Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

José María Méndez-Το επιχείρημα ενός ληστή

...οι καλοί λογαριασμοί... από εδώ

José María Méndez-Το επιχείρημα ενός ληστή

Ένας ληστής διηγείτο σε μια ομήγυρη συντρόφων του: «Εγώ είμαι τίμιος άνθρωπος, έχω λόγο. Μια φορά ρώτησα στο θύμα μου αυτήν την βλακώδη ερώτηση που μας αποδίδουν οι γραμματιζούμενοι: - Τα λεφτά σου ή τη ζωή σου;- Την ζωή μου – μου απάντησε το παλληκάρι -,  γενναίο καθώς ήταν. Έπρεπε να του την αφαιρέσω. Μετά σεβόμενος τον λόγο μου, αφού τον είχα αφήσει να διαλέξει ανάμεσα στα λεφτά του και στην ζωή του, άφησα πλάι στο πτώμα του ένα χαρτοφύλακα γεμάτο χαρτονομίσματα: τα λεφτά του.

Από τότε, όταν εργάζομαι, απευθύνομαι στο υποψήφιο θύμα μου ως εξής: «Τα λεφτά σου ή τα λεφτά σου και την ζωή σου;». Έτσι για να έχουμε τα πράγματα ξεκαθαρισμένα.

José María Méndez-Argumentación de un bandolero

Un bandolero refería en rueda de compinches: “Yo soy un hombre honesto, de palabra. Cierta vez use con una víctima la estúpida frase que nos atribuyen los literatos: “¿La bolsa o la vida?”. —La vida— me contestó el mocito—, valiente como el que más. Y tuve que quitársela. Luego, para respetar mi palabra, y ya que lo había dejado escoger entre la bolsa y la vida, deje al pie de su cadáver una cartera repleta de billetes: su bolsa.


Desde entonces, cuando trabajo interrogo así al candidato a interfecto: “¿La bolsa o la bolsa y la vida?”. Para dejar las cosas claras.

