Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

José María Merino-Το γράμμα στο δέντρο

 



... όρκοι ... από εδώ

José María Merino-Το γράμμα στο δέντρο

Γύρισε, έπειτα από είκοσι χρόνια, στην πόλη της παιδικής του ηλικίας και της εφηβείας του, στην άλλη πλευρά του ωκεανού. Διέσχιζε τους παλιούς δρόμους, παρατηρώντας με περιέργεια τις αλλαγές στα χρώματα των σπιτιών και στα χαρακτηριστικά των περαστικών. Αποκαλύπτεται, ξαφνικά, μπροστά του, το πάρκο με τις κούνιες, το μέρος που έκανε βόλτες και κουβέντιασε για πρώτη φορά με κοπέλες. Επιστρέφουν σ’ αυτόν τα μαύρα μάτια της Ρόζας, τα λευκά της, απαλά χέρια, ο επώδυνος χωρισμός, όταν εκείνος έπρεπε να ακολουθήσει την οικογένεια του στην μετακόμιση, στην πόλη που μεγάλωσε. Θυμάται, ότι πριν χωρίσουν, έγραψαν ένα γράμμα, στο οποίο επιχειρούσαν να ξορκίσουν το μέλλον: η αγάπη τους, δεν θα τελείωνε, θα συναντιόντουσαν ξανά, για να μην χωρίσουν ποτέ πια. Το υπέγραψαν με αίμα, μια τσιμπιά στην ψίχα του δείκτη, του αριστερού χεριού, το έβαλαν σε ένα μικρό μπουκάλι και αφού το έκλεισαν το έκρυψαν σε μια τεράστια σχισμή, ενός γέρικου δέντρου, που άπλωνε τα μαυριδερά κλαδιά του, στην πιο πυκνή άκρη του πάρκου. Με μια ώθηση, που τον κάνει λιγάκι να ντρέπεται, ψάχνει ανάμεσα στα ξερά φύλλα, στα χαρτιά, στις πέτρες και στα παλιά σκουπίδια, που γεμίζουν την κοιλότητα, μέχρι που βρίσκει το μπουκάλι. Το ανοίγει και βγάζει το χαρτί, αλλά όταν το διαβάζει, το μήνυμα έχει αλλάξει: «Συγγνώμη, Χοακίν», λέει. «Ο καιρός περνά, δεν γυρίζεις και γνώρισα τον Αλμπέρτο, ένα πολύ αρρενωπό αγόρι». Και υπογράφει  η Ρόζα, αυτή τη φορά, χωρίς αίμα.

 

La carta en el árbol de Jose María Merino

Ha regresado, veinte años después, a la ciudad de su infancia y adolescencia, al otro lado del océano. Recorre las antiguas calles observando con extrañeza los cambios en los colores de las casas y en los trazados callejeros. Se le revela de repente el parque de los juegos de niños, el lugar en el que conversó y paseó con muchachas por primera vez. Vuelven a él los ojos negros de Rosa, sus manos blancas y suaves, la separación dolorosa, cuando él tuvo que acompañar a su familia en el traslado a la ciudad donde ha crecido. Recuerda que antes de separarse escribieron una carta en la que pretendían conjurar el futuro: su amor no se  extinguiría, volverían a reunirse para no separarse nunca más. La firmaron con sangre, un alfilerazo en la yema del índice de cada mano izquierda, la introdujeron en una botella pequeña y, tras cerrarla, la escondieron en la enorme hendidura de un árbol muy viejo, que alza todavía sus ramas negruzcas en el extremo más frondoso del lugar. En un impulso que lo avergüenza un poco, rebusca entre las hojas secas, los papeles, las piedras y los desperdicios antiguos que ocupan la cavidad,  hasta encontrar la botella. La abre y saca el papel, pero cuando lo lee,  el mensaje ha cambiado: “Lo siento, Joaquín”, dice. “El tiempo pasa, no vuelves, y he conocido a Alberto, un chico muy majo”. Y firma Rosa, esta vez sin sangre

Κυριακή 18 Ιουλίου 2021

Octavio Paz- Το γαλάζιο μπουκέτο

 

