Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2022

Roberto Fontanarrosa-Τρένα φονιάδες των αυτοκινήτων

 

Ένα χρονογράφημα . . . φανταστικό. Ο πρωτότυπος τίτλος "Los trenes matan a los autos"

Roberto Fontanarrosa-Τρένα φονιάδες των αυτοκινήτων

     Έφτασε μια στιγμή που η πάλη ανάμεσα στα τρένα και στα αυτοκίνητα άγγιξε ανέλπιστες διαστάσεις. Όλοι πίστεψαν, λιγάκι αφελώς, ότι εκείνο το δειλό Citroen, που είχε αλύπητα συνθλίψει η Ταχεία του Βορρά, στα χασομέρια του Μάρτη, ήταν απλώς ένα ατύχημα. Ένα αξιοθρήνητο ατύχημα, όπως είχε καταχωρηθεί στον Τύπο. Όμως, τον Ιούνιο πια, το θύμα ήταν ένα βαρέων βαρών Dodge Polara, που κατεστραμμένο, διαλυμένο και άχρηστο, έπεσε στην βοηθητική της οδού Trueno de la Plata.


 Υπήρχαν κάποιοι, ασφαλώς, ανίδεοι περί της πραγματικότητας ή απλώς λιγάκι απρόσεκτοι, που χαιρέτησαν την θυσία του Dodge, χαρούμενοι προ της σκοτεινής μοίρας ενός αυτοκινήτου, τόσο ψωροπερήφανου και αλαζονικού. Αλλά αυτό που εκτροχίασε τα πάντα, αυτό που ξύπνησε βίαια την δημόσια καταδίκη και τις δηλητηριώδεις επιθέσεις του Τύπου, ήταν το συμβάν στην Recalada. Ένα μικρό και ανυπεράσπιστο «γερμανικό ποντίκι» ήταν βανδαλωδώς παρασυρμένο και είχε μετατραπεί σε παλιοσίδερα από την Ταχεία του Βορρά.

    


Το γεγονός καταδικάστηκε, τελικά, ακόμα και από το Συνδικάτο των Εργαζόμενων στις Μπάρες προφύλαξης και από τους Εργάτες των Σιδηροδρόμων, μέσω μιας εκτενούς δήλωσης. Η ξεκάθαρη τοποθέτηση, του εν λόγω συνδικάτου, που παραδοσιακά υπεραμύνεται, σε ότι έχει να κάνει με τους Σιδηρόδρομους, αποπροσανατόλισε τον ειδικό Τύπο, που ευκαιριακά, έβαλε  στο περιθώριο την έρευνα για τα μυστικά κίνητρα, που ωθούσαν σε αυτήν την καταστροφική και αιμοβόρα εκστρατεία.

     Τα αυτοκίνητα, εν τω μεταξύ, επιλέγοντας τον ρόλο του θύματος, ζήτησαν την νομική προστασία. Απαίτησαν, με ζωηρή φωνή, ισχυρά μέτρα ελέγχου της ασφάλειας,  σε όλες τις επίπεδες διαβάσεις. Ηλεκτρονικά συστήματα συναγερμού και επίσημα διορισμένους, από την κυβέρνηση, φύλακες. Οι σιδηρόδρομοι το δέχθηκαν αυτό, αντεπιτιθέμενοι δημόσια με προειδοποιήσεις και διαβήματα, στα οποία υποβάθμιζαν κάθε κατηγορία, αποδίδοντας τα θλιβερά συμβάντα σε μια λυπητερή αλληλουχία ατυχημάτων και υποστηρίζοντας την Ταχεία του Βορρά, επιβεβαιώνοντας την εμπιστοσύνη της εταιρείας. Ωστόσο, προ των εφέσεων των αυτοκινήτων, αποδέχθηκαν την εξαντλητική μηχανική εξέταση της Ταχείας του Βορρά, από μια ομάδα ειδικών, για να διαλευκάνουν οποιαδήποτε πιθανή δυσλειτουργία. Πέρασε ο Αύγουστος με μια τσιτωμένη ηρεμία, η οποία διαταράχθηκε, μονάχα, από μια μικρή διαδήλωση των αυτοκινητιστών, που απόθεσαν στην Recalada, μια αναμνηστική πλακέτα, για το πανούργο έγκλημα εναντίον του «γερμανικού ποντικιού».

     Όλα έσκασαν, τελικά, τον Σεπτέμβρη. Ένα φορτηγό που μετέφερε αυτοκίνητα, προσφάτως βγαλμένα από το εργοστάσιο της Peugeot, βρέθηκε την νύχτα, κονιορτοποιημένο και αποδεκατισμένο, από την Serrano, ένα Εξπρές μεγάλης ταχύτητας και εκπληκτικών δυνατοτήτων. Αυτό ξεδίπλωσε το σκάνδαλο. Είκοσι καινούργια αυτοκίνητα, αψεγάδιαστα, κατεστράφησαν, πεταμένα και σκορπισμένα προς όλες τις κατευθύνσεις. Εν μέσω της φοβερής νύχτας, ακούστηκαν καθαρά τα τρομερά τριξίματα των σασί, οι αγωνιώδεις εκρήξεις των αντλιών λαδιού, τα συσπαστικά σκασίματα των ελαστικών, και το επώδυνο κορνάρισμα των κλάξον. Σε περίμετρο εκατοντάδων χιλιομέτρων βρήκαν τμήματα από εξατμίσεις, σπασμένα τιμόνια, μηχανές με την τάπα των κυλίνδρων σηκωμένη. Παρόντες μάρτυρες, διαβεβαίωσαν ότι η Serrano, ερχόταν με όλα τα φώτα σβηστά, χωρίς να σφυρίξει, με κατεβασμένα τα παραθυράκια των βαγονιών. Υπήρξε και κάποιος που επιβεβαίωσε, ότι το είδε στα περίχωρα του Torrecillas, ήσυχο και σιωπηλό, στο σκοτάδι, σαν να περίμενε. Μια λεπτομερής αναφορά από την Έδρα των Αυτοκινητιστών, που παρουσιάστηκε επειγόντως, προ των αρχών, κατέθετε, ότι η Serrano, είχε πριν δέκα χρόνια απαλλαγεί από την δίωξη, όταν παρέσυρε μια μοτοσυκλέτα με καλάθι, στέλνοντας την να κυλήσει, στις κρύες νότιες πεδιάδες.


 Όλος ο Τύπος, χωρίς εξαίρεση, απαίτησε την παραδειγματική τιμωρία και μια βαθιά έρευνα για να διαπιστωθούν οι αιτίες αυτού του πολέμου, που τώρα εξελισσόταν. Μονάχα η εφημερίδα των σιδηροδρόμων, «Η Νεκρή Οδός» αμύνθηκε σθεναρά υπέρ της Serrano, αποδίδοντας εκδικητικές τάσεις. Οι Σιδηροδρομικοί αφαίρεσαν κάθε δικαιοδοσία από την «Νεκρή Οδό», αφήνοντας καθαρά να εννοηθεί ότι η συγκεκριμένη εφημερίδα δεν ήταν επίσημο όργανο της εταιρείας.

     Όμως αναμφίβολα, τα φύλλα είχαν πια ανοίξει και το παιχνίδι ήταν ξεκάθαρο. Τον Οκτώβρη, ένα φορτηγό που κουβαλούσε βενζίνη, αλληλέγγυο με τα αυτοκίνητα, παρέσυρε και έκανε να βγει από τις γραμμές το «Χρυσό Βέλος». Εικοσιπέντε βαγόνια κύλησαν στο τερέν, σε ένα πανδαιμόνιο τσιρίδων, τριγμών και σπασμένων τζαμιών, ο πόλεμος ήταν πια γεγονός. «Η Νεκρή Οδός», με τον τίτλο «Ξυπνήστε ατμομηχανές!», ξεκίνησε μια ανοιχτή έκκληση για πάλη και για εκδίκηση.

     Πριν δυο εβδομάδες, ένα μικρό και ευκίνητο Fiat εξακοσαράκι, πέφτοντας από έναν αεραγωγό, προκάλεσε την πιο τρομερή καταστροφή στην ιστορία των μετρό. Η πράξη αυτοκτονίας - όπως όλα δείχνουν - από το εξακοσαράκι, ήταν ένας παραδειγματισμός, δείγμα μιας ακραίας αποφασιστικότητας, των ομάδων κρούσης. Χθες, μια είδηση ταρακούνησε τα παγκόσμια Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Στον Ατλαντικό, κοντά στα Κανάρια Νησιά, ένα τεράστιο Boeing 704, έπεσε σαν σίφουνας επάνω σε ένα Ολλανδικό, φορτηγό πλοίο, που μετέφερε ατμομηχανές προς το Τρινιδάδ Τομπάγκο. Σήμερα, ο ουρανός ξημέρωσε μαύρος από αεροπλάνα και στις λεωφόρους, διαμέσου του νέφους, εκατομμύρια αυτοκίνητα κατευθύνονται προς την πόλη. Αυτήν την ώρα, χτυπάνε αλύπητα τις βάσεις των πιο ψηλών κτηρίων.