http://www.uncuentoaldia.es/?p=18237

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2018

Dalmiro Sáenz - Ο ψεύτης βοσκός



...εναλλακτικές διδασκαλίες...από εδώ

Dalmiro Sáenz - Ο ψεύτης βοσκός

Στην πραγματικότητα, η επίσημη εκδοχή είναι η σωστή. Ο βοσκός  ειδοποιούσε τους γείτονες φωνάζοντας ότι ερχότανε ο λύκος, για να ξεκαρδιστεί μετά στα γέλια:
-Χα, χα, χα! Δεν υπάρχει λύκος! Αστείο ήταν.
Μια μέρα δεν ήταν αστείο. Εμφανίστηκε ο λύκος και όταν ο βοσκός ειδοποίησε τους γείτονες, εκείνοι αναφώνησαν:
-Δεν τρέχει τίποτα. Άλλο ένα από τα αστεία του- και κανένας δεν έτρεξε για βοήθεια και ο λύκος έφαγε όλα τα πρόβατα.
Μετανιωμένος, ο βοσκός ζήτησε συγγνώμη από τον Θεό και εντάχθηκε σε μια Ευαγγελική Εκκλησία, φτάνοντας με τον καιρό να γίνει Ποιμένας. Όμως η φήμη του δεν τον εγκατέλειψε. Οι ενορίτες συνέχιζαν να τον αποκαλούν ο ψεύτης Ποιμένας και έφτανε να πει στο πρώτο του κήρυγμα από τον άμβωνα:
«Ο Θεός υπάρχει», για να βγουν από την εκκλησία όλοι άθεοι.
Ο Θεός από τον Ουρανό, είπε:
-Μα το όνομά μου, τι θα κάνω με αυτόν τον μαλάκα; Ένας από του ακολούθους του, του πρότεινε:
-Έναν κατακλυσμό, ίσως.
Ο Θεός γέλασε και είπε:
-Εδώ δεν πιστεύουνε στον πρώτο.
-Κάτι, σε Σόδομα και Γόμορα, ίσως. Ο Θεός χαμογέλασε και πάλι και είπε: Habeas corpus.
Που και που λέει και ο Θεός καμιά λατινικούρα για να περάσει η ώρα. Τελικά αποφάσισε να στείλει έναν Άγγελο.
Ο Άγγελος εμφανίστηκε στον Ποιμένα και του είπε: Έρχομαι εκ μέρους του Θεού.
Ο Ποιμένας τον κοίταξε και τον ρώτησε:
-Υπάρχει Θεός; Στ’ αλήθεια υπάρχει; Γιατί στο χωριό λένε ότι δεν υπάρχει.
-Όχι μόνο υπάρχει- απάντησε ο Άγγελος- αλλά σε στέλνει να γυρίσεις το χωριό πόρτα-πόρτα και να κηρύξεις την είδηση, ότι ο Θεός δεν υπάρχει.
Ο Ποιμένας το έκανε. Χτύπησε κάθε πόρτα και είπε: - Ο Θεός δεν υπάρχει.
-Ποιος στο είπε;
-Ο Θεός- απαντούσε ο βλάκας.
Τότε ο Άγγελος αποφάσισε να δώσει ένα μάθημα σε όλους αυτούς τους άπιστους.
-Πάμε μαζί- είπε ο Άγγελος.
Στην πρώτη πόρτα που χτύπησαν, τους άνοιξε μια γυναίκα:
-Τι επιθυμείτε;
Ο Ποιμένας είπε:
-Έφερα μαζί μου έναν άγγελο σταλμένο από τον Θεό.
Η είδηση κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα. Ο ψεύτης Ποιμένας έφερε ένα Δαιμόνιο σταλμένο από τον Λούσιφερ, πράγμα που σημαίνει ότι ο Θεός δεν υπάρχει, όμως υπάρχει ο Διάβολος. Οι πρώτες μαύρες τελετές οργανώθηκαν στην πλατεία του χωριού. Υψώσανε ένα άγαλμα του Λούσιφερ. Στα εκκλησιαστικά είδη αρχίσανε να πουλάνε θειάφι και στάμπες με την φιγούρα του Διαβόλου.
Στα σχολεία διδάσκονταν ότι οι αρετές είναι κακές και οι αμαρτίες καλές και ανάμεσα στις αμαρτίες, το ψέμα είναι αυτό που αξίζει περισσότερο.
Τον ψεύτη Ποιμένα τον κάνανε Επίσκοπο και χτίστηκε προς τιμήν του μια Βασιλική. Η κακία δημιούργησε ότι επακολούθησε. Για να κάνουν τον πόλεμο εφηύραν την ειρήνη, για να τονώσουν το σεξ, εφηύραν την απαγόρευση. Για να υπάρξουν κλέφτες εφευρέθηκε η ατομική ιδιοκτησία, για να υπάρξει αλαζονεία εφευρέθηκε η ταπεινότητα, για να κυριαρχήσει το χάος αποκαταστάθηκε η τάξη, για να υπάρξουν οι δικτάτορες εφευρέθηκε η δημοκρατία, για να αναδειχθεί το μίσος γεννήθηκε η αγάπη, για να διατηρηθεί η αδικία δημιουργήθηκε η δικαιοσύνη και για να δικαιολογηθεί ο Διάβολος εφευρέθηκε ο Θεός.
Ο Άγγελος γύρισε στον Ουρανό και παρουσιάστηκε στον Δημιουργό.
-Αποστολή εξετελέσθη- του είπε και ο Κύριος ευχαριστήθηκε μαζί του.

