Παρασκευή 24 Μαΐου 2019

Enrique Anderson Imbert-Σπιράλ






... διαδρομές του μυαλού... από εδώ

Enrique Anderson Imbert-Σπιράλ

Γύρισα στο σπίτι τα χαράματα, να σέρνομαι από την νύστα. Μπαίνοντας όλα σκοτεινά. Για να μην ξυπνήσω κανένα, προχώρησα στις μύτες και έφτασα στην στριφογυριστή σκάλα που οδηγούσε στο δωμάτιο μου. Με το που έβαλα το πόδι στο πρώτο σκαλοπάτι, αμφέβαλλα εάν αυτό ήταν το δικό μου σπίτι ή κάποιο άλλο ολόιδιο. Και ενώ ανέβαινα, φοβήθηκα ότι κάποιος άλλος, σαν εμένα , θα κοιμόταν στο δωμάτιο μου και ίσως να με ονειρευόταν αυτήν την ίδια στιγμή να ανεβαίνω  από την στριφογυριστή σκάλα. Έφτασα στην γωνία, άνοιξα την πόρτα κι εκεί βρισκόταν εκείνος ή εγώ, φωτισμένος από το Φεγγάρι, καθισμένος στο κρεβάτι, με τα μάτια ορθάνοιχτα. Μείναμε για μια στιγμή να κοιταζόμαστε κατά πρόσωπο. Χαμογελάσαμε. Ένιωσα ότι το χαμόγελό του ήταν αυτό που σχηματιζόταν στο στόμα μου: όπως σε έναν καθρέφτη, ένας από τους δυο μας ήταν κάλπικος. «Ποιος ονειρεύεται ποιον;» αναφώνησε ένας από τους δυο μας ή ίσως και οι δυο ταυτόχρονα. Εκείνη την στιγμή ακούσαμε θορύβους από βήματα στην στριφογυριστή σκάλα: Με ένα πήδημα μπήκαμε ο ένας στον άλλο και έτσι ενωμένοι αρχίσαμε να ονειρευόμαστε αυτόν που ανέβαινε, αυτόν που ήμουν ξανά εγώ.


Enrique Anderson Imbert-Espiral

Regresé a casa en la madrugada, cayéndome de sueño. Al entrar, todo oscuro. Para no despertar a nadie avancé de puntillas y llegué a la escalera de caracol que conducía a mi cuarto. Apenas puse el pie en el primer escalón dudé de si ésa era mi casa o una casa idéntica a la mía. Y mientras subía temí que otro muchacho, igual a mí, estuviera durmiendo en mi cuarto y acaso soñándome en el acto mismo de subir por la escalera de caracol. Di la última vuelta, abrí la puerta y allí estaba él, o yo, todo iluminado de Luna, sentado en la cama, con los ojos bien abiertos. Nos quedamos un instante mirándonos de hito en hito. Nos sonreímos. Sentí que la sonrisa de él era la que también me pesaba en la boca: como en un espejo, uno de los dos era falaz. «¿Quién sueña con quién?», exclamó uno de nosotros, o quizá ambos simultáneamente. En ese momento oímos ruidos de pasos en la escalera de caracol: de un salto nos metimos uno en otro y así fundidos nos pusimos a soñar al que venía subiendo, que era yo otra vez.

Δευτέρα 13 Μαΐου 2019

Luisa Hurtado González-Ναυαγός


ο ζωγραφικός πίνακας είναι από εδώ

... ανίκητος στην μάχη... από εδώ

Ναυαγός

Με είχαν προειδοποιήσει, είχα δει τον κόκκινο σελιδοδείκτη να σημαίνει τον κίνδυνο,  όμως βυθίστηκα μέσα στις σελίδες εκείνου του βιβλίου, σαν να θέλω να αυτοκτονήσω. Κάθε σελίδα που γύριζα, ένιωθα τον ίλιγγο να με παρασύρει όλο και πιο βαθιά, μέχρι που δεν πάτωναν πια τα πόδια μου.
Εκείνη τη στιγμή χαμογέλασα, δεν μπορούσα να το αποφύγω, είχα καταφέρει τον σκοπό μου: να σε ξεχάσω· αλλά όταν σε σκέφτηκα, η θάλασσα με ένα μονάχα κύμα της, με πέταξε ξανά στην  στεριά, να κλαίω για σένα, στην ακτή, να αγκαλιάζω το μαξιλάρι, όπως με αγκάλιαζες εσύ.

