Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Happy New Year


Happy New Year 

Julio Cortázar


Κοίτα, δεν ζητώ πολλά,
μόνο το χέρι σου, να έχω
σαν βατραχάκι που κοιμάται απλά ευχαριστημένο.
Χρειάζομαι αυτήν την πόρτα που μου έδινες
για να μπω στον κόσμο σου, αυτό το κομματάκι
το συγκρατημένα γλυκό, από ολοκληρωμένη χαρά.
Δεν μου δίνεις το χέρι σου ετούτη την νύχτα
που τελειώνει ο χρόνος με βραχνές κουκουβάγιες;
Δεν μπορείς για τεχνικούς λόγους. Λοιπόν
κι εγώ το απλώνω στον αέρα, συμπλέκοντας κάθε δάκτυλο,
το μεταξένιο ροδάκινο της παλάμης
και την ανάποδη του χεριού, αυτή τη χώρα με τα γαλάζια δένδρα.
Έτσι το αρπάζω, το συγκρατώ, σαν
από αυτό να εξαρτιότανε
ολοκληρωτικά ο κόσμος,
η διαδοχή των τεσσάρων εποχών,
το τραγούδι των πετεινών, η αγάπη των ανθρώπων.


Mira, no pido mucho,
solamente tu mano, tenerla
como un sapito que duerme así contento.
Necesito esa puerta que me dabas
para entrar a tu mundo, ese trocito
de azúcar verde, de redondo alegre.
¿No me prestas tu mano en esta noche
de fin de año de lechuzas roncas?
No puedes, por razones técnicas. Entonces
la tramo en aire, urdiendo cada dedo,
el durazno sedoso de la palma
y el dorso, ese país de azules árboles.
Así la tomo y la sostengo, como
si de ello dependiera
muchísimo el mundo,
la sucesión de las cuatro estaciones,

el canto de los gallos, el amor de los hombres.

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Mariana Pineda

Federico García Lorca
Mariana Pineda

Αχ! Πόσο λυπημένη μέρα στην Γρανάδα
που κάνει και τις πέτρες να κλαίνε
βλέποντας την μικρή Μαριάννα να πεθαίνει
στο ικρίωμα γιατί δεν μαρτύρησε.

Η μικρή Μαριάννα καθισμένη στο δωμάτιο της,
δεν σταματά να συλλογιέται:
«Αν ο Πεδρόσα με έβλεπε να κεντάω
την σημαία της λευτεριάς.»

Σαν τον κρίνο τον κόψανε τον κρίνο,
σαν τριαντάφυλλο το άνθος,
σαν τον κρίνο τον κόψανε τον κρίνο,
κι ομόρφυνε η ψυχή γι' αυτό.

Αχ! Πόσο λυπημένη μέρα στην Γρανάδα
που κάνει και τις πέτρες να κλαίνε.

Εγώ που είμαι κοντραμπατζής
αγέρωχος, αντρειωμένος
σε όλους μπαίνω στο ρουθούνι
ατρόμητος και τιμημένος.

Αχ! Αχ!
Αχ! Αγόρια, αχ! Κοπέλες
μαύρο σκουτί ποιος θα μου πάρει;
το άλογό μου κουρασμένο
κι εγώ πεθαίνω απ’ την νύστα!
Αχ!
Αχ! Γιατί κόντεψε το πανηγύρι
κι άρχισε το πιστολίδι
Αχ! Αχ! Αλογατάκι μου
Άλογό μου, με την λευκή μουσούδα, καμάρι μου



¡Oh! Qué día tan triste en Granada,
que las piedras hacía llorar
al ver que Marianita se muere
en cadalso por no declarar

Marianita sentada en su cuarto,
no paraba en considerar:
“Si Pedrosa me viera bordando
la bandera de la liberdad.”

Como lirio cortaron el lirio,
como rosa cortaron la flor,
como lirio cortaron el lirio,
más hermosa su alma quedó.