Octavio Paz- Το γαλάζιο μπουκέτο

Ξύπνησα μουσκεμένος στον ιδρώτα. Από το πάτωμα με τα κόκκινα τούβλα, προσφάτως ποτισμένα, ανέβαινε ζεστός ατμός. Μια πεταλούδα με γκριζωπά φτερά πετάριζε μαγεμένη γύρω από την κίτρινη λάμπα. Πήδηξα από την αιώρα και ξυπόλητος διέσχισα το δωμάτιο, προσέχοντας να μην πατήσω κανένα σκορπιό, φευγάτο από την κρυψώνα του, για να πάρει αέρα. Πλησίασα το παραθυράκι και εισέπνευσα τον αέρα του αγρού. Ακουγόταν η αναπνοή της νύχτας, τεράστια, θηλυκιά. Επέστρεψα στο κέντρο της κάμαρας, άδειασα το νερό από την κανάτα στην λεκάνη από κασσίτερο και μούσκεψα την πετσέτα. Έτριψα τον κορμό, τα πόδια με το βρεμένο σφουγγάρι, σκουπίστηκα λιγάκι και αφού σιγουρεύτηκα, ότι κανένα έντομο δεν κρυβόταν ανάμεσα στις πτυχές των ρούχων μου, ντύθηκα και έβαλα τα παπούτσια. Κατέβηκα πηδώντας την, βαμμένη πράσινη, σκάλα. Στην πόρτα του κτηρίου, έπεσα επάνω στον σπιτονοικοκύρη, μονόφθαλμος, καχύποπτο άτομο. Καθισμένος σε μια υφασμάτινη καρεκλίτσα, κάπνιζε με το ένα μάτι μισόκλειστο. Με βραχνή φωνή με ρώτησε: - Για που το έβαλε ο κύριος; - Να πάω μια βόλτα. Κάνει πολύ ζέστη. -Χμ, είναι όλα κλειστά. Και δεν υπάρχει φωτισμός εδώ. Θα ήταν καλύτερο για εσάς να μένατε μέσα. Σήκωσα τους ώμους, ψιθύρισα «επιστρέφω άμεσα» και ρίχτηκα στο σκοτάδι. Στην αρχή δεν έβλεπα τίποτα. Περπάτησα ψαχουλευτά επάνω στο πέτρινο δρομάκι. Άναψα τσιγάρο. Αμέσως βγήκε το φεγγάρι πίσω από ένα μαύρο σύννεφο, φωτίζοντας τον άσπρο τοίχο, που βαθμιαία κατέρρεε. Σταμάτησα, τυφλωμένος μπροστά σε τόση λευκότητα. Φύσηξε ελαφρύ αεράκι. Ο αέρας μύριζε ταμάρινδο. Δονούνταν η νύχτα, γεμάτη φύλλα και έντομα. Οι γρύλοι στρατοπέδευαν ανάμεσα στα ψηλά χορτάρια. Σήκωσα το πρόσωπο: ψηλά επίσης είχαν στρατοπεδεύσει τα αστέρια. Σκέφτηκα, ότι το σύμπαν είναι ένα πελώριο σύστημα σινιάλων, μια συζήτηση μεταξύ τεράστιων όντων. Οι πράξεις μου, το τρίξιμο του γρύλου, το αστέρι που αναβοσβήνει, δεν ήταν τίποτα άλλο πέρα από παύσεις και συλλαβές, διάσπαρτες φράσεις σε εκείνο τον διάλογο. Ποια να ήταν εκείνη η λέξη, της οποίας εγώ ήμουν μια συλλαβή; Ποιος λέει αυτήν την λέξη και σε ποιόν την λέει; Πέταξα το τσιγάρο επάνω στο πεζοδρόμιο. Πέφτοντας, διέγραψε μια φωτεινή καμπύλη, πετώντας σύντομες σπίθες, σαν ένας μικροσκοπικός κομήτης. Περπάτησα για αρκετή ώρα, αργά. Ένιωθα ελεύθερος, ασφαλής ανάμεσα στα χείλια που εκείνη τη στιγμή με καλούσαν με τόση ευτυχία. Η νύχτα ήταν ένα κήπος από μάτια. Διασχίζοντας τον δρόμο, ένιωσα πως κάποιος βγήκε από μια πόρτα. Γύρισα, αλλά δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω τίποτα. Δυνάμωσα το βήμα. Λίγα λεπτά αργότερα αντιλήφθηκα ένα ζευγάρι σανδάλια επάνω στις ζεστές πέτρες. Δεν θέλησα να γυρίσω, παρόλο που ένιωσα, ότι η σκιά πλησίαζε όλο και περισσότερο. Προσπάθησα να τρέξω. Δεν μπόρεσα. Σταμάτησα στεγνά, απότομα. Πριν μπορέσω να αμυνθώ, ένιωσα την μύτη ενός μαχαιριού στην πλάτη μου και μια γλυκιά φωνή: -Μην κινείστε, κύριε, αλλιώς σας το μπήγω. Χωρίς να γυρίσω το πρόσωπο, ρώτησα: - Τι θέλεις; - Τα μάτια σας, κύριε – απάντησε με απαλή, σχεδόν απολογητική φωνή. – Τα μάτια μου; Σε τι θα σου χρησιμεύσουν τα μάτια μου; Κοίτα, έχω εδώ λίγα χρήματα. Δεν είναι πολλά, αλλά κάτι είναι. Θα σου δώσω, ότι έχω, αν με αφήσεις. Μην με σκοτώσεις. – Μην φοβάστε, κύριε. Δεν θα σας σκοτώσω. Μόνο τα μάτια θα σας πάρω. – Αλλά, γιατί θέλεις τα μάτια μου; - Είναι ένα καπρίτσιο της κυράς μου. Θέλει ένα μπουκετάκι γαλάζια μάτια και εδώ λίγοι τα έχουν. – Τα μάτια μου, σου είναι άχρηστα. Δεν είναι γαλάζια, είναι κίτρινα. – Αχ, κύριε, μην πάτε να με εξαπατήσετε. Ξέρω καλά, ότι τα έχετε γαλάζια. – Δεν βγάζουν τα μάτια ενός χριστιανού έτσι. Θα σου δώσω κάτι άλλο. – Μην κάνετε τον γκρινιάρη, μου είπε σκληρά. Γυρίστε προς τα εδώ. Γύρισα. Ήταν μικρός και εύθραυστος. Ένα ψάθινο καπέλο, του σκέπαζε το μισό πρόσωπο. Κρατούσε στο δεξί χέρι ένα μαχαίρι του αγρού, που γυάλιζε στο φως του φεγγαριού. – Φωτίστε το πρόσωπο. Άναψα και πλησίασα την φλόγα στο πρόσωπο. Η φεγγοβολιά με έκανε να μισοκλείσω τα μάτια. Εκείνος άνοιξε τα βλέφαρα μου με σταθερό χέρι. Δεν μπορούσε να δει καλά. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και με παρατήρησε έντονα. Η φλόγα μου έκαιγε τα δάχτυλα. Το πέταξα. Έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή. – Πείστηκες λοιπόν; Δεν είναι γαλάζια. – Αχ, τι κατεργάρης είστε! – απάντησε – Λοιπόν, άναψε ξανά. Έτριψα κι άλλο σπίρτο και το πλησίασα στα μάτια μου. Τραβώντας με από το μανίκι, με πρόσταξε. – Πέσε στα γόνατα. Γονάτισα. Με το ένα χέρι με άρπαξε από τα μαλλιά στέλνοντας το κεφάλι μου προς τα πίσω. Έσκυψε επάνω μου, περίεργος και τεντωμένος, ενώ το μαχαίρι κατέβαινε αργά, μέχρι που ακούμπησε τα βλέφαρα μου. Έκλεισα τα μάτια. – Ανοίξτε τα καλά – διέταξε. Άνοιξα τα μάτια. Η φλογίτσα μου έκαιγε τα τσίνορα. Με άφησε ξαφνικά. – Λοιπόν, δεν είναι γαλάζια, κύριε. Ελεύθερος. Και εξαφανίστηκε. Στηρίχτηκα δίπλα στον τοίχο, με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια. Μετά σηκώθηκα. Παραπατώντας, πέφτοντας και ξανά όρθιος, έτρεξα για μια ώρα στο έρημο χωριό. Όταν έφτασα στην πλατεία, είδα τον σπιτονοικοκύρη να κάθεται μπροστά στην πόρτα. Μπήκα, χωρίς να πω κουβέντα. Την επόμενη μέρα απομακρύνθηκα από εκείνο το χωριό.

 


PAZ, Octavio: El ramo azul

Desperté, cubierto de sudor. Del piso de ladrillos rojos, recién regados, subía un vapor caliente. Una mariposa de alas grisáceas revoloteaba encandilada alrededor del foco amarillento. Salté de la hamaca y descalzo atravesé el cuarto, cuidando no pisar algún alacrán salido de su escondrijo a tomar el fresco. Me acerqué al ventanillo y aspiré el aire del campo. Se oía la respiración de la noche, enorme, femenina. Regresé al centro de la habitación, vacié el agua de la jarra en la palangana de peltre y humedecí la toalla. Me froté el torso y las piernas con el trapo empapado, me sequé un poco y, tras de cerciorarme que ningún bicho estaba escondido entre los pliegues de mi ropa, me vestí y calcé. Bajé saltando la escalera pintada de verde. En la puerta del mesón tropecé con el dueño, sujeto tuerto y reticente. Sentado en una sillita de tule, fumaba con el ojo entrecerrado. Con voz ronca me preguntó: —¿Ónde va señor? —A dar una vuelta. Hace mucho calor. —Hum, todo está ya cerrado. Y no hay alumbrado aquí. Más le valiera quedarse. Alcé los hombros, musité “ahora vuelvo” y me metí en lo oscuro. Al principio no veía nada. Caminé a tientas por la calle empedrada. Encendí un cigarrillo. De pronto salió la luna de una nube negra, iluminando un muro blanco, desmoronado a trechos. Me detuve, ciego ante tanta blancura. Sopló un poco de viento. Respiré el aire de los tamarindos. Vibraba la noche, llena de hojas e insectos. Los grillos vivaqueaban entre las hierbas altas. Alcé la cara: arriba también habían establecido campamento las estrellas. Pensé que el universo era un vasto sistema de señales, una conversación entre seres inmensos. Mis actos, el serrucho del grillo, el parpadeo de la estrella, no eran sino pausas y sílabas, frases dispersas de aquel diálogo. ¿Cuál sería esa palabra de la cual yo era una sílaba? ¿Quién dice esa palabra y a quién se la dice? Tiré el cigarrillo sobre la banqueta. Al caer, describió una curva luminosa, arrojando breves chispas, como un cometa minúsculo. Caminé largo rato, despacio. Me sentía libre, seguro entre los labios que en ese momento me pronunciaban con tanta felicidad. La noche era un jardín de ojos. Al cruzar la calle, sentí que alguien se desprendía de una puerta. Me volví, pero no acerté a distinguir nada. Apreté el paso. Unos instantes después percibí unos huaraches sobre las piedras calientes. No quise volverme, aunque sentía que la sombra se acercaba cada vez más. Intenté correr. No pude. Me detuve en seco, bruscamente. Antes de que pudiese defenderme, sentí la punta de un cuchillo en mi espalda y una voz dulce: —No se mueva , señor, o se lo entierro. Sin volver la cara pregunté: —¿Qué quieres? —Sus ojos, señor —contestó la voz suave, casi apenada. —¿Mis ojos? ¿Para qué te servirán mis ojos? Mira, aquí tengo un poco de dinero. No es mucho, pero es algo. Te daré todo lo que tengo, si me dejas. No vayas a matarme. —No tenga miedo señor. No lo mataré. Nada más voy a sacarle los ojos. —Pero, ¿para qué quieres mis ojos? —Es un capricho de mi novia. Quiere un ramito de ojos azules y por aquí hay pocos que los tengan. —Mis ojos no te sirven. No son azules, sino amarillos. —Ay, señor no quiera engañarme. Bien sé que los tiene azules. —No se le sacan a un cristiano los ojos así. Te daré otra cosa. —No se haga el remilgoso, me dijo con dureza. Dé la vuelta. Me volví. Era pequeño y frágil. El sombrero de palma la cubría medio rostro. Sostenía con el brazo derecho un machete de campo, que brillaba con la luz de la luna. —Alúmbrese la cara. Encendí y me acerqué la llama al rostro. El resplandor me hizo entrecerrar los ojos. Él apartó mis párpados con mano firme. No podía ver bien. Se alzó sobre las puntas de los pies y me contempló intensamente. La llama me quemaba los dedos. La arrojé. Permaneció un instante silencioso. —¿Ya te convenciste? No los tengo azules. -—Ah, qué mañoso es usted! —respondió— A ver, encienda otra vez. Froté otro fósforo y lo acerqué a mis ojos. Tirándome de la manga, me ordenó. —Arrodíllese. Mi hinqué. Con una mano me cogió por los cabellos, echándome la cabeza hacia atrás. Se inclinó sobre mí, curioso y tenso, mientras el machete descendía lentamente hasta rozar mis párpados. Cerré los ojos. —Ábralos bien —ordenó. Abrí los ojos. La llamita me quemaba las pestañas. Me soltó de improviso. —Pues no son azules, señor. Dispense. Y desapareció. Me acodé junto al muro, con la cabeza entre las manos. Luego me incorporé. A tropezones, cayendo y levantándome, corrí durante una hora por el pueblo desierto. Cuando llegué a la plaza, vi al dueño del mesón, sentado aún frente a la puerta. Entré sin decir palabra. Al día siguiente hui de aquel pueblo.



