Σάββατο 18 Απριλίου 2020

Julio Cortázar- Πολύ Μικρομηκάδικη


κι από την οθόνη στο ...χαρτί από εδώ

Julio Cortázar- Πολύ Μικρομηκάδικη
Αυτοκινητιστής σε διακοπές διασχίζει τα βουνά στο κέντρο της Γαλλίας, βαριέται μακριά από τη πόλη και την νυχτερινή ζωή. Νεαρή του κάνει οτο-στοπ, ρωτάει δειλά αν πηγαίνει προς Beaune ή Tournus. Λίγα λόγια στην εθνική οδό, όμορφο μελαχρινό προφίλ, σπάνια γυρνάει ανφάς, λακωνικά στις ερωτήσεις προς το παρόν, κοιτάζει τους γυμνούς μηρούς επάνω στο κόκκινο κάθισμα. Στο τέλος της στροφής το αυτοκίνητο βγαίνει από την εθνική οδό και χάνεται στις πυκνό δάσος. Λοξοκοιτάζει πως σταυρώνει τα χέρια επάνω στην μίνι φούστα, ενώ ο φόβος μεγαλώνει σιγά-σιγά. Κάτω από τα δένδρα μια βαθιά φυλλωσιά όπου θα μπορέσει, πηδάει από το αυτοκίνητο, στην άλλη πόρτα και με βία από τους ώμους. Η νεαρή τον κοιτάζει σαν να λέει όχι, αφήνεται να κατέβει από το αμάξι, γνωρίζοντας ότι στην μοναξιά του δάσους. Όταν το χέρι την αρπάζει από την μέση για να την τραβήξει ανάμεσα στα δέντρα, το πιστόλι από την τσάντα και στον κρόταφο. Μετά το πορτοφόλι, το εξετάζει για τα καλά γεμάτο, αμέσως ληστεύει το αυτοκίνητο και το εγκαταλείπει λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά, χωρίς να αφήσει το παραμικρό δακτυλικό αποτύπωμα, γιατί σε αυτό το επάγγελμα δεν πρέπει να είναι κανείς απρόσεκτος.

Cortísimo metraje. Julio Cortázar.
Automovilista en vacaciones recorre las montañas del centro de Francia, se aburre lejos de la ciudad y de la vida nocturna. Muchacha le hace el gesto usual del auto-stop, tímidamente pregunta si dirección Beaune o Tournus. En la carretera unas palabras, hermoso perfil moreno que pocas veces pleno rostro, lacónicamente a las preguntas del que ahora, mirando los muslos desnudos contra el asiento rojo. Al término de un viraje el auto sale de la carretera y se pierde en lo más espeso. De reojo sintiendo cómo cruza las manos sobre la minifalda mientras el terror crece poco a poco. Bajo los árboles una profunda gruta vegetal donde se podrá, salta del auto, la otra portezuela y brutalmente por los hombros. La muchacha lo mira como si no, se deja bajar del auto sabiendo que en la soledad del bosque. Cuando la mano por la cintura para arrastrarla entre los árboles, pistola del bolso y a la sien. Después billetera, verifica bien llena, de paso roba el auto que abandonará algunos kilómetros más lejos sin dejar la menor impresión digital porque en ese oficio no hay que descuidarse.

Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Juan José Millás-Το κινητό




...ευγενείς πόθοι... από εδώ

Juan José Millás-Το κινητό

Ο τύπος που έτρωγε το πρωινό του,  δίπλα μου στο μπαρ, ξέχασε το κινητό του κάτω από την μπάρα. Έτρεξα πίσω του, αλλά όταν έφτασα στον δρόμο, είχε εξαφανιστεί. Περπάτησα με το μαραφέτι στο χέρι τριγύρω και τελικά  το έβαλα στην τσέπη και πήρα το λεωφορείο. Στο ύψος της οδού Καρταγένα άρχισε να χτυπάει. Ίσως για χάρη μου δεν είχε σβήσει , αλλά οι επιβάτες με κοιτούσαν κι έτσι το έβγαλα με φυσικότητα και απάντησα στην κλήση. Μια γυναικεία φωνή από την άλλη πλευρά, ρώτησε: «Πού είσαι;». «Στο λεωφορείο», απάντησα. «Στο λεωφορείο; Και τι κάνεις στο λεωφορείο;». «Πάω στο γραφείο». Η γυναίκα άρχισε να κλαίει, σαν κάποιος να της είπε κάτι φοβερό και έκλεισε. Έβαλα το μαραφέτι στην τσέπη του σακακιού και το βλέμμα μου πλανήθηκε στο κενό. Στο ύψος της οδού Μαρία δε Μολίνα και Βελάσκεθ άρχισε να χτυπάει ξανά. Ήταν ξανά η γυναίκα. Ακόμα έκλαιγε. «Είσαι ακόμα στο λεωφορείο, έτσι δεν είναι;» είπε με φωνή δύσπιστη. «Ναι», απάντησα. Την φαντάστηκα να μιλάει από ένα κρεβάτι με μαύρα μεταξωτά σεντόνια,  φορώντας ένα λευκό νυχτικό, με  δαντέλα. Σκουπίζοντας τα δάκρυα, το τιραντάκι γλίστρησε στον δεξιό της ώμο κι εγώ ερεθίστηκα πολύ, χωρίς να το προσέξει κανένας. Μια γυναίκα έβηξε δίπλα μου. «Με ποια είσαιρώτησε αγχωμένη. «Με καμιά», απάντησα. «Και ο βήχας;» «Μια επιβάτης του λεωφορείου». Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, πρόσθεσε με σταθερή φωνή: «Θα αυτοκτονήσω· αν δεν μου δώσεις κάποια ελπίδα, σκοτώνομαι τώρα αμέσως». Κοίταξα γύρω μου· όλοι κρεμόντουσαν από πάνω μου, και δεν ήξερα τι να κάνω. «Σε αγαπώ», είπα και έκλεισα. Δυο δρόμους πιο κάτω χτύπησε ξανά. «Εσύ είσαι ο βλάκας που παίζει με το κινητό μου;» ρώτησε μια αντρική φωνή. «Ναι», είπα καταπίνοντας το σάλιο μου. «Θα μου το επιστρέψεις;» «Όχι», απάντησα. Σε λίγο έμεινε χωρίς σήμα, αλλά εγώ το έχω πάντα στην τσέπη μου, μήπως κι εκείνη τηλεφωνήσει ξανά.

Juan José Millás-El móvil
El tipo que desayunaba a mi lado, en el bar, olvidó un teléfono móvil debajo de la barra. Corrí tras él, pero cuando alcancé la calle había desaparecido. Di un par de vueltas con el aparato en la mano por los alrededores y finalmente lo guardé en el bolsillo y me metí en el autobús. A la altura de la calle Cartagena comenzó a sonar. Por mi gusto no habría descolgado, pero la gente me miraba, así que lo saqué con naturalidad y atendí la llamada. Una voz de mujer, al otro lado, preguntó: "¿Dónde estás?". "En el autobús", dije. "¿En el autobús? ¿Y qué haces en el autobús?". "Voy a la oficina". La mujer se echó a llorar, como si le hubiera dicho algo horrible y colgó. Guardé el aparato en el bolsillo de la chaqueta y perdí la mirada en el vacío. A la altura de María de Molina con Velázquez volvió a sonar. Era de nuevo la mujer. Aún lloraba. "Seguirás en el autobús, ¿no?", dijo con voz incrédula. "Sí", respondí. Imaginé que hablaba desde una cama con las sábanas negras, de seda, y que ella vestía un camisón blanco, con encajes. Al enjugarse las lágrimas se le deslizó el tirante del hombro derecho, y yo me excité mucho sin que nadie se diera cuenta. Una mujer tosió a mi lado. "¿Con quién estás?", preguntó angustiada. "Con nadie", dije. "¿Y esa tos?". "Es de una pasajera del autobús". Tras unos segundos añadió con voz firma: "Me voy a suicidar; si no me das alguna esperanza me mato ahora mismo". Miré a mi alrededor; todo el mundo estaba pendiente de mí, así que no sabía qué hacer. "Te quiero", dije, y colgué. Dos calles más allá sonó otra vez: "¿Eres tú el imbécil que anda jugando con mi móvil?", preguntó una voz masculina. "Sí", dije tragando saliva. "¿Me lo vas a devolver?" "No", respondí. Al poco lo dejaron sin línea, pero yo lo llevo siempre en el bolsillo por si ella volviera a telefonear.