¡Oh! Qué día tan triste en Granada,
que las piedras hacía llorar


Yo que soy contrabandista
y campo por mis respetos
y a todos los desafío
porque a nadie tengo miedo

¡Ay! ¡Ay!
¡Ay muchachos!, ¡Ay muchachas!
¿Quién me compra hilo negro?
Mi caballo está rendido
¡y yo me muero de sueño!
¡Ay!
¡Ay! Que la ronda ya viene
Y se empezó el tiroteo
¡Ay!, ¡Ay! Caballito mío

caballo mío, careto.

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Αγαπιόντουσαν

Vicente Aleixandre
Αγαπιόντουσαν

Αγαπιόντουσαν
Υπέφεραν για φως, χείλια μπλε, μέσα στο χάραμα,
χείλια που ξεπροβάλανε από την σκληρή νύχτα,
χείλια σχισμένα, αίμα, αίμα  πού;
Αγαπιόντουσαν σε ένα κρεβάτι ακυβέρνητο, μισοσκόταδο, μισοξημέρωμα.

Αγαπιόντουσαν όπως τα λουλούδια τα βαθιά αγκάθια,
αυτό το ποθητό πετράδι τ’ αχνοκίτρινο,
όταν τα πρόσωπα γυρνάνε μελαγχολικά,
σεληνοτρόπια που λάμπουν καθώς δέχονται εκείνο το φιλί.

Αγαπιόντουσαν την νύχτα, όταν τα σκυλιά στο βάθος
γαυγίζουν χάμω στην γη, και οι πεδιάδες τεντώνονται
σαν πανάρχαιοι λόφοι που νοιώθουν πάλι περπατημένοι:
χάδι, μετάξι, χέρι, φεγγάρι που ζυγώνει και αγγίζει.

Αγαπιόντουσαν με έρωτα ανάμεσα στο χάραμα,
ανάμεσα στις σκληρές πέτρες σφαλισμένες την νύχτα,
σκληρές σαν παγωμένα σώματα για ώρες αφημένα,
σκληρές σαν φιλιά, δόντι σε δόντι μόνο

Αγαπιόντουσαν την μέρα, παραλία που φουσκώνει,
κύματα που απ’ τα πόδια χαϊδεύουν τους μηρούς,
κορμιά που σηκώνονται από την γη και επιπλέοντας…
αγαπιόντουσαν την μέρα, πάνω στην θάλασσα, κάτω από τον ουρανό.

Μεσημέρι υπέροχο, αγαπιόντουσαν με τόση ζέση
θάλασσα πανύψηλη και νέα, απέραντη οικειότητα
μοναξιά ζωντανή, μακρισμένοι ορίζοντες
αγκαλιασμένοι, σαν σώματα που τραγουδούν στην μοναξιά.

Ζούσαν μέσα στον έρωτα. Αγαπιόντουσαν σαν την φωτεινή σελήνη
σαν αυτήν την στρογγυλή θάλασσα, που ταιριάζει σε αυτό το πρόσωπο
γλυκιά έκλειψη του νερού, μάγουλο σκοτεινιασμένο
όπου τα κόκκινα ψάρια πάνε κι έρχονται χωρίς μουσική

Μέρα, νύχτα, εσπερινοί, ξημερώματα, ο χώρος
κύματα καινούργια, αρχαία, λαθραία, εις το διηνεκές
θάλασσα ή στεριά, πλοίο, κρεβάτι, φτερό, κρύσταλλο,
μέταλλο, μουσική, χείλος, σιωπή, χλωρίδα,
κόσμος, ηρεμία, το σχήμα του. Αγαπιόντουσαν, να το ξέρετε.


Se querían


Se querían.
Sufrían por la luz, labios azules en la madrugada,
labios saliendo de la noche dura,
labios partidos, sangre, ¿sangre dónde?
Se querían en un lecho navío, mitad noche, mitad luz.

Se querían como las flores a las espinas hondas,
a esa amorosa gema del amarillo nuevo,
cuando los rostros giran melancólicamente,
giralunas que brillan recibiendo aquel beso.

Se querían de noche, cuando los perros hondos
laten bajo la tierra y los valles se estiran
como lomos arcaicos que se sienten repasados:
caricia, seda, mano, luna que llega y toca.