Dalmiro Sáenz -El pastor mentiroso

En realidad la versión oficial es la correcta. El pastor solía alarmar a los vecinos gritando que venía un lobo para matarse después de risa diciendo:
 -¡Ja! ¡Ja! ¡Ja! ¡No hay ningún lobo! Era una broma.
 Un día no fue broma. Un lobo apareció y cuando el pastor dio la alarma los vecinos exclamaron:
-Qué va. Debe ser otra de sus chanzas- y nadie vino en su auxilio y el lobo se comió todas las ovejas.
 Arrepentido, el pastor pidió perdón a Dios e ingresó en una iglesia evangélica llegando con los años a recibirse de Pastor. Pero su fama no lo abandonó. Los feligreses lo seguían llamando el Pastor mentiroso y bastó que dijera en su primer sermón desde el púlpito:
 "Dios existe" para que todos salieran ateos de la iglesia.
 Dios, desde el cielo, se dijo:
-Yo mío, ¿qué hago con este pelotudo? Uno de sus asesores sugirió: -Un diluvio tal vez.
 Dios sonrió y dijo:
 -Apenas me creen el otro.
-Algo parecido a Sodoma y Gomorra tal vez. Dios volvió a sonreír y dijo: -Habeas corpus.
 Cualquier cosa decía Dios a veces. Por fin decidió mandar un Angel.
 El Angel se presentó ante el Pastor y le dijo: -Vengo de parte de Dios.
 El Pastor lo miró y le preguntó:
 -Pero ¿Dios existe? ¿En serio existe? Porque en el pueblo andan diciendo que no existe.
-No sólo existe -contestó el Angel- sino que os manda a decir que vengáis al pueblo, casa por casa, y pregonéis la noticia de que Dios no existe.
 El Pastor lo hizo. Golpeó cada puerta v dijo: -Dios no existe.
 -¿Quién lo dijo?
 -Dios -contestaba el muy pelotudo.
 Entonces el Angel decidió dar a esos incrédulos una lección.
 -Vamos juntos -dijo el Angel.
 A la primera puerta que golpearon los atendió una mujer:
 -¿Qué deseáis?
 El Pastor dijo:
-Traje conmigo un ángel enviado por Dios.
 La noticia corrió de boca en boca. El Pastor mentiroso había traído a un Demonio enviado por Lucifer, por lo tanto era evidente que Dios no existía, pero sí el Demonio.
 La primeras misas negras se organizaron en la plaza del pueblo. Se erigió una estatua a Lucifer. Las santerías empezaron a vender barritas de azufre y estampitas con la efigie del Diablo.
 En las escuelas se enseñaba que las virtudes eran malas y que los pecados eran buenos y entre estos pecados la mentira era el más preciado.
 Al Pastor mentiroso se lo nombró Obispo y se construyó para él una basílica. La maldad generó el progreso. Para defender la guerra se inventó la paz, para incentivar el sexo se inventó la prohibición, Para que pudiera haber ladrones se inventó la propiedad privada, para que existiera la soberbia se inventó la humildad, para que persistiera el caos se instauró el orden, para que existieran los dictadores se inventó la democracia, para resaltar el odio se generó el amor, para preservar la injusticia se creó la justicia y para justificar al Demonio se inventó a Dios.
 El Angel retornó al Cielo y se presentó al Creador.
-Misión cumplida -le dijo, y el Señor se regocijó con él.

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018

José María Méndez-Το σκάκι




...δεν θέλει πολύ για να γίνει η ζημιά... από εδώ

José María Méndez-Το σκάκι

Ήταν παθιασμένος με το σκάκι και πάντοτε κουβαλούσε μαζί του μια μικρή σκακιέρα τσέπης με τα αντίστοιχα πιόνια. Όταν ανέβηκε στο τραίνο, έπιασε κουβέντα με τον συνταξιδιώτη που καθόταν στο απέναντι κάθισμα και του πρότεινε να παίξουν μια παρτίδα. Εκείνος αρνήθηκε.

-Δεν ξέρω καλά, σχεδόν τίποτα, από πνευματικά παιχνίδια- του απάντησε ευγενικά.

Αφού επέμεινε πεισματικά, τον κατάφερε τελικά τον απρόθυμο συνταξιδιώτη. Αρχίσανε το παιχνίδι. Καθώς όμως ο αντίπαλος έπαιζε με τρόπο αρχάριο και εκκεντρικό, έχασε την ηρεμία του, έκανε λάθος και στην τέταρτη κίνηση άφησε ένα άλογο στο έλεος των εχθρικών πιονιών. Ο συμπαίκτης του, μάλλον αφηρημένος, θα άφηνε την κίνηση που θα του έδινε το πλεονέκτημα, όμως εκείνος ιπποτικά, του επέστησε την προσοχή.

-Τρώτε το άλογο- του υπέδειξε το ανυπεράσπιστο πιόνι.

-Το άλογο; Αυτό το πιόνι είναι άλογο; Θέλετε να το φάω;

-Ναι. Είναι υποχρεωτικό να το φάτε. Δεν θέλω χάρες. Φάτε το. Παρακαλώ, φάτε το.

-Εντάξει, αφού το ζητάτε τόσο έντονα… - είπε με φωνή υποταγμένη.

Και πήρε το πιόνι που του έδειχνε και το κατάπιε ολόκληρο. Αμέσως σηκώθηκε βιαστικός, εκμεταλλευόμενος την αργή κίνηση του τραίνου, που πλησίαζε στον σταθμό, πήδηξε στο έδαφος και απομακρύνθηκε με έναν ελαφρύ καλπασμό, χλιμιντρίζοντας,  σε ένα πεζοδρόμιο που σίγουρα οδηγούσε στον κοντινότερο στάβλο.

Ajedrez - José María Méndez

Le apasionaba jugar al ajedrez y siempre llevaba consigo un pequeño tablero de bolsillo con sus respectivas piezas. En cuanto subió al tren trabó conversación con el compañero de viaje que ocupaba el asiento situado frente al suyo y lo instó a jugar una partida. El invitado se negó.

