el hincha puede contemplar el milagro, más cómodamente, en la pantalla de la tele, prefiere emprender la peregrinación hacia este lugar donde puede ver en carne y hueso a sus ángeles, batiéndose a duelo contra los demonios de turno. Aquí, el hincha agita el pañuelo, traga saliva, glup, traga veneno, se come la gorra, susurra plegarias y maldiciones y de pronto se rompe la garganta en una ovación y salta como pulga abrazando al desconocido que grita el gol a su lado. Mientras dura la misa pagana, el hincha es muchos. Con miles de devotos comparte la certeza de que somos los mejores, todos los árbitros están vendidos, todos los rivales son tramposos. Rara vez el hincha dice: «hoy juega mi club». Más bien dice: «Hoy jugamos nosotros». Bien sabe este jugador número doce que es él quien sopla los vientos de fervor que empujan la pelota cuando ella se duerme, como bien saben los otros once jugadores que jugar sin hinchada es como bailar sin música. Cuando el partido concluye, el hincha, que no se ha movido de la tribuna, celebra su victoria; qué goleada les hicimos, qué paliza les dimos, o llora su derrota; otra vez nos estafaron, juez ladrón. Y entonces el sol se va y el hincha se va. Caen las sombras sobre el estadio que se vacía. En las gradas de cemento arden, aquí y allá, algunas hogueras de fuego fugaz, mientras se van apagando las luces y las voces. El estadio se queda solo y también el hincha regresa a su soledad, yo que ha sido nosotros: el hincha se aleja, se dispersa, se pierde, y el domingo es melancólico como un miércoles de cenizas después de la muerte del carnaval.

Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Ερωτική συζήτηση

Nicanor Parra

Ερωτική συζήτηση

-Είμαστε μια ώρα εδώ
Αλλά συνέχεια μου απαντάς. το ίδιο..
Θέλεις να με ξετρελάνεις με τα αστεία σου
Αλλά τα αστεία σου τα ξέρω πια απ' έξω.
Δεν σου αρέσει το στόμα ούτε τα μάτια;
-Φυσικά και μου αρέσουν τα μάτια.
-Τότε γιατί δεν τα φιλάς λοιπόν;
-Φυσικά και θα τα φιλήσω.
-Δεν σου αρέσουν τα στήθη ούτε οι μηροί;
-Πως να μην μου αρέσουν τα στήθη!
-Τότε λοιπόν γιατί δεν αντιδράς;
Πιάσε τα, επωφελήσου από την κατάσταση.
-Δεν θέλω να τα πιάσω με την βία.
-Και τότε γιατί με έκανες να γδυθώ;
-Εγώ δεν σου είπα να γδυθείς
Ήσουν εσύ, μόνη σου, που γδύθηκες.
Ντυθείτε, πριν έρθει ο σύζυγός σας.
Αντί να το κουβεντιάζουμε
Ντυθείτε, πριν έρθει ο σύζυγός σας.

Conversación galante

-Hace una hora que estamos aquí
Pero siempre contestas con lo mismo.
Quieres volverme loca con tus chistes
Pero tus chistes me los sé de memoria.
¿No te gusta la boca ni los ojos?
-Claro que me gustan los ojos.
-¿Pero por qué no los besas, entonces?
-Claro que sí que los voy a besar.
-¿No te gustan los senos ni los muslos?
-¡Cómo no van a gustarme los senos!
-Pero entonces ¿por qué no reaccionas?
Tócalos, aprovecha la ocasión.
-No me gusta tocarlos a la fuerza.
-¿Y para qué me hiciste desnudarme?
-Yo no te dije que te desnudaras.
Fuiste tú misma quien se desnudó.
Vístase, antes que llegue su marido.
En vez de discutir
Vístase, antes que llegue su marido.