Se querían de amor entre la madrugada,
entre las duras piedras cerradas de la noche,
duras como los cuerpos helados por las horas,
duras como los besos de diente a diente sólo.

Se querían de día, playa que va creciendo,
ondas que por los pies acarician los muslos,
cuerpos que se levantan de la tierra y flotando...
Se querían de día, sobre el mar, bajo el cielo.

Mediodía perfecto, se querían tan íntimos,
mar altísimo y joven, intimidad extensa,
soledad de lo vivo, horizontes remotos
ligados como cuerpos en soledad cantando.

Amando. Se querían como la luna lúcida,
como ese mar redondo que se aplica a ese rostro,
dulce eclipse de agua, mejilla oscurecida,
donde los peces rojos van y vienen sin música.

Día, noche, ponientes, madrugadas, espacios,
ondas nuevas, antiguas, fugitivas, perpetuas,
mar o tierra, navío, lecho, pluma, cristal,
metal, música, labio, silencio, vegetal,

mundo, quietud, su forma. Se querían, sabedlo.

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Δίπλα στην θάλασσα

José Hierro


Junto al mar

Σαν πεθάνω, να με βάλουν γυμνό,
γυμνό δίπλα στην θάλασσα.
Θα ‘ναι τα γκρίζα τα νερά η ασπίδα μου
Δεν θα ‘χω να παλεύω.

Σαν πεθάνω να με αφήσουν μόνο.
Η θάλασσα είναι ο κήπος μου.
Δεν μπορεί, αυτός που αγαπούσε τα κύματα,
να επιθυμεί άλλο τέλος.

Θα ακούω την μελωδία του ανέμου,
την μυστηριακή φωνή.
Θα νικηθεί στο τέλος για μια στιγμή ο χρόνος
που θερίζει σαν δρεπάνι.

Που θερίζει λύπες. Κι όταν
η νύχτα αρχίζει να τσουρουφλίζει,
με όνειρα, θρηνώντας, τραγουδώντας,
θα γεννηθώ ξανά.

Si muero, que me pongan desnudo,
desnudo junto al mar.
Serán las aguas grises mi escudo
y no habrá que luchar.


Si muero que me dejen a solas.
El mar es mi jardín.
No puede, quien amaba las olas,
desear otro fin.

Oiré la melodía del viento,
la misteriosa voz.
Será por fin vencido el momento
que siega como hoz.

Que siega pesadumbres. Y cuando
la noche empiece a arder,
Soñando, sollozando, cantando,

yo volveré a nacer.

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

Λυπημένο

Mario Benedetti


Για την μνήμη περιφερόμαστε ξυπόλητοι
ακολουθούμε της βροχής τα άτσαλα πατήματα
μέχρι την λύπη που είναι προορισμός οικείος
η λύπη φυλάει της ψυχής τα δράματα
δηλαδή το μικρό καλούλι, που έχουμε μέσα μας
θα λέγαμε ελπίδες θυσίες αγάπες.

Την λύπη δεν υπάρχει κάποιος να την ξοδέψει
είναι διάφανη σαν του φεγγαριού ακτίνα
πιστή σε χαρές βαλμένες στα κουτάκια τους.

Γεννιόμαστε λυπημένοι και πεθαίνουμε λυπημένοι
αλλά στο ενδιάμεσο αγαπάμε σώματα
που η λυπημένη ομορφιά τους είναι ένα θαύμα.

Πάμε ξυπόλητοι να προσκυνήσουμε
λυπημένη λύπη γεμάτη χάρη
ο γλυκός χυμός σου λυπημένους μας δέχεται.

Τα πατήματα της βροχής μας οδηγούν
ως τον οικείο προορισμό που πάντα βρισκόσουν
λύπη ερωτευμένη και λαθραία

Κι εκεί τυλιγμένη απ’ τα ασθενικά σου δόγματα
απ’ τα στεγνά σου δάκρυα/ απ’ τους αιώνες των ονείρων
μας αγκαλιάζεις, προκαταβάλλεις την ευχαρίστηση.


