Julio Cortázar-Απόσπασμα από το 7ο κεφάλαιο του μυθιστορήματος «Κουτσό».
«Αγγίζω το στόμα σου, με
το δάχτυλο αγγίζω την άκρη του στόματος σου, το σχεδιάζω, σαν να αναδύεται από
το χέρι μου, σαν το στόμα σου να μισανοίγει για πρώτη φορά και μου φτάνει να κλείσω
τα μάτια, για να τα σβήσω όλα και να αρχίσω ξανά, κάνω να γεννηθεί, κάθε φορά,
το στόμα που επιθυμώ, το στόμα, που το χέρι μου διαλέγει και σου το ζωγραφίζω
στο πρόσωπο, ένα στόμα διαλεγμένο ανάμεσα σε πολλά, με απόλυτη ελευθερία από
την πλευρά μου, επάνω στο πρόσωπο σου, και που από μια τύχη που δεν μπορώ να
καταλάβω, συμπίπτει ακριβώς με το δικό σου στόμα, που χαμογελά, κάτω απ’ αυτό
που σχεδιάζει το χέρι μου.
Με κοιτάζεις, με κοιτάζεις από κοντά, κάθε φορά και κοντύτερα και τότε παίζουμε τον κύκλωπα, κοιταζόμαστε
κάθε φορά και πιο κοντά και τα μάτια μας μεγεθύνονται, πλησιάζουν μεταξύ τους,
επικαλύπτονται και οι κύκλωπες κοιτάζονται, ανασαίνουν μπερδεμένοι, τα στόματα
συναντιόνται και παλεύουν απαλά, δαγκώνονται στα χείλια, στηρίζοντας, ίσα, την
γλώσσα στα δόντια, παίζοντας στα μεσοδόντια, όπου ένας βαρύς αέρας
πηγαινοέρχεται, με ένα παλιό άρωμα και μια σιωπή. Τότε τα χέρια μου, ψάχνουν να
χωθούν στα μαλλιά σου, χαϊδεύουν αργά τα πυκνά μαλλιά σου, ενώ φιλιόμαστε, σαν
να είχαμε το στόμα γεμάτο λουλούδια ή ψάρια, με κινήσεις ζωηρές, με σκοτεινή
ευωδιά. Κι αν δαγκωνόμαστε, ο πόνος είναι γλυκός, κι αν πνιγόμαστε σε ένα
σύντομο και τρομερό ταυτόχρονο χάσιμο, αυτός ο στιγμιαίος θάνατος είναι
όμορφος. Και υπάρχει ένα και μόνο σάλιο και μια μόνο γεύση ώριμου φρούτου και
εγώ σε νιώθω να τρέμεις επάνω μου, σαν την σελήνη στο νερό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.