Náufraga

Estaba avisada, había visto el marcapáginas rojo anunciando peligro, pero me zambullí entre las páginas de aquel libro como una suicida. Con cada hoja que pasaba sentía la resaca, arrastrándome cada vez más adentro, y dejé de hacer pie.
En ese momento sonreí, no pude evitarlo, había conseguido mi propósito: olvidarte; pero, en cuanto te pensé, el mar con una sola ola me dejó varada de nuevo, llorándote, en la orilla, abrazada a la almohada como me abrazabas tú.

Παρασκευή 3 Μαΐου 2019

Héctor Oesterheld-Εξορία



... μια τόσο ρεαλιστική ... επιστημονική φαντασία... από εδώ

Héctor Oesterheld-Εξορία

Ποτέ στον Αρκτικίωνα δεν είχαμε ξαναδεί κάτι τόσο αστείο.

Βγήκε μέσα από το σπασμένο σιδερικό με τρεμάμενο βήμα, ανοιγόκλεισε το στόμα, από την αρχή γελάσαμε με τα τόσο μακριά πόδια κι αυτά τα δυο μάτια με τις απίστευτα στρογγυλές κόρες.

Του δώσαμε κρόδια και περλίνες και προύχιες.

Όμως δεν ήθελε να τα πάρει, πρόσεξέ με, ούτε τις προύχιες δεν ήθελε να αγγίξει, ήταν τόσο αστείο να τον βλέπεις να αρνιέται τα πάντα, που τα γέλια του πλήθους ακούστηκαν μέχρι την διπλανή κοιλάδα.

Γρήγορα κυκλοφόρησε η φήμη ότι βρισκόταν ανάμεσά μας. Από παντού ήρθανε για να τον δουν. Φαινόταν κάθε φορά και πιο γελοίο, συνέχιζε να αδιαφορεί για τις προύχιες. Το γέλιο όσων τον κοιτούσαν ήταν γιγάντιο, έμοιαζε με θαλασσινή τρικυμία.

Περάσανε οι μέρες, από τους ισημερινούς, έφεραν κρίμιες. Το ίδιο, δεν ήθελε ούτε να τις δει, κουλουριαστήκαμε στα γέλια.

Όμως το καλύτερο ήταν στο τέλος: ξάπλωσε στον λόφο, ανάσκελα με το πρόσωπο στ’ αστέρια, έμεινε ακίνητος, η αναπνοή του αδυνάτιζε σιγά-σιγά, όταν σταμάτησε να αναπνέει, ήταν τα μάτια του γεμάτα νερό. Ναι, δεν θα το πιστέψεις, αλλά τα μάτια του είχαν γεμίσει νερό, νε-ρό, σου λέω, όπως το ακούς.

Ποτέ, ποτέ στον Αρκτικίωνα δεν είχαμε ξαναδεί κάτι τόσο αστείο.

Héctor Oesterheld-Exilio

   Nunca se vio en Gelo* algo tan cómico.

   Salió de entre el roto metal con paso vacilante, movió la boca, desde el principio nos hizo reír con esas piernas tan largas, esos dos ojos de pupilas tan increíblemente redondas.

   Le dimos grubas*, y linas*, y kialas*.

   Pero no quiso recibirlas, fijate, ni siquiera aceptó las kialas, fue tan cómico verlo rechazar todo que las risas de la multitud se oyeron hasta el valle vecino.

   Pronto se corrió la voz de que estaba entre nosotros. De todas partes vinieron a  verlo. Él aparecía cada vez mas ridículo, siempre rechazando las kialas. La risa de cuantos lo miraban era tan vasta como una tempestad en el mar.

   Pasaron los días, de las antípodas* trajeron margas*. Lo mismo, no quiso ni verlas, fue para retorcerse de risa.

   Pero lo mejor de todo fue el final: se acostó en la colina, de cara a las estrellas, se quedó quieto, la respiración se le fue debilitando, cuando dejó de respirar tenía los ojos llenos de agua. Sí, no querrás creerlo, pero los ojos se le llenaron de agua, de a-gu-a como lo oyes.

    Nunca, nunca se vio en Gelo nada tan cómico.

Πέμπτη 2 Μαΐου 2019

David Solana González- Το κοντάρι


Ένα μικρο-διήγημα από εδώ

David Solana González- Το κοντάρι

Το κεφάλι του υψηλοτάτου δικτάτορα Λανσιέρι, μόλις χωρισμένο από το σώμα του, σκεφτικό, κατρακυλάει από τα σκαλιά του εξώστη. Που είναι τα κοντάρια; Αναρωτιέται.