Triste
Por la memoria vagamos descalzos
seguimos el garabato de la lluvia
hasta la tristeza que es el hogar destino
la tristeza almacena los desastres del alma
o sea lo mejorcito de nosotros mismos
digamos esperanzas sacrificios amores.

A la tristeza no hay quien la despoje
es transparente como un rayo de luna
fiel a determinadas alegrías.

Nacemos tristes y morimos tristes
pero en el entretiempo amamos cuerpos
cuya triste belleza es un milagro.

Vamos descalzos en peregrinación
triste tristeza llena eres de gracia
tu savia dulce nos acepta tristes.

El garabato de la lluvia nos conduce
hasta el hogar destino que siempre has sido
tristeza enamorada y clandestina

Y allí rodeada de tus frágiles dogmas
de tus lágrimas secas / de tu siglo de sueños

nos abrazas como anticipo del placer.

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2013

Το τραγούδι του πειρατή




José de Espronceda


Με δέκα κανόνια σε κάθε μπάντα
Στην πρύμνη, στ’ άλμπουρα φυσάει,
Δεν σκίζει την θάλασσα, πετάει,
Το ιστιοφόρο φρεγατίνι.
Σκάφος πειρατικό, που το φωνάζουν,
Για την ανδρεία του, ο φόβος και ο τρόμος
Σε όλη την θάλασσα, της φήμης του ο δρόμος
Δεν έχει όρια, απ’ την μιαν άκρη ως την άλλη.

Η σελήνη μες την θάλασσα αστράφτει,
Κι ο άνεμος στα ξάρτια αναστενάζει
Με μια κίνηση υψώνει και βουλιάζει
Κύματα από γαλάζιο και ασήμι.
Και πάει ο καπετάνιος πειρατής
Μέχρι την πρύμνη τραγουδώντας την χαρά του
Με την Ασία και την Ευρώπη στα δυο πλευρά του
Κι εκεί μπροστά να βρίσκεται η Πόλη.

Σκαρί μου ατρόμητο
Πλεύσε κι ο δρόμος σου, ας μην αλλάξει
Κι εχθρός θαλασσινός
Φουρτούνα και μπουνάτσα
Το διάβα σου να μην μπορεί να φράξει
Ούτε την αξία σου να συγκρατήσει.

Για το πείσμα του Εγγλέζου
Κάναμε ντου σε είκοσι πλοία
Και τα φλάμπουρα εκατό έθνη
Μας παρέδωσαν σαν λεία.

Το σκαρί μου, ο θησαυρός μου
Κι ο Θεός μου, η ελευθερία
Νόμος μου, η δύναμη και ο αέρας
Κι η θάλασσα, η μοναδική  πατρίδα.

Κάνουν πόλεμο φρικτό, εκεί
Για μια χούφτα μόνο γης
Τυφλωμένοι βασιλείς
Κι εγώ εδώ, έχω παρέα
Όσα η θάλασσα σκεπάζει η γενναία
που κανείς δεν την ορίζει.

Και στον κόσμο δεν υπάρχει
Πουθενά καμιά στεριά
Ούτε σημαία του  εχθρού μου
Ξακουστή που να τολμά
Να υψωθεί στο ανάστημα μου.

Το σκαρί μου, ο θησαυρός μου
Κι ο Θεός μου, η ελευθερία
Νόμος μου, η δύναμη και ο αέρας
Κι η θάλασσα η μοναδική  πατρίδα.

Στην κραυγή «καράβι φτάνει»
Για κοιτάξτε
Πως παλεύουν να ξεφύγουν
Και ο φόβος τους είναι πλήρης
Γιατί εγώ είμαι της θάλασσας ο κύρης
Και η οργή μου σπέρνει τρόμο.

Και την λεία που ορίζω
Εγώ στα ίσα την χωρίζω
Κι απ’ τον πλούτο που κοστίζει
Διαλέγω την ομορφιά που αξίζει
Για μένα μόνο

Το σκαρί μου, ο θησαυρός μου
Κι ο Θεός μου, η ελευθερία
Νόμος μου, η δύναμη κι ο αέρας
Κι η θάλασσα η μοναδική  πατρίδα.

