Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025

Mario Benedetti - "Σύνδρομο"




 Έχω ακόμα σχεδόν όλα μου τα δόντια

Σχεδόν όλα τα μαλλιά μου και λίγα άσπρα

Μπορώ να κάνω και να ξεκάνω έρωτα

Να σκαρφαλώσω δυο-δυο τα σκαλοπάτια

Και να τρέξω σαράντα μέτρα πίσω απ' το
       λεωφορείο

Δεν θα έπρεπε να νιώθω γέρος

Αλλά το μεγάλο πρόβλημα είναι

Ότι πριν δεν πρόσεχα αυτές τις λεπτομέρειες

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2025

Samanta Schweblin- Τελευταία Βόλτα


Ινδιάνοι και καουμπόηδες σε...κυκλικό ταξίδι

     Η Χούλια, μου χαμογελά από το άλλο άλογο. Όταν το ζώο ανεβαίνει, τα φώτα του φωτίζουν το τρίχωμα· όταν κατεβαίνει, εκείνη πιάνει το καπίστρι και κάνει το σώμα αψίδα, προς τα πίσω, χωρίς να σταματήσει να με κοιτάζει. Είμαστε όμορφες ινδιάνες. Στο καρουζέλ, καβαλάμε τα άλογά μας, ως το άπειρο, ξεφεύγουμε από φοβερές απειλές και σώζουμε από τον θάνατο τα ζώα που κινδυνεύουν. Αν πάει κάτι άσχημα, αν χρειαστεί να πολλαπλασιάσουμε τις δυνάμεις μας, τσουγκρίζουμε τα δαχτυλίδια μας, με τα ρουμπίνια και μια κοσμική ενέργεια, μας δίνει υπεράνθρωπες δυνάμεις. Η Χούλια τεντώνει προς τα μένα το χέρι της κι εγώ το πιάνω με τα δάχτυλα, ίσα που καταφέρνουμε να κρατηθούμε πιασμένες. Ρωτάει, αν την αγαπώ. Λέω, ναι. Ρωτάει, αν θα ζήσουμε μαζί για πάντα. Της λέω, ναι. Ρωτάει, αν κάποια μέρα θα αποκτήσουμε ένα κάστρο, αν θα είναι τεράστιο και αν οι ινδιάνες ζουν σε τέτοια κάστρα, τεράστια. Της λέω, ναι, φυσικά, ότι αυτό κάνουν οι όμορφες ινδιάνες. Η μαμά βρίσκεται με τους ανθρώπους που περιμένουν στο παγκάκι. Την ψάχνω, αλλά δεν την βλέπω. Αγκαλιάζω την χρυσαφένια χαίτη του αλόγου μου. Η Χούλια, με μιμείται και περιμένουμε την μαμά, για να την χαιρετήσουμε. Το καρουζέλ γυρνάει και η μαμά, ακόμη δεν εμφανίζεται. Δυο αδέλφια, μας κοιτάζουν από ένα παγκάκι. Υπάρχει κι άλλος κόσμος, κι άλλα παιδιά με τους γονείς τους, που περιμένουν την σειρά τους στο ταμείο με τα εισιτήρια. Όταν τελειώνουμε άλλη μια βόλτα ο μικρότερος από τα αδέλφια, μας κάνει σινιάλο. Είναι καθισμένα, δίπλα σε μια γυναίκα πολύ ηλικιωμένη, που επίσης μας κοιτάζει. Φοράει ένα ασημένιο σάλι, τα μαλλιά λευκά και το δέρμα σκούρο· φαίνεται κουρασμένη. Που είναι η μαμά, λέει η Χούλια. Ψάχνω την μαμά. Ο άνθρωπος στο ταμείο δεν είναι ο συνηθισμένος. Το καρουζέλ σταματά, πρέπει να κατέβουμε. Τα αδέλφια αφήνουν το παγκάκι τους και έρχονται προς τα άλογά μας. Από όλα που υπάρχουν, εκείνοι θέλουν αυτά και θα πρέπει να τους τα δώσουμε: Η Χούλια