Ανώνυμου
Μια κοπέλα ονειρεύτηκε
μια νύχτα, ότι περπατούσε σε ένα παράξενο μονοπάτι στην εξοχή και πως ανέβαινε σε
ένα λόφο με δένδρα, που την κορυφή του στεφάνωνε ένα όμορφο λευκό σπιτάκι με ένα
κήπο ολόγυρα. Ανήμπορη να κρύψει την ευχαρίστησή της κτύπησε την πόρτα του
σπιτιού και στο τέλος, την άνοιξε ένα άνδρας πολύ ηλικιωμένος, με ένα μακρύ λευκό
γένι. Την στιγμή που ξεκινούσε να του μιλήσει , η κοπέλα, ξύπνησε. Όλες οι
λεπτομέρειες αυτού το ονείρου έμειναν καταγεγραμμένες στην μνήμη της και για
αρκετές μέρες, δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο. Μετά, ονειρεύτηκε ξανά το ίδιο
όνειρο τρεις νύχτες συνεχόμενες. Και πάντα ξυπνούσε την στιγμή που ξεκινούσε να
μιλήσει με τον ηλικιωμένο.
Λίγες εβδομάδες αργότερα
η κοπέλα πήγαινε με το αυτοκίνητο σε μια γιορτή το Σαββατοκύριακο. Ξαφνικά, έπιασε
τον οδηγό απ’ το μανίκι και του ζήτησε να σταματήσει το αυτοκίνητο. Εκεί στα
δεξιά του οδοστρώματος βρισκόταν το εξοχικό μονοπάτι του ονείρου της.
-Περίμενέ με μια στιγμή –παρακάλεσε,
και πήρε να περπατήσει το μονοπάτι με την καρδιά να κτυπάει δυνατά.
Δεν αισθάνθηκε έκπληξη, όταν
το δρομάκι ανηφόριζε στριφογυρίζοντας μέχρι την κορυφή του δασωμένου λόφου και
την άφησε μπροστά στο σπίτι του οποίου θυμόταν ακόμα και τις πιο μικρές λεπτομέρειες
με τόση ακρίβεια. Ο ίδιος ηλικιωμένος του ονείρου απάντησε στο ανυπόμονο κάλεσμά
της.
-Πες μου-είπε εκείνη-
Πουλιέται το σπίτι;
-Ναι – απάντησε ο άνδρας-,
αλλά δεν σε συμβουλεύω να το αγοράσεις. Ένα φάντασμα, κόρη μου, συχνάζει σε αυτό
το σπίτι!
-Ένα φάντασμα –επανέλαβε η
κοπέλα- Κύριε και Θεέ μου! Και ποιανού είναι;
-Το δικό σου- είπε ο
ηλικιωμένος, και έκλεισε μαλακά την πόρτα.
La casa encantada
Anónimo
Una joven soñó
una noche que caminaba por un extraño sendero campesino, que ascendía por una
colina boscosa cuya cima estaba coronada por una hermosa casita blanca, rodeada
de un jardín. Incapaz de ocultar su placer, llamó a la puerta de la casa, que
finalmente fue abierta por un hombre muy, muy anciano, con una larga barba
blanca. En el momento en que ella empezaba a hablarle, despertó. Todos los
detalles de este sueño permanecieron tan grabados en su memoria, que por
espacio de varios días no pudo pensar en otra cosa. Después volvió a tener el
mismo sueño en tres noches sucesivas. Y siempre despertaba en el instante en
que iba a comenzar su conversación con el anciano.
Pocas semanas más
tarde la joven se dirigía en automóvil a una fiesta de fin de semana. De pronto,
tironeó la manga del conductor, y le pidió que detuviera el automóvil. Allí, a
la derecha del camino pavimentado, estaba el sendero campesino de su sueño.
-Espéreme un
momento -suplicó, y echó a andar por el sendero, con el corazón latiéndole
alocadamente.
Ya no se sintió
sorprendida cuando el caminito subió enroscándose hasta la cima de la boscosa
colina y la dejó ante la casa cuyos menores detalles recordaba ahora con tanta
precisión. El mismo anciano del sueño respondía a su impaciente llamado.
-Dígame -dijo
ella-, ¿se vende esta casa?
-Sí -respondió el
hombre-, pero no le aconsejo que la compre. ¡Un fantasma, hija mía, frecuenta
esta casa!
-Un fantasma -repitió
la muchacha-. Santo Dios, ¿y quién es?
-Usted -dijo el
anciano, y cerró suavemente la puerta.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.