Παρασκευή 25 Ιουνίου 2021

Leonardo Dolengiewich Mendoza- Φυγάς

 


...απλές παρανοήσεις... από εδώ

Leonardo Dolengiewich Mendoza- Φυγάς

-          Και γιατί σε ψάχνουν;

-        -  Για κάτι που συνέβη πριν χρόνια… Μια ληστεία στην οποία πέθανε ένα άτομο.

-        -  Θέλουν να σε δουν στην φυλακή;

-        -  Όχι. Κάτω από το χώμα με θέλουν.

-        -  Τόσο πολύ; Ποιον σκότωσες;

-        -  Δεν σκότωσα κανέναν.

-         - Τότε;

-         - Σε εκείνη τη ληστεία ο νεκρός ήμουν εγώ.

 

 Dolengiewich Mendoza-Fugitivo

-¿Y por qué te buscan?

-Por algo que sucedió hace unos años... Un asalto, en el que murió una persona.

-¿Te quieren ver preso?

-No. Bajo tierra me quieren.

-¿Para tanto? ¿A quién mataste?

-No maté a nadie.

-¿Entonces?

-En aquel asalto, el muerto fui yo.

Κυριακή 20 Ιουνίου 2021

Juan José Arreola- Η ταραντούλα

 





... μια μεξικάνικη, αλλά διαπλανητική και διαχρονική ιστορία τρόμου ... από εδώ

Juan José Arreola- Η ταραντούλα

Η ταραντούλα διατρέχει ελεύθερα στο σπίτι, αλλά η ικανότητα μου, να νιώθω τον τρόμο δεν μειώνεται. Την μέρα που η Βεατρίκη και εγώ μπήκαμε σε εκείνη την βρώμικη σκηνή στο υπαίθριο παζάρι, κατάλαβα ότι το απωθητικό ζωύφιο, ήταν ότι πιο τρομακτικό θα μπορούσε να καθορίσει την μοίρα μου. Χειρότερο ακόμα και από την περιφρόνηση και την λύπηση, που φώτιζαν ξαφνικά το καθαρό βλέμμα.

Λίγες μέρες αργότερα, γύρισα για να αγοράσω την ταραντούλα και ο έκπληκτος σαλτιμπάγκος, μου έδωσε κάποιες πληροφορίες σχετικά με τις συνήθειες της και την παράξενη διατροφή της. Τότε κατάλαβα, ότι είχα στα χέρια, επιτέλους, την απόλυτη απειλή, την μέγιστη δόση τρόμου, που το πνεύμα μου μπορούσε να αντέξει. Θυμάμαι το τρεμάμενο βήμα μου, το διστακτικό, όταν γυρνώντας στο σπίτι ένιωθα το ελαφρύ και πυκνό βάρος της αράχνης, εκείνο το βάρος, από το οποίο μπορούσα, με σιγουριά, να αφαιρέσω το βάρος του ξύλου στο οποίο την μετέφερα, σαν να ήταν δυο βάρη τελείως διαφορετικά: αυτό του αθώου ξύλου και αυτό του ακάθαρτου και δηλητηριώδους ζώου, που λειτουργούσε επάνω μου, σαν το απόλυτο έρμα. Μέσα σε εκείνο το κουτί βρισκόταν η προσωπική κόλαση, που θα εγκαθίστατο στο σπίτι μου, για να καταστρέψει, για να ακυρώσει την άλλη, την υπερφυσική κόλαση των αντρών.

Την αξιομνημόνευτη νύχτα που την άφησα, την ταραντούλα, στο διαμέρισμά μου και την είδα να τρέχει, σαν κάβουρας και να κρύβεται κάτω από ένα έπιπλο, ήταν η αρχή μιας ζωής απερίγραπτης.

Από τότε, κάθε μια από τις διαθέσιμες στιγμές μου, διατρέχεται από τα βήματα της αράχνης, που γεμίζει το σπίτι με την αόρατη παρουσία της.

Κάθε νύχτα, τρέμω στην αναμονή του θανάσιμου τσιμπήματος. Πολλές φορές ξυπνώ με το σώμα παγωμένο, συμπαγές, ακίνητο, γιατί ο ύπνος δημιούργησε για μένα, με ακρίβεια, το γαργαλιστικό βήμα της αράχνης επάνω στο δέρμα μου, το ακαθόριστο βάρος της, την θεμελιώδη εμμονή της. Ωστόσο, πάντα ξημερώνει. Είμαι ζωντανός και η ψυχή μου, ανώφελα, επιστρέφει και διορθώνεται.

Υπάρχουν μέρες που σκέφτομαι, ότι η ταραντούλα, εξαφανίστηκε, ότι έχασε το δρόμο ή ότι πέθανε. Όμως δεν κάνω τίποτα για να το αποδείξω. Αφήνω πάντα την τύχη, να με φέρει απέναντι της, καθώς βγαίνω από το μπάνιο ή καθώς γδύνομαι για να μπω στο κρεβάτι. Κάποιες φορές, η σιωπή της νύχτας, μου φέρνει την ηχώ των βημάτων της, που έμαθα να ακούω, παρόλο που ξέρω ότι είναι ανεπαίσθητα.

Πολλές μέρες, βρίσκω ανέπαφο το φαγητό, που έχω αφήσει από την προηγούμενη. Όταν δεν το βρίσκω, δεν ξέρω, αν το καταβρόχθισε η ταραντούλα ή κάποιος άλλος αθώος φιλοξενούμενος του σπιτιού. Έχω φτάσει, ακόμη, στο σημείο να σκεφτώ, ότι υπήρξα θύμα απάτης και ότι βρίσκομαι στο έλεος μιας ψεύτικης ταραντούλας. Ίσως, ο σαλτιμπάγκος να με εξαπάτησε, βάζοντας με να πληρώσω ακριβά και έναν αβλαβή και απωθητικό σκαραβαίο.

Όμως στην πραγματικότητα, αυτό δεν έχει σημασία, γιατί εγώ αφιέρωσα στην ταραντούλα την βεβαιότητα του θανάτου μου, που απλώς έχει αναβληθεί. Τις πιο δύσκολες ώρες της αϋπνίας, όταν χάνομαι σε εικασίες και τίποτα δεν με ηρεμεί, συνηθίζει να με επισκέπτεται η ταραντούλα. Βηματίζει με ζιγκ-ζαγκ στο δωμάτιο και προσπαθεί να ανέβει αδέξια στους τοίχους. Σταματά, σηκώνει το κεφάλι και κουνάει τις κεραίες. Μοιάζει να οσμίζεται, ερεθισμένη, ένας αόρατος σύντροφος. Τότε, ανατριχιάζω στην μοναξιά μου, στριμωγμένος από το μικρό τέρας, θυμάμαι τους άλλους καιρούς, όταν ονειρευόμουν την Βεατρίκη και την ακατόρθωτη συντροφιά της.

La migala. Juan José Arreola.

La migala discurre libremente por la casa, pero mi capacidad de horror no disminuye.

El día en que Beatriz y yo entramos en aquella barraca inmunda de la feria callejera, me di cuenta de que la repulsiva alimaña era lo más atroz que podía depararme el destino. Peor que el desprecio y la conmiseración brillando de pronto en una clara mirada.