κολλάει στο άλογό της, κοιτάζει τα παιδιά που ήδη ανεβαίνουν. Πρέπει να κατέβουμε, λέω. Με κοιτάζει τρομαγμένη, θέλουν τα δικά μας άλογα, λέει, τα ρουμπίνια, να τσουγκρίσουμε τα ρουμπίνια, λέει, τεντώνοντας το χέρι της προς τα μένα. Σκέφτομαι, να της κάνω το χατίρι, αλλά τα αδέλφια σκαρφαλώνουν και με απασχολεί ότι δεν βλέπω την μαμά. Ο μεγαλύτερος πλησιάζει και δίνει δυο χαστούκια στην μούρη του αλόγου μου. Ο άλλος κάνει μια χειρονομία στην Χούλια, για να κατέβει. Εκείνη έχει τα μάγουλα φλογισμένα και κόκκινα, μοιάζει έτοιμη να κλάψει. Χαϊδεύω το ζεστό, δυνατό δέρμα του αλόγου μου. Ίσα που προλαβαίνω να κατέβω και νιώθω ότι το παιδί πιάνει με δύναμη τον αναβολέα και ανεβαίνει. Σπιρουνίζει το άλογο και φωνάζει, μεταχειρίζεται το άλογο, σαν πολεμικό ζώο. Το καρουζέλ αρχίζει να κινείται και ανακαλύπτω ότι η Χούλια δεν βρίσκεται πια στο άλογό της, ούτε κοντά μου. Πρέπει να κατέβω, αλλά δεν την βρίσκω. Ούτε την μαμά. Η γιαγιά των αδελφών περπατά προς τα μένα και μου κάνει μια χειρονομία για να με βοηθήσει να πηδήξω. Τα χέρια της με φοβίζουν. Με πιάνει από τα δάχτυλα. Είναι παγωμένη και είναι τόσο αδύνατη, που είναι σαν να αγγίζω τα κόκαλά της. Το καρουζέλ συνεχίζει να γυρνάει. Ρίχνομαι και σκοντάφτουμε. Πέφτω στο χώμα και νομίζω ότι εκείνη πέφτει μαζί μου. Προσπαθώ να σηκωθώ και δεν μπορώ. Κάτι συμβαίνει. Νιώθω ένα βαθύ πόνο σε όλο το σώμα, κάτι που σφίγγεται, ή κάτι που συμπιέζεται, κάτι πολύ λεπτεπίλεπτο. Τα χέρια και τα πόδια αργούν να με υπακούσουν, κινούνται αργά, δεν αντέχουν άλλο το ίδιο το βάρος τους. Νιώθω κρύο και με προσπάθεια, ίσα που καταφέρνω να γυρίσω για να επιστρέψω προς το καρουζέλ. Τότε, τα αδέλφια εμφανίζονται από τα δεξιά, δυο στρατιώτες στητοί επάνω στα άτια τους. Όταν ο μεγαλύτερος με βλέπει, κάνει σινιάλο τρομαγμένος και αμέσως αρχίζουν να κατεβαίνουν. Κάποιοι γονείς πλησιάζουν και με βοηθάνε να συνέλθω. Βάζουν προσπάθεια για να με σηκώσουν, με μετακινούν προσεκτικά. Κάποιοι με συνοδεύουν ως το παγκάκι. Ο μεγαλύτερος από τα αδέλφια, με χαϊδεύει στα μαλλιά και ρίχνει στους ώμους μου ένα σάλι, ο μικρότερος κάθεται στο πλάι μου και με κοιτάζει τρομαγμένος. Ανακαλύπτω το δαχτυλίδι, το λαμπερό ρουμπίνι στο γέρικο και σκούρο χέρι μου και μένω έτσι, ακίνητη, τα δάχτυλα επάνω στα κόκαλα των γονάτων, να παρακολουθώ την κίνηση των άδειων αλόγων. Που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν. Ανεβαίνουν και κατεβαίνουν. Και από πίσω, απέραντα, τα πράσινα λιβάδια, που με απομακρύνουν από το κάστρο.

