, , , από εδώ
Ο θείος Αμπελίνο
δεν με άφηνε να πάω σινεμά. Υποτίθεται, ότι είχα εγκατασταθεί στο σπίτι του,
για να μελετώ κι αυτό -σύμφωνα με εκείνον – έπρεπε να κάνω συνεχώς. Τι νόμιζα; «Η
ζωή δεν είναι ένα πικνίκ – επαναλάμβανε – κάποιος σκοτώνεται στην δουλειά εκεί
στο χωριό, για να μην γυρνάς σαν τον κοπρίτη από το πρωί ως το βράδυ.» Μόνο
λοιπόν τα απογεύματα, όταν εκείνος έμενε μέχρι τελευταία στιγμή στο γραφείο,
μπορούσα εγώ, με την συνενοχή της θείας Φέλη, που απρόθυμα έκανε τα στραβά
μάτια για να αποφύγει τις φασαρίες, να ξεγλιστρήσω στα κρυφά, προς κάποιο από
εκείνα τα ήρεμα καταφύγια, τις αίθουσες της γειτονιάς, μπαλκόνια στον
τεχνικολόρ παράδεισο με γκάγκστερ και γυναίκες, μάχες και θάλασσες, που με
έκαναν να ξεχάσω για μια στιγμή την γκρίζα μονοτονία των κακοδιάθετων, χωρίς
ελπίδα, ημερών μου.
Μετά αρρώστησε, ο
θείος Αμπελίνο, κι εγώ έπρεπε να του διαβάζω το Alcázar, στο
ημίφως, της γεμάτης πυρετό, κρεβατοκάμαρας του. Η θεία Φέλη, μας διέκοπτε κάθε
τρεις και λίγο, με ποτήρια γάλα ή λεμονάδα και κουταλάκια από ένα πηχτό σιρόπι,
που πότιζε τα πάντα με μια μυρωδιά αγωνίας και που κατέληγε πάντα να λερώνει
την μπορντούρα του σεντονιού, με κάποιες μαύρες σταγόνες, που για μένα ήταν η
προαναγγελία για κάτι τρομερό.
Η απουσία κάποιου
που πέθανε, είναι κάτι που δεν αγγίζεται, αλλά μόνο στο περίπου. Δεν είναι μόνο
αυτό το είδος της σκιάς, που γλιστράει στους διαδρόμους και κρύβεται στις ντουλάπες,
όπου φυλάσσονται τα κοστούμια που έμειναν άδεια, και πάνω απ’ όλα δεν είναι μόνο
ένα ζευγάρι μαύρα παπούτσια, που μοιάζει να είναι έτοιμα να περπατήσουν με
αυτήν την ελαφριά κουτσαμάρα του παλιού στρατιώτη που θα με κυνηγήσουν ξανά στα
δωμάτια, «εγώ θα σου δείξου, παλιό-μπασταρδάκι». Δεν είναι ο θρυλικός βήχας
στην μέση της νύχτας, που ακούγεται από αυτό που ήταν η μισάνοιχτη κάμαρη του,
ούτε τα πετσωμένα φαντάσματα, ούτε οι θρηνητικές κλαγγές στα λούκια ή ο αέρας που
χτυπά τα παντζούρια. Η απουσία ενός πρόσφατα πεθαμένου, είναι πάνω απ’ όλα ένα
κομμάτι ελαφρώς πιο πηχτού αέρα από τον υπόλοιπο, που κρατάει την οσμή του και
επικάθεται επάνω στα πράγματα, σαν μια σκιά ενός σύννεφου.
Πριν πεθάνει, ο
θείος Αμπελίνο, μου είχε ζητήσει να προσέχω την γυναίκα του, την καημένη, την
θεία Φέλη, που έμεινε συντετριμμένη ανάμεσα σε άχρηστα ραφτικά και ραδιοφωνικά
προγράμματα. Με έπιασε σφιχτά από το μπράτσο, για να μου πει να ξεχάσω το
σινεμά, ποτέ να μην την αφήσω μόνη, να τρώμε μαζί, να μελετάω δίπλα της, ενώ
εκείνη θα ράβει. Κι αυτό άρχισα να κάνω. Γυρνούσα από το σχολείο, χωρίς να
χασομερώ στον δρόμο και άπλωνα επάνω στο τραπέζι της κουζίνας τις εργασίες μου
και τα Κλασσικά Εικονογραφημένα, παραιτημένος σε απογεύματα με το τρανζίστορ
και την θεία Φέλη, με τα σήριαλ και τους αναστεναγμούς, με βαρεμάρα και ψωμί με
σοκολάτα.
