... μια μεξικάνικη, αλλά διαπλανητική και διαχρονική ιστορία τρόμου ... από εδώ
Juan José Arreola- Η
ταραντούλα
Η ταραντούλα διατρέχει
ελεύθερα στο σπίτι, αλλά η ικανότητα μου, να νιώθω τον τρόμο δεν μειώνεται. Την
μέρα που η Βεατρίκη και εγώ μπήκαμε σε εκείνη την βρώμικη σκηνή στο υπαίθριο
παζάρι, κατάλαβα ότι το απωθητικό ζωύφιο, ήταν ότι πιο τρομακτικό θα μπορούσε
να καθορίσει την μοίρα μου. Χειρότερο ακόμα και από την περιφρόνηση και την
λύπηση, που φώτιζαν ξαφνικά το καθαρό βλέμμα.
Λίγες μέρες αργότερα,
γύρισα για να αγοράσω την ταραντούλα και ο έκπληκτος σαλτιμπάγκος, μου έδωσε
κάποιες πληροφορίες σχετικά με τις συνήθειες της και την παράξενη διατροφή της.
Τότε κατάλαβα, ότι είχα στα χέρια, επιτέλους, την απόλυτη απειλή, την μέγιστη
δόση τρόμου, που το πνεύμα μου μπορούσε να αντέξει. Θυμάμαι το τρεμάμενο βήμα
μου, το διστακτικό, όταν γυρνώντας στο σπίτι ένιωθα το ελαφρύ και πυκνό βάρος της
αράχνης, εκείνο το βάρος, από το οποίο μπορούσα, με σιγουριά, να αφαιρέσω το
βάρος του ξύλου στο οποίο την μετέφερα, σαν να ήταν δυο βάρη τελείως
διαφορετικά: αυτό του αθώου ξύλου και αυτό του ακάθαρτου και δηλητηριώδους
ζώου, που λειτουργούσε επάνω μου, σαν το απόλυτο έρμα. Μέσα σε εκείνο το κουτί
βρισκόταν η προσωπική κόλαση, που θα εγκαθίστατο στο σπίτι μου, για να
καταστρέψει, για να ακυρώσει την άλλη, την υπερφυσική κόλαση των αντρών.
Την αξιομνημόνευτη νύχτα
που την άφησα, την ταραντούλα, στο διαμέρισμά μου και την είδα να τρέχει, σαν
κάβουρας και να κρύβεται κάτω από ένα έπιπλο, ήταν η αρχή μιας ζωής
απερίγραπτης.
Από τότε, κάθε μια από τις
διαθέσιμες στιγμές μου, διατρέχεται από τα βήματα της αράχνης, που γεμίζει το
σπίτι με την αόρατη παρουσία της.
Κάθε νύχτα, τρέμω στην
αναμονή του θανάσιμου τσιμπήματος. Πολλές φορές ξυπνώ με το σώμα παγωμένο,
συμπαγές, ακίνητο, γιατί ο ύπνος δημιούργησε για μένα, με ακρίβεια, το γαργαλιστικό
βήμα της αράχνης επάνω στο δέρμα μου, το ακαθόριστο βάρος της, την θεμελιώδη
εμμονή της. Ωστόσο, πάντα ξημερώνει. Είμαι ζωντανός και η ψυχή μου, ανώφελα,
επιστρέφει και διορθώνεται.
Υπάρχουν μέρες που
σκέφτομαι, ότι η ταραντούλα, εξαφανίστηκε, ότι έχασε το δρόμο ή ότι πέθανε. Όμως
δεν κάνω τίποτα για να το αποδείξω. Αφήνω πάντα την τύχη, να με φέρει απέναντι της,
καθώς βγαίνω από το μπάνιο ή καθώς γδύνομαι για να μπω στο κρεβάτι. Κάποιες
φορές, η σιωπή της νύχτας, μου φέρνει την ηχώ των βημάτων της, που έμαθα να
ακούω, παρόλο που ξέρω ότι είναι ανεπαίσθητα.
Πολλές μέρες, βρίσκω
ανέπαφο το φαγητό, που έχω αφήσει από την προηγούμενη. Όταν δεν το βρίσκω, δεν
ξέρω, αν το καταβρόχθισε η ταραντούλα ή κάποιος άλλος αθώος φιλοξενούμενος του
σπιτιού. Έχω φτάσει, ακόμη, στο σημείο να σκεφτώ, ότι υπήρξα θύμα απάτης και
ότι βρίσκομαι στο έλεος μιας ψεύτικης ταραντούλας. Ίσως, ο σαλτιμπάγκος να με
εξαπάτησε, βάζοντας με να πληρώσω ακριβά και έναν αβλαβή και απωθητικό
σκαραβαίο.