Σάββατο 30 Ιουλίου 2022

Ernesto Ortega- Ραντεβού στην άμμο

 


. . . ένας Σίσυφος χαμένος στον χρόνο . . . από εδώ

Ernesto Ortega- Ραντεβού στην άμμο

Όταν την είδα για πρώτη φορά, ήταν ξαπλωμένη στον ήλιο, επάνω στην άμμο. Φορούσε τα γυαλιά ηλίου της και ένα κόκκινο μπικίνι και ήταν αρκετά δυο δευτερόλεπτα, για να καταλάβω, χωρίς αμφιβολία, ότι ήθελα να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου στο πλάι της. Από τότε, έχω αφιερώσει όλο τον χρόνο μου στο να την βρω. Εκείνο το απόγευμα την συνάντησα. Ο ήλιος άρχιζε να δύει στον ορίζοντα και ένα απαλό αεράκι, μου χάιδευε το πρόσωπο. Ενώ έτρεχα κατά πάνω της, συνέβη ξανά. Η άμμος άρχισε να εξαφανίζεται κάτω από τα πόδια μας και κατακρημνιστήκαμε στο κενό. Για μια στιγμή κατάφερα να αρπάξω το χέρι της. Μετά, όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Ένα βουνό άμμου μας καταπλάκωσε και χωρίσαμε. Κάποιος γύρισε ανάποδα την κλεψύδρα. Τώρα πρέπει να την ξαναβρώ.

 

Cita en la arena. Ernesto Ortega.

Cuando la vi por primera vez estaba tendida al sol, sobre la arena. Llevaba sus gafas oscuras y un bikini rojo, y bastaron un par de segundos, para saber, sin ninguna duda, que quería pasar el resto de mi vida a su lado. Desde entonces, dedico todo mi tiempo a buscarla. Esta tarde, la he encontrado. El sol ya comenzaba a ponerse en el horizonte y una brisa suave me acariciaba el rostro. Mientras corría hacia ella ha vuelto a suceder. La arena ha empezado a desaparecer bajo nuestros pies y nos hemos precipitado al vacío.

Durante un instante he logrado agarrar su mano. Luego todo ha sido muy rápido. Una montaña de arena se nos ha venido encima y nos hemos soltado. Alguien ha debido de darle vuelta al reloj. Ahora tengo que encontrarla de nuevo.

Σάββατο 2 Ιουλίου 2022

David Lagmanovich-Σκάκι

 

.


. . διπλό παιχνίδι . . . από εδώ

David Lagmanovich-Σκάκι

Εκείνη μετακίνησε ένα πιόνι και αμέσως δάγκωσε το κάτω χείλος, σαν να μετάνιωνε που έκανε αυτήν την κίνηση. Εκείνος, το πρόσεξε, πρόσεξε επιπλέον πόσο ομορφούλα ήταν η συμπαίκτρια του και έκανε μια κίνηση που δεν εκμεταλλευόταν το λάθος της, αντίθετα, της έδινε την ευκαιρία να το διορθώσει. Εκείνη, δύσπιστη για την διευκόλυνση που της προσφέρονταν, κούνησε άλλο πιόνι, με τρόπο κάπως ασυλλόγιστο. Για μια ακόμη φορά, εκείνος έκανε ένα παίξιμο απερίσκεπτο και τότε εκείνη, με ένα σατανικό χαμόγελο, του έκλεισε την βασίλισσα και στην επόμενη κίνηση, του την έφαγε. Εκείνος εγκατέλειψε την παρτίδα, με έναν αναστεναγμό που ήθελε να πει πολλά πράγματα. Τώρα ήταν σίγουρος, ότι στο άλλο παιχνίδι, εκείνο που αληθινά τον ενδιέφερε, και πάλι δεν θα κέρδιζε.

Ajedrez. David Lagmanovich

 Ella movió una pieza y de inmediato se mordió el labio inferior, como lamentando el haber hecho esa jugada. Él lo notó y, además de apreciar lo bonita que estaba su compañera de juego, hizo una movida que no aprovechaba el error de ella y, por el contrario, le daba una oportunidad de repararlo. Ella desconfió de la facilidad que se le ofrecía y movió otra pieza en forma que parecía muy poco meditada. Una vez más, él hizo una jugada inconsecuente, y entonces ella, con una sonrisa malévola, encerró la dama de él y en la siguiente movida la tomó. Él abandonó la partida con un suspiro que quería decir muchas cosas. Ahora estaba seguro de que en el otro juego, aquel que verdaderamente le interesaba, tampoco habría de ganar.

Κυριακή 26 Ιουνίου 2022

Jordi Masó Rahola- Το φάντασμα

 



. . . ανώμαλη προσγείωση . . . από εδώ

Jordi Masó Rahola- Το φάντασμα

Δεν είναι εύκολο να το δεις. Μπορεί να συμβεί, όταν, κατά την διάρκεια ενός απρόβλεπτου μεσημεριανού υπνάκου, σε ξυπνάει το βάρος μιας ματιάς που σε παρατηρεί, αλλά την στιγμή που τρίβεις τα βλέφαρα, η οπτασία έχει ήδη εξαφανιστεί. Ή ενώ βουρτσίζεις τα δόντια, σε εκπλήσσει στον καθρέφτη μια σκιά, που δραπετεύει από τον διάδρομο, σιωπηλά. Ή στην μπαλκονόπορτα που βλέπει στον κήπο, αντανακλάται μια εικόνα, που εξαφανίζεται, όταν κάνεις μισή στροφή. «Το είδες;», ρωτάς την Σίλβια. Εκείνη σε ξεψαχνίζει με το βλέμμα, σηκώνοντας τα μάτια από το περιοδικό που ξεφυλλίζει. «Τίποτα», βιάζεσαι να πεις, γιατί δεν θέλεις να την τρομάξεις και πρέπει να προσποιηθείς ότι δεν πιστεύεις στα φαντάσματα, παρόλο που από τότε που εγκατασταθήκατε στο σπίτι, σε επισκέπτεται συχνά αυτή η φευγαλέα παρουσία.

Στο μεσιτικό γραφείο ήδη σας προειδοποίησαν, ότι το κτήριο, αποκατεστημένο με προσοχή, ήταν εκατονταετίας. Αλλά δεν ανέφεραν ότι τριγύριζε μια βασανισμένη ψυχή! Από τις σύντομες εμφανίσεις, σχημάτισες μια αποσπασματική εικόνα- όπως τα κομμάτια ενός μωσαϊκού- αλλά κάθε μέρα και πιο ολοκληρωμένη: θα έλεγες ότι είναι ψηλό και ηλιοκαμένο κι αυτό στην αρχή σε αποσυντονίζει, γιατί η παράδοση θέλει να τα παρουσιάζει ωχρά και ασθενικά, πάντα ντύνεται κομψά, ενώ πίστευες ότι αυτό αφορά αποκλειστικά τους θνητούς, και επιπλέον επιτρέπει στον εαυτό του, την εκκεντρικότητα να φορά καπέλο. Κινείται με διακριτικότητα, αλλά με ψυχραιμία κι όταν νιώθει ότι το ανακάλυψαν, προτιμά να απομακρυνθεί με μεγάλα και αξιοπρεπή πηδήματα, αντί να το βάλει στα πόδια.

Δεν είναι ότι τρομάζεις, αλλά σε ενοχλεί να διαισθάνεσαι ότι περιφέρεται στο σπίτι σου, με τρόπο αυθάδη. Και το φαντάζεσαι να χώνεται στα πράγματα σου, να παρεμβαίνει στις ιδιαίτερες στιγμές σου με την Σίλβια, παρακολουθώντας σε. «Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί έτσι», σκέφτεσαι.

Ένα απόγευμα, φεύγεις νωρίς από τη δουλειά κι όταν φτάνεις στο σπίτι, βρίσκεις στην κρεμάστρα του χώρου υποδοχής, ένα γνωστό καπέλο. Το ψηλαφίζεις, περιμένοντας να το διαπεράσουν τα δάχτυλα σου, αλλά το καπέλο είναι αδιαμφισβήτητα συμπαγές, όπως και το ιδρωμένο σώμα, που στο υπνοδωμάτιο, κουνιέται επάνω από την Σίλβια.

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2022

Gabriel García Márquez- Ο φυλακισμένος

 


... από εδώ

Gabriel García Márquez- Ο φυλακισμένος

Την ιστορία που περισσότερο με εντυπωσίασε στην ζωή μου, την πιο κτηνώδη, αλλά ταυτόχρονα και την πιο ανθρώπινη, την είπαν στον Ricardo Muñoz Suay, το 1947, όταν ήταν φυλακισμένος στην φυλακή της Ocaña, στην επαρχία του Τολέδο, στην Ισπανία. Είναι η πραγματική ιστορία ενός φυλακισμένου, δημοκρατικού, που εκτέλεσαν  τις πρώτες μέρες του εμφύλιου πολέμου, στην φυλακή της Ávila. Το εκτελεστικό απόσπασμα τον πήρε από το κελί του ένα παγωμένο ξημέρωμα και όλοι μαζί διέσχισαν με τα πόδια ένα χιονισμένο χωράφι, μέχρι να φτάσουν στο σημείο της εκτέλεσης. Οι πολιτοφύλακες ήταν καλά προστατευμένοι με χιτώνες, γάντια και τρίκοχα, αλλά ακόμα κι έτσι τουρτούριζαν στην παγωμένη ερημιά. Ο καημένος, ο φυλακισμένος, που φορούσε μόνο ένα ξηλωμένο μάλλινο σακάκι, έτριβε μονάχα το σχεδόν ξυλιασμένο σώμα του, ενώ θρηνούσε με δυνατή φωνή για το θανατηφόρο κρύο. Κάποια στιγμή, ο επικεφαλής της διμοιρίας, αγανακτισμένος από τα κλάματα, του φώναξε: - . Μαλάκα, σταμάτα να το παίζεις θύμα, με το γαμημένο το κρύο. Σκέψου κι εμάς, που πρέπει και να γυρίσουμε.

