Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Πουλιά του νερού





Gsús Bonilla

Πουλιά του νερού

Κάθομαι μπροστά στο παράθυρο,
τα παγωμένα τζάμια συγκρατούν σταγόνες νερού,
το απόγευμα δωρίζει βροχή.
Ανάβοντας τσιγάρο και μετά την πρώτη ρουφηξιά ο
καπνός πασχίζει να ενωθεί με τις σταγόνες που κατοικούν στο τζάμι.
Παράλογη προσπάθεια, το διάφανο σύνορο εμποδίζει το αγκάλιασμα.
Σκέφτομαι να σου καταστρέψω την καρδιά,
σκέφτομαι να σε βλάψω,
αλλά μόνο το σκέφτομαι,
το ξέρω πως είμαι ανίκανος να γκρεμίσω κάστρα στην άμμο
απ’ αυτά που τα παιδιά χτίζουν στις όχθες της θάλασσας.
Το να σκέφτομαι κακίες τα λυπημένα απογεύματα είναι το τελευταίο μου χόμπι,
με αποδιοργανώνει πολύ κατά την διάρκεια της απουσίας σου.
Πάντα ήμασταν υγροί μετά το ανεξέλεγκτο γλείψιμο,
πάντα υπήρχε ένα τσιγάρο μετά,
πάντα ο καπνός είναι ο σύμμαχός μας,
ποτέ δεν υπήρχε ένα χώρισμα σχεδόν αόρατο να μας χωρίζει,
ποτέ δεν ήταν τα βράδια λυπημένα.
Γνωρίζω ετούτα τα ματάκια όταν είναι κόκκινα και μουλιασμένα,
ετούτη η γκριμάτσα στο στόμα σου σε προδίδει.
Δεν αντέχω όταν γυρνάς να κλάψεις στο φεγγάρι,
γιατί με σκιάζει,
με ανταγωνίζεται, και σένα σου αρέσει αυτή η διαμάχη,
σιγουρεύεσαι έτσι για ποιος σε ακούει.
Δεν αναγνωρίζω αυτόν τον πόνο μέσα μου,
δεν αναγνωρίζω γιατί σωπαίνω και μόνο ονειρεύομαι,
σκέφτομαι μερικές φορές πως έχασα τον ρυθμό,
πως μου λείπει το τέμπο,
πως δεν χορεύω,
ούτε καν αισθάνομαι,
όταν μου καρφώνεις τα σπιρούνια για να αρχίσω την πορεία,
με βηματισμό, καλπάζοντας, τι σημασία έχει.
Νοιώσε την ήττα μου,
κατάλαβε γιατί σήμερα δεν παλεύω.
Μένει μια ρουφηξιά ακόμα για να τελειώσει το τσιγάρο,
το βράδυ φαντάζει τεράστιο μέσα στον θρήνο του,
στου καπνού την μέθη κανένας δεν κερδίζει με το πείσμα του,
το διάφανο χώρισμα συνεχίζει εκεί,
κι εσύ να λείπεις.


PÁJAROS DE AGUA
Me siento frente a la ventana,
los cristales fríos soportan las gotas de agua,
la tarde obsequia lluvia.
Enciendo un cigarro y tras la primera calada el
humo intenta unirse a las gotas cristalinas adosadas al vidrio;
absurdo intento, la barrera transparente impide el abrazo.
Estoy pensando en destrozarte el corazón,
estoy pensando en hacerte daño,
pero solo lo pienso,
sé que soy incapaz de destruir castillos de arena
esos que los niños construyen a las orillas del mar;
pensar maldades en las tardes tristes es el último jovi que tengo,
me distrae mucho durante tu ausencia.
Siempre fuimos húmedos después de lamernos sin control,
siempre hubo el cigarro de después,
siempre el humo es nuestro aliado,
nunca hubo una barrera casi invisible separándonos,
nunca fueron las tardes tristes.
Conozco esos ojitos cuando están rojos y mojados,
esa mueca en tu boca te delata;
no soporto cuando le lloras a la luna,
porque me hace sombra,
compite conmigo y a ti te gusta esa competición,
así te aseguras quien te escuche.
Desconozco este dolor en mí,
desconozco por qué callo y solo sueño,
a veces pienso que perdí el ritmo,
que me falta compás,
que no tengo baile;
ya no noto
cuándo me clavas las espuelas para que inicie la marcha,
a trote, a galope, qué más da;
comprende mi derrota,
entiende por qué hoy no lucho.
Me falta una calada para acabar el cigarro,
la tarde sigue inmensa con su lloro,
al humo a cabezón no le gana nadie en su empeño;
la barrera transparente sigue ahí

y tú no estás.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.