μετάφραση Μάρκος Γκανής

Φλεβάρης 2025

Πέμπτη 2 Μαΐου 2024

Guillermo Martínez-Κάτι μάτια κουρασμένα





Το μικρο-διήγημα «Κάτι μάτια κουρασμένα», του αργεντινού συγγραφέα Guillermo Martínez, ανήκει στην συλλογή διηγημάτων με τίτλο “Una felicidad repulsiva” (Μια απωθητική ευτυχία), που περιλαμβάνει ακόμα 10 διηγήματα και  κέρδισε το Βραβείο του Ισπανοαμερικάνικου Διηγήματος Gabriel García Márqez, στην πρώτη του έκδοση.  

… κάθε προσπάθεια να εξηγήσουμε το παρόν με μελλοντικούς όρους… σκοντάφτει ακριβώς στους όρους. Ποιος τους βάζει τελικά; Ο άνθρωπος;

Μετάφραση Μάρκος Γκανής

Μάης 2024

 


Guillermo Martínez-Κάτι μάτια κουρασμένα

 

     Ο άντρας που μου ανοίγει την πόρτα είναι γέρος, παρόλο που δεν είναι από τους πιο γέρους που μου έχουν τύχει. Έχει κάτι μάτια κουρασμένα, με αυτήν την ευθραυστότητα την κάπως υδαρή, της ηλικίας, αλλά το βλέμμα του είναι φωτεινό, σχεδόν σε διατρυπά και οι τρόποι του είναι αξιοπρεπείς και ήρεμοι. Κλείνει την πόρτα και κινείται αργά επιστρέφοντας στην πολυθρόνα του, σαν να ήταν μια διαδρομή επικίνδυνη στην οποία έπρεπε να βάλει όλη την προσοχή του· μόνο όταν καταφέρνει να καθίσει, μου δείχνει την άλλη πολυθρόνα μπροστά του. Βάζει στον εαυτό του ένα ποτηράκι λικέρ από ένα πολυγωνικό μπουκάλι, με ένα χέρι που τρέμει ελαφρά. Ένα Πάρκινσον που ακόμα ελέγχεται.

-        Συγγνώμη για την ώρα -μου λέει-· ελπίζω να μην σας ξύπνησα.

-        Όχι, κοιμάμαι πολύ λίγο -τον καθησυχάζω-. Και πραγματικά ήθελα να βγω, όλη την ημέρα δεν είχα κλήσεις.

-        Λοιπόν, δεν καλούν πολύ; -τα βλέφαρα του ανασηκώθηκαν ελαφρά· οι κόρες των ματιών έχουν ένα χρώμα έντονο γαλάζιο, αλλά στο φως της λάμπας φαίνονται γκρίζες.

-        Ναι, καλούν. Αρκετά. Περισσότερο από όσο κάποιος θα το υπέθετε στην αρχή. Μόνο που δεν καλούν εμένα.

-        Καταλαβαίνω -είπε-: είδα τις αγγελίες. Τι προτιμούν; Γυναίκες; Ιερείς;

-        Γυναίκες, υποθέτω, ναι. Αλλά όχι με την σεξουαλική έννοια, σχεδόν ποτέ. Ζητούν πρόσωπα που να μοιάζουν. Στην μητέρα, σε μια παλιά φιλενάδα· σε κάποιον που να θυμίζει ένα αγαπημένο άνθρωπο. Αλλά επίσης υπάρχουν και αιτήσεις του συρμού. Πολλοί ζητούν νοσοκόμες ή γιατρούς.

-        Και ποιοι ζητούν εσάς; -το βλέμμα του μοιάζει για μια στιγμή ειρωνικό, αλλά το ελαφραίνει αμέσως ένα ευγενικό χαμόγελο.

-        Πρώην ακαδημαϊκοί, κυρίως. Πανεπιστημιακοί, συγγραφείς. Άτομα που έχουν βιβλιοθήκες, σαν την δική σας και θέλουν μια «φιλοσοφική» συζήτηση.

-        Όχι, μην στενοχωριέστε, καθόλου συζητήσεις. Μόνο θέλω να τελειώσω το ποτάκι μου Μπορείτε να πιστέψετε ότι προσπάθησαν να μου στείλουν ένα αληθινό φιλόσοφο;

-        Εντάξει, υποτίθεται ότι πρέπει να προσπαθήσουν τα πάντα. Πόσους πρεσβευτές είχατε;

-        Πρεσβευτές; Έτσι τους ονομάζουν; -γελάει και κουνάει το κεφάλι-. Μερικές φορές μπορούν να γίνουν χαριτωμένοι. Συνολικά επτά, τους μέτρησα. Είναι πραγματικά αφελείς, ήμουν έτοιμος να γράψω ένα τελευταίο δοκίμιο: η παρέλαση των λόγων για να συνεχίσει κανείς. Μου έστειλαν ακόμη και μια πόρνη, μια νέα κοπέλα. Νέα, στ’ αλήθεια. Χρειάστηκε να της πω: Κοριτσάκι μου, θα μπορούσα να το σκεφτώ… πριν εκατό χρόνια!

-        Γενικά στέλνουν μόνο τρεις. Αλλά άκουσα να μιλάνε για περιπτώσεις σαν την δική σας. Είναι από αυτές που θεωρούνται ανωμαλίες. Εσείς δεν είστε τόσο γέρος, ούτε μοιάζετε με άρρωστο, ούτε έχετε χάσει τις πνευματικές σας ικανότητες: εγώ βλέπω μόνο ένα πολύ ελαφρύ Πάρκινσον.

