Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Εραστές


Εραστές

Jorge Gaitán Durán

Είμαστε όπως είναι αυτοί που αγαπιούνται.
Καθώς γυμνοί ανακαλύπτουμε δυο δράκους
άγνωστους που στα ψαχουλευτά πηγαίνουν
με τραύματα και μ’ αιμοβόρα επιθυμία
να σημαδεύει αυτούς που ακατάπαυστα αγαπιούνται:
η ανία, η υποψία που ανίκητα μας δένει
μέσα στο δίχτυ της, όπως το λάθος δυο θεών μοιχών.
Ερωτευμένοι σαν δυο τρελοί,
δυο άστρα που αιμορραγούν, δυο δυναστείες
που πεινασμένες διεκδικούν ένα βασίλειο,
διψάμε για δικαιοσύνη, κρυφοκοιτάζουμε την βία,
εξαπατούμε, φθάνουμε μέχρι τις αχρείες προσβολές
με τις οποίες ο ουρανός χλευάζει αυτούς που αγαπιούνται.
Μόνο για να μας κάψει χίλιες φορές
η αγκαλιά αυτών που στον κόσμο αγαπιούνται
στον θάνατο καθημερινά χίλιες φορές μας στέλνει.   




Amantes

Somos como son los que se aman.
Al desnudarnos descubrimos dos monstruosos
desconocidos que se estrechan a tientas,
cicatrices con que el rencoroso deseo
señala a los que sin descanso se aman:
el tedio, la sospecha que invencible nos ata
en su red, como en la falta dos dioses adúlteros.
Enamorados como dos locos,
dos astros sanguinarios, dos dinastías
que hambrientas se disputan un reino,
queremos ser justicia, nos acechamos feroces,
nos engañamos, nos inferimos las viles injurias
con que el cielo afrenta a los que se aman.
Sólo para que mil veces nos incendie
el abrazo que en el mundo son los que se aman
mil veces morimos cada día.

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Στην Φρανσίσκα


Rubén Darío

A Francisca

Μακριά από δόλο και από πανούργα σκέψη
γεμάτη απ’ την αυταπάτη που η πίστη δίνει
θεόσταλτη στο δικό μου μονοπάτι
Φρανσίσκα Σάντσες συντρόφεψέ με…

Στον πόνο τον κρυφό και στο μαρτύριο
άπλωσες γλύκα δίχως δεύτερη σκέψη
πέταλα κρίνου σκόρπισες απλόχερα
και φύλλα δάφνης για μια καινούργια στέψη.

Γιάτρισα του πόνου εσύ το ήξερες
σκαρφάλωσες ασυναίσθητα στην αγάπη
ζεσταίνεις με φως τις ώρες αυτές τις δύσκολες
βάζεις φωτιά εκεί που δεν θα μπορούσε να υπάρχει.

Σίγουρα ο Θεός σε μένα σε οδήγησε
για να ποτίσεις το δένδρο της δικής μου πίστης
μέχρι την πηγή της νύχτας και της λησμονιάς
Φρανσίσκα Σάντσες συντρόφεψέ με…


Ajena al dolo y al sentir artero,
llena de la ilusión que da la fe,
lazarillo de Dios en mi sendero,
Francisca Sánchez acompañamé...

En mi pensar de duelo y de martirio,
casi inconsciente me pusiste miel,
multiplicaste pétalos de lirio,
y refrescaste la hoja de laurel.

Ser cuidadosa del dolor supiste
y elevarte al amor sin comprender,
enciendes luz en las horas del triste,
pones pasión donde no puede haber.

Seguramente Dios te ha conducido
para regar el árbol de mi fe,
hacia la fuente de noche y de olvido,
Francisca Sánchez acompañamé...

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Σώμα γυναίκας, λευκοί λόφοι...(Ποίημα Ι)


Pablo Neruda

Σώμα γυναίκας, λευκοί λόφοι…(Ποίημα Ι)

Σώμα γυναίκας, λευκοί λόφοι, μηροί λευκοί,
στον κόσμο μοιάζεις, προσφέρεις στήριξη.
Το σώμα μου ατίθασος εργάτης σε υπονομεύει
και κάνει το παιδί να πηδήξει από τα βάθη της γης.
Ήμουνα μόνο μια σήραγγα. Μακριά μου φεύγανε τα πουλιά
και μέσα μου έμπαινε η νύχτα μια εισβολή πολυδύναμη.
Για να επιζήσω σε σφυρηλάτησα σαν κανόνι,
σαν βέλος στο τόξο μου, σαν πέτρα στην σφεντόνα.
Αλλά γλιστρά η ώρα της εκδίκησης και σ’ αγαπώ.
Σώμα από δέρμα, από βρύα, από γάλα αδηφάγο και ακούνητο.
Α! Οι ασκοί του στήθους! Α! Τα μάτια της απουσίας!
Α! Τα τριαντάφυλλα της ήβης! Α! Η φωνή σου αργή και λυπητερή!
Σώμα της δικιάς μου γυναίκας, επίμονο, αντέχει την χάρη σου.
Δίψα μου, λαχτάρα μου απέραντη, σταυροδρόμι μου!
Σκοτεινά δρομάκια όπου η αιώνια δίψα επιμένει
και η κούραση επιμένει και ο πόνος ο ατελείωτος.  


