Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

Eduardo Galeano-Η γλώσσα του παραδείσου

...σταγόνες... από εδώ

Eduardo Galeano-Η γλώσσα του παραδείσου

Οι γκουαράος, που ζουν στις παρυφές του γήινου παραδείσου, λένε το ουράνιο τόξο φιδίσιο κολιέ και το ουράνιο στερέωμα η πάνω θάλασσα. Η αστραπή είναι η λάμψη της βροχής. Ο φίλος, η άλλη μου καρδιά. Η ψυχή, ο ήλιος του στήθους. Η κουκουβάγια, η αφέντρα της σκοτεινής  νύχτας. Για να πούνε «μπαστούνι», λένε εγγονός διαρκείας· και για να πούνε «συγχωρώ», λένε ξεχνάω.

La lengua del paraíso


Los guaraos, que habitan los suburbios del Paraíso Terrenal, llaman al arcoiris serpiente de collares y mar de arriba al firmamento. El rayo es el resplandor de la lluvia. El amigo, mi otro corazón. El alma, el sol del pecho. La lechuza, el amo de la noche oscura. Para decir «bastón» dicen nieto continuo; y para decir «perdono», dicen olvido.

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

Fabián Vique-Ένα λουλούδι την ημέρα

...επιστροφή στην πραγματικότητα... από εδώ

Fabián Vique-Ένα λουλούδι την ημέρα

Σύμφωνα με τις δοξασίες των αρχαίων Κιγιού, αν κάποιος αφήνει ένα λουλούδι κάθε μέρα επάνω στον τάφο της αγαπημένης του, μετά από κάποιες μέρες (το νούμερο των ημερών είναι μυστικό), η αγαπημένη θα σηκωθεί από τον τάφο, θα του αποκαλύψει μια αλήθεια και θα επιστρέψει στην γη.

Έτσι το έκανα. Για χρόνια, καθημερινά, με ήλιο και με βροχή, με χιόνι και με καύσωνα, άφηνα ένα λουλούδι επάνω στο μνήμα που ξεκουραζότανε τα σώμα της αγαπημένης μου.

Σήμερα, τελικά, με το που άφησα την ορχιδέα, η γη άνοιξε και η αγαπημένη μου, εκτυφλωτική και ολοζώντανη, σηκώθηκε από τον τάφο, με κοίταξε σοβαρά και μου είπε:

-Πάντα ο ίδιος Μαουρίσιο, συνεχίζεις να χάνεις το χρόνο σου με γελοίες προκαταλήψεις! Πότε θα βάλεις μυαλό;

Με έφτυσε και γύρισε στον τάφο.

Una flor cada día

Según las creencias de los antiguos quiyús, si alguien deja cada día una flor sobre la tumba de la amada, al cabo de un cierto número de días (la cifra es secreta), la amada se levanta de la tumba, le revela una verdad al amado, y regresa a la tierra.

Así lo hice. Durante años, cada día, con sol o con lluvia, con nieve o con escarcha, dejé una flor sobre la sepultura donde descansa el cuerpo de mi amada.

Hoy, finalmente, apenas dejé la orquídea, la tierra se abrió y mi amada, resplandeciente y lozana, se elevó sobre la grava, me miró gravemente y me dijo:


—Vos siempre igual, Mauricio, seguís perdiendo el tiempo con supersticiones ridículas! ¿Cuándo vas a sentar cabeza? 

Me escupió y volvió a la tumba.

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

Raúl Brasca-Το πηγάδι




... η άλλη όψη της συντέλειας... από εδώ

Raúl Brasca-Το πηγάδι

Πριν τρία λεπτά έσκαβε στην άμμο, όταν το πηγάδι, του κατάπιε το φτυαράκι. Αποσυντονισμένος, ο μικρός, κοίταξε την μητέρα του. Η γυναίκα τον είδε να βυθίζεται, έτρεξε, πρόλαβε να του πιάσει τα χέρια, τρομοκρατημένη και βυθίστηκε μαζί του. Οι άλλοι λουόμενοι δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν, καθώς το πηγάδι καταβρόχθιζε ήδη μια ομπρέλα.  Κοιτάχτηκαν με τρόμο, είδαν ότι και εκείνοι πλησίαζαν προς τα εκεί και χάρη σε ένα υποχθόνιο ένστιχτο, που αποκαλύπτεται πάντα την τελευταία στιγμή, συναισθάνθηκαν ότι δεν μπορούσαν να σωθούν. Ήταν τόσο φυσικό, όσο ένα ηλιοβασίλεμα: ο κόσμος αναποδογύριζε. Πολλοί προσπάθησαν να ξεφύγουν, αργά, με την ίδια απέλπιδα ανησυχία, που τα ζώα ψάχνουν να κρυφτούν από την καταιγίδα. Όμως η άμμος γλίστραγε τόσο γρήγορα και όλοι κατέληξαν να πέφτουν μειλίχια. Με την σειρά τους κατεδαφίστηκαν μέσα στο πηγάδι, σπίτια, πόλεις, βουνά. Με τον ίδιο τρόπο που ένα αόρατο χέρι αναποδογυρίζει το μανίκι ενός πουκάμισου, μια βίαιη δύναμη έσερνε προς τα μέσα το δέρμα του κόσμου, γυρνώντας το από την ανάποδη. Κι όταν το πηγάδι κατάπιε και τα τελευταία οδυνηρά απομεινάρια των θαλασσών και της στεριάς, στο τέλος αποτελείωσε και τον εαυτό του. Δεν άφησε στον χώρο ούτε ένα φευγαλέο κενό, έμεινε μονάχα ένα ομοιογενές, σιωπηλό κενό, η αναντίρρητη απόδειξη ότι ο κόσμος ήταν το ανάποδο του τίποτα.
EL POZO

Hacía tres minutos que cavaba en la arena cuando el pozo le tragó la palita. Desconcertado, el chico miró  a la madre. La mujer lo vio hundirse, corrió, alcanzó a tomarle las manos aterrada, y se hundió con él. Los otros bañistas aún no habían reaccionado y el pozo ya devoraba una sombrilla. Se miraron con estupor, vieron que ellos mismos convergían hacia allí, y por un instinto soterrado desde siempre que se acababa de revelar, intuyeron que no podían salvarse. Era tan natural como el ocaso: el mundo se revertía. Muchos trataron de huir, despacio, con la misma aprensión sin esperanza de los animales que buscan esconderse de la tormenta. Pero la arena se deslizaba más rápido y todos terminaron cayendo mansamente. A su turno, se derrumbaron en el pozo casas, ciudades, montañas. Del mismo modo que la mano invisible da vuelta la manga de una camisa, una fuerza poderosa arrastraba hacia dentro la piel del mundo poniéndolo del revés. Y cuando los últimos retazos desflecados de mares y tierras fueron engullidos, el pozo se consumió a sí mismo. No dejó siquiera un hueco fugaz en el espacio, tan sólo quedó el vacío, homogéneo y silencioso, la inapelable evidencia de que el mundo había sido el revés de la nada.