Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2025

Samanta Schweblin- Τελευταία Βόλτα


Ινδιάνοι και καουμπόηδες σε...κυκλικό ταξίδι

     Η Χούλια, μου χαμογελά από το άλλο άλογο. Όταν το ζώο ανεβαίνει, τα φώτα του φωτίζουν το τρίχωμα· όταν κατεβαίνει, εκείνη πιάνει το καπίστρι και κάνει το σώμα αψίδα, προς τα πίσω, χωρίς να σταματήσει να με κοιτάζει. Είμαστε όμορφες ινδιάνες. Στο καρουζέλ, καβαλάμε τα άλογά μας, ως το άπειρο, ξεφεύγουμε από φοβερές απειλές και σώζουμε από τον θάνατο τα ζώα που κινδυνεύουν. Αν πάει κάτι άσχημα, αν χρειαστεί να πολλαπλασιάσουμε τις δυνάμεις μας, τσουγκρίζουμε τα δαχτυλίδια μας, με τα ρουμπίνια και μια κοσμική ενέργεια, μας δίνει υπεράνθρωπες δυνάμεις. Η Χούλια τεντώνει προς τα μένα το χέρι της κι εγώ το πιάνω με τα δάχτυλα, ίσα που καταφέρνουμε να κρατηθούμε πιασμένες. Ρωτάει, αν την αγαπώ. Λέω, ναι. Ρωτάει, αν θα ζήσουμε μαζί για πάντα. Της λέω, ναι. Ρωτάει, αν κάποια μέρα θα αποκτήσουμε ένα κάστρο, αν θα είναι τεράστιο και αν οι ινδιάνες ζουν σε τέτοια κάστρα, τεράστια. Της λέω, ναι, φυσικά, ότι αυτό κάνουν οι όμορφες ινδιάνες. Η μαμά βρίσκεται με τους ανθρώπους που περιμένουν στο παγκάκι. Την ψάχνω, αλλά δεν την βλέπω. Αγκαλιάζω την χρυσαφένια χαίτη του αλόγου μου. Η Χούλια, με μιμείται και περιμένουμε την μαμά, για να την χαιρετήσουμε. Το καρουζέλ γυρνάει και η μαμά, ακόμη δεν εμφανίζεται. Δυο αδέλφια, μας κοιτάζουν από ένα παγκάκι. Υπάρχει κι άλλος κόσμος, κι άλλα παιδιά με τους γονείς τους, που περιμένουν την σειρά τους στο ταμείο με τα εισιτήρια. Όταν τελειώνουμε άλλη μια βόλτα ο μικρότερος από τα αδέλφια, μας κάνει σινιάλο. Είναι καθισμένα, δίπλα σε μια γυναίκα πολύ ηλικιωμένη, που επίσης μας κοιτάζει. Φοράει ένα ασημένιο σάλι, τα μαλλιά λευκά και το δέρμα σκούρο· φαίνεται κουρασμένη. Που είναι η μαμά, λέει η Χούλια. Ψάχνω την μαμά. Ο άνθρωπος στο ταμείο δεν είναι ο συνηθισμένος. Το καρουζέλ σταματά, πρέπει να κατέβουμε. Τα αδέλφια αφήνουν το παγκάκι τους και έρχονται προς τα άλογά μας. Από όλα που υπάρχουν, εκείνοι θέλουν αυτά και θα πρέπει να τους τα δώσουμε: Η Χούλια κολλάει στο άλογό της, κοιτάζει τα παιδιά που ήδη ανεβαίνουν. Πρέπει να κατέβουμε, λέω. Με κοιτάζει τρομαγμένη, θέλουν τα δικά μας άλογα, λέει, τα ρουμπίνια, να τσουγκρίσουμε τα ρουμπίνια, λέει, τεντώνοντας το χέρι της προς τα μένα. Σκέφτομαι, να της κάνω το χατίρι, αλλά τα αδέλφια σκαρφαλώνουν και με απασχολεί ότι δεν βλέπω την μαμά. Ο μεγαλύτερος πλησιάζει και δίνει δυο χαστούκια στην μούρη του αλόγου μου. Ο άλλος κάνει μια χειρονομία στην Χούλια, για να κατέβει. Εκείνη έχει τα μάγουλα φλογισμένα και κόκκινα, μοιάζει έτοιμη να κλάψει. Χαϊδεύω το ζεστό, δυνατό δέρμα του αλόγου μου. Ίσα που προλαβαίνω να κατέβω και νιώθω ότι το παιδί πιάνει με δύναμη τον αναβολέα και ανεβαίνει. Σπιρουνίζει το άλογο και φωνάζει, μεταχειρίζεται το άλογο, σαν πολεμικό ζώο. Το καρουζέλ αρχίζει να κινείται και ανακαλύπτω ότι η Χούλια δεν βρίσκεται πια στο άλογό της, ούτε κοντά μου. Πρέπει να κατέβω, αλλά δεν την βρίσκω. Ούτε την μαμά. Η γιαγιά των αδελφών περπατά προς τα μένα και μου κάνει μια χειρονομία για να με βοηθήσει να πηδήξω. Τα χέρια της με φοβίζουν. Με πιάνει από τα δάχτυλα. Είναι παγωμένη και είναι τόσο αδύνατη, που είναι σαν να αγγίζω τα κόκαλά της. Το καρουζέλ συνεχίζει να γυρνάει. Ρίχνομαι και σκοντάφτουμε. Πέφτω στο χώμα και νομίζω ότι εκείνη πέφτει μαζί μου. Προσπαθώ να σηκωθώ και δεν μπορώ. Κάτι συμβαίνει. Νιώθω ένα βαθύ πόνο σε όλο το σώμα, κάτι που σφίγγεται, ή κάτι που συμπιέζεται, κάτι πολύ λεπτεπίλεπτο. Τα χέρια και τα πόδια αργούν να με υπακούσουν, κινούνται αργά, δεν αντέχουν άλλο το ίδιο το βάρος τους. Νιώθω κρύο και με προσπάθεια, ίσα που καταφέρνω να γυρίσω για να επιστρέψω προς το καρουζέλ. Τότε, τα αδέλφια εμφανίζονται από τα δεξιά, δυο στρατιώτες στητοί επάνω στα άτια τους. Όταν ο μεγαλύτερος με βλέπει, κάνει σινιάλο τρομαγμένος και αμέσως αρχίζουν να κατεβαίνουν. Κάποιοι γονείς πλησιάζουν και με βοηθάνε να συνέλθω. Βάζουν προσπάθεια για να με σηκώσουν, με μετακινούν προσεκτικά. Κάποιοι με συνοδεύουν ως το παγκάκι. Ο μεγαλύτερος από τα αδέλφια, με χαϊδεύει στα μαλλιά και ρίχνει στους ώμους μου ένα σάλι, ο μικρότερος κάθεται στο πλάι μου και με κοιτάζει τρομαγμένος. Ανακαλύπτω το δαχτυλίδι, το λαμπερό ρουμπίνι στο γέρικο και σκούρο χέρι μου και μένω έτσι, ακίνητη, τα δάχτυλα επάνω στα κόκαλα των γονάτων, να παρακολουθώ την κίνηση των άδειων αλόγων. Που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν. Ανεβαίνουν και κατεβαίνουν. Και από πίσω, απέραντα, τα πράσινα λιβάδια, που με απομακρύνουν από το κάστρο.

μετάφραση Μάρκος Γκανής

Φλεβάρης 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.