—Conozco muy poco, casi nada, del juego ciencia —le respondió cortésmente.

Entonces él insistió con tanta porfía que logró convencer al renuente viajero. Se inició la partida. Como su forzado contrincante jugara en forma inusitada, estrafalaria, perdió la serenidad, cayó en error, y al cuarto movimiento dejó un caballo e merced de las piezas enemigas. Su adversario, tal vez distraído, iba a pasar por alto la jugada que le favorecía, pero él, caballerosamente, le llamó la atención:

—Cómase usted el caballo —le dijo señalándole a la pieza indefensa.

—¿El caballo? ¿Esa pieza es un caballo? ¿Quiere que yo me lo coma?

—Sí. Es imperativo que se lo coma. No quiero ventaja. Cómaselo. Por favor, cómaselo.

—Si usted lo pide tan fervientemente... —dijo con voz sumisa.

Y tomó la pieza que se le señalaba y la engulló de un bocado. Al segundo se levantó presuroso, aprovecho el paso lento del tren, que se acercaba a una estación, saltó a tierra y se alejó en ligero trote, relinchando, por una vereda que de seguro conducía a un potrero cercano.

Τρίτη 5 Ιουνίου 2018

Slawomir Mrozek-El árbol



... τι να καταλάβουμε οι φτωχοί... από εδώ

Slawomir Mrozek-Το δέντρο

Ζω σε ένα σπίτι, όχι μακριά από την λεωφόρο. Δίπλα σε αυτήν την λεωφόρο, στο έμπα της στροφής, μεγαλώνει ένα δέντρο.
Όταν ήμουν παιδί, η λεωφόρος ήταν ακόμη χωματόδρομος. Δηλαδή, σκόνη το καλοκαίρι, λάσπη την άνοιξη και το φθινόπωρο και τον χειμώνα σκεπασμένη με χιόνι, όπως ακριβώς και τα χωράφια. Τώρα είναι άσφαλτος, όλες τις εποχές του χρόνου.
Όταν ήμουν νεαρός, από τον δρόμο περνούσανε τα κάρα των αγροτών, που τα σέρνανε τα βόδια, όμως μοναχά ανάμεσα στην ανατολή και στην δύση του ήλιου. Τους ήξερα όλους, γιατί ήταν από δω. Πιο σπάνια βλέπαμε κάρα με άλογα. Τώρα τα αυτοκίνητα τρέχουν στην λεωφόρο μέρα-νύχτα. Δεν γνωρίζω κανέναν, εμφανίζονται από το πουθενά και εξαφανίζονται με τον ίδιο τρόπο.
Μόνο το δέντρο έμεινε ίδιο, πράσινο από την άνοιξη ως το φθινόπωρο. Μεγαλώνει στο χωράφι μου.
Έλαβα μια ειδοποίηση από τις Αρχές. «Υπάρχει κίνδυνος- έλεγε – να χτυπήσει κανένα αυτοκίνητο επάνω στο δέντρο, γιατί  το δέντρο βρίσκεται στην στροφή. Ως εκ τούτου πρέπει να κοπεί».
Στενοχωρήθηκα. Είχαν δίκιο. Πραγματικά, το δέντρο βρίσκεται επάνω στην στροφή και κάθε φορά υπάρχουν περισσότερα αυτοκίνητα, που τρέχουν συνεχώς πιο γρήγορα και απερίσκεπτα. Ανά πάσα στιγμή μπορεί κάποιο να συγκρουστεί με το δέντρο. Έτσι πήρα το δίκαννο τουφέκι μου, κάθισα κάτω από το δέντρο και με το που εμφανίστηκε ο πρώτος, πυροβόλησα. Δεν τον πέτυχα. Ακριβώς γι’ αυτό, με συνέλαβαν και με οδήγησαν στο δικαστήριο.
Προσπάθησα να εξηγήσω στον δικαστή, ότι αστόχησα απλώς και μόνο επειδή δεν βλέπω πια καλά, αν όμως μου έδιναν ένα ζευγάρι γυαλιά, σίγουρα θα ευστοχούσα. Δεν κατάφερα τίποτα.
Δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Είναι αλήθεια, ότι μπορεί ένα αυτοκίνητο να χτυπήσει στο δέντρο και να το καταστρέψει. Όμως, αν μονάχα μου έδιναν γυαλιά και λίγα πυρομαχικά, θα έμενα εγώ να φυλάξω βάρδιες για να το προσέχω. Γιατί τόση βιασύνη να κόψουν ένα δέντρο, ενώ υπάρχουν άλλοι τρόποι για να το προστατέψουν από κάποιο ατύχημα;
Και δεν θα τους κόστιζε τίποτα, πέρα από λίγες σφαίρες. Τόσο μεγάλο πια είναι το κόστος;