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

XuanRata-Αστικός μύθος




μια κοινωνία που ... κάποτε την λέγαμε δυστοπική... από εδώ

XuanRata-Αστικός μύθος

Λένε, ότι καθώς με την πάροδο των μηνών, οι κυβερνήσεις θα άρουν τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας, πολλοί άνθρωποι θα προτιμήσουν να παραμείνουν στα σπίτια τους. Είναι πιθανό αυτό να οφείλεται, ως ένα βαθμό,  στον φόβο, αβάσιμο σύμφωνα με τις αρχές, υπαρκτό όμως σύμφωνα με κάθε λογής φήμες, αλλά για πολλούς το καθοριστικό είναι η ανακάλυψη ενός καινούργιο τρόπου ζωής. Είναι ότι κατά παράδοξο τρόπο, η απομόνωση προϋποθέτει επίσης μια δόση ελευθερίας: αντίο στα ωράρια, στην αδύνατη μετακίνηση λόγω μποτιλιαρίσματος, στον μολυσμένο αέρα, στις εξόδους των διακοπών, στην ατελείωτη βαρεμάρα των εμπορικών κέντρων... Μπροστά σε μια εμφανώς πεπερασμένη κινητικότητα, ο χώρος του σπιτιού αποδεικνύεται μια αρένα αληθινής αυτονομίας.
Λένε, ότι λίγα χρόνια μετά, όταν η ψηφιακή επικοινωνία κατόρθωσε να αγγίξει το σημείο να προλαβαίνει και τις πιο ταπεινές ανάγκες των πολιτών, οι απομονωμένοι είχαν ήδη σχηματίσει μια κοινότητα με εκατομμύρια μέλη, διασπαρμένα σε ολόκληρο τον κόσμο, που η δύναμή τους, η επιρροή τους και η ελκυστικότητά τους αυξανόταν μέρα με την μέρα. Πριν οι κοινωνιολόγοι μπορέσουν να κατανοήσουν το φαινόμενο, οι δρόμοι δεν ήταν πια τίποτα άλλο πέρα από κανάλια μετακίνησης, όπου οχήματα χωρίς οδηγό διένεμαν προϊόντα εν μέσω ηλεκτρικής σιωπής. Και τα κτήρια, χωρίς παράθυρα, ούτε μπαλκόνια, συνεχώς περισσότερο αυτάρκη, μετατρέπονταν σε μοντέλα βιωσιμότητας. Το να αποτραπεί η κλιματική αλλαγή, έπαψε να είναι πια ουτοπία.
Λένε, ότι μερικοί άνθρωποι, νοσταλγικοί, ατίθασοι, τρελοί, ακόμη τολμούσαν να εξερευνήσουν την αφιλόξενη μοναξιά των πόλεων. Υπήρξε ακόμα και κάποιος που τόλμησε μια ζωή νομαδική, χωρίς κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του.
Λένε, ότι ακόμα και σήμερα, διάφοροι, περιπλανιόνται, χωρίς νόημα, στον εξωτερικό υπόκοσμο, ότι κοιμούνται στην ύπαιθρο, ότι τρέφονται με αποφάγια. Κανείς δεν τους έχει δει. Είναι μόνο αστικός μύθος, που πίσω από τυφλές προσόψεις, ζωντανεύει τις ατέλειωτες νύχτες μας.

XuanRata-Leyendas urbanas

Cuentan que cuando al cabo de los meses los gobiernos decidieron levantar la orden de confinamiento, muchas personas optaron por continuar en sus casas. Es posible que el miedo, infundado según las autoridades pero alentado por toda clase de rumores, tuviera algo que ver, pero para muchos lo decisivo fue el descubrimiento de un nuevo modo de vida. Y es que, paradójicamente, la reclusión supuso también una suerte de liberación: adiós a los horarios, al tráfico imposible, al aire envenenado, a los éxodos en vacaciones, al tedio infinito de los centros comerciales... Frente a una aparente movilidad en circuito cerrado, el espacio de la casa resultó ser un reducto de verdadera autonomía.

   Cuentan que, pocos años después, cuando la interconexión digital alcanzó un desarrollo tal que era capaz de adelantarse a las más ínfimas necesidades de los ciudadanos, los aislados formaban ya una comunidad de millones de miembros repartidos por todo el mundo, cuyo poder, influencia y atractivo crecían de día en día. Antes de que los sociólogos pudieran dar cuenta del fenómeno, las calles ya no eran otra cosa que canales de transporte donde vehículos sin conductor repartían sus mercancías en eléctrico silencio. Y los edificios sin ventanas ni balcones, cada vez más eficientes, se convertían en modelos de sostenibilidad. Revertir el cambio climático dejó de ser una utopía.

  Cuentan que algunos individuos, nostálgicos, rebeldes, locos, aún se aventuraban a explorar la inhóspita soledad de las ciudades. Hubo incluso quien apostó por una vida de nómada sin techo.

   Cuentan que aún hoy seres ambulantes vagan por el submundo exterior, que duermen al raso, que se alimentan de restos. Nadie los ha visto. Son solo leyendas urbanas que, tras las fachadas ciegas, animan nuestras noches sin fin.