Cuerpo de mujer, blancas colinas ... (Poema I)


Cuerpo de mujer, blancas colinas, muslos blancos,
te pareces al mundo en tu actitud de entrega.
Mi cuerpo de labriego salvaje te socava
y hace saltar el hijo del fondo de la tierra.
Fui solo como un túnel. De mí huían los pájaros
y en mí la noche entraba su invasión poderosa.
Para sobrevivirme te forjé como un arma,
como una flecha en mi arco, como una piedra en mi honda.
Pero cae la hora de la venganza, y te amo.
Cuerpo de piel, de musgo, de leche ávida y firme.
Ah los vasos del pecho! Ah los ojos de ausencia!
Ah las rosas del pubis! Ah tu voz lenta y triste!
Cuerpo de mujer mía, persistirá en tu gracia.
Mi sed, mi ansia sin limite, mi camino indeciso!
Oscuros cauces donde la sed eterna sigue,
y la fatiga sigue, y el dolor infinito.

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013

Εμπρός γλέντι


Federico García Lorca

Εμπρός γλέντι

Κούρνιαξα στο πράσινο πεύκο
να την διακρίνω, αν με παίρνει,
μόνο ξέκρινα την σκόνη
απ’ τ’ αμάξι που την φέρνει.
Εμπρός γλέντι, ραβαΐσι
κόπασε ο κουρνιαχτός
πιστολίδι θα αρχίσει.

Μην βγεις περιστέρα μου στον κάμπο
κοίτα με, για κυνήγι βγήκα,
αν σκοπεύσω και σε σκοτώσω
όλη δική μου θα ‘ναι η πίκρα
όλη δική μου η συμφορά.
Εμπρός γλέντι, ραβαΐσι
κόπασε ο κουρνιαχτός
πιστολίδι θα αρχίσει.

Στο στενό δίπλα στα Τείχη
την σκοτώσανε κι εχάθη
με τα χέρια θα της κόψω
το λοφίο με τα άνθη.
Εμπρός γλέντι, ραβαΐσι
κόπασε ο κουρνιαχτός
πιστολίδι θα αρχίσει.


ANDA JALEO

Yo me alivié a un pino verde
por ver si la divisaba,
y sólo divisé el polvo
del coche que la llevaba.
Anda jaleo, jaleo:
ya se acabó el alboroto
y vamos al tiroteo.

No salgas, paloma, al campo,
mira que soy cazador,
y si te tiro y te mato
para mí será el dolor,
para mí será el quebranto,
Anda, jaleo, jaleo:
ya se acabó el alboroto
y vamos al tiroteo.

En la calle de los Muros
han matado una paloma.
Yo cortaré con mis manos
las flores de su corona.
Anda jaleo, jaleo:
ya se acabó el alboroto
y vamos al tiroteo.

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

Σημάδι


Álvaro Mutis

Σημάδι

Θα κλείσουν το πάρκο.
Στα παγκάκια
αμέσως γεννιούνται σπηλιές ευρύχωρες
όπου το φτενό τρεμόπαιγμα των φύλλων
καταγγέλλει στον ίσκιο τους τα δένδρα.
Αίμα αραιό, αδύναμο,
χυμός των ροδανθών
χύθηκε αγόγγυστα
σε κάποιες γωνιές του δάσους,
σε κάποια στέκια του.
Θα κλείσουν το πάρκο
και οι παιδιάστικες μέρες, οι απαθείς και οι ηλιόλουστες,
για πάντα θα χαθούν στο αλύτρωτο σκοτάδι.
Σήκωσα το χέρι για να το εμποδίσω,
Τώρα, αργότερα, όταν τίποτα πια δεν θα μπορεί να γίνει.
Προσπαθώ να φωνάξω και ένα πέπλο θανάτου
πνίγει κάθε μου αίσθηση
και δεν αφήνει άλλη ζωή,
έξω απ’ αυτήν, την καθημερινή,
συλημένη και ξένη
ως προς την έντονη αγρύπνια προτέρων χρόνων.

Señal

Van a cerrar el parque.
En los estanques
nacen de pronto amplias cavernas
en donde un tenue palpitar de hojas
denuncia los árboles en sombra.
Una sangre débil de consistencia,
una savia rosácea,
se ha vertido sin descanso
en ciertos rincones del bosque,
sobre ciertos bancos.
Van a cerrar el parque
y la infancia de días impasibles y asoleados,
se perderá para siempre en la irrescatable tiniebla.
He alzado un brazo para impedirlo;
ahora, más tarde, cuando ya nada puede hacerse.
Intento llamar y una gasa funeral
me ahoga todo sentido
no dejando otra vida
que ésta de cada día
usada y ajena
a la tensa vigilia de otros años.

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013

Χειμώνας


Javier Heraud

Χειμώνας

Ο Αύγουστος πέρασε πια
άπονες άνοιξες
ταράζουν τις μακρινές μου αναμνήσεις
(Τις ουλές του χρόνου και της λησμονιάς,
τις γιάτρεψε το μίσος και η αγάπη,

πεδιάδες από αίμα
ανοιγμένες με το χέρι,
έρημοι οι κάμποι
διψασμένοι και η αγάπη)


Invierno

Agosto ha pasado ya.
Duras primaveras
acosan mis olvidados recuerdos.
(Las cicatrices del tiempo y del olvido,
lo cicatrices del odio y el amor,
las llanuras de sangre

abiertas con la mano,
los campos desolados
 por la sed y el amor)