Unos días más tarde volví para comprar la migala, y el sorprendido saltimbanqui me dio algunos informes acerca de sus costumbres y su alimentación extraña. Entonces comprendí que tenía en las manos, de una vez por todas, la amenaza total, la máxima dosis de terror que mi espíritu podía soportar. Recuerdo mi paso tembloroso, vacilante, cuando de regreso a la casa sentía el peso leve y denso de la araña, ese peso del cual podía descontar, con seguridad, el de la caja de madera en que la llevaba, como si fueran dos pesos totalmente diferentes: el de la madera inocente y el del impuro y ponzoñoso animal que tiraba de mí como un lastre definitivo. Dentro de aquella caja iba el infierno personal que instalaría en mi casa para destruir, para anular el otro, el descomunal infierno de los hombres.

La noche memorable en que solté a la migala en mi departamento y la vi correr como un cangrejo y ocultarse bajo un mueble, ha sido el principio de una vida indescriptible. Desde entonces, cada uno de los instantes de que dispongo ha sido recorrido por los pasos de la araña, que llena la casa con su presencia invisible.

Todas las noches tiemblo en espera de la picadura mortal. Muchas veces despierto con el cuerpo helado, tenso, inmóvil, porque el sueño ha creado para mí, con precisión, el paso cosquilleante de la araña sobre mi piel, su peso indefinible, su consistencia de entraña. Sin embargo, siempre amanece. Estoy vivo y mi alma inútilmente se apresta y se perfecciona.

Hay días en que pienso que la migala ha desaparecido, que se ha extraviado o que ha muerto. Pero no hago nada para comprobarlo. Dejo siempre que el azar me vuelva a poner frente a ella, al salir del baño, o mientras me desvisto para echarme a la cama. A veces el silencio de la noche me trae el eco de sus pasos, que he aprendido a oír, aunque sé que son imperceptibles.

Muchos días encuentro intacto el alimento que he dejado la víspera. Cuando desaparece, no sé si lo ha devorado la migala o algún otro inocente huésped de la casa. He llegado a pensar también que acaso estoy siendo víctima de una superchería y que me hallo a merced de una falsa migala. Tal vez el saltimbanqui me ha engañado, haciéndome pagar un alto precio por un inofensivo y repugnante escarabajo.

Pero en realidad esto no tiene importancia, porque yo he consagrado a la migala con la certeza de mi muerte aplazada. En las horas más agudas del insomnio, cuando me pierdo en conjeturas y nada me tranquiliza suele visitarme la migala. Se pasea embrolladamente por el cuarto y trata de subir con torpeza a las paredes. Se detiene, levanta su cabeza y mueve los palpos. Parece husmear, agitada, un invisible compañero.

Entonces, estremecido, en mi soledad, acorralado por el pequeño monstruo, recuerdo que en otro tiempo yo soñaba con Beatriz y con su compañía imposible.

Κυριακή 18 Απριλίου 2021

Mario Benedetti-Ο άνθρωπος που έμαθε να γαυγίζει

 



στην Λίλα

Mario Benedetti-Ο άνθρωπος που έμαθε να γαυγίζει

Η αλήθεια είναι ότι περάσανε χρόνια διακαούς και ουσιαστικής μάθησης, με διαστήματα ματαίωσης, στα οποία έφτασε μέχρι του σημείου να τα παρατήσει. Όμως στο τέλος θριάμβευσε η επιμονή και ο Ραϊμούνδος έμαθε να γαυγίζει. Όχι να προσπαθήσει να μιμηθεί τα γαυγίσματα, όπως συνηθίζουν μερικοί χαριτωμένοι ή που νομίζουν ότι είναι χαριτωμένοι, αλλά να γαυγίζει στ’ αληθινά. Τι τον ώθησε σε αυτήν την επιδεξιότητα; Μπροστά στους φίλους του κοκορευότανε χαριτολογώντας: « Η αλήθεια είναι πως γαυγίζω, για να μην κλάψω.» Ωστόσο, ο πραγματικός λόγος ήταν η απόλυτη αγάπη του προς τα αδέλφια του, τους σκύλους.  Αγάπη σημαίνει επικοινωνία. Πως να αγαπήσεις, λοιπόν, αν δεν επικοινωνήσεις;

Για τον Ραϊμούνδο, ήρθε η μέρα της δόξας, όταν τελικά το γαύγισμά του έγινε κατανοητό από τον Λεό, τον αγαπημένο του σκύλο και (κάτι ακόμα πιο εξωφρενικό) όταν εκείνος αντελήφθη το γαύγισμα του Λεό. Από εκείνη την ημέρα ο Ραϊμούνδος και ο Λεό ξάπλωναν γενικώς τα απογεύματα, κάτω από την αψίδα και συζητούσαν για διάφορα θέματα. Παρόλη την αγάπη του για τα σκυλιά, ο Ραϊμούνδος, ποτέ δεν είχε φανταστεί, ότι ο Λεό, θα μπορούσε να έχει μια τόσο εμπεριστατωμένη άποψη για τον κόσμο.

Τελικά, ένα βράδυ βρήκε το θάρρος να τον ρωτήσει, δια μέσου μερικών σοβαρών γαυγισμάτων: «Πες μου, Λεό, με όλη την ειλικρίνεια: τι γνώμη έχεις για τον τρόπο που γαυγίζω;» Η απάντηση του Λεό ήταν σαφής και αληθής: « Θα έλεγα ότι το κάνεις αρκετά καλά, αλλά θα μπορούσες να βελτιωθείς. Όταν γαυγίζεις, ακόμα φαίνεται το ανθρώπινο αξάν.

 

Εl hombre que aprendió a ladrar

 

Lo cierto es que fueron años de arduo y pragmático aprendizaje, con lapsos de desaliento en los que estuvo a punto de desistir. Pero al fin triunfó la perseverancia y Raimundo aprendió a ladrar. No a imitar ladridos, como suelen hacer algunos chistosos o que se creen tales, sino verdaderamente a ladrar. ¿Qué lo había impulsado a ese adiestramiento? Ante sus amigos se autoflagelaba con humor: “La verdad es que ladro por no llorar.” Sin embargo, la razón más valedera era su amor casi franciscano hacia sus hermanos perros. Amor es comunicación. ¿Cómo amar entonces sin comunicarse?

 

Para Raimundo representó un día de gloria cuando su ladrido fue por fin comprendido por Leo su hermano perro, y (algo más extraordinario aún) él comprendió el ladrido de Leo. A partir de ese día Raimundo y Leo se tendían, por lo general en los atardeceres, bajo la glorieta, y dialogaban sobre temas generales. A pesar de su amor por los hermanos perros, Raimundo nunca había imaginado que Leo tuviera una tan sagaz visión del mundo.

 

Por fin, una tarde se animó a preguntarle, en varios sobrios ladridos: “Dime, Leo, con toda franqueza: ¿qué opinas de mi forma de ladrar?” La respuesta de Leo fue escueta y sincera: “Yo diría que lo haces bastante bien, pero tendrás que mejorar. Cuando ladras, todavía se te nota el acento humano.”

Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

José María Quinto- Ο Τυφλός Μπόρχες

 


Δεν ξέρω αν αυτό το ανέκδοτο έχει σχέση με τον υπέροχο συγγραφέα Χόρχε Λουίς Μπόρχες ή εάν αυτός που μου το διηγήθηκε (δεν τον θυμάμαι) το απέδωσε σ' αυτόν χωρίς να το ερευνήσει. Σε κάθε περίπτωση, νομίζω ότι ο Μπόρχες έκανε πλάκα με την τυφλότητα του. Κι αυτό το ανέκδοτο, αληθινό ή όχι, αξίζει να διασωθεί από την λήθη.

- Όταν πήγα να διασχίσω την λεωφόρο της 18ης Ιουλίου στο Μπουένος Άιρες - ίσως τρεις ή τέσσερις φορές πιο πλατιά από την Καστεγιάνα της Μαδρίτης - έψαχνα στα τυφλά βοήθεια και τελικά βρήκα ένα άλλο χέρι. Πιασμένος από αυτό το φιλικό χέρι, διέσχισα την πλατιά λεωφόρο, ακούγοντας τα κλάξον και τα βουητά των αυτοκινήτων. Με το που την διέσχισα και βρισκόμενος πια στο απέναντι πεζοδρόμιο, κάποιος άφησε το χέρι μου και είπε: "Ευχαριστώ πολύ".