Slawomir Mrozek-El árbol

Vivo en una casa no lejos de la carretera. Junto a esa carretera, a la entrada de la curva, crece un árbol.
Cuando yo era niño, la carretera era aún un camino de tierra. Es decir, polvorienta en verano, fangosa en primavera y en otoño, y en invierno cubierta de nieve igual que los campos. Ahora es de asfalto en todas las estaciones del año.
Cuando yo era joven, por el camino pasaban carros de campesinos arrastrados por bueyes, y sólo entre la salida y la puesta de sol. Los conocía todos, porque eran de por aquí. Eran más raros los carros de caballos. Ahora los coches corren por la carretera de día y de noche. No conozco ninguno, aparecen de no se sabe dónde y desaparecen hacia no se sabe dónde.
Sólo el árbol ha quedado igual, verde desde la primavera hasta el otoño. Crece en mi parcela.
Recibí un escrito de la Autoridad. “Existe el peligro –decía el escrito– de que un coche pueda chocar contra el árbol, ya que el árbol crece en la curva. Por lo tanto, hay que talarlo”.
Me quedé preocupado. Llevaban razón. Efectivamente, el árbol está junto a la curva, y cada vez hay más coches que cada vez corren más rápido y sin prudencia. En cualquier momento puede chocar alguno contra el árbol. Así que tomé una escopeta de dos cañones, me senté bajo el árbol y, al ver acercarse al primero, disparé. Pero no acerté. Por eso me arrestaron y me llevaron a juicio.
Traté de explicar al tribunal que había fallado únicamente porque mi vista ya no es buena, pero que si me dieran unas gafas seguro que acertaba. No sirvió de nada.
No hay justicia. Es verdad que un coche puede chocar contra el árbol y dañarlo. Pero sólo con que me dieran unas gafas y algo de munición, me quedaría sentado vigilando. ¿A qué tanta prisa por talar un árbol si hay otros métodos que pueden protegerlo de un accidente?
Y no les costaría nada, aparte de la munición. ¿Acaso es un gasto excesivo?

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2018

Jesús Esnaloa-Μπαμπάς


...ιστορία χωρίς τέλος... από εδώ

Jesús Esnaloa-Μπαμπάς

Από μικρός έπαιζε ποδόσφαιρο, γιατί ο μπαμπάς έλεγε ότι το μπάσκετ είναι κοριτσίστικο παιχνίδι. Σπούδασε μηχανικός, για να ευχαριστήσει τον μπαμπά, για τα ξενύχτια που είχε ρίξει για να τον μεγαλώσει. Παντρεύτηκε στην εκκλησία, σεβόμενος τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του μπαμπά και έδωσε στον πρώτο του γιο το όνομα Μπράουλιο, όπως του μπαμπά. Όταν για κακή του τύχη αρρώστησε και είδε ότι του έμενε λίγος χρόνος, κάλεσε τον μπαμπά και του είπε, πρόσεχε την οικογένειά μου.

Ο μπαμπάς, τους φρόντισε. Ο μικρός Μπράουλιο έγινε ένας καλός ποδοσφαιριστής, τέλειωσε το Πολυτεχνείο με άριστα, παντρεύτηκε στην ίδια εκκλησία και έδωσε στον πρωτότοκό του, όπως ήταν η παράδοση, το όνομα Μπράουλιο. Αρρώστησε κι αυτός επίσης.

Papá. Jesús Esnaloa.

Jugó al fútbol de pequeño porque papá decía que el baloncesto era un deporte de niñas. Estudió ingeniería como agradecimiento a los desvelos que papá hizo siempre por su porvenir. Se casó por la iglesia para respetar las creencias religiosas de papá y accedió a que su primer hijo se llamara Braulio, como papá. Cuando la mala fortuna lo hizo enfermar y vio que le quedaba poco tiempo llamó a papá y le dijo, cuida de mi familia.

Papá los cuidó. El pequeño Braulio fue un buen jugador de fútbol, sacó la carrera de ingeniero con buenas notas, se casó en la mismísima catedral y llamó Braulio a su primogénito, como era tradición. También enfermó.