Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Rima XX


Gustavo Adolfo Bécquer


ξέρεις, αν καμιά φορά τα κόκκινα σου χείλια
τα καίει μια αόρατη και πυρωμένη σφαίρα
ότι η ψυχή για στόμα, έχει τα μάτια
κι ακόμη αν θέλει να φιλήσει, το κάνει με το βλέμμα.


 sabe, si alguna vez tus labios rojos
quema invisible atmósfera abrasada
que el alma que hablar puede con los ojos
también puede besar con la mirada

Τρίτη 9 Απριλίου 2013

Το στοιχειωμένο σπίτι

Ανώνυμου
Μια κοπέλα ονειρεύτηκε μια νύχτα, ότι περπατούσε σε ένα παράξενο μονοπάτι στην εξοχή και πως ανέβαινε σε ένα λόφο με δένδρα, που την κορυφή του στεφάνωνε ένα όμορφο λευκό σπιτάκι με ένα κήπο ολόγυρα. Ανήμπορη να κρύψει την ευχαρίστησή της κτύπησε την πόρτα του σπιτιού και στο τέλος, την άνοιξε ένα άνδρας πολύ ηλικιωμένος, με ένα μακρύ λευκό γένι. Την στιγμή που ξεκινούσε να του μιλήσει , η κοπέλα, ξύπνησε. Όλες οι λεπτομέρειες αυτού το ονείρου έμειναν καταγεγραμμένες στην μνήμη της και για αρκετές μέρες, δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο. Μετά, ονειρεύτηκε ξανά το ίδιο όνειρο τρεις νύχτες συνεχόμενες. Και πάντα ξυπνούσε την στιγμή που ξεκινούσε να μιλήσει με τον ηλικιωμένο.
Λίγες εβδομάδες αργότερα η κοπέλα πήγαινε με το αυτοκίνητο σε μια γιορτή το Σαββατοκύριακο. Ξαφνικά, έπιασε τον οδηγό απ’ το μανίκι και του ζήτησε να σταματήσει το αυτοκίνητο. Εκεί στα δεξιά του οδοστρώματος βρισκόταν το εξοχικό μονοπάτι του ονείρου της.
-Περίμενέ με μια στιγμή –παρακάλεσε, και πήρε να περπατήσει το μονοπάτι με την καρδιά να κτυπάει δυνατά.
Δεν αισθάνθηκε έκπληξη, όταν το δρομάκι ανηφόριζε στριφογυρίζοντας μέχρι την κορυφή του δασωμένου λόφου και την άφησε μπροστά στο σπίτι του οποίου θυμόταν ακόμα και τις πιο μικρές λεπτομέρειες με τόση ακρίβεια. Ο ίδιος ηλικιωμένος του ονείρου απάντησε στο ανυπόμονο κάλεσμά της.
-Πες μου-είπε εκείνη- Πουλιέται το σπίτι;
-Ναι – απάντησε ο άνδρας-, αλλά δεν σε συμβουλεύω να το αγοράσεις. Ένα φάντασμα, κόρη μου, συχνάζει σε αυτό το σπίτι!
-Ένα φάντασμα –επανέλαβε η κοπέλα- Κύριε και Θεέ μου! Και ποιανού είναι;
-Το δικό σου- είπε ο ηλικιωμένος, και έκλεισε μαλακά την πόρτα.

La casa encantada
Anónimo

Una joven soñó una noche que caminaba por un extraño sendero campesino, que ascendía por una colina boscosa cuya cima estaba coronada por una hermosa casita blanca, rodeada de un jardín. Incapaz de ocultar su placer, llamó a la puerta de la casa, que finalmente fue abierta por un hombre muy, muy anciano, con una larga barba blanca. En el momento en que ella empezaba a hablarle, despertó. Todos los detalles de este sueño permanecieron tan grabados en su memoria, que por espacio de varios días no pudo pensar en otra cosa. Después volvió a tener el mismo sueño en tres noches sucesivas. Y siempre despertaba en el instante en que iba a comenzar su conversación con el anciano.
Pocas semanas más tarde la joven se dirigía en automóvil a una fiesta de fin de semana. De pronto, tironeó la manga del conductor, y le pidió que detuviera el automóvil. Allí, a la derecha del camino pavimentado, estaba el sendero campesino de su sueño.
-Espéreme un momento -suplicó, y echó a andar por el sendero, con el corazón latiéndole alocadamente.
Ya no se sintió sorprendida cuando el caminito subió enroscándose hasta la cima de la boscosa colina y la dejó ante la casa cuyos menores detalles recordaba ahora con tanta precisión. El mismo anciano del sueño respondía a su impaciente llamado.
-Dígame -dijo ella-, ¿se vende esta casa?
-Sí -respondió el hombre-, pero no le aconsejo que la compre. ¡Un fantasma, hija mía, frecuenta esta casa!
-Un fantasma -repitió la muchacha-. Santo Dios, ¿y quién es?
-Usted -dijo el anciano, y cerró suavemente la puerta.

