Vicente Aleixandre
Αγαπιόντουσαν
Αγαπιόντουσαν
Υπέφεραν
για φως, χείλια μπλε, μέσα στο χάραμα,
χείλια
που ξεπροβάλανε από την σκληρή νύχτα,
χείλια
σχισμένα, αίμα, αίμα πού;
Αγαπιόντουσαν
σε ένα κρεβάτι ακυβέρνητο, μισοσκόταδο, μισοξημέρωμα.
Αγαπιόντουσαν
όπως τα λουλούδια τα βαθιά αγκάθια,
αυτό το ποθητό πετράδι τ’ αχνοκίτρινο,
όταν τα
πρόσωπα γυρνάνε μελαγχολικά,
σεληνοτρόπια
που λάμπουν καθώς δέχονται εκείνο το φιλί.
Αγαπιόντουσαν
την νύχτα, όταν τα σκυλιά στο βάθος
γαυγίζουν
χάμω στην γη, και οι πεδιάδες τεντώνονται
σαν
πανάρχαιοι λόφοι που νοιώθουν πάλι περπατημένοι:
χάδι,
μετάξι, χέρι, φεγγάρι που ζυγώνει και αγγίζει.
Αγαπιόντουσαν
με έρωτα ανάμεσα στο χάραμα,
ανάμεσα
στις σκληρές πέτρες σφαλισμένες την νύχτα,
σκληρές
σαν παγωμένα σώματα για ώρες αφημένα,
σκληρές
σαν φιλιά, δόντι σε δόντι μόνο
Αγαπιόντουσαν
την μέρα, παραλία που φουσκώνει,
κύματα
που απ’ τα πόδια χαϊδεύουν τους μηρούς,
κορμιά
που σηκώνονται από την γη και επιπλέοντας…
αγαπιόντουσαν
την μέρα, πάνω στην θάλασσα, κάτω από τον ουρανό.
Μεσημέρι
υπέροχο, αγαπιόντουσαν με τόση ζέση
θάλασσα
πανύψηλη και νέα, απέραντη οικειότητα
μοναξιά
ζωντανή, μακρισμένοι ορίζοντες
αγκαλιασμένοι, σαν σώματα που τραγουδούν στην μοναξιά.
Ζούσαν μέσα στον έρωτα. Αγαπιόντουσαν σαν την φωτεινή σελήνη
σαν
αυτήν την στρογγυλή θάλασσα, που ταιριάζει σε αυτό το πρόσωπο
γλυκιά
έκλειψη του νερού, μάγουλο σκοτεινιασμένο
όπου τα
κόκκινα ψάρια πάνε κι έρχονται χωρίς μουσική
Μέρα,
νύχτα, εσπερινοί, ξημερώματα, ο χώρος
κύματα
καινούργια, αρχαία, λαθραία, εις το διηνεκές
θάλασσα
ή στεριά, πλοίο, κρεβάτι, φτερό, κρύσταλλο,
μέταλλο,
μουσική, χείλος, σιωπή, χλωρίδα,
κόσμος,
ηρεμία, το σχήμα του. Αγαπιόντουσαν, να το ξέρετε.
Se querían
Se querían.
Sufrían por la luz, labios azules en la madrugada,
labios saliendo de la noche dura,
labios partidos, sangre, ¿sangre dónde?
Se querían en un lecho navío, mitad noche, mitad luz.
Se querían como las flores a las espinas hondas,
a esa amorosa gema del amarillo nuevo,
cuando los rostros giran melancólicamente,
giralunas que brillan recibiendo aquel beso.
Se querían de noche, cuando los perros hondos
laten bajo la tierra y los valles se estiran
como lomos arcaicos que se sienten repasados:
caricia, seda, mano, luna que llega y toca.
Se querían de amor entre la madrugada,
entre las duras piedras cerradas de la noche,
duras como los cuerpos helados por las horas,
duras como los besos de diente a diente sólo.
Se querían de día, playa que va creciendo,
ondas que por los pies acarician los muslos,
cuerpos que se levantan de la tierra y flotando...
Se querían de día, sobre el mar, bajo el cielo.
Mediodía perfecto, se querían tan íntimos,
mar altísimo y joven, intimidad extensa,
soledad de lo vivo, horizontes remotos
ligados como cuerpos en soledad cantando.
Amando. Se querían como la luna lúcida,
como ese mar redondo que se aplica a ese rostro,
dulce eclipse de agua, mejilla oscurecida,
donde los peces rojos van y vienen sin música.
Día, noche, ponientes, madrugadas, espacios,
ondas nuevas, antiguas, fugitivas, perpetuas,
mar o tierra, navío, lecho, pluma, cristal,
metal, música, labio, silencio, vegetal,
mundo, quietud, su forma. Se querían, sabedlo.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.