Για θάνατο έχω καταδίκη
Μα εγώ γελώ
Γιατί η τύχη δεν μ’ αφήνει
Και τον δικαστή σαν πιάσω
Στο κατάρτι θα κρεμάσω
Ίσως στο δικό του πλοίο
Αλλά κι αν πέσω
Η ζωή μου δεν αξίζει
Για χαράμισμα την δίνω
Όταν τα δεσμά μου λύνω
Σαν γενναίος που την μοίρα του
Ορίζει.

Το σκαρί μου, ο θησαυρός μου
Κι ο Θεός μου, η ελευθερία.
Νόμος μου, η δύναμη κι ο αέρας
Κι η θάλασσα η μοναδική πατρίδα

Μουσική η τραμουντάνα
Που στ' αυτιά μου ηχεί σαν άρια
Κρότοι και τρεμούλιασμα
Από τεντωμένα παλαμάρια
Της μαύρης θάλασσας ο ήχος ο βαθύς
Των κανονιών μου ο βρυχηθμός ο αψύς.

Και στου κεραυνού τον ξερό κρότο
Και στου ανέμου που φυσά
Το φύσημα το πρώτο
Κοιμάμαι γαληνεμένος
Απ' την θάλασσα γλυκοκοιμισμένος.

Το σκαρί μου, ο θησαυρός μου
Κι ο Θεός μου, η ελευθερία.
Νόμος μου η δύναμη κι ο αέρας
Κι η θάλασσα τη μοναδική πατρίδα.


 
Canción del pirata

Con diez cañones por banda,
viento en popa, a toda vela,
no corta el mar, sino vuela
un velero bergantín.
Bajel pirata que llaman,
por su bravura, el Temido,
en todo mar conocido
del uno al otro confín.

La luna en el mar rïela,
en la lona gime el viento,
y alza en blando movimiento
olas de plata y azul;
y va el capitán pirata,
cantando alegre en la popa,
Asia a un lado, al otro Europa,
y allá a su frente Stambul:

«Navega, velero mío,
sin temor,
que ni enemigo navío
ni tormenta, ni bonanza
tu rumbo a torcer alcanza,
ni a sujetar tu valor.

Veinte presas
hemos hecho
a despecho
del inglés,
y han rendido
sus pendones
cien naciones
a mis pies.

Que es mi barco mi tesoro,
que es mi dios la libertad,
mi ley, la fuerza y el viento,
mi única patria, la mar.

Allá; muevan feroz guerra
ciegos reyes
por un palmo más de tierra;
que yo aquí; tengo por mío
cuanto abarca el mar bravío,
a quien nadie impuso leyes.

Y no hay playa,
sea cualquiera,
ni bandera
de esplendor,
que no sienta
mi derecho
y dé pechos mi valor.

Que es mi barco mi tesoro,
que es mi dios la libertad,
mi ley, la fuerza y el viento,
mi única patria, la mar.

A la voz de "¡barco viene!"
es de ver
cómo vira y se previene
a todo trapo a escapar;
que yo soy el rey del mar,
y mi furia es de temer.

En las presas
yo divido
lo cogido
por igual;
sólo quiero
por riqueza
la belleza
sin rival.

Que es mi barco mi tesoro,
que es mi dios la libertad,
mi ley, la fuerza y el viento,
mi única patria, la mar.

¡Sentenciado estoy a muerte!
Yo me río
no me abandone la suerte,
y al mismo que me condena,
colgaré de alguna antena,
quizá; en su propio navío
Y si caigo,
¿qué es la vida?
Por perdida
ya la di,
cuando el yugo
del esclavo,
como un bravo,
sacudí.

Que es mi barco mi tesoro,
que es mi dios la libertad,
mi ley, la fuerza y el viento,
mi única patria, la mar.

Son mi música mejor
aquilones,
el estrépito y temblor
de los cables sacudidos,
del negro mar los bramidos
y el rugir de mis cañones.

Y del trueno
al son violento,
y del viento
al rebramar,
yo me duermo
sosegado,
arrullado
por el mar.