Όμως εγώ
χρειαζόμουν, σαν τροφή αυτές τις διπλές προβολές και σύντομα άρχισα να την
αφήνω μόνη, για να χαθώ σε εκείνους τους ναούς των απομακρυσμένων ονείρων, που
ήταν οι κινηματογράφοι της γειτονιάς. Ένα απόγευμα, στο σκοτάδι του Savoy, νόμισα ότι αναγνώρισα στον
ταξιθέτη, εκείνη την μυρωδιά του θείου μου, από μπαγιάτικη σούπα και καπνό, ανάμεσα
στα καθίσματα, την ίδια σάπια ανάσα. Μάζεψα το κουράγιο μου, για να νικήσω το
τρέμουλο στα πόδια και βγήκα γρήγορα έξω, ψάχνοντας καταφύγιο στον δρόμο, που
την ώρα αυτήν επικρατούσε ένας ηρεμιστικός σαματάς κυκλοφοριακού χάους και
φωτός.
Δεν επέστρεψα πια
σε εκείνον τον κινηματογράφο, αλλά το ίδιο μου συνέβη μετά από λίγο καιρό στο Metropolitano και κάποιες μέρες
μετά στο Montija κι αργότερα
στο Lido: πάντα αυτή η
σιλουέτα του θείου Αμπελίνο, με τον φακό στο χέρι, αυτήν την απαραγνώριστη
μυρωδιά, τα νεκρά του μάτια να ξεψαχνίζουν το σκοτάδι της αίθουσας, ίσως
ψάχνοντας με, ανάμεσα στις σειρές των ξεκοιλιασμένων καθισμάτων, ζητώντας μου
τα ρέστα για την υπόσχεση που αθέτησα, για την χήρα που έτρωγε μόνη.
Μια νύχτα, μετά
την τελευταία προβολή, τόλμησα να περιμένω να βγει από το σινεμά εκείνη η
φιγούρα. Έμεινα σκυμμένος στο μπροστινό πεζοδρόμιο, περιμένοντας να βγει εκείνη
η σιλουέτα με το παλτό με τον σηκωμένο γιακά, όπως στις ταινίες με κατασκόπους
και με την αδύναμη ελπίδα, ότι όλα αυτά ήταν δικές μου φαντασιώσεις, αντανακλάσεις
από το πηγάδι των ενοχών, που κάποιες φορές ένιωθα μέσα μου. Στην σκοτεινιά,
πίστεψα ότι διέκρινα το περίγραμμα του, να απομακρύνεται στην ανηφόρα.
Περπάτησα κάποια απόσταση, πίσω από εκείνα τα κουρασμένα βήματα, που δεν
σταματούσαν στις φωτισμένες βιτρίνες, ούτε στα φανάρια που ήταν κλειστά για τους
πεζούς. Η δύναμη που μας οδηγεί στην απώλεια, κανείς δεν ξέρει από που πηγάζει,
για μια στιγμή σκέφτηκα να τρέξω για να τον προλάβω, να ρωτήσω τι συμβαίνει, να
ζητήσω συγγνώμη, να πιάσω εκείνο το χέρι, που κάποιες, μετρημένες στα δάχτυλα, φορές,
είχε χαϊδέψει τα μαλλιά μου, ενώ του διάβαζα με δυνατή φωνή τις ειδήσεις, ενός κόσμου
που άρχιζε να μην είναι ο δικός του. Αλλά για κάποιο λόγο, σιγάνεψα το βήμα μου
και κατέληξε να χαθεί εκείνη η φιγούρα, να μπερδευτεί ανάμεσα σε μια θαμπή
λεγεώνα από κουτσούς, κάτω από την βροχή, όλοι με γυρισμένη την πλάτη και με ίδια
παλτά, που διέσχιζαν τον δρόμο, γραμμή για το νεκροταφείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.