Τρίτη 16 Μαρτίου 2021

Isidoro Blaisten- Η αρχή είναι καλύτερη

 


Isidoro Blaisten- Η αρχή είναι καλύτερη

Εν αρχή ην το ουσιαστικό. Δεν υπήρχαν ρήματα.

Κανείς δεν έλεγε: «Πηγαίνω στο σπίτι». Έλεγε απλώς: «σπίτι», και το σπίτι ερχόταν σ’ αυτόν. Κανείς δεν έλεγε:  «σε αγαπώ». Έλεγε απλώς: «αγάπη» και απλά αγαπούσε.

Ήταν καλύτερα στην αρχή.

Isidoro Blaisten- El principio es mejor

En el principio fue el sustantivo. No había verbos.

 Nadie decía: “Voy a la casa”. Decía simplemente: “casa”, y la casa venía a él. Nadie decía: “te amo”. Decía simplemente: “amor” y uno simplemente amaba.

 En el principio fue mejor

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2021

Elena Poniatowska-Χ. Ο φράχτης

 


Elena Poniatowska-Χ. Ο φράχτης

-        -  Μικρή, κατέβα από τον φράχτη.

-       -   Όχι.

-        -  Σου λέω να κατεβείς.

-        -  Κι εγώ λέω, όχι.

-        -  Τα καλά κορίτσια δεν ανεβαίνουν…

-       -   Πρρρ…

-        -  Θα το πω στην μαμά σου.

-       -   Σιγά μη μου κάνει τίποτα.

(Η Οκοτλάνα αρχίζει να τρέχει στον κήπο)

-       -   Δρόμο, βρωμόγρια, κουτσομπόλα, νερουλιασμένη … Η σαύρα…; Που πήγε η σαύρα; Την τρόμαξε η ηλίθια η Οκοτλάνα. Οκοτλάνα! Κάθε φορά που μιλάει, από την γωνία του στόματος τρέχει μια κλωστή σάλιο… Δένει τις κάλτσες με ένα είδος κόμπου ακριβώς πίσω από τα γόνατα. Όταν ανεβαίνει στα καμιόνια ξεπροβάλει ανάμεσα στην φούστα και στην κάλτσα το μαλακό λευκό της κρέας…

-       -   Σαύρα, ψυχούλα μου! Που είσαι; Σαύρα ροδαλή, σου έφερα ένα μαντηλάκι!

Η Λίλους ανεβαίνει αμέσως στον φράχτη. Ανεβαίνει γιατί από εκεί μπορεί να δει στο δωμάτιο ενός παράξενου κυρίου που ζει στα διπλανά διαμερίσματα. Ο κύριος κάθεται αδιάκοπα πίσω από ένα γραφείο και ξεφυλλίζει άπειρα μεγάλα παλιά βιβλία… Την πρώτη μέρα η Λίλους έμεινε να τον παρατηρεί μια ολόκληρη ώρα. Τον είδε να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει ακίνητος, σαν μάγος μπροστά στην κρυστάλλινη σφαίρα του… Μετά σηκώθηκε και βάλθηκε να στήνει διάφορα πράγματα στον αέρα, κατηγορίες και αόρατες εντολές, με τα δυο γρήγορα, σχεδόν διάφανα χέρια του…

Από τότε η Λίλους ερχόταν κάθε μέρα στο παρατηρητήριο της για να κατασκοπέψει αυτήν την τόσο αλλοπρόσαλλη δραστηριότητα. Μέχρι που δεν άντεξε άλλο και βάλθηκε να ουρλιάζει από τον φράχτη της: «Κύριε από τον Τέταρτοοο, κύριε από τον Τέταρτοοο!» Καθώς δεν πήρε απάντηση μάζεψε μια χούφτα πετρούλες, και μια-μια τις πετούσε στο τζάμι του παράθυρου. Αλλά τίποτα. Ο κύριος του Τέταρτου ούτε που κουνήθηκε… Είχε το κεφάλι βαθιά χωμένο σε ένα μεγάλο βιβλίο με κόκκινα εξώφυλλα. Θα πρέπει να νόμιζε ότι πέφτει χαλάζι και χωρίς να δώσει σημασία συμπεριέλαβε και την Λίλους στον αριθμό των σβώλων του χαλαζιού… Εντελώς απελπισμένη, η Λίλους σκέφτηκε ότι η μόνη λύση ήταν να ζητήσει βοήθεια και να αυξήσει το μέγεθος των βλημάτων… Να είναι κωφάλαλος; «Κύριε του Τετάρτουυυυ! Βοήθεια! ΣΟΣ!» Και ω! Έκπληξη των εκπλήξεων, όταν μια από τις πέτρες της Λίλους, παραλίγο να σπάσει το παράθυρο, ο Κύριος του Τετάρτου γύρισε αργά το κεφάλι, τράβηξε το βλέμμα από τα βιβλία και το ακούμπησε επάνω στην Λίλους…

-      -    Κύριε του Τετάρτου… (Ο κύριος άνοιξε το βομβαρδισμένο παράθυρο).

-          Με συγχωρείτε κύριε του Τετάρτου, δεν είναι δική σας αυτή η σαύρα;

-      -    Όχι κορίτσι μου, όχι. Οι σαύρες δεν είναι κανενός…

-     -     Επειδή πάντα στέκεται μπροστά από το παράθυρό σας, σκέφτηκα ότι εσείς την βγάζετε να λιαστεί…

Κι έτσι ξεκίνησε η φιλία της Λίλους με τον Κύριο του Τετάρτου. Το λιγότερο τρεις φορές την εβδομάδα, η Λίλους βρισκόταν εκεί στον φράχτη. Ο κύριος έχανε τον ειρμό της ανάγνωσης, άνοιγε το παράθυρο και συναντιόταν με την Λίλους…

-     -     Κύριε του Τετάρτου, πόσα πράγματα μελετάτε; Θα χάσετε το μυαλό σας… Μοιάζει με πουλάκι φυλακισμένο στο κλουβί του. Γιατί δεν πάτε καλύτερα να κάνετε μια βόλτα;

-      -    Επιλύω τις αντινομίες. Απόψε για άλλη μια φορά κόλλησα σε ένα από τα Αποσπάσματα, σαν σε ένα δρομάκι χωρίς διέξοδο… Όχι, όχι δεν είναι αυτό που λέει «πάντα καινούργια νερά ρέουν προς εσένα», αλλά το άλλο… Επιπλέον τις, όχι ευκλείδειες, γεωμετρίες.  Και τα γραπτά των μαθητών μου που υποφέρουν από τα τόσα πνευματικά παραστρατήματα… Περνάω την ζωή μου με το να διορθώνω…

-     -     Κύριε του Τετάρτου, θυμάστε την Μπορρέγα; Αυτήν που σας μιλούσα μια άλλη μέρα…;

-      -    Την Μπορρέγα… την Μπορρέγα… για να σκεφτώ. Α ναι, την φεμινίστρια, την προοδευτική…

-      -    Αυτήν ακριβώς. Την επέπληξαν άσχημα… Την έδιωξαν από το σχολείο.

-      -    Είναι που η ζωή άρχισε γι’ αυτήν πολύ νωρίς. Ξέρεις Λίλους; Μου αρέσει να κουβεντιάζω μαζί σου. Πάνω από απ’ όλα γιατί από την κουβέντα σου, αποσπώ στίχους αλεξανδρινούς…

-      -    Τι είναι αυτό;

-       -   Επίσης με έκανες να συνειδητοποιήσω το φθινόπωρο… Την στιγμή που όλα ωριμάζουν… Ποτέ δεν έδωσα σημασία από τότε που ήμουν μικρός. Ποτέ δεν έδωσα προσοχή στις εποχές… Αλλά τι σου συμβαίνει Λίλους; Σήμερα δεν μιλάς πολύ, όπως συνηθίζεις…

-      -    Είναι γιατί είμαι λυπημένη.

-       -   Από τι πράγμα;

-        -  Που συμβαίνουν τόσα πράγματα στους ανθρώπους…

-        -  Τι πράγματα;

-      -    Να, σαν κι αυτά τα πράγματα που συμβαίνουν σε εσάς, όπως το θεώρημα του Πυθαγόρα, οι αντινομίες που μου είπατε και οι γεωμετρίες, οι όχι ευδείκλειες…

-      -    Ευδείκλειες, όχι, όχι ευκλείδειες, Λίλους.