Que es mi barco mi tesoro,
que es mi dios la libertad,
mi ley, la fuerza y el viento,


mi única patria, la mar.

Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

Μπολερό



Julio Cortázar

Bolero

Τι ματαιοδοξία, η σκέψη
Ότι μπορώ να στα δώσω όλα, αγάπη και ευτυχία,
Καθημερινά δρομολόγια, μουσική, παιγνίδια.
Φυσικά, είναι έτσι:
Ότι μου ανήκει στο δίνω, φυσικά,
Αλλά ότι μου ανήκει δεν φτάνει
Όπως και εμένα δεν μου φτάνει να μου δίνεις
Ότι σου ανήκει.

Γι’ αυτό ποτέ δεν θα γίνουμε
Το ταιριαστό ζευγάρι, υπόδειγμα τρανταχτό,
Αν δεν είμαστε ικανοί να δεχθούμε
Ότι μόνο στην αριθμητική
Το δυο γεννιέται από το ένα συν ένα.

Παρά δίπλα ένα χαρτάκι
Που μονάχα λέει:

Πάντα ήσουν ο καθρέφτης μου,
Θέλω να πω, ότι για να με δω έπρεπε να σε κοιτάξω.

BOLERO
Qué vanidad imaginar
que puedo darte todo, el amor y la dicha,
itinerarios, música, juguetes.
Es cierto que es así:
todo lo mío te lo doy, es cierto,
pero todo lo mío no te basta
como a mí no me basta que me des
todo lo tuyo.

Por eso no seremos nunca
la pareja perfecta, la tarjeta postal,
si no somos capaces de aceptar
que sólo en la aritmética
el dos nace del uno más el uno.

Por ahí un papelito
que solamente dice:

Siempre fuiste mi espejo,

quiero decir que para verme tenía que mirarte.

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

Οι τιποτένιοι


Eduardo Galeano

Los nadies

Ονειρεύονται οι ψύλλοι να ψωνίσουν κανένα σκύλο και ονειρεύονται οι τιποτένιοι να ξεφύγουν από την φτώχεια, πως κάποια μαγική μέρα, θα πιάσουν την καλή, θα βρέξει ξαφνικά καλή τύχη, θα βρέξει με τα καντάρια καλή τύχη, αλλά η καλή τύχη δεν πέφτει βροχηδόν, ούτε χθες, ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε σαν ψιχάλα, δεν πέφτει από τον ουρανό, η καλή τύχη, όσο και οι τιποτένιοι να την προκαλούν, σταυρώνοντας τα δάχτυλα του χεριού ή αποφεύγοντας να πατήσουν πάνω στα χωρίσματα στις πλάκες του πεζοδρομίου ή κρεμάνε γούρια την μέρα της πρωτοχρονιάς.
Οι τιποτένιοι: τα παιδιά των τιποτένιων, αφεντικά του τίποτα.
Οι τιποτένιοι: οι μηδαμινοί, οι μηδαμινίσκοι, που τρέχουν ξωπίσω από λαγοπόδαρα, ξεκάνοντας την ζωή, γαμημένοι, ξαναγαμημένοι:
Που δεν είναι, και ούτε θα είναι.
Που δεν μιλάνε γλώσσες, μόνο κορακίστικα.
Που δεν πιστεύουν σε θρησκείες, μόνο σε προλήψεις.
Που δεν κάνουν τέχνη, μονάχα χειροτεχνήματα.
Που δεν παράγουν πολιτισμό, μόνο φοκλόρ.
Που δεν είναι άνθρωποι, αλλά ανθρωπίδια.
Που δεν έχουν πρόσωπο, μόνο χέρια.
Που δεν έχουν όνομα, μόνο αριθμό.
Που δεν νοιάζονται για την ιστορία του κόσμου, μόνο για τις κίτρινες σελίδες του τοπικού τύπου.
Οι τιποτένιοι, που αξίζουν λιγότερο και από τη σφαίρα που τους σκοτώνει.



