Octavio Paz-
Το γαλάζιο μπουκέτο
Ξύπνησα μουσκεμένος στον ιδρώτα. Από το πάτωμα με τα κόκκινα
τούβλα, προσφάτως ποτισμένα, ανέβαινε ζεστός ατμός. Μια πεταλούδα με γκριζωπά
φτερά πετάριζε μαγεμένη γύρω από την κίτρινη λάμπα. Πήδηξα από την αιώρα και
ξυπόλητος διέσχισα το δωμάτιο, προσέχοντας να μην πατήσω κανένα σκορπιό,
φευγάτο από την κρυψώνα του, για να πάρει αέρα. Πλησίασα το παραθυράκι και
εισέπνευσα τον αέρα του αγρού. Ακουγόταν η αναπνοή της νύχτας, τεράστια, θηλυκιά.
Επέστρεψα στο κέντρο της κάμαρας, άδειασα το νερό από την κανάτα στην λεκάνη
από κασσίτερο και μούσκεψα την πετσέτα. Έτριψα τον κορμό, τα πόδια με το
βρεμένο σφουγγάρι, σκουπίστηκα λιγάκι και αφού σιγουρεύτηκα, ότι κανένα έντομο
δεν κρυβόταν ανάμεσα στις πτυχές των ρούχων μου, ντύθηκα και έβαλα τα
παπούτσια. Κατέβηκα πηδώντας την, βαμμένη πράσινη, σκάλα. Στην πόρτα του
κτηρίου, έπεσα επάνω στον σπιτονοικοκύρη, μονόφθαλμος, καχύποπτο άτομο.
Καθισμένος σε μια υφασμάτινη καρεκλίτσα, κάπνιζε με το ένα μάτι μισόκλειστο. Με
βραχνή φωνή με ρώτησε: - Για που το έβαλε ο κύριος; - Να πάω μια βόλτα. Κάνει
πολύ ζέστη. -Χμ, είναι όλα κλειστά. Και δεν υπάρχει φωτισμός εδώ. Θα ήταν
καλύτερο για εσάς να μένατε μέσα. Σήκωσα τους ώμους, ψιθύρισα «επιστρέφω άμεσα»
και ρίχτηκα στο σκοτάδι. Στην αρχή δεν έβλεπα τίποτα. Περπάτησα ψαχουλευτά
επάνω στο πέτρινο δρομάκι. Άναψα τσιγάρο. Αμέσως βγήκε το φεγγάρι πίσω από ένα
μαύρο σύννεφο, φωτίζοντας τον άσπρο τοίχο, που βαθμιαία κατέρρεε. Σταμάτησα,
τυφλωμένος μπροστά σε τόση λευκότητα. Φύσηξε ελαφρύ αεράκι. Ο αέρας μύριζε
ταμάρινδο. Δονούνταν η νύχτα, γεμάτη φύλλα και έντομα. Οι γρύλοι στρατοπέδευαν
ανάμεσα στα ψηλά χορτάρια. Σήκωσα το πρόσωπο: ψηλά επίσης είχαν στρατοπεδεύσει
τα αστέρια. Σκέφτηκα, ότι το σύμπαν είναι ένα πελώριο σύστημα σινιάλων, μια
συζήτηση μεταξύ τεράστιων όντων. Οι πράξεις μου, το τρίξιμο του γρύλου, το αστέρι
που αναβοσβήνει, δεν ήταν τίποτα άλλο πέρα από παύσεις και συλλαβές, διάσπαρτες
φράσεις σε εκείνο τον διάλογο. Ποια να ήταν εκείνη η λέξη, της οποίας εγώ ήμουν
μια συλλαβή; Ποιος λέει αυτήν την λέξη και σε ποιόν την λέει; Πέταξα το τσιγάρο
επάνω στο πεζοδρόμιο. Πέφτοντας, διέγραψε μια φωτεινή καμπύλη, πετώντας
σύντομες σπίθες, σαν ένας μικροσκοπικός κομήτης. Περπάτησα για αρκετή ώρα,
αργά. Ένιωθα ελεύθερος, ασφαλής ανάμεσα στα χείλια που εκείνη τη στιγμή με καλούσαν
με τόση ευτυχία. Η νύχτα ήταν ένα κήπος από μάτια. Διασχίζοντας τον δρόμο,
ένιωσα πως κάποιος βγήκε από μια πόρτα. Γύρισα, αλλά δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω
τίποτα. Δυνάμωσα το βήμα. Λίγα λεπτά αργότερα αντιλήφθηκα ένα ζευγάρι σανδάλια
επάνω στις ζεστές πέτρες. Δεν θέλησα να γυρίσω, παρόλο που ένιωσα, ότι η σκιά
πλησίαζε όλο και περισσότερο. Προσπάθησα να τρέξω. Δεν μπόρεσα. Σταμάτησα
στεγνά, απότομα. Πριν μπορέσω να αμυνθώ, ένιωσα την μύτη ενός μαχαιριού στην
πλάτη μου και μια γλυκιά φωνή: -Μην κινείστε, κύριε, αλλιώς σας το μπήγω. Χωρίς
να γυρίσω το πρόσωπο, ρώτησα: - Τι θέλεις; - Τα μάτια σας, κύριε – απάντησε με
απαλή, σχεδόν απολογητική φωνή. – Τα μάτια μου; Σε τι θα σου χρησιμεύσουν τα