 

EL PRISIONERO- GABRIEL GARCÍA MÁRQUEZ

La historia que más me ha impresionado en mi vida, la más brutal y al mismo tiempo la más humana, se la contaron a Ricardo Muñoz Suay, en 1947, cuando estaba preso en la cárcel de Ocaña, provincia de Toledo, España. Es la historia real de un prisionero republicano que fue fusilado en los primeros días de la guerra civil en la prisión de Ávila. El pelotón de fusilamiento lo sacó de su celda en un amanecer glacial, y todos tuvieron que atravesar a pie un campo nevado para llegar al sitio de la ejecución. Los guardias civiles estaban bien protegidos del frío con capas, guantes y tricornios, pero aún así tiritaban a través del yermo helado. El pobre prisionero, que sólo llevaba una chaqueta de lana deshilachada, no hacía más que frotarse el cuerpo casi petrificado, mientras que se lamentaba en voz alta del frío mortal. A un cierto momento, el comandante del pelotón, exasperado con los lamentos, le gritó: -Coño, acaba ya de hacerte el mártir con el cabrón frío. Piensa en nosotros, que tenemos que regresar.

Δευτέρα 16 Μαΐου 2022

ENRIQUE ANDERSON IMBERT-Σπιράλ

 


ENRIQUE ANDERSON IMBERT-Σπιράλ

Γύρισα στο σπίτι τα ξημερώματα, χώμα στην νύστα. Μπαίνοντας, όλα σκοτεινά. Για να μην ξυπνήσω κανένα, προχώρησα στις μύτες και έφτασα στην στριφογυριστή σκάλα που οδηγούσε στο δωμάτιο μου. Μόλις έβαλα το πόδι στο πρώτο σκαλοπάτι, ένιωσα αμφιβολία για το εάν αυτό ήταν το σπίτι μου ή κάποιο σπίτι ίδιο με το δικό μου. Κι ενώ ανέβαινα, φοβήθηκα, πως κάποιος άλλος νεαρός, ίδιος με μένα, θα κοιμόταν στο δωμάτιο μου, και ίσως να με ονειρεύονταν, την στιγμή που ανέβαινα την στριφογυριστή σκάλα. Πέρασα την τελευταία στροφή, άνοιξα την πόρτα κι εκεί βρισκόταν εκείνος ή εγώ, φωτισμένος από το Φεγγάρι, καθιστός στο κρεβάτι και με τα μάτια ορθάνοιχτα. Μείναμε για μια στιγμή να κοιταζόμαστε κατά πρόσωπο. Χαμογελάσαμε. Ένιωσα ότι το χαμόγελο του ήταν αυτό που με βάραινε στο στόμα: όπως σε ένα καθρέφτη, ένας από τους δυο μας ήταν ψεύτικος. «Ποιος να ονειρεύεται ποιον;», αναφώνησε ένας από τους δυο μας, ή ίσως και οι δυο ταυτόχρονα. Εκείνη τη στιγμή, ακούσαμε θόρυβο από βήματα στην στριφογυριστή σκάλα: με ένα πήδο, μπήκαμε ο ένας μέσα στον άλλο και έτσι ενωμένοι, βαλθήκαμε να ονειρευόμαστε, αυτόν που ερχόταν ανεβαίνοντας και που ήμουν εγώ ξανά.

Σάββατο 14 Μαΐου 2022

Carlos Castán- Ο ταξιθέτης

 


, , , από εδώ

Carlos Castán- Ο ταξιθέτης

     Ο θείος Αμπελίνο δεν με άφηνε να πάω σινεμά. Υποτίθεται, ότι είχα εγκατασταθεί στο σπίτι του, για να μελετώ κι αυτό -σύμφωνα με εκείνον – έπρεπε να κάνω συνεχώς. Τι νόμιζα; «Η ζωή δεν είναι ένα πικνίκ – επαναλάμβανε – κάποιος σκοτώνεται στην δουλειά εκεί στο χωριό, για να μην γυρνάς σαν τον κοπρίτη από το πρωί ως το βράδυ.» Μόνο λοιπόν τα απογεύματα, όταν εκείνος έμενε μέχρι τελευταία στιγμή στο γραφείο, μπορούσα εγώ, με την συνενοχή της θείας Φέλη, που απρόθυμα έκανε τα στραβά μάτια για να αποφύγει τις φασαρίες, να ξεγλιστρήσω στα κρυφά, προς κάποιο από εκείνα τα ήρεμα καταφύγια, τις αίθουσες της γειτονιάς, μπαλκόνια στον τεχνικολόρ παράδεισο με γκάγκστερ και γυναίκες, μάχες και θάλασσες, που με έκαναν να ξεχάσω για μια στιγμή την γκρίζα μονοτονία των κακοδιάθετων, χωρίς ελπίδα, ημερών μου.

     Μετά αρρώστησε, ο θείος Αμπελίνο, κι εγώ έπρεπε να του διαβάζω το Alcázar, στο ημίφως, της γεμάτης πυρετό, κρεβατοκάμαρας του. Η θεία Φέλη, μας διέκοπτε κάθε τρεις και λίγο, με ποτήρια γάλα ή λεμονάδα και κουταλάκια από ένα πηχτό σιρόπι, που πότιζε τα πάντα με μια μυρωδιά αγωνίας και που κατέληγε πάντα να λερώνει την μπορντούρα του σεντονιού, με κάποιες μαύρες σταγόνες, που για μένα ήταν η προαναγγελία για κάτι τρομερό.

     Η απουσία κάποιου που πέθανε, είναι κάτι που δεν αγγίζεται, αλλά μόνο στο περίπου. Δεν είναι μόνο αυτό το είδος της σκιάς, που γλιστράει στους διαδρόμους και κρύβεται στις ντουλάπες, όπου φυλάσσονται τα κοστούμια που έμειναν άδεια, και πάνω απ’ όλα δεν είναι μόνο ένα ζευγάρι μαύρα παπούτσια, που μοιάζει να είναι έτοιμα να περπατήσουν με αυτήν την ελαφριά κουτσαμάρα του παλιού στρατιώτη που θα με κυνηγήσουν ξανά στα δωμάτια, «εγώ θα σου δείξου, παλιό-μπασταρδάκι». Δεν είναι ο θρυλικός βήχας στην μέση της νύχτας, που ακούγεται από αυτό που ήταν η μισάνοιχτη κάμαρη του, ούτε τα πετσωμένα φαντάσματα, ούτε οι θρηνητικές κλαγγές στα λούκια ή ο αέρας που χτυπά τα παντζούρια. Η απουσία ενός πρόσφατα πεθαμένου, είναι πάνω απ’ όλα ένα κομμάτι ελαφρώς πιο πηχτού αέρα από τον υπόλοιπο, που κρατάει την οσμή του και επικάθεται επάνω στα πράγματα, σαν μια σκιά ενός σύννεφου.

     Πριν πεθάνει, ο θείος Αμπελίνο, μου είχε ζητήσει να προσέχω την γυναίκα του, την καημένη, την θεία Φέλη, που έμεινε συντετριμμένη ανάμεσα σε άχρηστα ραφτικά και ραδιοφωνικά προγράμματα. Με έπιασε σφιχτά από το μπράτσο, για να μου πει να ξεχάσω το σινεμά, ποτέ να μην την αφήσω μόνη, να τρώμε μαζί, να μελετάω δίπλα της, ενώ εκείνη θα ράβει. Κι αυτό άρχισα να κάνω. Γυρνούσα από το σχολείο, χωρίς να χασομερώ στον δρόμο και άπλωνα επάνω στο τραπέζι της κουζίνας τις εργασίες μου και τα Κλασσικά Εικονογραφημένα, παραιτημένος σε απογεύματα με το τρανζίστορ και την θεία Φέλη, με τα σήριαλ και τους αναστεναγμούς, με βαρεμάρα και ψωμί με σοκολάτα.

     Όμως εγώ χρειαζόμουν, σαν τροφή αυτές τις διπλές προβολές και σύντομα άρχισα να την αφήνω μόνη, για να χαθώ σε εκείνους τους ναούς των απομακρυσμένων ονείρων, που ήταν οι κινηματογράφοι της γειτονιάς. Ένα απόγευμα, στο σκοτάδι του Savoy, νόμισα ότι αναγνώρισα στον ταξιθέτη, εκείνη την μυρωδιά του θείου μου, από μπαγιάτικη σούπα και καπνό, ανάμεσα στα καθίσματα, την ίδια σάπια ανάσα. Μάζεψα το κουράγιο μου, για να νικήσω το τρέμουλο στα πόδια και βγήκα γρήγορα έξω, ψάχνοντας καταφύγιο στον δρόμο, που την ώρα αυτήν επικρατούσε ένας ηρεμιστικός σαματάς κυκλοφοριακού χάους και φωτός.

     Δεν επέστρεψα πια σε εκείνον τον κινηματογράφο, αλλά το ίδιο μου συνέβη μετά από λίγο καιρό στο Metropolitano και κάποιες μέρες μετά στο Montija κι αργότερα στο Lido: πάντα αυτή η σιλουέτα του θείου Αμπελίνο, με τον φακό στο χέρι, αυτήν την απαραγνώριστη μυρωδιά, τα νεκρά του μάτια να ξεψαχνίζουν το σκοτάδι της αίθουσας, ίσως ψάχνοντας με, ανάμεσα στις σειρές των ξεκοιλιασμένων καθισμάτων, ζητώντας μου τα ρέστα για την υπόσχεση που αθέτησα, για την χήρα που έτρωγε μόνη.