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Κύκλωσε

Sirkula (Poema en español y ladino)

αν θες να μάθεις κάτι δικό μας
ζωγράφισε έναν κύκλο
κάρφωσε το μολύβι στην όχθη από τ’ αριστερά

κύκλωσε  κύκλωσε
δώσε βόλτες χωρίς να σταματάς το κύκλωμα
μην ξεκολλάς ποτέ την μύτη
τώρα ρώτα αν ο χρόνος είναι τιμωρία ή ευλογία
Τι σκέφτεσαι εσύ;
θέλεις να μάθεις κάτι δικό μας;
κοίτα το άδειο μάτι
το λευκό που βρίσκεται
στο κέντρο αυτού που δημιουργήθηκε
ανοίγει ανοίγεται
όπως, αν μια πυξίδα σχεδίαζε το στρόγγυλο
βαθύ και μεγάλο
βαθύ και άδειο
μεγαλώνει το μάτι
μεγαλώνει σαν σίφουνας
γύρνα και ρώτα
τι θέλω να μάθω

η αγάπη
δεν είναι έπαθλο
μην σηκώνεις το μολύβι
και κύκλωσε

το πιο καλό της αγάπης
είναι να μην ξέρει κανείς την ώρα
να ξυπνά στην μέση της νύχτας
να ξεκολλάει το μολύβι
να διαβάζει αυτό που γράφτηκε
να ρίχνει απάνω του ένα ρούχο
να κατεβαίνει στον δρόμο
με το κεφάλι κενό.



si quieres saber algo nuestro
dibuja un círculo
clava el lápiz en la orilla de la izquierda

circula circula
dale vuelta sin dejar de dar circulación
no despegues nunca la punta
ahora pregunta si el tiempo es castigo o bendición
¿Tú qué piensas?
¿quieres saber algo nuestro?
mira el ojo vacío
blanco que se encuentra
al centro de lo creado
abre se abre
como si un compás trazara lo redondo
hondo y grande
hondo y vacío
crece el ojo
crece como un tornado
vuelve y pregunta
qué quiero saber

el amor
no es un biscuit
no levantes el lápiz
y circula

lo mejor del amor
es no saber la hora
despertar en medio de la noche
despegar el lápiz
leer lo escrito
echarse arriba un trapo
y bajar la calle

con la cabeza en blanco.

Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Πουλιά του νερού





Gsús Bonilla

Πουλιά του νερού

Κάθομαι μπροστά στο παράθυρο,
τα παγωμένα τζάμια συγκρατούν σταγόνες νερού,
το απόγευμα δωρίζει βροχή.
Ανάβοντας τσιγάρο και μετά την πρώτη ρουφηξιά ο
καπνός πασχίζει να ενωθεί με τις σταγόνες που κατοικούν στο τζάμι.
Παράλογη προσπάθεια, το διάφανο σύνορο εμποδίζει το αγκάλιασμα.
Σκέφτομαι να σου καταστρέψω την καρδιά,
σκέφτομαι να σε βλάψω,
αλλά μόνο το σκέφτομαι,
το ξέρω πως είμαι ανίκανος να γκρεμίσω κάστρα στην άμμο
απ’ αυτά που τα παιδιά χτίζουν στις όχθες της θάλασσας.
Το να σκέφτομαι κακίες τα λυπημένα απογεύματα είναι το τελευταίο μου χόμπι,
με αποδιοργανώνει πολύ κατά την διάρκεια της απουσίας σου.
Πάντα ήμασταν υγροί μετά το ανεξέλεγκτο γλείψιμο,
πάντα υπήρχε ένα τσιγάρο μετά,
πάντα ο καπνός είναι ο σύμμαχός μας,
ποτέ δεν υπήρχε ένα χώρισμα σχεδόν αόρατο να μας χωρίζει,
ποτέ δεν ήταν τα βράδια λυπημένα.
Γνωρίζω ετούτα τα ματάκια όταν είναι κόκκινα και μουλιασμένα,
ετούτη η γκριμάτσα στο στόμα σου σε προδίδει.
Δεν αντέχω όταν γυρνάς να κλάψεις στο φεγγάρι,
γιατί με σκιάζει,
με ανταγωνίζεται, και σένα σου αρέσει αυτή η διαμάχη,
σιγουρεύεσαι έτσι για ποιος σε ακούει.
Δεν αναγνωρίζω αυτόν τον πόνο μέσα μου,
δεν αναγνωρίζω γιατί σωπαίνω και μόνο ονειρεύομαι,
σκέφτομαι μερικές φορές πως έχασα τον ρυθμό,
πως μου λείπει το τέμπο,
πως δεν χορεύω,
ούτε καν αισθάνομαι,
όταν μου καρφώνεις τα σπιρούνια για να αρχίσω την πορεία,
με βηματισμό, καλπάζοντας, τι σημασία έχει.
Νοιώσε την ήττα μου,
κατάλαβε γιατί σήμερα δεν παλεύω.
Μένει μια ρουφηξιά ακόμα για να τελειώσει το τσιγάρο,
το βράδυ φαντάζει τεράστιο μέσα στον θρήνο του,
στου καπνού την μέθη κανένας δεν κερδίζει με το πείσμα του,
το διάφανο χώρισμα συνεχίζει εκεί,
κι εσύ να λείπεις.


