Ένα μικρο-διήγημα από εδώ
David Solana González- Το κοντάρι
Το κεφάλι του υψηλοτάτου
δικτάτορα Λανσιέρι, μόλις χωρισμένο από το σώμα του, σκεφτικό, κατρακυλάει από
τα σκαλιά του εξώστη. Που είναι τα κοντάρια; Αναρωτιέται.
Βλέπει τον ουρανό, βλέπει
την αναστάτωση στην πλατεία, βλέπει τα σκαλοπάτια, βλέπει τον δήμιο δίπλα στην
γκιλοτίνα. Αλλά δεν βλέπει τα κοντάρια. Μήπως δεν πρόλαβε να πει τίποτα;
Τον μετέφεραν μέχρι την
πλατεία, διασχίζοντας τον δρόμο του Θανάτου και είχε τρέξει τσίτσιδος ανάμεσα
στο πλήθος. Θυμάται τις τύπισσες γυμνόστηθες να του φωνάζουν,
Αρριβεντέρτσι Λανσιέρι! Γελώντας με
μίσος, δείχνοντας τα ξεδοντιασμένα τους στόματα και φτύνοντας. Θυμάται τα
χτυπήματα από τις μυτερές πέτρες, τα σάπια φρούτα και τις ακαθαρσίες των ζώων,
που τα κουρελιάρικα παιδιά μάζευαν από το χώμα, για να του τα πετάξουν. Θυμάται
τους άντρες, μεθυσμένους και βρόμικους από τον ίδιο τους τον εμετό, να τον
χτυπάνε με κάθε δυνατό τρόπο. Θυμάται την γεύση από το ίδιο του το αίμα.
Θυμάται την μυρωδιά του κάτουρου. Θυμάται την επαφή της κρύας λάσπης κάτω από τις
πατούσες του. Θυμάται τους στρατιώτες με το ατάραχο βλέμμα, να εμποδίζουν το
πλήθος να τον θανατώσει με τα ματσούκια, καθυστερώντας τον θάνατο για μερικά
λεπτά, μέχρι που η τεράστια λάμα να χωρίσει το κεφάλι από το σώμα του.
Όμως δεν θυμάται τα
κοντάρια. Δεν τα έβλεπε. Μήπως δεν πρόλαβε να πει τίποτα; Ή μήπως ξέχασε να
αναφέρει το θέμα το κονταριού; Μήπως ήταν μια φαντασίωση;
Μήπως δεν πρόλαβε να πει
τίποτα;
Βλέπει τα σύννεφα στον
ουρανό, βλέπει τον λαό του στην πλατεία, βλέπει να ματωμένα σκαλοπάτια, βλέπει
το σώμα του γονατισμένο, αδρανές μπροστά στον δήμιο. Όμως δεν βλέπει τα κοντάρια.
Τουλάχιστον τον αποκεφάλισαν. Και ηχούσαν οι καμπάνες, ναι, τουλάχιστον αυτό τον ανακούφιζε. Για το σώμα του δεν
άλλαζε τίποτα, όμως για το κεφάλι του; Δεν
επρόκειτο να του αποδώσουν την πρέπουσα τιμή; Μήπως δεν πρόλαβε να πει τίποτα;
Τελικά φτάνει στο χώμα της
πλατείας. Νιώθει ξανά την επαφή με την κρύα λάσπη, αυτήν την φορά στα μάγουλα.
Το πλήθος αρχίζει να πλησιάζει και ανάμεσα σε βρώμικα πόδια βλέπει δυο σκυλιά
να παλεύουν με κάτι, να το τραβάνε προς αντίθετες κατευθύνσεις. Είναι το κεφάλι
του στρατηγού Ντ’ Αγκοστίνο.
Τον είχε δει πριν δυο
μέρες, στην γιορτή, στο μέγαρο. Εκεί συνήθιζε να κάνει τις φιέστες του.
Παρευρίσκονταν όλοι οι υψηλοί αξιωματούχοι. Έτρωγαν, έπιναν και διασκέδαζαν με
όμορφες γυναίκες. Θυμάται, ότι αυτήν την τελευταία φορά, ο στρατηγός Ντ’
Αγκοστίνο την πέρασε εξαιρετικά. Είχε όλη την νύχτα, καθισμένη στην αγκαλιά του,
μια μικρούλα, γύρω στα δέκα, κι αυτός ο διεστραμμένος, έχωνε το παχύ του χέρι
κάτω από την μπλούζα του κοριτσιού. Τον λάτρευε αυτόν τον γέρο. Του ήταν πάντα
πιστός.
Τελικά το θυμάται. Ναι,
ήταν εκείνη την ίδια νύχτα, στην γιορτή. Το είχε πει σε εκείνον, στον ίδιο τον
στρατηγό Ντ’ Αγκοστίνο. Ο κακομοίρης. Λογικό, που δεν εισακούστηκε, αφού βρίσκεται εκεί,
λίγα μέτρα από αυτόν.