     Μια νύχτα, μετά την τελευταία προβολή, τόλμησα να περιμένω να βγει από το σινεμά εκείνη η φιγούρα. Έμεινα σκυμμένος στο μπροστινό πεζοδρόμιο, περιμένοντας να βγει εκείνη η σιλουέτα με το παλτό με τον σηκωμένο γιακά, όπως στις ταινίες με κατασκόπους και με την αδύναμη ελπίδα, ότι όλα αυτά ήταν δικές μου φαντασιώσεις, αντανακλάσεις από το πηγάδι των ενοχών, που κάποιες φορές ένιωθα μέσα μου. Στην σκοτεινιά, πίστεψα ότι διέκρινα το περίγραμμα του, να απομακρύνεται στην ανηφόρα. Περπάτησα κάποια απόσταση, πίσω από εκείνα τα κουρασμένα βήματα, που δεν σταματούσαν στις φωτισμένες βιτρίνες, ούτε στα φανάρια που ήταν κλειστά για τους πεζούς. Η δύναμη που μας οδηγεί στην απώλεια, κανείς δεν ξέρει από που πηγάζει, για μια στιγμή σκέφτηκα να τρέξω για να τον προλάβω, να ρωτήσω τι συμβαίνει, να ζητήσω συγγνώμη, να πιάσω εκείνο το χέρι, που κάποιες, μετρημένες στα δάχτυλα, φορές, είχε χαϊδέψει τα μαλλιά μου, ενώ του διάβαζα με δυνατή φωνή τις ειδήσεις, ενός κόσμου που άρχιζε να μην είναι ο δικός του. Αλλά για κάποιο λόγο, σιγάνεψα το βήμα μου και κατέληξε να χαθεί εκείνη η φιγούρα, να μπερδευτεί ανάμεσα σε μια θαμπή λεγεώνα από κουτσούς, κάτω από την βροχή, όλοι με γυρισμένη την πλάτη και με ίδια παλτά, που διέσχιζαν τον δρόμο, γραμμή για το νεκροταφείο.

Παρασκευή 22 Απριλίου 2022

Araceli Esteves-Παράξενη πορεία

 


. . . ουδέτερη περιγραφή, περίεργο συναπάντημα . . . από εδώ

Araceli Esteves-Παράξενη πορεία

Το πήρε ήρεμα. Είναι πεισματάρικο και τίποτα δεν το σταματά. Κουβαλάει ένα ογκώδες κομμάτι τροφής και γυρνά στο σπίτι του με βηματάκια μικρά και γρήγορα. Αλλά τώρα, ο δρόμος του φαίνεται πιο μακρύς από τον πηγαιμό. Δεν θυμάται να ανέβηκε τον μαλακό λόφο που καταλήγει σε μια εκπληκτική, μυτερή κορφή, ούτε την μικρή ανοιχτή τρύπα στην εκτεταμένη ζεστή πεδιάδα. Του προκαλούν κατάπληξη το φωτεινό δάσος και οι υγρές πλαγιές, στις οποίες ποτέ δεν φτάνουν οι ακτίνες του ήλιου. Στριμώχνεται με προσοχή και υπομονή στον βαθύ γκρεμό που ανοίγει ανάμεσα σε δυο βουνά. Τι παράξενη πορεία! σκέφτεται. Δεν ξέρει ότι γυρνώντας στην φωλιά του, στην μέση του δρόμου, διέσχισε το ακίνητο σώμα μιας γυμνής γυναίκας.


Extraña travesía. Araceli Esteves.

Se lo toma con calma. Es terca y nada la detiene. Carga un voluminoso fardo de comida y regresa a su hogar con pasitos cortos y rápidos. Pero ahora el camino le parece mucho más largo que a la ida. No recuerda haber subido la suave colina que culmina en un sorprendente pico escarpado, ni el pequeño foso abierto en la extensa llanura cálida. Le asombran el bosque claro y las laderas húmedas a las que nunca se acercan los rayos del sol. Orilla con tiento y paciencia el profundo precipicio que se abre entre dos montañas. ¡Qué extraña travesía! piensa. No sabe que regresando a su hormiguero, justo a medio camino, se le ha atravesado el cuerpo inmóvil de una mujer desnuda.

Τετάρτη 13 Απριλίου 2022

13 Απριλίου-Παγκόσμια Μέρα Φιλιού-Julio Cortázar-Απόσπασμα από το 7ο κεφάλαιο του μυθιστορήματος «Κουτσό»

 


Julio Cortázar-Απόσπασμα από το 7ο κεφάλαιο του μυθιστορήματος «Κουτσό».

«Αγγίζω το στόμα σου, με το δάχτυλο αγγίζω την άκρη του στόματος σου, το σχεδιάζω, σαν να αναδύεται από το χέρι μου, σαν το στόμα σου να μισανοίγει για πρώτη φορά και μου φτάνει να κλείσω τα μάτια, για να τα σβήσω όλα και να αρχίσω ξανά, κάνω να γεννηθεί, κάθε φορά, το στόμα που επιθυμώ, το στόμα, που το χέρι μου διαλέγει και σου το ζωγραφίζω στο πρόσωπο, ένα στόμα διαλεγμένο ανάμεσα σε πολλά, με απόλυτη ελευθερία από την πλευρά μου, επάνω στο πρόσωπο σου, και που από μια τύχη που δεν μπορώ να καταλάβω, συμπίπτει ακριβώς με το δικό σου στόμα, που χαμογελά, κάτω απ’ αυτό που σχεδιάζει το χέρι μου.

Με κοιτάζεις, με κοιτάζεις από κοντά, κάθε φορά και κοντύτερα και τότε παίζουμε τον κύκλωπα, κοιταζόμαστε κάθε φορά και πιο κοντά και τα μάτια μας μεγεθύνονται, πλησιάζουν μεταξύ τους, επικαλύπτονται και οι κύκλωπες κοιτάζονται, ανασαίνουν μπερδεμένοι, τα στόματα συναντιόνται και παλεύουν απαλά, δαγκώνονται στα χείλια, στηρίζοντας, ίσα, την γλώσσα στα δόντια, παίζοντας στα μεσοδόντια, όπου ένας βαρύς αέρας πηγαινοέρχεται, με ένα παλιό άρωμα και μια σιωπή. Τότε τα χέρια μου, ψάχνουν να χωθούν στα μαλλιά σου, χαϊδεύουν αργά τα πυκνά μαλλιά σου, ενώ φιλιόμαστε, σαν να είχαμε το στόμα γεμάτο λουλούδια ή ψάρια, με κινήσεις ζωηρές, με σκοτεινή ευωδιά. Κι αν δαγκωνόμαστε, ο πόνος είναι γλυκός, κι αν πνιγόμαστε σε ένα σύντομο και τρομερό ταυτόχρονο χάσιμο, αυτός ο στιγμιαίος θάνατος είναι όμορφος. Και υπάρχει ένα και μόνο σάλιο και μια μόνο γεύση ώριμου φρούτου και εγώ σε νιώθω να τρέμεις επάνω μου, σαν την σελήνη στο νερό.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2022

Ana María Shua- Αέρας και κάρβουνο

 



. . . καθυστερημένο . . . αλλά αφιερωμένο εξαιρετικά . . . από εδώ

Ana María Shua- Αέρας και κάρβουνο

Ο παππούς Σάλο έχει σημαντικά κίνητρα,  για να θυμάται την άφιξη της ορχήστρας του Λεοπόλδο Στοκόβσκι στην Αργεντινή.

-          Ήταν περίπου το σαράντα – λέει -. ο Στοκόβσκι ήταν διάσημος, κυρίως ως διευθυντής της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Φιλαδέλφειας, αλλά ήρθε στην Αργεντινή με μια νεανική ορχήστρα. Όμως στο Μπουένος Άιρες αποτελούσε, ούτως ή άλλως ένα γεγονός. Και για τη οικογένεια μου, ήταν κάτι ακόμα περισσότερο. Γιατί ένας από τους βιολιστές της ορχήστρας του Στοκόβσκι, ήταν μακρινός συγγενής της μαμάς μου, ένα Πολωνός από το ίδιο χωριό, που είχε μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως ακριβώς η μαμά μου είχε μεταναστεύσει στην Αργεντινή. Λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος ήθελε να γνωρίσει το αργεντίνικο σόι του. Φανταστείτε τη συγκίνηση, όταν τηλεφώνησε στο σπίτι, το πρώτο βιολί του Στοκόβσκι.

-          Και ήρθε ποτέ επίσκεψη;

-          Φυσικά! Ταξίδευε με την γυναίκα του, που ήταν επίσης βιολίστρια κι έτσι τη έφερε μαζί του. Καλέσαμε και την θεία μου, την αδελφή της μαμάς μου. Ήταν ένα αξιομνημόνευτο δείπνο. Το πιο απίστευτο απ’ όλα δεν ήταν ότι μας προσκάλεσαν στο Κολόν, για να ακούσουμε την ορχήστρα του Στοκόβσκι, ούτε οι παράξενες συνήθειες που είχε αυτό το ζευγάρι, και κυρίως η γυναίκα, που είχε γεννηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, την άλλη Αμερική, την αληθινή. Όλα μας κέντριζαν την προσοχή. Ο τρόπος που άλλαζε χέρι στο πιρούνι, αφού έκοβε το κρέας, γιατί οι γιάνκηδες χειρίζονται το πιρούνι με το δεξί χέρι. Τα ρούχα, το χτένισμα . . . αλλά αυτό που μας άφησε με το στόμα ορθάνοιχτο, ήταν το καλσόν, που φορούσε η γυναίκα του βιολιστή. Καλσόν νάιλον! Ποτέ δεν είχαμε δει κάτι παρόμοιο στη Αργεντινή.