μάτια μου; Κοίτα, έχω εδώ λίγα χρήματα. Δεν είναι πολλά, αλλά κάτι είναι. Θα
σου δώσω, ότι έχω, αν με αφήσεις. Μην με σκοτώσεις. – Μην φοβάστε, κύριε. Δεν
θα σας σκοτώσω. Μόνο τα μάτια θα σας πάρω. – Αλλά, γιατί θέλεις τα μάτια μου; -
Είναι ένα καπρίτσιο της κυράς μου. Θέλει ένα μπουκετάκι γαλάζια μάτια και εδώ
λίγοι τα έχουν. – Τα μάτια μου, σου είναι άχρηστα. Δεν είναι γαλάζια, είναι
κίτρινα. – Αχ, κύριε, μην πάτε να με εξαπατήσετε. Ξέρω καλά, ότι τα έχετε
γαλάζια. – Δεν βγάζουν τα μάτια ενός χριστιανού έτσι. Θα σου δώσω κάτι άλλο. –
Μην κάνετε τον γκρινιάρη, μου είπε σκληρά. Γυρίστε προς τα εδώ. Γύρισα. Ήταν
μικρός και εύθραυστος. Ένα ψάθινο καπέλο, του σκέπαζε το μισό πρόσωπο. Κρατούσε
στο δεξί χέρι ένα μαχαίρι του αγρού, που γυάλιζε στο φως του φεγγαριού. –
Φωτίστε το πρόσωπο. Άναψα και πλησίασα την φλόγα στο πρόσωπο. Η φεγγοβολιά με έκανε
να μισοκλείσω τα μάτια. Εκείνος άνοιξε τα βλέφαρα μου με σταθερό χέρι. Δεν
μπορούσε να δει καλά. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και με παρατήρησε
έντονα. Η φλόγα μου έκαιγε τα δάχτυλα. Το πέταξα. Έμεινε σιωπηλός για μια
στιγμή. – Πείστηκες λοιπόν; Δεν είναι γαλάζια. – Αχ, τι κατεργάρης είστε! –
απάντησε – Λοιπόν, άναψε ξανά. Έτριψα κι άλλο σπίρτο και το πλησίασα στα μάτια
μου. Τραβώντας με από το μανίκι, με πρόσταξε. – Πέσε στα γόνατα. Γονάτισα. Με
το ένα χέρι με άρπαξε από τα μαλλιά στέλνοντας το κεφάλι μου προς τα πίσω.
Έσκυψε επάνω μου, περίεργος και τεντωμένος, ενώ το μαχαίρι κατέβαινε αργά,
μέχρι που ακούμπησε τα βλέφαρα μου. Έκλεισα τα μάτια. – Ανοίξτε τα καλά – διέταξε.
Άνοιξα τα μάτια. Η φλογίτσα μου έκαιγε τα τσίνορα. Με άφησε ξαφνικά. – Λοιπόν,
δεν είναι γαλάζια, κύριε. Ελεύθερος. Και εξαφανίστηκε. Στηρίχτηκα δίπλα στον
τοίχο, με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια. Μετά σηκώθηκα. Παραπατώντας, πέφτοντας
και ξανά όρθιος, έτρεξα για μια ώρα στο έρημο χωριό. Όταν έφτασα στην πλατεία,
είδα τον σπιτονοικοκύρη να κάθεται μπροστά στην πόρτα. Μπήκα, χωρίς να πω
κουβέντα. Την επόμενη μέρα απομακρύνθηκα από εκείνο το χωριό.
PAZ, Octavio: El
ramo azul
Desperté,
cubierto de sudor. Del piso de ladrillos rojos, recién regados, subía un vapor
caliente. Una mariposa de alas grisáceas revoloteaba encandilada alrededor del
foco amarillento. Salté de la hamaca y descalzo atravesé el cuarto, cuidando no
pisar algún alacrán salido de su escondrijo a tomar el fresco. Me acerqué al
ventanillo y aspiré el aire del campo. Se oía la respiración de la noche,
enorme, femenina. Regresé al centro de la habitación, vacié el agua de la jarra
en la palangana de peltre y humedecí la toalla. Me froté el torso y las piernas
con el trapo empapado, me sequé un poco y, tras de cerciorarme que ningún bicho
estaba escondido entre los pliegues de mi ropa, me vestí y calcé. Bajé saltando
la escalera pintada de verde. En la puerta del mesón tropecé con el dueño,
sujeto tuerto y reticente. Sentado en una sillita de tule, fumaba con el ojo
entrecerrado. Con voz ronca me preguntó: —¿Ónde va señor? —A dar una vuelta.