-     -     Κύριε του Τετάρτου, γιατί δεν πάτε ποτέ στην εξοχή; Στην εξοχή, κύριε του Τετάρτου! Εκεί απλά πιο πάνω από τους λόφους. Όταν περπατήσει κανείς σε μια μεριά που εγώ ξέρω, τα δέντρα γίνονται όλο και πιο πράσινα και συνεχώς πιο σκιερά, σχεδόν μαύρα τόσο κοντά το ένα στο άλλο… Εκεί υπάρχει μια πηγή που την ξέρουν μόνο τα πουλια… και τρελά βότανα και απεριποίητα χορτάρια… κανείς δεν κάνει θόρυβο. Η ησυχία είναι τόσο μεγάλη, που ακούγονται τα ψιθυρίσματα των κλαδιών και πως σκάνε υγρά τα άνθη. Εκεί μπορείτε να κάνετε ηθική γεωμετρία επάνω στην άμμο.

-     -     Κορίτσι μου, δείξε έλεος στην αντοχή μου. Δεν καταλαβαίνεις; Οι καταστάσεις με έχουν πιέσει, με έχουν συντρίψει, με έχουν ροκανίσει. Είμαι ειδήμων στις κατηγορηματικές προτάσεις και γνώστης των δυστυχιών…

-      -    Α;

-       -   Αλλά κάποιες φορές έχεις δίκιο. Θα έπρεπε να ζητήσω συγγνώμη σε τόσα πράγματα που βρίσκονται πίσω από το παράθυρό μου… Στο δέντρο και στο φυτό κι αν θέλεις, στα πουλιά και στα σύννεφα…

-        -  Ναι, ναι. Πρέπει να ζητήσετε συγγνώμη στην σαύρα που καθημερινά έρχεται να λιαστεί δίπλα στο παράθυρό σας και σε ένα μάτσο κοιμισμένα λουλούδια, στα οποία ποτέ δεν δώσατε σημασία. Και πάνω απ’ όλα στα δέντρα… Είναι τόσο ωραίο να βρίσκεσαι κάτω από ένα δέντρο και να βλέπεις το πράσινο φύλλωμα του μπερδεμένο με μεγάλες λίμνες ουρανού και μπλεγμένα σύννεφα… Είστε τόσο αδύνατος. Θα ήθελα να ξέρω τι τρώτε. Κι έχετε τόσο βαθουλωμένα μάτια. Η μαμά μου έφτιαξε γλυκίσματα. Θέλετε να σας φέρω ένα; Να πηδήξω τον φράχτη; Ή να πάω καλύτερα από την σκάλα;

-       -   Λίλους! Λίλους! Πού είσαι; Πάλι ανεβασμένη στον φράχτη;

-        -  Προς Θεού, η μαμά μου!

-       -   Μικρή! Κατέβα αμέσως. Πρέπει να κάνεις τα μαθήματά σου…

-        -  Δεν μπορώ. Χάλασε το φτερό μου. Έκανα μ’ αυτό μια ένεση μελανιού στην Οκοτλάνα.

-        -  Τι παιδί! Κατέβα… Συγχωρέστε την κύριε, δεν ξέρω πως την αντέχετε που κάνει όλο ερωτήσεις.

-       -   Αντίο, αντίο Λιλούκα. Αντίο Κυρία…

Στον δρόμο η μαμά της την μαλώνει:

-      -    Λίλους, πως είναι δυνατόν να τρως τόσο χρόνο από αυτόν τον κύριο; Είναι φιλόσοφος κι εσύ κάθεσαι και τον νευριάζεις… Λίλους, κορίτσι μου, πότε θα μάθεις να βρίσκεις μόνη σου την απάντηση σε αυτές τις ατελείωτες ερωτήσεις που κάνεις;

 

 

 

Elena Poniatowska-X. La Tapia

—Niña, bájate de la tapia.

—No.

—Te estoy diciendo que te bajes.

—Que no.

—Las niñas bonitas no se suben…

—Éjele…

—Te voy a acusar con tu mamá.

—Al cabo ni me hace nada.

(Ocotlana echa a correr por el jardín).

—Ándale vieja gacha, chismosa, cochina… ¿La lagartija…? ¿A dónde se fue la lagartija? Esa tonta de Ocotlana la espantó. ¡Ocotlana! Cada vez que habla, en la esquina de la boca le sale un hilito de saliva… Se atora las medias con una especie de nudo que se hace justamente detrás de las rodillas. Cuando se sube a los camiones entre la falda y la media resalta su carne blanca y blanda… ¡Lagartija, almita! ¿Dónde estás? Lagartija rosa, ¡te traje un pañuelo!

Lilus se sube muy seguido a la tapia. Se sube porque desde allí puede asomarse al cuarto de un extraño señor que vive en los departamentos de al lado. El señor está sentado interminablemente ante una mesa de trabajo y hojea grandes cantidades de libros envejecidos… El primer día Lilus se quedó observándolo durante una hora. Lo vio leer y releer sin moverse, como un adivino ante su bola de cristal… Después se levantó y se puso a establecer cosas y cosas en el aire, categorías y órdenes invisibles, con sus dos manos veloces y casi transparentes…

Desde entonces Lilus volvió todos los días a su puesto de observación, a espiar una actividad tan incongruente. Hasta que no pudo más y se puso a aullar desde su tapia: «¡Señor del Cuatroooo, Señor del Cuatroooo!» Como no obtuvo respuesta recogió un puño de piedritas, y una por una las fue arrojando contra el cristal de la ventana. Pero nada. El señor del Cuatro ni se movía… Tenía la cabeza profundamente metida en un gran libro de pastas rojas. Debió creer que estaba cayendo granizo, y sin darse cuenta, incluyó a Lilus en el número de los meteoros… Completamente desesperada, Lilus pensó que la única solución era pedir auxilio y aumentar el calibre de los proyectiles… ¿Será sordomudo? «¡Señor del Cuatroooo! ¡Socorro! ¡S.O.S!». Y oh, sorpresa de sorpresas, cuando una de las pedradas de Lilus estuvo a punto de romper la ventana, el Señor del Cuatro volvió lentamente la cabeza, distrajo su mirada de los libros y la posó sobre Lilus…

—Señor del Cuatro… (El señor abrió la ventana bombardeada).

—Perdone Señor del Cuatro, ¿no es de usted esta lagartija?

—No, niña, no. Las lagartijas no son de nadie…

—Pues como siempre está frente a su ventana, pues yo pensé que usted la sacaba a asolear…

 

 

Y así fue como empezó la amistad de Lilus con el Señor del Cuatro. Tres veces por semana cuando menos, allí estaba Lilus en la tapia. El señor iba perdiendo el hilo de su lectura, abría la ventana y se encontraba con Lilus…

—Señor del Cuatro ¿qué tantas cosas estudia? Se le va a perder su cabeza… Parece un pajarito encerrado en su jaula. ¿Por qué no se va mejor a dar la vuelta?

—Estoy resolviendo las antinomias. Anoche me quedé otra vez en uno de los Fragmentos, como en callejón sin salida… No, no es ése de «nuevas aguas fluyen hacia ti», sino el otro… Además, las geometrías no euclidianas. Y los textos de mis alumnos tan plagados de erratas espirituales… Me paso la vida corrigiéndolos…

—Señor del Cuatro, ¿se acuerda usted de la Borrega? ¿De la que le platiqué el otro día…?

—La Borrega… La Borrega… Déjame pensar. Ah sí, la feminista, la librepensadora…

—Ésa mero. Le fue rete mal… La expulsaron de la escuela.

—Es que la vida comenzó muy pronto para ella. ¿Sabes Lilus? Me gusta platicar contigo. Sobre todo porque entresaco de tu conversación muchos alejandrinos…

—¿Qué cosa es eso?

—Además, me has hecho tomar conciencia del otoño… Este momento en que todo se consuma… Nunca me había dado cuenta desde que era pequeño. Nunca me había fijado en las estaciones… ¿Pero qué te pasa, Lilus? Hoy no hablas tanto como de costumbre…

—Es que estoy triste.

—¿Pero de qué?

—De que a la gente se le ocurran tantas cosas…

—¿Qué cosas?