-          Και τι χρησιμοποιούσαν οι κομψές κυρίες;

-          Εδώ χρησιμοποιούσαν ακόμη καλσόν από μετάξι, που ήταν ακριβά και σχιζόντουσαν και έπεφταν με το παραμικρό. Ήταν ένα θεμελιώδες ζήτημα για τις γυναίκες εκείνη την εποχή, και κυρίως γι’ αυτές που δεν είχαν πολλά χρήματα. Φυσικά, υπήρχαν επίσης, οι μακριές κάλτσες από βαμβάκι, γενικώς στο χρώμα του δέρματος, αλλά ήταν πολύ άσχημες. Οι πολύ νέες κοπέλες, μερικές φορές, ζωγράφιζαν μια ραφή επάνω στο δέρμα, με ένα καρβουνάκι, από τον μηρό ως την φτέρνα, για να δίνουν την εντύπωση, ότι είχαν φορεμένο ένα καλσόν. Το να βγει κανείς χωρίς καλσόν, ούτε να το σκεφτείς, μια τρέλα· μια γυναίκα, στα συγκαλά της, ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο. Ήταν τόσο τρελό, όσο να βγει ένας άντρας, χωρίς καπέλο: ξεσκέπαστος, λεγόταν, και ήταν σχεδόν σαν να βγει ξυπόλητος. Σκέψου, ότι ο Roberto Arlt πέθανε προσπαθώντας να εφεύρει καλσόν λαστιχένιο που να διαρκεί. Τα συνηθισμένα καλσόν από μετάξι, όπως αργότερα αυτά από νάιλον, τα επιδιόρθωναν με μια μηχανή μανταρίσματος, που έπιανε τους πόντους. Αλλά δεν γινόντουσαν τέλεια, η επιδιόρθωση φαινόταν. Αχ, αυτά τα καλσόν από μετάξι, γεμάτα ουλές μετά την μάχη!

-          Λοιπόν, ποτέ δεν είχατε δει καλσόν, σαν κι αυτά . . .

-          Ποτέ. Τα καλσόν που φορούσε η γυναίκα του βιολιστή ήταν πιο γερά και επίσης πιο διάφανα. Η κυρία έκανε μερικές επιδείξεις, που μας άφησαν με ανοιχτό το στόμα. Όλοι θέλαμε να αγγίξουμε αυτό το ακατανόητο υλικό. Εγώ ήμουν μικρός κι ήμουν τόσο έκπληκτος, όσο οι υπόλοιποι. Τι ήταν αυτή η παράξενη ίνα, που δεν έβγαινε από κανένα φυτό, που δεν είχε στην ύφανση καμιά ζάρα; Η μαμά μου και η θεία μου κοιτούσαν τα καλσόν με τόσο θαυμασμό, ονειροφαντασία και επιθυμία, που η γυναίκα του βιολιστή αποφάσισε να τους δωρίσει από ένα ζευγάρι στην κάθε μια. Πριν φύγει από την Αργεντινή πέρασε από το σπίτι και μας άφησε δυο πακετάκια, με τον παράξενο θησαυρό. Τότε μπορέσαμε να τις αγγίξουμε, να τις τεντώσουμε, να τις κοιτάξουμε στο φως, με απέραντη προσοχή. «Αλλά, από τι είναι φτιαγμένες;», ρώτησα τον μπαμπά μου. Εκείνος, με κοίταξε πολύ σοβαρός και είπε: «Είναι φτιαγμένες από αέρα και κάρβουνο».

-          Κι από τότε, κάθε φορά που έρχεται  μπροστά σε κάτι καινούργιο, κάποια προχωρημένη τεχνολογία, μια κατάσταση που δεν καταλαβαίνει, ένα μυστήριο της φύσης, αντί να πει, όπως όλοι οι Αργεντινοί, «αυτά είναι πράγματα του διαβόλου», ο παππούς λέει: «Αέρας και κάρβουνο!»

Historias verdaderas 2004

Aire y carbón. Ana María Shua.

El abuelo Salo tiene buenos motivos para recordar la llegada de la orquesta de Leopoldo Stokovski a la Argentina.

—Fue hacia el año cuarenta —dice—. Stokovski era famoso sobre todo por ser el director de la Orquesta Filarmónica de Filadelfia, pero vino a la Argentina con una orquesta juvenil. En Buenos Aires igual fue todo un acontecimiento. Y para mi familia, fue más especial todavía. Porque uno de los violinistas de Stokovski era un pariente lejano de mi mamá, un polaco del mismo pueblo, que había emigrado a Estados Unidos, tal como mi mamá emigró a la Argentina. Bueno, este hombre quiso conocer a su familia argentina. Imagínate la emoción cuando llamó a casa ¡el primer violinista de Stokovski!

—¿Y fue nomás de visita?

—¡Por supuesto! Viajaba con su mujer, que también era violinista, de modo que la trajo. Invitamos a mi tía, la hermana de mi mamá. Fue una cena memorable. Lo más increíble de todo no fue que nos invitaran al Colón a escuchar la orquesta de Stokovski, ni las costumbres extrañas que traía esta pareja, sobre todo la mujer, nacida en Estados Unidos, la otra América, la de verdad. Todo nos llamaba la atención. La forma en que cambiaba de mano el tenedor después de cortar la carne, porque los yanquis manejan el tenedor con la mano derecha. La ropa, el peinado... Pero lo que nos dejó boquiabiertos fueron las medias que traía puestas la mujer del violinista. ¡Medias de nailon! Jamás se había visto semejante cosa en la Argentina.

—¿Y qué usaban las señoras elegantes?

—Aquí se usaban todavía medias de seda, que eran carísimas y se rompían y se corrían de nada. Era un tema fundamental para las mujeres de la época, sobre todo para las que no tenían mucho dinero. Claro, también existían las medias largas de algodón, generalmente de color carne, pero eran muy feas. Las chicas muy jóvenes, a veces, se dibujaban una costura sobre la piel, con carbonilla, desde el muslo hasta el talón, para dar la impresión de que tenían puesta una media. Salir sin medias era impensable, una locura; una mujer decente en sus cabales no hacía una cosa así. Era tan loco como que un hombre saliera a la calle sin sombrero: "en cabeza", se decía, y era casi como salir descalzo. Pensá que Roberto Arlt murió tratando de inventar unas medias engomadas de larga duración. Las medias de seda corridas, igual que pasó después con las de nailon, se llevaban a arreglar, con una maquinita zurcidora se levantaban los puntos. Pero no quedaban perfectas, el arreglo se notaba. ¡Ah, esas pobres medias de seda llenas de cicatrices de batalla!

—Así que nunca habían visto medias como ésas...

—Nunca. Las medias de nailon que tenía puestas la mujer del violinista eran más fuertes y también más transparentes. La señora hizo un par de demostraciones que nos dejaron con la boca abierta. Todos hubiéramos querido tocar ese material incomprensible. Yo era chico y estaba tan asombrado como los demás. ¿Qué era esa fibra extraña que no salía de ninguna planta, que no tejía ninguna oruga? Mi mamá y mi tía miraban las medias con tanta admiración, ilusión y deseo que la mujer del violinista decidió regalarles un par a cada una. Antes de irse de la Argentina pasó por casa y nos dejó dos paquetitos con el extraño tesoro. Entonces sí pudimos tocarlas, estirarlas, mirarlas al trasluz, con infinito cuidado. "Pero, ¿de qué están hechas?" le pregunté a mi papá. Él me miró muy serio y me dijo: "Están hechas de aire y carbón".

Y desde entonces cada vez que se encuentra con algo nuevo, un adelanto tecnológico, una situación que no comprende, un misterio de la naturaleza, en lugar de decir como todos los argentinos "Cosa'e mandinga", el abuelo Salo dice así: "¡Aire y carbón!"

Σάββατο 5 Μαρτίου 2022

Ernesto Ortega-Η κοπέλα με το καροτσάκι

 


. . . προσωπικές οπτασίες . . . από εδώ

Ernesto Ortega-Η κοπέλα με το καροτσάκι

Είχε τα μαλλιά πιο κοντά, αλλά έμοιαζε τόσο σε μένα, που μέχρι και η μητέρα μου θα μπορούσε να μας μπερδέψει. Καθόμουν και την παρατηρούσα εδώ και λίγη ώρα. Κρατούσε ένα καροτσάκι με ένα παιδί και περίμενε κάποιον, γιατί δεν σταματούσε να κοιτάζει το ρολόι κάθε λεπτό, σαν να χρειαζόταν να επιβεβαιώνει, ότι κυλά ο χρόνος. Πρακτικά, ήμασταν ολόιδιες. Πρόσεξα, ότι έτρωγα τα νύχια μου. Όταν γίνομαι νευρική, δεν μπορώ να το αποφύγω. Είναι μια εμμονή, που έχω από μικρή. Τότε ήρθε αυτός. Τον αναγνώρισα αμέσως, παρόλο που είχαν περάσει περισσότερο από πέντε χρόνια από την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε. Ήταν πιο χοντρός και είχε μούσι, αλλά ακόμα διατηρούσε το ίδιο χαμόγελο και το ίδιο βλέμμα, που με έκανε να τον ερωτευτώ. Της έδωσε ένα φιλί και μετά έσκυψε επάνω από το καροτσάκι και έκανε κουπεπέ στο μωρό. Ήθελα να τους πλησιάσω και να τους ρωτήσω τόσα πράγματα. Να μάθω, αν είχε καταφέρει να τελειώσει την Νομική κι αν σηκωνόταν κάθε πρωί για τρέξιμο. Να του ζητήσω συγγνώμη. Να μάθω, αν εκείνη συνέχιζε να του βάζει τρεις κουταλιές ζάχαρη στον καφέ κι αν τελικά κατάφερε να σταματήσει να τρώει τα νύχια της. Να ανακαλύψω, αν είχαν σκύλο ή αν είχαν εκπληρώσει το όνειρο τους, να ταξιδέψουν στην Αυστραλία. Θα μου άρεσε να πάρω αγκαλιά το παιδί. Τι όνομα να του είχαν δώσει; Λουίς, όπως εκείνον; Σε ποιον από τους δυο να έμοιαζε; Να είχε τα μάτια τους; Να είχε κληρονομήσει την μύτη μου; Αλλά δεν τόλμησα. Στον πιο κάτω δρόμο, είδα την ζωή μου να απομακρύνεται.