Βλέπει τον ουρανό, βλέπει την αναστάτωση στην πλατεία, βλέπει τα σκαλοπάτια, βλέπει τον δήμιο δίπλα στην γκιλοτίνα. Αλλά δεν βλέπει τα κοντάρια. Μήπως δεν πρόλαβε να πει τίποτα;

Τον μετέφεραν μέχρι την πλατεία, διασχίζοντας τον δρόμο του Θανάτου και είχε τρέξει τσίτσιδος ανάμεσα στο πλήθος. Θυμάται τις τύπισσες γυμνόστηθες να του φωνάζουν, Αρριβεντέρτσι  Λανσιέρι! Γελώντας με μίσος, δείχνοντας τα ξεδοντιασμένα τους στόματα και φτύνοντας. Θυμάται τα χτυπήματα από τις μυτερές πέτρες, τα σάπια φρούτα και τις ακαθαρσίες των ζώων, που τα κουρελιάρικα παιδιά μάζευαν από το χώμα, για να του τα πετάξουν. Θυμάται τους άντρες, μεθυσμένους και βρόμικους από τον ίδιο τους τον εμετό, να τον χτυπάνε με κάθε δυνατό τρόπο. Θυμάται την γεύση από το ίδιο του το αίμα. Θυμάται την μυρωδιά του κάτουρου. Θυμάται την επαφή της κρύας λάσπης κάτω από τις πατούσες του. Θυμάται τους στρατιώτες με το ατάραχο βλέμμα, να εμποδίζουν το πλήθος να τον θανατώσει με τα ματσούκια, καθυστερώντας τον θάνατο για μερικά λεπτά, μέχρι που η τεράστια λάμα να χωρίσει το κεφάλι από το σώμα του.

Όμως δεν θυμάται τα κοντάρια. Δεν τα έβλεπε. Μήπως δεν πρόλαβε να πει τίποτα; Ή μήπως ξέχασε να αναφέρει το θέμα το κονταριού; Μήπως ήταν μια φαντασίωση;

Μήπως δεν πρόλαβε να πει τίποτα;

Βλέπει τα σύννεφα στον ουρανό, βλέπει τον λαό του στην πλατεία, βλέπει να ματωμένα σκαλοπάτια, βλέπει το σώμα του γονατισμένο, αδρανές μπροστά στον δήμιο. Όμως δεν βλέπει τα κοντάρια.
Τουλάχιστον τον αποκεφάλισαν. Και ηχούσαν οι καμπάνες, ναι, τουλάχιστον  αυτό τον ανακούφιζε. Για το σώμα του δεν άλλαζε τίποτα, όμως για το κεφάλι  του; Δεν επρόκειτο να του αποδώσουν την πρέπουσα τιμή; Μήπως δεν πρόλαβε να πει τίποτα;

Τελικά φτάνει στο χώμα της πλατείας. Νιώθει ξανά την επαφή με την κρύα λάσπη, αυτήν την φορά στα μάγουλα. Το πλήθος αρχίζει να πλησιάζει και ανάμεσα σε βρώμικα πόδια βλέπει δυο σκυλιά να παλεύουν με κάτι, να το τραβάνε προς αντίθετες κατευθύνσεις. Είναι το κεφάλι του στρατηγού Ντ’ Αγκοστίνο.

Τον είχε δει πριν δυο μέρες, στην γιορτή, στο μέγαρο. Εκεί συνήθιζε να κάνει τις φιέστες του. Παρευρίσκονταν όλοι οι υψηλοί αξιωματούχοι. Έτρωγαν, έπιναν και διασκέδαζαν με όμορφες γυναίκες. Θυμάται, ότι αυτήν την τελευταία φορά, ο στρατηγός Ντ’ Αγκοστίνο την πέρασε εξαιρετικά. Είχε όλη την νύχτα, καθισμένη στην αγκαλιά του, μια μικρούλα, γύρω στα δέκα, κι αυτός ο διεστραμμένος, έχωνε το παχύ του χέρι κάτω από την μπλούζα του κοριτσιού. Τον λάτρευε αυτόν τον γέρο. Του ήταν πάντα πιστός.

Τελικά το θυμάται. Ναι, ήταν εκείνη την ίδια νύχτα, στην γιορτή. Το είχε πει σε εκείνον, στον ίδιο τον στρατηγό Ντ’ Αγκοστίνο. Ο κακομοίρης. Λογικό, που δεν εισακούστηκε, αφού βρίσκεται εκεί, λίγα μέτρα από αυτόν.