Κυριακή 7 Απριλίου 2013

Μυστήρια στις νύχτες και στις μέρες


Juan Eduardo Zúñiga

Misterios de las noches y los días

Μπροστά από τον σπουδαστή, ένα αμάξι πέρασε γρήγορα, αλλά αυτός μπόρεσε να διακρίνει στο εσωτερικό του, ένα όμορφο γυναικείο πρόσωπο. Την επόμενη μέρα, την ίδια ώρα, πέρασε ξανά, για να διασχίσει τον δρόμο μπροστά του και τότε αυτός παρατήρησε προσεκτικά την καθαρή σκιά του προσώπου της, ανάμεσα από τις σκούρες πτυχές ενός βέλου. Ο σπουδαστής αναρωτήθηκε, ποια να ήταν. Περίμενε την επόμενη μέρα προσεκτικά στην άκρη του πεζοδρομίου και είδε να πλησιάζει το αμάξι με το άλογο μπροστά του και αυτήν την φορά διέκρινε καλύτερα την γυναίκα με τα μεγάλα καθαρά μάτια, που είχε καρφώσει σε αυτόν την ματιά της.
Κάθε μέρα ο σπουδαστής περίμενε το αμάξι, κεντρισμένος και πιεσμένος από την ελπίδα, και κάθε φορά η γυναίκα του φαινόταν και πιο όμορφη. Και μέσα από το βάθος του αμαξιού, του χαμογελούσε, κι αυτός έτρεμε από πόθο και κάθε τι έχανε την σημασία του, μαθήματα, καθηγητές. Μόνο περίμενε εκείνη την ώρα, που το αμάξι θα διέσχιζε τον δρόμο, μπροστά από την πόρτα του.
Και στο τέλος είδε αυτό που λαχταρούσε. Η γυναίκα τον χαιρέτησε με μια κίνηση του χεριού της, που εμφανίστηκε για μια στιγμή στο ύψος του στόματος που χαμογελούσε και τότε αυτός ακολούθησε το αμάξι, περπατώντας βιαστικά, πηγαίνοντας πίσω από δρόμους και πλατείες, χωρίς να χάσει την εικόνα του κουβούκλιου που σκαμπανέβαζε, που κρυβόταν στην στροφή μιας γωνίας και εμφανιζόταν ξανά, διασχίζοντας μια γέφυρα.
Πέρασε πολύς καιρός και μερικές φορές αισθανόταν μια μεγάλη κούραση ή άλλες φορές, θαρραλέα σχεδίαζε την συζήτηση που θα έκανε με εκείνη. Του φαινόταν πως πέρναγε από τα ίδια μέρη, από τις ίδιες λεωφόρους, με την ομίχλη, με τον ήλιο ή τις βροχές, μέρα και νύχτα, αλλά αυτός συνέχιζε επίμονα, σίγουρος ότι θα την προφτάσει, αδιαφορώντας για τους χειμώνες και τα καλοκαίρια.
Μετά από μια μακριά, αδιάκοπη πορεία, σε μια μακρινή γειτονιά, το αμάξι τελικά σταμάτησε κι αυτός πλησίασε με βήματα διστακτικά και κουρασμένα, μιας και περπατούσε στηριγμένος σε ένα μπαστούνι. Με κόπο άνοιξε την πορτούλα και μέσα δεν υπήρχε κανένας.
Μονάχα είδε πάνω στο καουτσουκένιο κάθισμα, ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, υγρό και φρεσκοκομμένο. Το πήρε διστακτικά στο ρυτιδιασμένο χέρι του και μύρισε το λεπτό άρωμα της αυταπάτης, που ποτέ δεν άγγιξε.



Ante el estudiante, un coche pasó rápidamente, pero él pudo entrever en su interior un bellísimo rostro femenino. Al día siguiente, a la misma hora, volvió a cruzar ante él y también atisbó la sombra clara del rostro entre los pliegues oscuros de un velo. El estudiante se preguntó quién era. Esperó al otro día, atento en el borde de la acera, y vio avanzar el coche con su caballo al trote y esta vez distinguió mejor a la mujer de grandes ojos claros que posaron en él su mirada.
Cada día el estudiante aguardaba el coche, intrigado y presa de la esperanza: cada vez la mujer le parecía más bella. Y, desde el fondo del coche, le sonrió y él tembló de pasión y todo ya perdió importancia, clases y profesores: sólo esperaría aquella hora en la que el coche cruzaba ante su puerta.
Y al fin vio lo que anhelaba: la mujer le saludó con un movimiento de la mano que apareció un instante a la altura de la boca sonriente, y entonces él siguió al coche, andando muy deprisa, yendo detrás por calles y plazas, sin perder de vista su caja bamboleante que se ocultaba al doblar una esquina y reaparecía al cruzar un puente.
Anduvo mucho tiempo y a veces sentía un gran cansancio, o bien, muy animoso, planeaba la conversación que sostendría con ella. Le pareció que pasaba por los mismos sitios, las mismas avenidas con nieblas, con sol o lluvias, de día o de noche, pero él seguía obstinado, seguro de alcanzarla, indiferente a inviernos o veranos.
Tras un largo trayecto interminable, en un lejano barrio, el coche finalmente se detuvo y él se aproximó con pasos vacilantes y cansados, aunque iba apoyado en un bastón. Con esfuerzo abrió la portezuela y dentro no había nadie.
Únicamente vio sobre el asiento de hule una rosa encarnada, húmeda y fresca. La cogió con su mano sarmentosa y aspiró el tenue aroma de la ilusión nunca conseguida.


Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Η γέφυρα


Octavio Paz


Η γέφυρα

Ανάμεσα στο τώρα και στο τώρα
ανάμεσα στο είμαι και στο είσαι
η λέξη γέφυρα.

Μέσα στον εαυτό στου μπαίνεις
περπατώντας πάνω της:
σαν ένα δαχτυλίδι
που τον κόσμο περικυκλώνει.

Από την μια όχθη ως την άλλη
πάντα απλώνεται ένα σώμα
ένα ουράνιο τόξο.

Θα τραγουδήσω για τα πρεβάζια της
Θα κοιμηθώ κάτω από τις καμάρες.



El puente


Entre ahora y ahora
entre yo soy y tú eres
la palabra puente.

Entras en ti misma
al entrar en ella:
como un anillo
el mundo se cierra.

De una orilla a otra
siempre se tiende un cuerpo,
un arcoiris.

Yo cantaré por sus repechos,
yo dormiré bajo sus arcos.