 

La chica del carrito. Ernesto Ortega.

Tenía el pelo más corto, pero se parecía tanto a mí que hasta mi madre nos hubiese confundido. Llevaba un tiempo observándola. Sujetaba el carrito de un niño y esperaba a alguien, porque no paraba de mirar el reloj cada minuto, como si necesitase comprobar que transcurría el tiempo. Éramos prácticamente idénticas. Me di cuenta de que me estaba mordiendo las uñas. Cuando me pongo nerviosa, no puedo evitarlo. Es una manía que tengo desde niña. Entonces, llegó él. Lo reconocí enseguida, aunque habían pasado más de cinco años desde la última vez que nos habíamos visto. Estaba más gordo y llevaba barba, pero todavía conservaba la misma sonrisa y la misma mirada que habían hecho que me enamorase de él. Le dio un beso y luego se inclinó sobre el carrito y le hizo carantoñas al bebé. Hubiese querido acercarme a ellos y preguntarles tantas cosas. Averiguar si él había conseguido acabar Derecho o si continuaba levantándose cada mañana para correr. Pedirle perdón. Saber si ella le seguía poniendo tres cucharadas de azúcar al café o si había dejado, por fin, de morderse las uñas. Descubrir si tenían un perro o si habían cumplido su sueño de viajar a Australia. Me habría gustado coger al niño en brazos. ¿Qué nombre le habrían puesto? ¿Luis, como él? ¿A quién de los dos se parecería? ¿Tendría sus ojos? ¿Habría heredado mi nariz? Pero no me atreví. Calle abajo, vi alejarse mi otra vida.

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2022

Carlos Ruiz Zafón- Η γυναίκα που εξατμίστηκε

 


...σκόνη και θρύψαλα . . . από εδώ

Carlos Ruiz Zafón- Η γυναίκα που εξατμίστηκε

Ποτέ δεν θα το ομολογήσω σε κανένα, αλλά βρήκα το διαμέρισμα από καθαρό θαύμα. Η Λάουρα, που είχε χείλια παθιασμένα, μονάχα για φίλημα, δούλευε βοηθός γραμματέα σε έναν κτηματομεσίτη. Την γνώρισα μια νύχτα του Ιούλη,  που ο ουρανός άτμιζε,  φλογισμένος από απελπισία. Εγώ κοιμόμουν στην ύπαιθρο, σε ένα παγκάκι της πλατείας, όταν με ξύπνησε ένα άγγιγμα χειλιών. «Χρειάζεσαι ένα μέρος για να μείνεις;» Η Λάουρα με οδήγησε ως την εξώπορτα. Το κτήριο ήταν ένα από αυτά τα κάθετα μαυσωλεία, που στοιχειώνουν την παλιά πόλη, ένας λαβύρινθος από καλλιτεχνικά λούκια νερού και μερεμέτια, στου οποίου το στηθαίο, επάνω, έγραφε 1866. Την ακολούθησα, σχεδόν στα τυφλά, ανεβαίνοντας τις σκάλες. Στο βήμα μας, το κτήριο έτριζε, σαν τα γέρικα καράβια. Η Λάουρα δε μου ζήτησε εκκαθαριστικό, ούτε συστάσεις. Καλύτερα, γιατί στην φυλακή δεν σου δίνουν τίποτα από τα δυο. Η σοφίτα είχε το μέγεθος του κελιού μου, ένα μέρος που κρέμονταν σε μια τούνδρα από σκεπές. «Θα μείνω», είπα. Για να πω την αλήθεια, μετά από τρία χρόνια στην φυλακή, είχα χάσει την αίσθηση της όσφρησης κι αυτό με τις φωνές που διαπερνούσαν, γλύφοντας  τους τοίχους, δεν αποτελούσε και κάτι το καινούργιο. Η Λάουρα ανέβαινε σχεδόν κάθε νύχτα. Το κρύο δέρμα της και η πάχνη της ανάσας της, ήταν τα μόνα που δεν ζεμάταγαν, εκείνο το κολασμένο καλοκαίρι. Το ξημέρωμα, η Λάουρα, χανόταν κάτω στις σκάλες, σιωπηλά. Εγώ, εκμεταλλευόμουν την διάρκεια της ημέρας, για να κοιμηθώ. Οι γείτονες της σκάλας, είχαν εκείνη την μειλίχια ευγένεια που συμβαδίζει με την μιζέρια. Μέτρησα έξη φαμίλιες, όλες με παιδιά και γέρους, που μύριζαν κάπνα και χώμα ανασκαλεμένο. Ο αγαπημένος μου ήταν ο δον Φλοριάν, που ζούσε ακριβώς από κάτω και ζωγράφιζε κούκλες κατά παραγγελία. Πέρασα εβδομάδες, χωρίς να βγω από το κτήριο. Οι αράχνες σχεδίαζαν αραβουργήματα στην πόρτα μου. Η δόνα Λουΐζα, του τρίτου, πάντα μου ανέβαζε κάτι για φαγητό. Ο δον Φλοριάν, μου δάνειζε περιοδικά και με δοκίμαζε στο ντόμινο. Τα παιδιά της σκάλας με φώναζαν να παίξουμε κρυφτό. Για πρώτη φορά στην ζωή μου, ένιωσα καλοδεχούμενος, σχεδόν αγαπητός. Τα μεσάνυχτα, η Λάουρα, κουβαλούσε τα δεκαεννέα της χρόνια, τυλιγμένα σε λευκό μετάξι και έκανε σαν να επρόκειτο για την τελευταία φορά. Της έκανα έρωτα ως την αυγή, χορταίνοντας στο σώμα της, όσα η ζωή μου είχε ληστέψει. Μετά, εγώ ονειρευόμουν μαυρόασπρα, όπως τα σκυλιά και οι καταραμένοι. Τελικά, ακόμα και στα ρετάλια αυτής της ζωής, όπως εγώ, τους επιτρέπεται μια θέα ευτυχίας σε αυτόν τον κόσμο. Εκείνο το καλοκαίρι ήταν η δικιά μου. Όταν, στα τέλη Αυγούστου, ήρθαν από την Δημοτική Υπηρεσία, τους πήρα για αστυνομικούς. Ο μηχανικός των κατεδαφίσεων μου είπε ότι δεν είχε τίποτα ενάντια στους καταληψίες, αλλά – και λυπόταν πολύ γι’ αυτό – επρόκειτο να βάλουν δυναμίτες στο κτήριο. «Κάποιο λάθος θα έχει γίνει», είπα. Όλα τα κεφάλαια της ζωής μου, αρχίζουν με αυτήν την φράση. Κατέβηκα γρήγορα τις σκάλες ως το γραφείο του κτηματομεσίτη, για να βρω την Λάουρα. Όταν έφτασα υπήρχε μια κρεμάστρα και σκόνη μισή παλάμη. Ανέβηκα στο σπίτι του δον Φλοριάν. Πενήντα κούκλες, χωρίς μάτια, σάπιζαν στο μισοσκόταδο. Διέτρεξα το κτήριο, αναζητώντας κανένα γείτονα. Σιωπηλοί διάδρομοι στοιβάζονταν κάτω από μπάζα. «Αυτή η ιδιοκτησία είναι προγεγραμμένη από το 1939, νεαρέ – με πληροφόρησε ο μηχανικός-. Η βόμβα που σκότωσε τους ενοίκους κατέστρεψε τον φέροντα οπλισμό ανεπιστρεπτί.» Ανταλλάξαμε μερικά λογάκια. Νομίζω ότι τον έσπρωξα κάτω στην σκάλα. Αυτή τη φορά, ο δικαστής αποφάσισε κατά βούληση. Οι παλιοί συγκάτοικοι, μου είχαν φυλάξει την κουκέτα: «Στο τέλος πάντα γυρίζεις.» Ο Ερνάν, αυτός της βιβλιοθήκης, μου βρήκε το απόκομμα από την είδηση του βομβαρδισμού. Στην φωτογραφία, τα σώματα είναι στοιχισμένα σε ξύλινες κάσες, διαμελισμένα από τις ριπές, αλλά αναγνωρίσιμα. Ένα λουτρό αίματος, επάνω στο καλντερίμι. Η Λάουρα ντυμένη στα λευκά, τα χέρια επάνω στο ανοιχτό στήθος. Πέρασαν πια δυο χρόνια, αλλά στην φυλακή ζεις ή πεθαίνεις με τις αναμνήσεις. Οι δεσμοφύλακες περνιόνται για έξυπνοι, αλλά εκείνη ξέρει να ξεγελάει όλους του ελέγχους. Τα μεσάνυχτα, τα χείλια της με ξυπνάνε. Μου φέρνει χαιρετίσματα από τον δον Φλοριάν και τους υπόλοιπους. «Θα με αγαπάς για πάντα, ε;», ρωτάει η Λάουρα μου. Εγώ, της λέω, ναι.