Hace mucho calor. —Hum, todo está ya cerrado. Y no hay alumbrado aquí. Más le
valiera quedarse. Alcé los hombros, musité “ahora vuelvo” y me metí en lo
oscuro. Al principio no veía nada. Caminé a tientas por la calle empedrada.
Encendí un cigarrillo. De pronto salió la luna de una nube negra, iluminando un
muro blanco, desmoronado a trechos. Me detuve, ciego ante tanta blancura. Sopló
un poco de viento. Respiré el aire de los tamarindos. Vibraba la noche, llena
de hojas e insectos. Los grillos vivaqueaban entre las hierbas altas. Alcé la
cara: arriba también habían establecido campamento las estrellas. Pensé que el
universo era un vasto sistema de señales, una conversación entre seres
inmensos. Mis actos, el serrucho del grillo, el parpadeo de la estrella, no
eran sino pausas y sílabas, frases dispersas de aquel diálogo. ¿Cuál sería esa
palabra de la cual yo era una sílaba? ¿Quién dice esa palabra y a quién se la
dice? Tiré el cigarrillo sobre la banqueta. Al caer, describió una curva
luminosa, arrojando breves chispas, como un cometa minúsculo. Caminé largo
rato, despacio. Me sentía libre, seguro entre los labios que en ese momento me
pronunciaban con tanta felicidad. La noche era un jardín de ojos. Al cruzar la
calle, sentí que alguien se desprendía de una puerta. Me volví, pero no acerté
a distinguir nada. Apreté el paso. Unos instantes después percibí unos
huaraches sobre las piedras calientes. No quise volverme, aunque sentía que la
sombra se acercaba cada vez más. Intenté correr. No pude. Me detuve en seco,
bruscamente. Antes de que pudiese defenderme, sentí la punta de un cuchillo en
mi espalda y una voz dulce: —No se mueva , señor, o se lo entierro. Sin volver
la cara pregunté: —¿Qué quieres? —Sus ojos, señor —contestó la voz suave, casi
apenada. —¿Mis ojos? ¿Para qué te servirán mis ojos? Mira, aquí tengo un poco
de dinero. No es mucho, pero es algo. Te daré todo lo que tengo, si me dejas.
No vayas a matarme. —No tenga miedo señor. No lo mataré. Nada más voy a sacarle
los ojos. —Pero, ¿para qué quieres mis ojos? —Es un capricho de mi novia.
Quiere un ramito de ojos azules y por aquí hay pocos que los tengan. —Mis ojos
no te sirven. No son azules, sino amarillos. —Ay, señor no quiera engañarme.
Bien sé que los tiene azules. —No se le sacan a un cristiano los ojos así. Te
daré otra cosa. —No se haga el remilgoso, me dijo con dureza. Dé la vuelta. Me
volví. Era pequeño y frágil. El sombrero de palma la cubría medio rostro.
Sostenía con el brazo derecho un machete de campo, que brillaba con la luz de
la luna. —Alúmbrese la cara. Encendí y me acerqué la llama al rostro. El
resplandor me hizo entrecerrar los ojos. Él apartó mis párpados con mano firme.
No podía ver bien. Se alzó sobre las puntas de los pies y me contempló
intensamente. La llama me quemaba los dedos. La arrojé. Permaneció un instante
silencioso. —¿Ya te convenciste? No los tengo azules. -—Ah, qué mañoso es
usted! —respondió— A ver, encienda otra vez. Froté otro fósforo y lo acerqué a
mis ojos. Tirándome de la manga, me ordenó. —Arrodíllese. Mi hinqué. Con una mano
me cogió por los cabellos, echándome la cabeza hacia atrás. Se inclinó sobre
mí, curioso y tenso, mientras el machete descendía lentamente hasta rozar mis
párpados. Cerré los ojos. —Ábralos bien —ordenó. Abrí los ojos. La llamita me
quemaba las pestañas. Me soltó de improviso. —Pues no son azules, señor.
Dispense. Y desapareció. Me acodé junto al muro, con la cabeza entre las manos.
Luego me incorporé. A tropezones, cayendo y levantándome, corrí durante una
hora por el pueblo desierto. Cuando llegué a la plaza, vi al dueño del mesón,
sentado aún frente a la puerta. Entré sin decir palabra. Al día siguiente hui
de aquel pueblo.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.