Sueñan las pulgas con comprarse un perro y sueñan los nadies con salir de pobres, que algún mágico día llueva de pronto la buena suerte, que llueva a cántaros la buena suerte, pero la buena suerte no llueve ayer, ni hoy, ni mañana, ni nunca, ni en lloviznita cae del cielo la buena suerte, por mucho  que los nadies la llamen y aunque les pique la mano izquierda, o se levanten con el pie derecho, o empiecen el año cambiando de escoba.
Los nadies: los hijos de nadie, los dueños de nada.
Los nadies: los ningunos, los ninguneados, corriendo la liebre, muriendo la vida, jodidos, rejodidos:
Que no son, aunque sean.
Que no hablan idiomas, sino dialectos.
Que no profesan religiones, sino supersticiones.
Que no hacen arte, sino artesanía.
Que no practican cultura, sino folcore.
Que no son seres humanos, sino recursos humanos.
Quen no tienen cara, sino brazos.
Que no tienen nombre, sino número.
Que no figuran en la historia universal, sino en la crónica roja de la prensa local.

Los nadies, que cuestan menos que la bala que los mata.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

Ένα γράμμα αγάπης



Julio Cortázar


UNA CARTA DE AMOR

Όλο αυτό που από σένα θα ήθελα
είναι στο βάθος τόσο λίγο
γιατί στο βάθος είναι το όλο,
σαν ένα σκυλί που περνάει, ένας λόφος,
αυτά τα τιποτένια, τα καθημερινά,
σουβλιές και χαίτη μαλλιών και δυο βουναλάκια.
η μυρωδιά του κορμιού σου,
αυτό που λες για οποιοδήποτε θέμα,
μαζί μου ή εναντίον μου,
όλο αυτό είναι πολύ λίγο,
αυτό που θέλω εγώ από εσένα γιατί σε αγαπώ.
Να βλέπεις πιο πέρα από μένα,
να με αγαπάς με την βίαιη αφηρημάδα
του πρωινού, όπως η κραυγή
από το δόσιμο σου σκορπίζεται
στο πρόσωπο του αφεντικού στο γραφείο
και η απόλαυση που μαζί ανακαλύπτουμε
να είναι άλλο ένα σύμβολο της ελευθερίας.


Todo lo que de vos quisiera
es tan poco en el fondo
porque en el fondo es todo,
como un perro que pasa, una colina,
esas cosas de nada, cotidianas,
espiga y cabellera y dos terrones,
el olor de tu cuerpo,
lo que decís de cualquier cosa,
conmigo o contra mía,
todo eso es tan poco,
yo lo quiero de vos porque te quiero.
Que mires más allá de mí,
que me ames con violenta prescindencia
del mañana, que el grito
de tu entrega se estrelle
en la cara de un jefe de oficina,
y que el placer que juntos inventamos
sea otro signo de la libertad


Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Μύθος



OCTAVIO PAZ
Fábula

Χρόνια της φωτιάς και του αέρα
βλαστάρια του νερού
από το πράσινο στο κίτρινο
                    από το κίτρινο στο κόκκινο
από το όνειρο στην αγρύπνια
                    από την πεθυμιά στην πράξη
μόνο ένα βήμα υπήρχε που εσύ το έκανες χωρίς προσπάθεια
τα έντομα ήταν ζωντανά πετράδια
η ζέστη ξεκουράζονταν στο χείλος της δεξαμενής
η βροχή ήταν μια ιτιά με λυτά τα μαλλιά της
στην παλάμη του χεριού σου μεγάλωνε ένα δένδρο
ένα δένδρο που τραγουδούσε, γελούσε και προφήτευε
οι χρησμοί του σκέπαζαν με φτερά τον χώρο
υπήρχαν θαύματα απλά που τα λέγανε πουλιά
το όλο ήταν σε όλα
                                 και όλα ήταν όλο
μόνο υπήρχε μια λέξη τεράστια το δίχως άλλο
λέξη σαν ένας ήλιος
μια μέρα έσπασε σε κομμάτια ασήμαντα
είναι οι λέξεις της γλώσσας που μιλάμε
κομμάτια που ποτέ δεν θα ενωθούν
καθρέφτες σπασμένοι όπου ο κόσμος κοιτιέται κατεστραμμένος