Carlos Ruiz Zafón- La mujer de vapor

Nunca se lo confesé a nadie, pero conseguí el piso de puro milagro. Laura, que tenía besar de tango, trabajaba de secretaria para el administrador de fincas del primero segunda. La conocí una noche de julio en que el cielo ardía de vapor y desesperación. Yo dormía a la intemperie, en un banco de la plaza, cuando me despertó el roce de unos labios. «¿Necesitas un sitio para quedarte?» Laura me condujo hasta el portal. El edificio era uno de esos mausoleos verticales que embrujan la ciudad vieja, un laberinto de gárgolas y remiendos sobre cuyo atrio se leía 1866. La seguí escaleras arriba, casi a tientas. A nuestro paso, el edificio crujía como los barcos viejos. Laura no me preguntó por nóminas ni referencias. Mejor, porque en la cárcel no te dan ni unas ni otras. El ático era del tamaño de mi celda, una estancia suspendida en la tundra de tejados. «Me lo quedo», dije. A decir verdad, después de tres años en prisión, había perdido el sentido del olfato, y lo de las voces que transpiraban por los muros no era novedad. Laura subía casi todas las noches. Su piel fría y su aliento de niebla eran lo único que no quemaba de aquel verano infernal. Al amanecer, Laura se perdía escaleras abajo, en silencio. Durante el día yo aprovechaba para dormitar. Los vecinos de la escalera tenían esa amabilidad mansa que confiere la miseria. Conté seis familias, todas con niños y viejos que olían a hollín y a tierra removida. Mi favorito era don Florián, que vivía justo debajo y pintaba muñecas por encargo. Pasé semanas sin salir del edificio. Las arañas trazaban arabescos en mi puerta. Doña Luisa, la del tercero, siempre me subía algo de comer. Don Florián me prestaba revistas viejas y me retaba a partidas de dominó. Los críos de la escalera me invitaban a jugar al escondite. Por primera vez en mi vida me sentía bienvenido, casi querido. A medianoche, Laura traía sus diecinueve años envueltos en seda blanca y se dejaba hacer como si fuera la última vez. La amaba hasta el alba, saciándome en su cuerpo de cuanto la vida me había robado. Luego yo soñaba en blanco y negro, como los perros y los malditos. Incluso a los despojos de la vida como yo se les concede un asomo de felicidad en este mundo. Aquel verano fue el

mío. Cuando llegaron los del ayuntamiento a finales de agosto los tomé por policías. El ingeniero de derribos me dijo que él no tenía nada contra los okupas, pero que, sintiéndolo mucho, iban a dinamitar el edificio. «Debe de haber un error», dije. Todos los capítulos de mi vida empiezan con esa frase. Corrí escaleras abajo hasta el despacho del administrador de fincas para buscar a Laura. Cuanto había era una percha y medio palmo de polvo. Subí a casa de don Florián. Cincuenta muñecas sin ojos se pudrían en las tinieblas. Recorrí el edificio en busca de algún vecino. Pasillos de silencio se apilaban debajo de escombros. «Esta finca está clausurada desde 1939, joven —me informó el ingeniero—. La bomba que mató a los ocupantes dañó la estructura sin remedio.» Tuvimos unas palabras. Creo que lo empujé escaleras abajo. Esta vez, el juez se despachó a gusto. Los antiguos compañeros me habían guardado la litera: «Total, siempre vuelves.» Hernán, el de la biblioteca, me encontró el recorte con la noticia del bombardeo. En la foto, los cuerpos están alineados en cajas de pino, desfigurados por la metralla pero reconocibles. Un sudario de sangre se esparce sobre los adoquines. Laura viste de blanco, las manos sobre el pecho abierto. Han pasado ya dos años, pero en la cárcel se vive o se muere de recuerdos. Los guardias de la prisión se creen muy listos, pero ella sabe burlar los controles. A medianoche, sus labios me despiertan. Me trae recuerdos de don Florián y los demás. «Me querrás siempre, ¿verdad?», pregunta mi Laura. Y yo le digo que sí.

 

Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2022

Ciro Alegría-Το πλοίο φάντασμα

 

Art by https://www.deviantart.com/fantasyart0102


... από εδώ

Ciro Alegría-Το πλοίο φάντασμα

Στα αργά ποτάμια της Αμαζονίας ταξιδεύει ένα πλοίο φάντασμα, έχει μυστηριώδη σκιά, αφού πάντα συναντιέται νύχτα. Είναι παράξενα φωτισμένο από κόκκινα φώτα, σαν να υπάρχει μια πυρκαγιά στο εσωτερικό του. Είναι παράξενα αρματωμένο με τραπέζια, που στην πραγματικότητα είναι τεράστιες χελώνες και με αιώρες, που είναι μεγάλες ανακόντες, με λέμβους που είναι γιγαντιαίοι αλιγάτορες. Το πλήρωμα είναι ροζ, ποταμίσια κήτη, μεταμορφωμένα σε ανθρώπους. Αυτά τα παχύδερμα ψάρια, που τα λένε και δελφίνια, κανείς δεν τα ψαρεύει και πόσο μάλλον δεν τα τρώει. Στην Ευρώπη, το δελφίνι είναι βασιλικό πιάτο, Στην ζούγκλα του Αμαζονίου, μπορεί κανείς να τα δει να κολυμπούν στην σειρά, κατά δεκάδες, σε ποτάμια και λίμνες, να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται, το ένα πίσω από το άλλο, τόσο ευχάριστα και ρυθμικά, δίπλα στα κανό των ψαράδων. Κανένας δεν διανοείται να καμακώσει δελφίνι, γιατί θεωρείται μαγικό ον. Τις νύχτες μετατρέπονται σε άντρες και στην πόλη Ίκιτος (*), συχνάζουν καμιά φορά στους χορούς, κορτάροντας και αγαπώντας τις όμορφες. Λένε για την περίπτωση μιας κοπέλας, που γλεντούσε ως την αυγή με την γοητεία του και είδε με τρόμο να μεταμορφώνεται σε δελφίνι. Μπορούσε να συμβεί επίσης και το ίδιο το κήτος, να το προσελκύσει μια ομορφούλα, έως του σημείου να ξεχάσει την κατάσταση του. Συνήθως, αυτοί οι επισκέπτες φεύγουν από τις παρέες, πριν χαράξει η αυγή. Είναι γνωστή αυτή η ιδιαιτερότητα τους, γιατί πολλοί τους ακολούθησαν  και είδαν ότι αντί να πάνε σε κάποιο σπίτι, πηγαίνουν στο ποτάμι και μπαίνουν στα νερά, ανακτώντας την ψαρίσια μορφή τους.

Το πλοίο φάντασμα, λοιπόν, έχει για πλήρωμα δελφίνια. Ένας ινδιάνος από τα υψίπεδα του Ουκαγιάλι (**), είδε το μυστηριώδες πλοίο, πριν λίγο καιρό, σύμφωνα με όσα διηγούνται στην Πουκάλπα (***)και στα περίχωρα. Συνέβη, ο συγκεκριμένος ινδιάνος, που ανήκει στην φυλή των Σιπίμπο (****), να διασχίζει το ποτάμι, με ένα κανό φορτωμένο μπανάνες, όταν σκοτείνιασε. Στην μέση του ποταμού, διέκρινε ένα μικρό πλοίο, που του φάνηκε να είναι ένα από αυτά που ταξιδεύουν σ’ αυτά τα νερά. Τον φώναξαν από το ποτάμι, προτείνοντας του, να αγοράσουν τις μπανάνες και καθώς προσέφεραν καλή τιμή, πούλησε όλο το φορτίο. Το καράβι ήταν πλακουτσωτό, ο ινδιάνος αρκέστηκε να δώσει τα τσαμπιά και ούτε που υποπτεύθηκε, τι είδους πλεούμενο ήταν. Αλλά πριν καλά-καλά απομακρυνθεί λιγάκι με το κανό του, άκουσε να βγαίνει από το εσωτερικό του πλοίου ένας μεγάλος θόρυβος και μετά είδε, με τρόμο, ολόκληρο το σκαρί να γέρνει μπροστά και να βυθίζεται, φωτίζοντας από τα μέσα τα νερά, με τέτοιο τρόπο, που άφησε ένα κοκκινωπό ίχνος για κάποιες στιγμές, μέχρι που ολόκληρο αναμίχθηκε με την βαθιά σκοτεινιά. Αν ήταν ένα πλοίο σαν και τ’ άλλα, οι ναύτες θα είχαν πέσει στο νερό, προσπαθώντας να σωθούν από τον πνιγμό. Κανένας δεν το έκανε. Ήταν ένα πλοίο φάντασμα.