PÁJAROS DE AGUA
Me siento frente a la ventana,
los cristales fríos soportan las gotas de agua,
la tarde obsequia lluvia.
Enciendo un cigarro y tras la primera calada el
humo intenta unirse a las gotas cristalinas adosadas al vidrio;
absurdo intento, la barrera transparente impide el abrazo.
Estoy pensando en destrozarte el corazón,
estoy pensando en hacerte daño,
pero solo lo pienso,
sé que soy incapaz de destruir castillos de arena
esos que los niños construyen a las orillas del mar;
pensar maldades en las tardes tristes es el último jovi que tengo,
me distrae mucho durante tu ausencia.
Siempre fuimos húmedos después de lamernos sin control,
siempre hubo el cigarro de después,
siempre el humo es nuestro aliado,
nunca hubo una barrera casi invisible separándonos,
nunca fueron las tardes tristes.
Conozco esos ojitos cuando están rojos y mojados,
esa mueca en tu boca te delata;
no soporto cuando le lloras a la luna,
porque me hace sombra,
compite conmigo y a ti te gusta esa competición,
así te aseguras quien te escuche.
Desconozco este dolor en mí,
desconozco por qué callo y solo sueño,
a veces pienso que perdí el ritmo,
que me falta compás,
que no tengo baile;
ya no noto
cuándo me clavas las espuelas para que inicie la marcha,
a trote, a galope, qué más da;
comprende mi derrota,
entiende por qué hoy no lucho.
Me falta una calada para acabar el cigarro,
la tarde sigue inmensa con su lloro,
al humo a cabezón no le gana nadie en su empeño;
la barrera transparente sigue ahí

y tú no estás.