Ο Ντ’ Αγκοστίνο, αφού
πέρασε την γλώσσα του από τον λαιμό της μικρούλας κι αφού την βόλεψε ανάμεσα
στα πόδια του, του είχε πει:
-
Αρχηγέ Λανσιέρι, δεν υπάρχουν σε αυτόν τον τόπο καλύτερες φιέστες από αυτές
που οργανώνετε εσείς. Αν πέθαινα αύριο, θα πέθαινα ευτυχής. Τίποτα άλλο δεν θα
λαχταρούσα. Με όλο το θάρρος – είπε ο καταραμένος – ποια θα ήταν η τελευταία σας
επιθυμία, αν κι εσείς πεθαίνατε αύριο;
Ο Λανσιέρι είχε γελάσει
και σηκώνοντας το ποτήρι του, με αλαζονικό ύφος, είπε:
-
Εγώ, ο υψηλότατος δικτάτωρ της Δημοκρατίας, διατάσσω, μετά τον θάνατό μου,
το σώμα μου να αποκεφαλιστεί και το κεφάλι να τοποθετηθεί σε ένα κοντάρι, για
τρεις μέρες στην πλατεία της Δημοκρατίας, όπου θα συγκεντρωθεί το πλήθος, ενώ
θα ηχούν οι καμπάνες.
David Solana
González-LA PICA
La cabeza del
supremo Dictador Lancieri, recién separada de su cuerpo, pensativa, baja
rodando las escaleras del patíbulo. ¿Dónde están las picas?, se pregunta.
Ve el cielo, ve a
la turba en la plaza, ve los escalones, ve al verdugo junto a la
guillotina. Pero no ve las picas. ¿Es
que no le había dicho nada?
Le habían llevado
hasta la plaza a través de la calle de La Morte y había corrido desnudo entre
la muchedumbre. Recuerda a las fulanas de pechos al descubierto gritándole
¡Arrivederci, Lancieri!, riéndose de odio, enseñando sus bocas desdentadas,
escupiéndole. Recuerda el impacto de las piedras afiladas, la fruta podrida y
los excrementos de animal que los niños harapientos recogían del suelo para
lanzárselos. Recuerda a los hombres, borrachos y sucios de su propio vómito,
golpeándole de todas las formas posibles. Recuerda el sabor de su propia
sangre. Recuerda el olor a orín. Recuerda el tacto del barro frío en las
plantas de sus pies. Recuerda a los soldados de mirada impasible evitando que
el gentío le matase a palos, posponiendo su muerte unos minutos más, hasta que
la enorme cuchilla le separase la cabeza del cuerpo.
Pero no recuerda
las picas. No las había visto. ¿Es que no le había dicho nada? ¿O es que se le
había olvidado mencionar lo de la pica? ¿Había sido una ensoñación?
¿Es que no le
había dicho nada?
Ve las nubes en
el cielo, ve a su pueblo en la plaza, ve los escalones manchados de sangre, ve
su cuerpo inerte arrodillado ante el verdugo.
Pero no ve las picas.
Al menos le
habían decapitado. Y sonaban las campanas, sí, eso le reconfortaba. Su cuerpo
le daba igual, pero ¿y su cabeza? ¿Es que no le iban a dar el trato adecuado?
¿Es que no le había dicho nada?
Por fin llega al
suelo de la plaza. Vuelve a sentir el tacto del barro frío, esta vez en la
mejilla. La gente comienza a acercarse y, entre las piernas mugrientas, ve a
dos perros peleándose por algo, tirando en direcciones opuestas. Es la cabeza
del general D’Agostino.
Le había visto
por última vez hacía dos días, en la fiesta de su mansión. Solía celebrar
fiestas allí. Todos los altos cargos acudían. Comían, bebían y disfrutaban de
bellas mujeres. Recuerda que en esa última el general D’Agostino se lo pasó
especialmente bien. Tuvo toda la noche a una jovencita de unos diez años
sentada en el regazo y él, el muy pervertido, se dedicaba a meter su mano
regordeta por debajo de la blusa de la niña. Adoraba a ese viejo. Siempre le
fue leal.
Por fin lo
recuerda. Sí, fue esa misma noche, la de la fiesta. Fue al mismo general
D’Agostino a quien se lo dijo. Pobre hombre. Normal que no le hayan hecho caso
si está ahí, a unos metros de él.
D’Agostino,
después de pasarle la lengua por el cuello a la jovencita y acomodarla en su
entrepierna, le había dicho:
–Líder Lancieri,
no hay fiestas mejores en esta tierra que las que usted celebra. Si mañana
muriese, moriría feliz. No anhelaría nada más. Si me permite la osadía –dijo el
maldito–, ¿cuál sería su último deseo si muriese usted mañana?
Lancieri había
reído y, levantando su copa, y con tono de pregonero, dijo:
–Yo, el supremo
Dictador de la República, ordeno que al acaecer mi muerte mi cadáver sea
decapitado y la cabeza puesta en una pica por tres días en la Plaza de la
República donde se convocará al pueblo al son de las campanas echadas a vuelo.