Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

Raúl Brasca-Το πηγάδι




... η άλλη όψη της συντέλειας... από εδώ

Raúl Brasca-Το πηγάδι

Πριν τρία λεπτά έσκαβε στην άμμο, όταν το πηγάδι, του κατάπιε το φτυαράκι. Αποσυντονισμένος, ο μικρός, κοίταξε την μητέρα του. Η γυναίκα τον είδε να βυθίζεται, έτρεξε, πρόλαβε να του πιάσει τα χέρια, τρομοκρατημένη και βυθίστηκε μαζί του. Οι άλλοι λουόμενοι δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν, καθώς το πηγάδι καταβρόχθιζε ήδη μια ομπρέλα.  Κοιτάχτηκαν με τρόμο, είδαν ότι και εκείνοι πλησίαζαν προς τα εκεί και χάρη σε ένα υποχθόνιο ένστιχτο, που αποκαλύπτεται πάντα την τελευταία στιγμή, συναισθάνθηκαν ότι δεν μπορούσαν να σωθούν. Ήταν τόσο φυσικό, όσο ένα ηλιοβασίλεμα: ο κόσμος αναποδογύριζε. Πολλοί προσπάθησαν να ξεφύγουν, αργά, με την ίδια απέλπιδα ανησυχία, που τα ζώα ψάχνουν να κρυφτούν από την καταιγίδα. Όμως η άμμος γλίστραγε τόσο γρήγορα και όλοι κατέληξαν να πέφτουν μειλίχια. Με την σειρά τους κατεδαφίστηκαν μέσα στο πηγάδι, σπίτια, πόλεις, βουνά. Με τον ίδιο τρόπο που ένα αόρατο χέρι αναποδογυρίζει το μανίκι ενός πουκάμισου, μια βίαιη δύναμη έσερνε προς τα μέσα το δέρμα του κόσμου, γυρνώντας το από την ανάποδη. Κι όταν το πηγάδι κατάπιε και τα τελευταία οδυνηρά απομεινάρια των θαλασσών και της στεριάς, στο τέλος αποτελείωσε και τον εαυτό του. Δεν άφησε στον χώρο ούτε ένα φευγαλέο κενό, έμεινε μονάχα ένα ομοιογενές, σιωπηλό κενό, η αναντίρρητη απόδειξη ότι ο κόσμος ήταν το ανάποδο του τίποτα.
EL POZO

Hacía tres minutos que cavaba en la arena cuando el pozo le tragó la palita. Desconcertado, el chico miró  a la madre. La mujer lo vio hundirse, corrió, alcanzó a tomarle las manos aterrada, y se hundió con él. Los otros bañistas aún no habían reaccionado y el pozo ya devoraba una sombrilla. Se miraron con estupor, vieron que ellos mismos convergían hacia allí, y por un instinto soterrado desde siempre que se acababa de revelar, intuyeron que no podían salvarse. Era tan natural como el ocaso: el mundo se revertía. Muchos trataron de huir, despacio, con la misma aprensión sin esperanza de los animales que buscan esconderse de la tormenta. Pero la arena se deslizaba más rápido y todos terminaron cayendo mansamente. A su turno, se derrumbaron en el pozo casas, ciudades, montañas. Del mismo modo que la mano invisible da vuelta la manga de una camisa, una fuerza poderosa arrastraba hacia dentro la piel del mundo poniéndolo del revés. Y cuando los últimos retazos desflecados de mares y tierras fueron engullidos, el pozo se consumió a sí mismo. No dejó siquiera un hueco fugaz en el espacio, tan sólo quedó el vacío, homogéneo y silencioso, la inapelable evidencia de que el mundo había sido el revés de la nada.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.