—Pues esas cosas que se le ocurren a usted, como el teorema de Pitágoras, las antinomias que me dijo, y las geometrías no eudiclianas…

—Eudiclianas, no, no euclidianas, Lilus.

—Señor del Cuatro, ¿por qué no se va usted al campo? ¡Al campo, Señor del Cuatro! Allí nomás arribita de Las Lomas. A medida que se camina por un ladito que yo sé, los árboles son cada vez más verdes y cada vez más sombríos, casi negros de tan juntos uno con otro… Allí hay una fuente que sólo los pájaros conocen… y hierbas locas y pasto descuidado… Nadie hace ruido. El silencio es tan grande que se oyen los cuchicheos de las ramas y las huidas húmedas de las flores. Allí puede usted hacer geometría moral sobre la arena.

—Niña, ten piedad de mi rigor. ¿No te das cuenta? Las cosas han presionado sobre mí, me han devastado y pulido. Soy un experto en renuncias y un entendido en desdichas…

—¿Ah?

—Pero a veces tú tienes razón. Debería pedirle perdón a tantas cosas que están detrás de mi ventana… Al árbol y a la planta, y si tú quieres, a los pájaros y a las nubes…

—Sí, sí. Le tiene que pedir perdón a la lagartija que diario viene a tomar el sol junto a su ventana, y a unas matitas de flores dormidas que usted nunca ha tomado en cuenta. Y sobre todo a los árboles… Es tan bonito estar debajo de un árbol viendo su copa verde y emborucada con grandes lagos de cielo y nubes enredadas… Está usted tan flaco. Me gustaría saber lo que come. Y tiene los ojos tan hundidos. Mi mamá hizo ahora merengues. ¿Quiere que le traiga uno? ¿Me salto la tapia? ¿O voy mejor por la escalera?

—¡Lilus! ¡Lilus! ¿Dónde estás? ¿Otra vez subida en la tapia?

—¡Hijos, mi mamá!

—¡Niña! Bájate inmediatamente. Tienes que ir a hacer tu tarea…

—No puedo. Mi pluma no sirve. Con ella le puse una inyección de tinta a Ocotlana.

—¡Qué niña! Bájate… Perdónela señor, no sé como aguanta usted a esta niña preguntona.

—Adiós, adiós, mañana nos vemos.

—Adiós niña Lilus. Adiós Señora…

Por el camino su mamá la regaña:

—Lilus, ¿cómo es posible que te pongas a quitarle el tiempo a este señor? Es un filósofo, y tú estás allí nomás sacándolo de sus casillas… Lilus, niña mía, ¿cuándo aprenderás a encontrar tú sola la respuesta a esa infinidad de preguntas que te haces?


Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

Juan Carlos Onetti-Τα φιλιά

 


Juan Carlos Onetti-Τα φιλιά


Τα είχε γνωρίσει από την μάνα του και του λείπανε. Φιλούσε στα δυο μάγουλα ή στο χέρι, κάθε άγνωστη γυναίκα που του συστήνανε, σεβόταν το έθιμο των πορνείων, που απαγόρευε να ενώνονται τα στόματα· γκόμενες, γυναίκες, τον είχαν φιλήσει με γλώσσες στο λαιμό και είχαν σταθεί με γνώση και αφοσίωση για να του φιλήσουν το μόριο. Σάλιο, ζέστη και γλιστρήματα, ακριβώς όπως αρμόζει.


Έπειτα, η ξαφνική είσοδος της γυναίκας, άγνωστη, να διασχίζει τον κύκλο που σχημάτιζαν οι πονεμένοι, σύζυγος και παιδιά, φίλοι που έκλαιγαν κι αναστέναζαν.


Πλησίασε, χωρίς ντροπή, το πουτανάκι, η πιο ατρόμητη όλων, για να τον φιλήσει στην ψυχράδα του μετώπου, επάνω από το χείλος του φέρετρου, αφήνοντας ανάμεσα στις τρεις οριζόντιες ρυτίδες, ένα μικρό κοκκινάδι.

                                                               

Los besos, Juan Carlos Onetti

 

Los había conocido y extrañado de su madre. Besaba en las dos mejillas o en la mano a toda mujer indiferente que le presentaran, había respetado el rito prostibulario que prohibía unir las bocas; novias, mujeres le habían besado con lenguas en la garganta y se habían detenido sabias y escrupulosas para besarle el miembro. Saliva, calor y deslices, como debe ser.

 

Después la sorpresiva entrada de la mujer, desconocida, atravesando la herradura de dolientes, esposa e hijos, amigos llorones suspirantes.

 

Se acercó, impávida, la muy puta, la muy atrevida, para besarle la frialdad de la frente, por encima del borde del ataúd, dejando entre la horizontalidad de las tres arrugas, una pequeña mancha carmín.

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2021

Eduardo Galeano-Παράθυρο στην τέχνη (ΙΙ)

 


Eduardo Galeano-Παράθυρο στην τέχνη (ΙΙ)

Ήμουν νεαρούλης, σχεδόν παιδί και ήθελα να ζωγραφίσω. Λέγοντας ψέματα για την ηλικία μου, χώθηκα ανάμεσα σε φοιτητές που ζωγράφιζαν ένα γυμνό μοντέλο. Εγώ, στην τάξη, μουτζούρωνα χαρτιά, παλεύοντας με τις γραμμές και τις φόρμες. Εκείνη η γυμνή γυναίκα, που άλλαζε πόζες, ήταν μια πρόκληση για το αδέξιο χέρι μου και τίποτα άλλο: κάτι σαν ένα βάζο που ανέπνεε.

Όμως μια νύχτα, στην στάση του λεωφορείου, την είδα ντυμένη για πρώτη φορά. Ανεβαίνοντας στο λεωφορείο, η φούστα σηκώθηκε και αποκαλύφθηκε η αρχή του μηρού. Και τότε το σώμα μου κόρωσε.

Ventana sobre el arte (II). Eduardo Galeano.

Yo era muchacho, casi niño, y quería dibujar. Mintiendo la edad, pude mezclarme con los estudiantes que dibujaban una modelo desnuda. En las clases, yo borroneaba papeles, peleando por encontrar líneas y volúmenes. Aquella mujer en cueros, que iba cambiando de pose, era un desafío para mi mano torpe y nada más: algo así como un jarrón que respiraba.

Pero una noche, en la parada del ómnibus, la vi vestida por primera vez. Al subir al ómnibus, la pollera se alzó y le descubrió el nacimiento del muslo. Y entonces mi cuerpo ardió.

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2021

Miguel Molina-Σκουπίδια


... άλλο ένα... χαμένο κορμί... από εδώ

 Miguel Molina-Σκουπίδια

Με το που μπαίνει στο σπίτι παρατηρεί, πώς η θλίψη των καθημερινών του ενεργειών και σχεδόν όλης του της ύπαρξης, πέφτει επάνω του. Ποτέ δεν έχει νιώσει τόσο βρώμικος. Γδύνεται στα γρήγορα και μπαίνει στο μπάνιο, αφήνοντας το νερό να τρέξει στο σώμα του. Σαπουνίζεται με αγωνία, προσπαθώντας να σβήσει το σώμα· πόδια, στήθος, κεφάλι… αφήνει για το τέλος στόμα, χέρια, πέος. Αμφιβάλλει για μια στιγμή, όμως θυμάται αμέσως ετούτα τα αθώα χαρακτηριστικά και τρίβει δυνατότερα για να τα εξαλείψει. Τότε, βλέπει όλη την ακαθαρσία του, να στραγγίζει στην αποχέτευση. Πρώτα το πέος, μετά τα χέρια, στόμα και έτσι στροβιλίζοντας, όλο το σώμα του εξαφανίζεται.

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2021

Enrique Jaramillo Levi- Underwood

 


... πριν στεγνώσει το μελάνι... από εδώ

Enrique Jaramillo Levi- Underwood

Η επιστολή είχε καθυστερήσει να φτάσει. Την κρατούσε τώρα μπροστά στα μάτια του, ξεδιπλωμένη, να τρέμει ανάμεσα στα δάχτυλά του. Δεν μπορούσε να ξεκινήσει το διάβασμα. Τα γράμματα θάμπωναν, κολλούσαν το ένα με το άλλο, σαν να είχανε στραγγίξει από το κλάμα. Όμως δεν έκλαιγε. Πάει καιρός που δεν είχε αυτήν την ικανοποίηση. Αντίθετα δίσταζε, φοβισμένος από την απάντηση, που είχε κρυφά φυλαγμένη, τόσο χρόνο, που έμοιαζε μια ολόκληρη ζωή. Συγκεντρώθηκε, έκανε μια τεράστια προσπάθεια και τα γράμματα ανέκτησαν την φόρμα τους, το μικρό καθαρό κενό ανάμεσα τους, αυτό που χαρακτήριζε την φορητή γραφομηχανή Underwood, αυτήν που αυτός ο ίδιος της είχε αγοράσει, λίγο μετά τον γάμο.