-        Ναι, είμαι υγιής, αυτό τους απελπίζει κυρίως. Σε μια στιγμή έφτασα να σκεφτώ ότι στην πραγματικότητα με μελετούν, κάτω από διαφορετικές μεταμφιέσεις. Ή ότι ήταν ένα είδος νόμιμης παγίδας που ποτέ δεν θα άφηναν να συμβεί, συνεχίζοντας την μια μετά την άλλη. Αλλά προφανώς παραιτήθηκαν, σήμερα το πρωί μου ήρθε η τελική άδεια. Αφοσιώθηκα να βρω το κατάλληλο άτομο όλο το απόγευμα. Είδα πολλές αγγελίες στον ιστό, αλλά δεν ήξερα ποιον να καλέσω. Στην δική σας, μου άρεσε το τίτλος: Ένα οριστικό τέλος. Αυτό ακριβώς είναι αυτό που θέλω: να είναι οριστικό -αναστενάζει και αφήνει στο τραπέζι το άδειο ποτηράκι-. Το έχετε στο τσαντάκι;

     Τα μάτια του με κοιτάζουν ξανά και πάλι μου τραβάει την προσοχή το χρώμα της κόρης των ματιών που αλλάζει κάτω από το φως. Ακουμπάω το τσαντάκι στο τραπεζάκι και το ανοίγω προσεκτικά. Μοιάζει να απογοητεύεται που βλέπει μόνο μια σύριγγα.

-        Όχι -λέει-: πρέπει να είναι κάτι πιο δραστικό. Αν δεν σας ενοχλεί, να φέρω την καραμπίνα μου. Δεν σκοπεύω να τους αφήσω τον εγκέφαλο. Είναι σαν τα κοράκια και είναι παντού: στα νεκροτομεία στα νεκροταφεία, στα νοσοκομεία. Ξέρω ότι έχουν διεισδύσει ακόμα και ανάμεσα σας για να πάρουν τον εγκεφαλικό ιστό.

-        Όπως θέλετε -λέω.

     Τον αφήνω να ανασηκωθεί και να περπατήσει δυο βήματα, μέχρι που να μου γυρίσει την πλάτη. Πλησιάζω από πίσω, του περνάω το αριστερό χέρι κάτω από τον λαιμό, ανοίγω την παλάμη επάνω στον σβέρκο και σπρώχνω με δύναμη μπροστά. Είναι η εναλλακτική διαδικασία και υποτίθεται ότι διατηρεί για λίγα λεπτά την αιματική ροή στο κεφάλι. Καλώ από το τηλέφωνο, ενώ γυρίζω, με το ένα χέρι, το λεπτό και λιανό σώμα. Σηκώνω με προσοχή το ένα από τα βλέφαρα για να δω την κόρη από κοντά.

-        Ανακτήσιμο ή μη ανακτήσιμο; -με ρωτούν.

-        Ανακτήσιμο -απαντώ-. Αλλά άλλαξα γνώμη για την μεταχείριση. Προτιμώ να κρατήσω κάτι για την συλλογή μου.

-        Μπορεί να είναι μόνο κάτι εξωτερικό -με προειδοποιούν.

-        Τα μάτια -λέω-. Νομίζω ότι είναι αρχαία. Νομίζω ότι είναι αυθεντικά ανθρώπινα μάτια.

Σάββατο 23 Μαρτίου 2024

Enrique Anderson Imbert-Ο αυτόχειρας

 


Ο πίνακας του Eduart Manet και το κείμενο στα ισπανικά είναι από το εξαιρετικό μπλογκ

Το μικρό διήγημα, "Ο Αυτόχειρας" του αργεντινού συγγραφέα Ενρίκε Άντερσον Ιμπέρτ (1910-2000), εκδόθηκε μαζί με άλλα 21 κείμενα, το 1946, σε ένα βιβλίο με τον τίτλο "Οι αποδείξεις του χάους". (Las pruebas del caos). Σε μια εποχή βέβαια που τα μικρά διηγήματα δεν ήταν και τόσο δημοφιλή, όσο σήμερα που τα καταναλώνουμε μέσα από τις μικρές οθόνες.

Οι περιορισμένες πληροφορίες, "υποχρεώνουν" τον αναγνώστη σε μια ενεργητική ανάγνωση, καθώς τον βάζουν στο παιχνίδι.