Με τον ισπανικό τρόπο η μέρα μπαίνει πατώντας βαριά
ένας βόμβος φύλλων και πουλιών φουσκώνει
μια προαίσθηση θάλασσας ή γυναικών
η μέρα βουίζει στο μέτωπό μου σαν μια ιδέα στέρεα
στην μετώπη του κόσμου η μέρα βουίζει επίμονα
το φως τρέχει παντού
τραγουδά στις αυλές
χορεύει στα σπίτια
κάτω από τα δροσερά χέρια του λυγερού κισσού
ο τοίχος ξυπνάει και σηκώνει τους πύργους του
και οι πέτρες αφήνουν τα ρούχα τους να κυλήσουν
και το νερό γυμνώνεται και πηδάει απ’ το κρεβάτι
πιο γυμνό κι απ’ το νερό
και το φως γυμνώνεται και καθρεφτίζεται στο νερό
πιο γυμνό κι από ΄να  άστρο
και το ψωμί χάσκει και ο άνεμος χύνεται
και η μέρα χύνεται πάνω στο τεντωμένο νερό
να βλέπεις, να ακούς, ν’ αγγίζεις, να μυρίζεις, να επιθυμείς, να σκέφτεσαι
χείλη ή γη ή άνεμος ανάμεσα σε ιστία
γεύση της μέρας που γλιστρά σαν μουσική
η φήμη του φωτός που κουβαλά στο χέρι μια κοπέλα
και την παρατά γυμνή στο κέντρο της μέρας
κανείς δεν ξέρει το όνομά της ούτε γιατί ήρθε
όπως λίγο νερό απλώνεται σιμά μου
ο ήλιος σταματάει μια στιγμή για να την αντικρύσει
το φως χάνεται ανάμεσα στα πόδια της
το βλέμμα μου σαν το νερό τα αγκαλιάζει
κι αυτή στο κοίταγμά μου λούζεται πιο γυμνή κι απ’ το νερό
όπως το φως που δεν έχει δικό του όνομα
όπως το φως που αλλάζει το σχήμα του στην μέρα.


 


Edades de fuego y de aire
Mocedades de agua
Del verde al amarillo
                            Del amarillo al rojo
Del sueño a la vigilia
                            Del deseo al acto
Sólo había un paso que tú dabas sin esfuerzo
Los insectos eran joyas animadas
El calor reposaba al borde del estanque
La lluvia era un sauce de pelo suelto
En la palma de tu mano crecía un árbol
Aquel árbol cantaba reía y profetizaba
Sus vaticinios cubrían de alas el espacio
Había milagros sencillos llamados pájaros
Todo era de todos
                        Todos eran todo
Sólo había un palabra inmensa y sin revés
Palabra como un sol
Un día se rompió en fragmentos diminutos
Son las palabras del lenguaje que hablamos
Fragmentos que nunca se unirán
Espejos rotos donde el mundo se mira destrozado

A la española el día entra pisando fuerte
Un rumor de hojas y pájaros avanza
Un presentimiento de mar o mujeres
El día zumba en mi frente como una idea fija
En la frente del mundo zumba tenaz el día
La luz corre por todas partes
Canta por las terrazas
Hace bailar las casas
Bajo las manos frescas de la yedra ligera
El muro se despierta y levanta sus torres
Y las piedras dejan caer sus vestiduras
Y el agua se desnuda y salta de su lecho
Más desnuda que el agua
Y la luz se desnuda y se mira en el agua
Más desnuda que un astro
Y el pan se abre y el viento se derrama
Y el día se derrama sobre el agua tendida
Ver oír tocar oler gustar pensar
Labios o tierra o viento entre veleros
Sabor del día que se desliza como música
Rumor de luz que lleva de la mano a una muchacha
Y la deja desnuda en el centro del día
Nadie sabe su nombre ni a qué vino
Como un poco de agua se tiende a mi costado
El sol se para un instante por mirarla
La luz se pierde entre sus piernas
Las rodean mis miradas como agua
Y ella se baña en ellas más desnuda que el agua
Como la luz no tiene nombre propio

Como la luz cambia de forma con el día.