Όλο το περιεχόμενο μπορούσε να συνοψιστεί στην τελευταία φράση:

Σε αγαπώ ακόμη. Έρχομαι την Παρασκευή.

Τσαλάκωσε το φύλλο. Σχεδόν αμέσως το τσίτωσε ξανά. Τα μάτια του διέτρεξαν άπληστα  τις συγγνώμες, τα παρακάλια, τις περιγραφές των σχεδίων που θα πραγματοποιούσαν μαζί. Εκείνη έφταιγε για όλα, τον διαβεβαίωνε. Όμως δεν θα συνέβαινε ξανά. Και μετά ερχόταν η επιβεβαίωση, αυτού, που εκείνος παρακαλούσε κάθε νύχτα. Η νέτη ανακοίνωση της άφιξής της. Κοιτάζοντας την ώρα στο ρολόι του, έκπληκτος, πρόσεξε πως ήταν ήδη Παρασκευή. Έτρεξε ως το αμάξι, προσμένοντας την αγκαλιά, νιώθοντας πάνω στο σώμα του, το μετάνιωμα της, την ντροπή της, Ξημέρωνε.

Περίμενε ατελείωτες ώρες στον σταθμό. Οι ιδέες του, χανόντουσαν στις πιο περίπλοκες εικασίες. Θυμήθηκε αμέσως ότι δεν ήξερε, τι ώρα θα έφτανε. Ούτε πως θα έφτανε κοντά του. Θα μπορούσε να έρθει με αεροπλάνο, δεν ήταν παράξενο. Τότε, γιατί εκείνος βρισκόταν στον σταθμό περιμένοντας, ποιος ξέρει, ποιο λεωφορείο; Χωρίς να το καταλάβει οδήγησε ως εκεί, καθοδηγούμενος, ίσως, από τον τρόπο που το είχε τόσες φορές ονειρευτεί. Πάντα την έβλεπε να κατεβαίνει χαμογελαστή, να τον ψάχνει με το βλέμμα, μέχρι που την έβλεπε όρθια δίπλα στην κολόνα, που τώρα στήριζε το βάρος του. Μονολόγησε, απεγνωσμένα, πόσο βλάκας ήταν.

Ευτυχώς είχε μαζί του την επιστολή. Την ξεδίπλωσε βιαστικά. Δεν υπήρχε καμιά ένδειξη, του πώς θα έφτανε στην πόλη. Πέρασαν τα λεπτά και η αβεβαιότητα πύκνωνε στο λαχάνιασμα του. Γιατί να μην εξηγήσει  καθαρά την ώρα και τον τόπο της άφιξης; Δεν είχε αλλάξει. Συνεχίζει, η ίδια ανεύθυνη όπως πάντα. Θα πρέπει να πάρει ένα ταξί μέχρι το σπίτι, εκείνος δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο. Θα την περίμενε εκεί.

Ήρθε η νύχτα πυκνή και καταθλιπτική. Καθόλου δεν τον βοήθησε το διάβασμα των περιοδικών που βρίσκονταν τριγύρω. Δεν ξεχάστηκε ακούγοντας ραδιόφωνο, ούτε βοήθησε το πήγαινε-έλα κάθε λίγο στο μπαλκόνι. Σύντομα θα γινόντουσαν δώδεκα και ο ερχομός του Σαββάτου, θα αποδείκνυε για μια ακόμη φορά, αυτό που εκείνος πάντα υποψιάζονταν: ήταν μια ψεύτρα, η πιο σατανική από όλες τις παραμυθατζούδες. Στη μια μετά τα μεσάνυχτα, σιγουρεύτηκε, ότι ποτέ ξανά δεν θα πίστευε ούτε μια λέξη της. Ακόμη κι αν ερχόντουσαν χιλιάδες επιστολές, που θα του ζητάνε συγγνώμη ή αν άκουγε ξανά την ικετευτική της φωνή από το τηλέφωνο. Περπάτησε μέχρι την μικρή φορητή Underwood, έβαλε χαρτί και πληκτρολόγησε βιαστικά. Τα γράμματα έβγαιναν αδύνατα, εξασθενισμένα. Άλλαξε μελάνι. Έγραψε:

Αγαπημένε Ραμίρο:

Πρέπει να με συγχωρέσεις. Έχασα το αεροπλάνο την Παρασκευή. Θα έρθω, το δίχως άλλο, την επόμενη εβδομάδα. Σε αγαπώ. Πρέπει να με πιστέψεις…

Underwood. Enrique Jaramillo Levi.

La carta había demorado en llegar. La tenía ahora frente a los ojos, desdoblada, convulsa entre sus dedos. No lograba iniciar la lectura. Las letras se desdibujaban fundiéndose unas con otras como si el llanto las hubiese escurrido. Pero no lloraba. Hacía mucho tiempo que no se daba esa satisfacción. En cambio vacilaba, temeroso de la respuesta que había guardado en secreto durante lo que ya parecía una vida. Se concentró, haciendo un esfuerzo enorme, y las letras fueron recuperando sus pequeñas estaturas, la separación breve y nítida que caracterizaba a la Underwood portátil que él mismo le había comprado poco después de la boda.

Todo el contenido podía resumirse en la última línea:

Te amo aún. Llego el viernes.

Arrugó la hoja. Casi en seguida volvió a estirarla. Sus ojos recorrieron ávidos las disculpas, los ruegos, el esbozo de planes que habrían de realizar juntos. Ella había tenido la culpa de todo, aseguraba. Pero no volvería a ocurrir. Y luego venía la reafirmación de lo que él había rogado todas las noches. Y el anuncio escueto de su llegada. Al buscar la hora en su reloj, notó sorprendido que ya era viernes. Corrió hasta el auto anticipando el abrazo, sintiendo contra su cuerpo el arrepentimiento de ella, su vergüenza. Amanecía.

Esperó largas horas en la estación. Sus ideas se perdían en las más enmarañadas conjeturas. Recordó de pronto que no sabía a qué hora llegaría. Ni cómo viajaría hasta él. Hasta podía llegar en avión, nada tendría de raro. Entonces, ¿por qué estaba él en la estación, esperando quién sabe qué autobús? Sin darse cuenta manejó hasta allí, guiado quizá por la forma que había tomado tantas veces aquel sueño. Siempre la miraba bajar sonriente, buscándolo con la vista, hasta que la veía de pie junto a la columna que ahora sostenía su peso. Se dijo, angustiado, que era un imbécil.

Por suerte traía la carta. La desdobló presuroso. No había ningún indicio de cómo se transportaría hasta la ciudad. Pasaron los minutos y la incertidumbre se iba espesando en sus jadeos. ¿Cómo no se le ocurrió explicar claramente la hora y el lugar de su arribo? No había cambiado. Sigue siendo tan irresponsable como siempre. Tendrá que tomar un taxi hasta la casa porque él no puede hacer nada más. Allá la esperaría.

La noche se hizo densa y angustiosa. De nada le sirvió leer durante el día las revistas que lo rodeaban. Tampoco se distrajo escuchando la radio ni saliendo al balcón a cada rato. Pronto serían las doce y entonces la llegada del sábado se encargaría de probar otra vez lo que él siempre sospechó: era una mentirosa, la más cruel de las farsantes.

A la una de la mañana confirmó que ya nunca más le creería una sola palabra. Aunque llegaran mil cartas pidiéndole perdón o volviera a escuchar su voz suplicante por teléfono. Caminó hasta la pequeña Underwood, insertó un papel, tecleó a prisa. Las letras salían débiles, destintadas. Cambió la cinta. Escribió:

Querido Ramiro:

Tienes que perdonarme. Perdí el avión el viernes. Iré la próxima semana, sin falta. Ya te avisaré. Te amo. Debes creerme…