Όμως στην πραγματικότητα,
αυτό δεν έχει σημασία, γιατί εγώ αφιέρωσα στην ταραντούλα την βεβαιότητα του
θανάτου μου, που απλώς έχει αναβληθεί. Τις πιο δύσκολες ώρες της αϋπνίας, όταν
χάνομαι σε εικασίες και τίποτα δεν με ηρεμεί, συνηθίζει να με επισκέπτεται η
ταραντούλα. Βηματίζει με ζιγκ-ζαγκ στο δωμάτιο και προσπαθεί να ανέβει αδέξια στους
τοίχους. Σταματά, σηκώνει το κεφάλι και κουνάει τις κεραίες. Μοιάζει να
οσμίζεται, ερεθισμένη, ένας αόρατος σύντροφος. Τότε, ανατριχιάζω στην μοναξιά
μου, στριμωγμένος από το μικρό τέρας, θυμάμαι τους άλλους καιρούς, όταν
ονειρευόμουν την Βεατρίκη και την ακατόρθωτη συντροφιά της.
La migala. Juan José Arreola.
La migala discurre libremente por la casa, pero mi capacidad de horror no
disminuye.
El día en que Beatriz y yo entramos en aquella barraca inmunda de la feria
callejera, me di cuenta de que la repulsiva alimaña era lo más atroz que podía
depararme el destino. Peor que el desprecio y la conmiseración brillando de
pronto en una clara mirada.
Unos días más tarde volví para comprar la migala, y el sorprendido
saltimbanqui me dio algunos informes acerca de sus costumbres y su alimentación
extraña. Entonces comprendí que tenía en las manos, de una vez por todas, la
amenaza total, la máxima dosis de terror que mi espíritu podía soportar.
Recuerdo mi paso tembloroso, vacilante, cuando de regreso a la casa sentía el
peso leve y denso de la araña, ese peso del cual podía descontar, con
seguridad, el de la caja de madera en que la llevaba, como si fueran dos pesos
totalmente diferentes: el de la madera inocente y el del impuro y ponzoñoso
animal que tiraba de mí como un lastre definitivo. Dentro de aquella caja iba
el infierno personal que instalaría en mi casa para destruir, para anular el
otro, el descomunal infierno de los hombres.
La noche memorable en que solté a la migala en mi departamento y la vi
correr como un cangrejo y ocultarse bajo un mueble, ha sido el principio de una
vida indescriptible. Desde entonces, cada uno de los instantes de que dispongo
ha sido recorrido por los pasos de la araña, que llena la casa con su presencia
invisible.
Todas las noches tiemblo en espera de la picadura mortal. Muchas veces
despierto con el cuerpo helado, tenso, inmóvil, porque el sueño ha creado para
mí, con precisión, el paso cosquilleante de la araña sobre mi piel, su peso
indefinible, su consistencia de entraña. Sin embargo, siempre amanece. Estoy
vivo y mi alma inútilmente se apresta y se perfecciona.
Hay días en que pienso que la migala ha desaparecido, que se ha extraviado
o que ha muerto. Pero no hago nada para comprobarlo. Dejo siempre que el azar
me vuelva a poner frente a ella, al salir del baño, o mientras me desvisto para
echarme a la cama. A veces el silencio de la noche me trae el eco de sus pasos,
que he aprendido a oír, aunque sé que son imperceptibles.
Muchos días encuentro intacto el alimento que he dejado la víspera. Cuando
desaparece, no sé si lo ha devorado la migala o algún otro inocente huésped de
la casa. He llegado a pensar también que acaso estoy siendo víctima de una
superchería y que me hallo a merced de una falsa migala. Tal vez el
saltimbanqui me ha engañado, haciéndome pagar un alto precio por un inofensivo
y repugnante escarabajo.
Pero en realidad esto no tiene importancia, porque yo he consagrado a la
migala con la certeza de mi muerte aplazada. En las horas más agudas del
insomnio, cuando me pierdo en conjeturas y nada me tranquiliza suele visitarme
la migala. Se pasea embrolladamente por el cuarto y trata de subir con torpeza a
las paredes. Se detiene, levanta su cabeza y mueve los palpos. Parece husmear,
agitada, un invisible compañero.
Entonces, estremecido, en mi soledad, acorralado por el pequeño monstruo,
recuerdo que en otro tiempo yo soñaba con Beatriz y con su compañía imposible.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.