. . . προσωπικές οπτασίες . . . από εδώ
Ernesto Ortega-Η κοπέλα με το καροτσάκι
Είχε τα μαλλιά πιο κοντά, αλλά έμοιαζε τόσο σε μένα, που μέχρι
και η μητέρα μου θα μπορούσε να μας μπερδέψει. Καθόμουν και την παρατηρούσα εδώ
και λίγη ώρα. Κρατούσε ένα καροτσάκι με ένα παιδί και περίμενε κάποιον, γιατί
δεν σταματούσε να κοιτάζει το ρολόι κάθε λεπτό, σαν να χρειαζόταν να
επιβεβαιώνει, ότι κυλά ο χρόνος. Πρακτικά, ήμασταν ολόιδιες. Πρόσεξα, ότι έτρωγα
τα νύχια μου. Όταν γίνομαι νευρική, δεν μπορώ να το αποφύγω. Είναι μια εμμονή,
που έχω από μικρή. Τότε ήρθε αυτός. Τον αναγνώρισα αμέσως, παρόλο που είχαν
περάσει περισσότερο από πέντε χρόνια από την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε.
Ήταν πιο χοντρός και είχε μούσι, αλλά ακόμα διατηρούσε το ίδιο χαμόγελο και το
ίδιο βλέμμα, που με έκανε να τον ερωτευτώ. Της έδωσε ένα φιλί και μετά έσκυψε
επάνω από το καροτσάκι και έκανε κουπεπέ στο μωρό. Ήθελα να τους πλησιάσω και
να τους ρωτήσω τόσα πράγματα. Να μάθω, αν είχε καταφέρει να τελειώσει την Νομική
κι αν σηκωνόταν κάθε πρωί για τρέξιμο. Να του ζητήσω συγγνώμη. Να μάθω, αν
εκείνη συνέχιζε να του βάζει τρεις κουταλιές ζάχαρη στον καφέ κι αν τελικά
κατάφερε να σταματήσει να τρώει τα νύχια της. Να ανακαλύψω, αν είχαν σκύλο ή αν
είχαν εκπληρώσει το όνειρο τους, να ταξιδέψουν στην Αυστραλία. Θα μου άρεσε να
πάρω αγκαλιά το παιδί. Τι όνομα να του είχαν δώσει; Λουίς, όπως εκείνον; Σε
ποιον από τους δυο να έμοιαζε; Να είχε τα μάτια τους; Να είχε κληρονομήσει την
μύτη μου; Αλλά δεν τόλμησα. Στον πιο κάτω δρόμο, είδα την ζωή μου να
απομακρύνεται.
La chica del
carrito. Ernesto Ortega.
Tenía el pelo más
corto, pero se parecía tanto a mí que hasta mi madre nos hubiese confundido.
Llevaba un tiempo observándola. Sujetaba el carrito de un niño y esperaba a
alguien, porque no paraba de mirar el reloj cada minuto, como si necesitase
comprobar que transcurría el tiempo. Éramos prácticamente idénticas. Me di
cuenta de que me estaba mordiendo las uñas. Cuando me pongo nerviosa, no puedo
evitarlo. Es una manía que tengo desde niña. Entonces, llegó él. Lo reconocí
enseguida, aunque habían pasado más de cinco años desde la última vez que nos
habíamos visto. Estaba más gordo y llevaba barba, pero todavía conservaba la
misma sonrisa y la misma mirada que habían hecho que me enamorase de él. Le dio
un beso y luego se inclinó sobre el carrito y le hizo carantoñas al bebé.
Hubiese querido acercarme a ellos y preguntarles tantas cosas. Averiguar si él
había conseguido acabar Derecho o si continuaba levantándose cada mañana para
correr. Pedirle perdón. Saber si ella le seguía poniendo tres cucharadas de azúcar
al café o si había dejado, por fin, de morderse las uñas. Descubrir si tenían
un perro o si habían cumplido su sueño de viajar a Australia. Me habría gustado
coger al niño en brazos. ¿Qué nombre le habrían puesto? ¿Luis, como él? ¿A
quién de los dos se parecería? ¿Tendría sus ojos? ¿Habría heredado mi nariz?
Pero no me atreví. Calle abajo, vi alejarse mi otra vida.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.