Ο ινδιάνος Σιπίμπο, κωπηλατώντας με όλη του την δύναμη, έφτασε στην όχθη του ποταμού κι εκεί πήγε κατ’ ευθείαν στην καλύβα του, και χώθηκε κάτω από την τέντα. Για τις μπανάνες, του είχαν δώσει χαρτονομίσματα και κέρματα. Την επόμενη μέρα, είδε τα αποτελέσματα της μαγείας. Τα χαρτονομίσματα ήταν κομμάτια από δέρμα ανακόντα και τα κέρματα ήταν λέπια ψαριού. Η άφιξη της νύχτας, θα του έφερνε ακόμα μια έκπληξη. Τα χαρτονομίσματα και τα ασημένια κέρματα πήραν ξανά την μορφή τους. Έτσι λοιπόν, ο Σιπίμπο, χαλούσε στα μπαρ και στα καπηλειά της Πουκάλπα, συνεχόμενα τις νύχτες, το μαγικό χρήμα, που προερχόταν από το πλοίο φάντασμα.

Βγαίνει το καράβι, από τους πιο αχανείς βυθούς, από έναν κόσμο κάτω από το νερό, όπου υπάρχουν πόλεις, κόσμος, μια ζωή ίδια, όπως αυτή που λαμβάνει χώρα στο φως του ήλιου. Μόνο που αυτή είναι μια μαγεμένη ύπαρξη. Στην σιωπή της νύχτας, στήνοντας αυτί, μπορεί κανείς να ακούσει κάτι να ηχεί στο βάθος των νερών, κάτι σαν φωνές, κραυγές, καμπάνες…

(*) Μητρόπολη στον Περουβιανό Αμαζόνιο, ανατολικά των Άνδεων.

(**) Τμήμα της ενδοχώρας του Περού που παίρνει το όνομα του από τον παραπόταμο του Αμαζόνιου.

(***) Πόλη στις όχθες του ποταμού Ουκαγιάλι.

(****) Φυλή ιθαγενών που ζουν κατά μήκος του ποταμού Ουκαγιάλι.

 

Ciro Alegría- El barco fantasma

Por los lentos ríos amazónicos navega un barco fantasma, en misteriosos tratos con la sombra, pues siempre se lo ha encontrado de noche. Está extrañamente iluminado por luces rojas, tal si en su interior hubiese un incendio. Está extrañamente equipado de mesas que son en realidad enormes tortugas, de hamacas que son grandes anacondas, de bateles que son caimanes gigantescos. Sus tripulantes son bufeos vueltos hombres. A tales peces obesos, llamados también delfines, nadie los pesca y menos los come. En Europa, el delfín es plato de reyes. En la selva amazónica, se los puede ver nadar en fila, por decenas, en ríos y lagunas, apareciendo y desapareciendo uno tras otro, tan rítmica como plácidamente, junto a las canoas de los pescadores. Ninguno osaría arponear a un bufeo, porque es pez mágico. De noche vuélvese hombre y en la ciudad de Iquitos ha concurrido alguna vez a los bailes, requebrando y enamorando a las hermosas. Dióse el caso de que una muchacha, entretenida hasta la madrugada por su galán, vio con pavor que se convertía en bufeo. Pudo ocurrir también que el pez mismo fuera atraído por la hermosa hasta el punto en que se olvidó su condición. Corrientemente, esos visitantes suelen irse de las reuniones antes de que raye el alba. Sábese de su peculiaridad porque muchos los han seguido y vieron que, en vez de llegar a casa alguna, fuéronse al río y entraron a las aguas, recobrando su forma de peces.

El barco fantasma está, pues, tripulado por bufeos. Un indio del alto Ucayali vio a la misteriosa nave no hace mucho, según cuentan en Pucallpa y sus contornos. Sucedió que tal indígena, perteneciente a la tribu de los shipibos, estaba cruzando el río en una canoa cargada de plátanos, ya oscurecido. A medio río distinguió un pequeño barco que le pareció ser de los que acostumbradamente navegan por esas aguas. Llamáronlo desde el barco a voces, ofreciéndole compra de los plátanos y como le daban buen precio, vendió todo el cargamento. El barco era chato, el shipibo limitóse a alcanzar los racimos y ni sospechó qué clase de nave era. Pero no bien había alejado a su canoa unas brazas, oyó que del interior del barco salía un gran rumor y luego vio con espanto que la armazón entera se inclinaba hacia delante y hundía, iluminando desde dentro las aguas, de modo que dejó una estela rojiza unos instantes, hasta que todo se confundió con la sombría profundidad. De ser barco igual que todos, los tripulantes se habrían arrojado al agua, tratando de salvarse del hundimiento. Ninguno lo hizo. Era el barco fantasma.

El indio shipibo, bogando a todo remo, llegó a la orilla del río y allí se fue derecho a su choza, metiéndose bajo su toldo. Por los plátanos le habían dado billetes y moneda dura. Al siguiente día, vio el producto del encantamiento. Los billetes eran pedazos de piel de anaconda y las monedas, escamas de pescado. La llegada de la noche habría de proporcionarle una sorpresa más. Los billetes y las monedas de plata, lo eran de nuevo. Así es que el shipibo estuvo pasando en los bares y bodegas de Pucallpa, durante varias noches, el dinero mágico procedente del barco fantasma.

Sale el barco desde las más hondas profundidades, de un mundo subacuático en el cual hay ciudades, gentes, toda una vida como la que se desenvuelve a flor de tierra. Salvo que esa es una existencia encantada. En el silencio de la noche, aguzando el oído, puede escucharse que algo resuena en el fondo de las aguas, como voces, como gritos, como campanas…

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2022

Pere Gimferrer- Εσωτερικός Τουρισμός

 

                                                                                      https://www.jackvettriano.com/                      


. . .ταξίδια εν μέσω . . . lockdown . . . από εδώ

Pere Gimferrer- Εσωτερικός Τουρισμός

Κάποια καινούργια ιδιαιτερότητα πρέπει να είχε η οργάνωση της τουριστικής επιχείρησης – κάποιο χαρακτηριστικό που κρυβόταν στις δραστηριότητες της – αφού είχε κατακτήσει πολλούς από τους ανθρώπους που συναναστρέφομαι. Αποφάσισα να προσθέσω το όνομα μου στην λίστα εγγραφής.

Ανέλπιστα, το απόγευμα της επόμενης αργίας, εισέβαλλαν στο σπίτι μου δυο υπάλληλοι της εταιρείας. Πολύ ευγενικά, με πήγαν με το αμάξι τους, μέχρι την Πλατεία του Δούκα.

-               Κοίταξε – μου είπαν-. Αυτή είναι η Πλατεία του Δούκα.

Διέτρεξα με το βλέμμα, τον περίγυρο.

-               Φυσικά. Η Πλατεία του Δούκα.

Στρίψαμε στην γωνία. Σταματήσαμε μπροστά από την δεύτερη εξώθυρα, με το σιδερένιο κιγκλίδωμα.

-                Οικία, της οδού Γκονθάγα, αριθμός 23, ανάμεσα στην Πλατεία του Δούκα και στην λεωφόρο Σαν Ματέο. Εξώθυρα με σιδερένιο κιγκλίδωμα.

Την εξέτασα μερικά δευτερόλεπτα και συγκατένευσα. Χαϊδεύοντας το κιγκλίδωμα με τα χέρια, ψιθύρισα:

-                 Οδός Γκονθάγα 23. Ιστορική εξώθυρα.

Έπεφτε το βράδυ. Οι καστανιές ήταν πολύ μελαγχολικές.

-                Πέφτει το βράδυ – μου είπαν-. Είναι ώρα να γυρίσουμε στο σπίτι.

Και μετά.

-               Κοίτα. Αυτό είναι το σπίτι σου.

-              Αξιοσημείωτο, αξιοσημείωτο.

    Το ασανσέρ ανεβαίνει. Και τότε:

-              Η πολυθρόνα, όπου κάθεσαι κάθε βράδυ.

-              Η εφημερίδα που διαβάζεις.

-              Και γαμώ τα δωμάτια!

-              Το κομοδίνο σου.

-              Ο καθρέφτης σου.

-               Εσύ.

Αποχαιρέτησαν. Λίγες φόρες έχω δώσει χρήματα για τέτοια εξυπηρέτηση. Ακόμη, πολλές νύχτες, ονειρεύομαι εκείνο το ταξίδι.

 

 

Pere Gimferrer- Turismo Interior

Algo tendría aquella nueva modalidad de organización turística -una de cuyas características era el secreto que envolvía sus actividades- cuando había conquistado a tantos de los que me rodeaban. Opté por añadir mi nombre a la relación de inscritos.

 

Inesperadamente la tarde del siguiente día festivo irrumpieron en mi casa dos enviados de la organización. Muy amablemente me llevaron en su coche hasta la Plaza del Duque.

 

-Mira -me dijeron-. Ésta es la Plaza del Duque.

 

Paseé la mirada alrededor.

 

-Cierto. La Plaza del Duque.

 

Doblamos la esquina. Nos detuvimos ante el segundo portal, con su verja de hierro labrado.

 

-Casa número 23 de la calle Gonzaga, entre Plaza del Duque y Avenida San Mateo. Portal con verja de hierro labrado.

 

La examiné unos instantes y asentí. Acariciando la verja con las manos, musité:

 

-Calle Gonzaga, 23. Histórica verja.

 

Caía la tarde. Los castaños estaban muy melancólicos.

 

-Cae la tarde -me dijeron-. Es hora de volver a casa.

 

Y luego:

 

-Mira. Ésta es tu casa.

 

-Notable, notable.

 

Ascensor arriba. Y entonces:

 

-La butaca donde te sientas cada tarde.

 

-El periódico que lees.

 

-¡Pero qué cuarto, vaya!

 

-Tu mesita de noche.

 

-Tu espejo.

 

-Tú.

 

Se despidieron. Pocas veces di el dinero por tan empleado. Aún ahora muchas noches sueño con aquel viaje.