Ο Ντ’ Αγκοστίνο, αφού πέρασε την γλώσσα του από τον λαιμό της μικρούλας κι αφού την βόλεψε ανάμεσα στα πόδια του, του είχε πει:

-          Αρχηγέ Λανσιέρι, δεν υπάρχουν σε αυτόν τον τόπο καλύτερες φιέστες από αυτές που οργανώνετε εσείς. Αν πέθαινα αύριο, θα πέθαινα ευτυχής. Τίποτα άλλο δεν θα λαχταρούσα. Με όλο το θάρρος – είπε ο καταραμένος – ποια θα ήταν η τελευταία σας επιθυμία, αν κι εσείς πεθαίνατε αύριο;

Ο Λανσιέρι είχε γελάσει και σηκώνοντας το ποτήρι του, με αλαζονικό ύφος, είπε:
-          Εγώ, ο υψηλότατος δικτάτωρ της Δημοκρατίας, διατάσσω, μετά τον θάνατό μου, το σώμα μου να αποκεφαλιστεί και το κεφάλι να τοποθετηθεί σε ένα κοντάρι, για τρεις μέρες στην πλατεία της Δημοκρατίας, όπου θα συγκεντρωθεί το πλήθος, ενώ θα ηχούν οι καμπάνες.

David Solana González-LA PICA

La cabeza del supremo Dictador Lancieri, recién separada de su cuerpo, pensativa, baja rodando las escaleras del patíbulo. ¿Dónde están las picas?, se pregunta.

Ve el cielo, ve a la turba en la plaza, ve los escalones, ve al verdugo junto a la guillotina.  Pero no ve las picas. ¿Es que no le había dicho nada?

Le habían llevado hasta la plaza a través de la calle de La Morte y había corrido desnudo entre la muchedumbre. Recuerda a las fulanas de pechos al descubierto gritándole ¡Arrivederci, Lancieri!, riéndose de odio, enseñando sus bocas desdentadas, escupiéndole. Recuerda el impacto de las piedras afiladas, la fruta podrida y los excrementos de animal que los niños harapientos recogían del suelo para lanzárselos. Recuerda a los hombres, borrachos y sucios de su propio vómito, golpeándole de todas las formas posibles. Recuerda el sabor de su propia sangre. Recuerda el olor a orín. Recuerda el tacto del barro frío en las plantas de sus pies. Recuerda a los soldados de mirada impasible evitando que el gentío le matase a palos, posponiendo su muerte unos minutos más, hasta que la enorme cuchilla le separase la cabeza del cuerpo.

Pero no recuerda las picas. No las había visto. ¿Es que no le había dicho nada? ¿O es que se le había olvidado mencionar lo de la pica? ¿Había sido una ensoñación?

¿Es que no le había dicho nada?

Ve las nubes en el cielo, ve a su pueblo en la plaza, ve los escalones manchados de sangre, ve su cuerpo inerte arrodillado ante el verdugo.  Pero no ve las picas.

Al menos le habían decapitado. Y sonaban las campanas, sí, eso le reconfortaba. Su cuerpo le daba igual, pero ¿y su cabeza? ¿Es que no le iban a dar el trato adecuado? ¿Es que no le había dicho nada?

Por fin llega al suelo de la plaza. Vuelve a sentir el tacto del barro frío, esta vez en la mejilla. La gente comienza a acercarse y, entre las piernas mugrientas, ve a dos perros peleándose por algo, tirando en direcciones opuestas. Es la cabeza del general D’Agostino.

Le había visto por última vez hacía dos días, en la fiesta de su mansión. Solía celebrar fiestas allí. Todos los altos cargos acudían. Comían, bebían y disfrutaban de bellas mujeres. Recuerda que en esa última el general D’Agostino se lo pasó especialmente bien. Tuvo toda la noche a una jovencita de unos diez años sentada en el regazo y él, el muy pervertido, se dedicaba a meter su mano regordeta por debajo de la blusa de la niña. Adoraba a ese viejo. Siempre le fue leal.

Por fin lo recuerda. Sí, fue esa misma noche, la de la fiesta. Fue al mismo general D’Agostino a quien se lo dijo. Pobre hombre. Normal que no le hayan hecho caso si está ahí, a unos metros de él.

D’Agostino, después de pasarle la lengua por el cuello a la jovencita y acomodarla en su entrepierna, le había dicho:

–Líder Lancieri, no hay fiestas mejores en esta tierra que las que usted celebra. Si mañana muriese, moriría feliz. No anhelaría nada más. Si me permite la osadía –dijo el maldito–, ¿cuál sería su último deseo si muriese usted mañana?

Lancieri había reído y, levantando su copa, y con tono de pregonero, dijo:

–Yo, el supremo Dictador de la República, ordeno que al acaecer mi muerte mi cadáver sea decapitado y la cabeza puesta en una pica por tres días en la Plaza de la República donde se convocará al pueblo al son de las campanas echadas a vuelo.