Πρόκειται για ένα αριστούργημα της ... τεθλασμένης πραγματικότητας.


Διήγημα

Μπροστά στην ανοιχτή Βίβλο - όπου ήταν σημαδεμένος ο στίχος που θα τα εξηγούσε όλα -  έβαλε στη σειρά τα γράμματα: στην γυναίκα του στον δικαστή στους φίλους. Έπειτα ήπιε το δηλητήριο και ξάπλωσε.


Τίποτα. Πάνω στην ώρα σηκώθηκε και κοίταξε την κανάτα. Ναι, ήταν το δηλητήριο.


Ήταν τόσο σίγουρος! Γέμισε ξανά την ίδια δόση και ήπιε άλλο ένα ποτήρι. Ξάπλωσε ξανά. Άλλη μια ώρα. Δεν πέθαινε. Τότε πυροβόλησε με το περίστροφο στον κρόταφο. Τι αστείο ήταν αυτό;  Κάποιος - αλλά ποιός, ποτέ; - κάποιος είχε αλλάξει το δηλητήριο με νερό, τις σφαίρες στα καψούλια με στρακαστρούκες. Πυροβόλησε στον κρόταφο και τις άλλες τέσσερις σφαίρες. Ανώφελο. Έκλεισε την Βίβλο, μάζεψε τα γράμματα και βγήκε απ' το δωμάτιο την στιγμή που ο ξενοδόχος, οι καμαριέρες και οι περίεργοι έσπευδαν θορυβημένοι από τον κρότο των πυροβολισμών.


Φτάνοντας στο σπίτι του βρήκε την γυναίκα του δηλητηριασμένη και τα πέντε παιδιά του στο πάτωμα και καθένα με μια σφαίρα στον κρόταφο.


Πήρε το μαχαίρι της κουζίνας, γύμνωσε την κοιλιά και το έχωσε πολλές φορές. Η λεπίδα βυθίζονταν στην μαλακή σάρκα και έπειτα έβγαινε καθαρή σαν το νερό. Η σάρκα γίνονταν ξανά λεία, όπως το νερό μετά που ψαρεύουν το ψάρι.
Έριξε βενζίνη στα ρούχα και τα σπίρτα έσβηναν τσιτσιρίζοντας.


Έτρεξε στο μπαλκόνι και πριν πέσει,  μπόρεσε να δει στον δρόμο, σαν σφαγείο τα σώματα αντρών και γυναικών να αιμορραγούν από τις μαχαιρωμένες κοιλιές, ανάμεσα στις φλόγες της πυρπολημένης πόλης.


Μετάφραση Μάρκος Γκανής

Μάρτιος 2024

Τρίτη 19 Μαρτίου 2024

Enrique Anderson Imbert-Φιλοδοξία


   


 

.και... λίγο ακόμα να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα... ένα μικρό διήγημα ανάτασης, από εδώ

     Αυτή η φτελιά είχε κάποια αρχικά χαραγμένα στον κορμό της: αναμφίβολα την υπογραφή του δημιουργού της.
Μόνη, δίπλα στο ποτάμι, θυμόταν την ζωή της: μια μεγάλη ζήλεια από τον σπόρο μέχρι το πιο ψηλό άνθος, το άνθος που ψήλωνε σκορπώντας το άρωμα του. 

     Θα ήθελε να συνεχίσει να ανεβαίνει, όπως εκείνο το άλλο δέντρο, αυτό του καπνού, που σχηματίζονταν κάθε φορά που έκαιγαν τα ξερά φύλλα της το φθινόπωρο. Και την άνοιξη, όταν οι καρακάξες που είχαν κουρνιάσει, έφευγαν πετώντας σαν φύλλα κι αφού πλάναραν για λίγο, μπορούσαν να επιστρέψουν στα κλαριά, η φτελιά ένιωθε πως το φύλλωμα της ήταν ο ταξιδευτής. Ήξερε τα πουλιά από τον τρόπο που πετούσαν. Τα ακροβατικά της παπαδίτσας, την θλίψη του χελιδονιού, που όσο ψηλά κι αν πετούσε πάντα ονειρευόταν κάτι μακρύτερα από τα φτερά του, τον αντάρτη κορυδαλλό, που απομακρύνεται από το χώμα, όχι για να εξερευνήσει, αλλά για μια γρήγορη επίθεση στον ουρανό. Αν ένας άνεμος την κουνούσε, η φτελιά ήξερε ότι ερχόταν από κάποιον που, βλέποντας την σφαίρα από την γη, είχε βαλθεί να φυσάει για να την κάνει να γυρίσει και ότι τα εναλλασσόμενα χρώματα του ουρανού ήταν εντάσεις αυτού του διαρκούς φυσήματος.
     