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Ο απειλούμενος

Jorge Luis Borges

Ο απειλούμενος

Είναι ο έρωτας. Πρέπει να κρυφτώ ή να φύγω.
Μεγαλώνουν οι τοίχοι της φυλακής του, σαν ένα τρομερό όνειρο.
Η όμορφη μάσκα έχει αλλάξει, αλλά όπως πάντα είναι η μοναδική.
Σε τι με ωφελούν τα φυλαχτά μου: το να σκαρώνω λέξεις,
η αόριστη εμβρίθεια, το να μαθαίνω τις λέξεις που χρησιμοποίησε ο
τραχύς Βορράς για να τραγουδήσει τις θάλασσες και τα σπαθιά του, η γαλήνια φιλία, οι γαλαρίες τις βιβλιοθήκης, τα κοινά πράγματα,
οι συνήθειες, η νεανική αγάπη της μητέρας μου, η βαριά σκιά των
νεκρών μου, η άχρονη νύχτα, η γεύση του ονείρου;
Το να είμαι ή το να μην είμαι μαζί σου είναι το μέτρο του δικού μου χρόνου.
Ήδη το κανάτι έσπασε μπροστά στην πηγή, ήδη ο άνθρωπος
σηκώθηκε ως την φωνή του πτηνού, ήδη σκοτείνιασε για αυτούς που κοιτάζουν απ’ τα παράθυρα, όμως η σκιά δεν έφερε την ειρήνη.
Είναι, το ξέρω, ο έρωτας: η αγωνία και η ανακούφιση να ακούω την φωνή σου,
η αναμονή και η μνήμη, ο τρόμος του να ζω αυτό που ακολουθεί.
Είναι ο έρωτας με τις μυθολογίες του, με τα μικρά του άχρηστα μάγια.
Υπάρχει μια γωνία από την οποία δεν τολμώ να περάσω.
Ήδη οι στρατοί με πλησιάζουν, οι ορδές.
(Αυτή η κατοικία είναι φανταστική. Εκείνη δεν την έχει δει.)
Το όνομα μιας γυναίκας με προδίδει.
Με πονάει μια γυναίκα σε όλο το σώμα.

El amenazado
Es el amor. Tendré que ocultarme o que huir.
Crecen los muros de su cárcel, como en un sueño atroz.
La hermosa máscara ha cambiado, pero como siempre es la única.
¿De qué me servirán mis talismanes: el ejercicio de las letras,
la vaga erudición, el aprendizaje de las palabras que usó el
áspero Norte para cantar sus mares y sus espadas, la serena
amistad, las galerías de la biblioteca, las cosas comunes,
los hábitos, el joven amor de mi madre, la sombra militar de
mis muertos, la noche intemporal, el sabor del sueño?
Estar contigo o no estar contigo es la medida de mi tiempo.
Ya el cántaro se quiebra sobre la fuente, ya el hombre se
levanta a la voz del ave, ya se han oscurecido los que miran por
las ventanas, pero la sombra no ha traído la paz.
Es, ya lo sé, el amor: la ansiedad y el alivio de oír tu voz,
la espera y la memoria, el horror de vivir en lo sucesivo.
Es el amor con sus mitologías, con sus pequeñas magias inútiles.
Hay una esquina por la que no me atrevo a pasar.
Ya los ejércitos me cercan, las hordas.
(Esta habitación es irreal; ella no la ha visto.)
El nombre de una mujer me delata.

Me duele una mujer en todo el cuerpo.

Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Ο τρελός κοιτάζοντας από την πόρτα του κήπου


                                                                           Perlas pescadas por la red

Άνθρωπε φυσιολογικέ που για μια στιγμή
διασταυρώνεται η ζωή σου με αυτήν ενός καταφρονεμένου
πρέπει να ξέρεις πως δεν ήταν γιατί σκότωσε ένα πελεκάνο
αλλά για το τίποτα, ο λόγος που βρίσκομαι εδώ, ανάμεσα στους τάφους
και πως τίποτα, μονάχα στην τύχη και σε καμιά ιερή επιθυμία
δαίμονα ή θεού δεν οφείλεται η καταστροφή μου.

El loco mirando desde la puerta del jardín

Hombre normal que por un momento
cruzas tu vida con la del esperpento
has de saber que no fue por matar al pelícano
sino por nada por lo que yazgo aquí entre otros sepulcros
y que a nada sino al azar y a ninguna voluntad sagrada

de demonio o de dios debo mi ruina

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Μην πιάνεις το κουτάλι

Gabriel Celaya

Μην πιάνεις το κουτάλι

Μην πιάνεις το κουτάλι με τ’ αριστερό το χέρι.
Μην βάζεις τους αγκώνες στο τραπέζι.
Δίπλωσε καλά την πετσέτα.
Αυτά, για αρχή.