Μπροστά σε τόσο ουρανό, μπροστά σε τόση ελευθερία, η φιλοδοξία της φτελιάς ήταν να πετάξει. Τεντώνονταν, άπλωνε τα χέρια. Μια μέρα, της εμφανίστηκε ένα καινούργιο μπουμπούκι. Δεν ήταν ένα οποιοδήποτε μπουμπούκι. Ήταν ένα φτερό. Ένα πράσινο φτερό. Το ξεκίνημα ενός φτερού.


μετάφραση Μάρκος Γκανής

Μάρτιος 2024

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024

Julio Cortázar-Το μέλλον

 



Και ξέρω καλά ότι δεν θα ‘σαι.

Δεν θα ‘σαι στον δρόμο, στο ψιθύρισμα που τις νύχτες σκάει

απ’ τα συρματοπλέγματα, ούτε στην κίνηση

που διαλέγει το μενού, ούτε στο χαμόγελο

που ανακουφίζει τους βολεμένους στο μετρό,

ούτε στα δανεικά βιβλία, ούτε στο ες αύριον.

Δεν θα ‘σαι στα όνειρα μου,

στον αυθεντικό προορισμό των λέξεων μου,

ούτε στο νούμερο του τηλεφώνου θα ‘σαι

ή στο χρώμα των γαντιών ή μιας μπλούζας.

Θα ενοχληθώ αγάπη μου, όχι για σένα,

και θα αγοράσω σοκολατάκια, αλλά όχι για σένα,

θα σταθώ στην γωνιά, αυτήν που δεν θα έρθεις,

και θα πω τα λόγια που λένε

και θα φάω αυτά που τρώνε

και θα ονειρευτώ αυτά που ονειρεύονται

και ξέρω πολύ καλά ότι δεν θα ‘σαι,

ούτε εδώ μέσα, στην φυλακή που ακόμα σε έχω,

ούτε έξω, αυτό το ποτάμι από δρόμους και γέφυρες.

Δεν θα ‘σαι για τίποτα, δεν θα ‘σαι ούτε θύμηση,

Κι όταν σε σκέφτομαι θα σκέφτομαι μια σκέψη

που σκοτεινά προσπαθεί να σε θυμηθεί.

Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2024

Maruja Vieira-Όπως το φευγιό κάποιου πλοίου

Η Maruja Vieira (1922-2023)(όπως βάφτισε ο Palbo Neruda την María Vieira White) ήταν Κολομβιανή ποιήτρια που πάλεψε με το έργο και την δράση της για τα δικαιώματα των γυναικών.

Από την ιστοσελίδα La canción de la sirena





Είναι όλα πιο καθαρά πια.


Όπως η γη μετά την βροχή

είναι τα μάτια μετά τα δάκρυα.


Ο άνεμος κάνει ξανά τα δέντρα να τραγουδούν

αλλά το ξημέρωμα

έχουν διαφορετική φωνή οι αρχαίες καμπάνες.


Έφυγε ένα πλοίο. Την άγκυρα την σήκωσαν

τα πιο αγαπημένα χέρια.


Ήταν μια διάφανη θάλασσα, πορεία και κύμα,

όπου έπλεε ένα απαλό χλωμό πρόσωπο

και μια παραλία στον χρόνο

που έμενε πίσω, με το κλάμα μας.


Που έμενε με την σιωπή μας,

με την ξεχασμένη και ήρεμη μουσική μας,

με τα κλειστά βιβλία, με τα άδεια δωμάτια,

με αυτήν την μοναξιά που μας ορμάει

όταν ξυπνάει η μέρα πάνω στα ανέγγιχτα κρεβάτια.


Οι ώρες γίνονται ξανά, ίδιες.

Υπάρχουν ακόμα οδοί με τριανταφυλλιές και πουλιά.

Τα παιδιά γελάνε στο δρόμο

και τα παλιά σφυριά καρφώνουν καινούργια ξύλα.


Ο θάνατος στο σπίτι μας κράτησε τον λόγο του.

Όλα ήταν τόσο απλά, όπως το φευγιό κάποιου πλοίου.


μετάφραση Μάρκος Γκανής

Γενάρης 2024