Βγάλε την τετραγωνική ρίζα του τριακόσιες χιλιάδες δεκατρία.
Που είναι η Ταγκανίκα; Πότε γεννήθηκε ο Θερβάντες;
Θα σου βάλω διαγωγή κοσμία αν μιλάς με τον διπλανό σου.
Αυτά για την συνέχεια.

Σας φαίνεται σωστό που ένας μηχανικός σκαρώνει στίχους;
Η κουλτούρα είναι στολίδι και οι μπίζνες, μπίζνες.
Αν συνεχίσεις με ετούτη την κοπέλα θα σου κλείσουμε την πόρτα.
Αυτά για την ζωή.

Μην είσαι τόσο τρελάρας. Φέρσου πολιτισμένα. Φέρσου σωστά.
Μην πίνεις. Μην καπνίζεις. Μην βήχεις. Μην αναπνέεις.

No cojas la cuchara

No cojas la cuchara con la mano izquierda.
No pongas los codos en la mesa.
Dobla bien la servilleta.
Eso, para empezar.

Extraiga la raíz cuadrada de tres mil trescientos trece.
¿Dónde está Tanganika? ¿Qué año nació Cervantes?
Le pondré un cero en conducta si habla con su compañero.
Eso, para seguir.

¿Le parece a usted correcto que un ingeniero haga versos?
La cultura es un adorno y el negocio es el negocio.
Si sigues con esa chica te cerraremos las puertas.
Eso, para vivir.

No seas tan loco. Sé educado. Sé correcto.

No bebas. No fumes. No tosas. No respires.

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Το πρότζεκτ του στιγμιαίου τρένου

Nicanor Parra


Το πρότζεκτ του στιγμιαίου τρένου
Ανάμεσα στο Σαντιάγο και στο Λιμάνι του Μoνττ

Η ατμομηχανή του στιγμιαίου τρένου
βρίσκεται στον τόπο του προορισμού (λιμάνι του Μονττ)
και το τελευταίο βαγόνι στο σημείο αναχώρησης (Σαντιάγο)

το πλεονέκτημα που παρουσιάζει αυτός ο τύπος τρένου
συνίσταται στο ότι ο ταξιδιώτης φθάνει
άμεσα στο Λιμάνι του Μοντ την
ίδια στιγμή που επιβιβάζεται στο τελευταίο βαγόνι
στο Σαντιάγο

το μόνο που πρέπει να κάνει στην συνέχεια
είναι να μεταφερθεί με τις βαλίτσες του
δια μέσου του εσωτερικού του τρένου
μέχρι να φτάσει στο πρώτο βαγόνι

με το που θα εκτελέσει αυτήν την ενέργεια
ο ταξιδιώτης μπορεί να προχωρήσει στην διαδικασία της αποβίβασης
από το στιγμιαίο τρένο
το οποίο παρέμεινε ακίνητο
κατά την διάρκεια όλης της πορείας

Παρατήρηση: Αυτός ο τύπος τρένου (άμεσος) είναι κατάλληλος μόνο για ταξίδια χωρίς επιστροφή.

PROYECTO DE TREN INSTANTÁNEO 
ENTRE SANTIAGO Y PUERTO MONTT 
La locomotora del tren instantáneo 
está en el lugar de destino (Puerto Montt) 
y el último carro en el punto de partida (Santiago) 
la ventaja que presenta este tipo de tren 
consiste en que el viajero llega 
instantáneamente a Puerto Montt en el 
momento mismo de abordar el último carro 
en Santiago 
lo único que debe hacer a continuación 
es trasladarse con sus maletas 
por el interior del tren 
hasta llegar al primer carro 
una vez realizada esta operación 
el viajero puede proceder a abandonar 
el tren instantáneo 
que ha permanecido inmóvil 
durante todo el trayecto 
Observación: este tipo de tren (directo) sirve sólo para viajes de ida.