Antonio Machado
Απόψε καθώς κοιμόμουνα…
Απόψε
καθώς κοιμόμουνα
ευλογημένη
αυταπάτη στα όνειρά μου,
ένα σιντριβάνι ξεχείλιζε
μέσα από την καρδιά μου.
Είπα, γιατί
κρυμμένο αυλάκι
φέρνεις
νερό μέχρι εδώ,
μιας
νέας ζωής, εαρινό
που ποτέ
δεν μπόρεσα να πιω;
Απόψε
καθώς κοιμόμουνα
ευλογημένη
αυταπάτη στα όνειρά μου,
μια
κυψέλη θαρρώ πως κράταγα
μέσα από
την καρδιά μου.
Και το
χρυσό μελίσσι
έφτιαχνε
μέσα σ’ αυτήν
απ’ της
παλιές τις πίκρες
γλυκό
μέλι κι άσπρο κερί.
Απόψε
καθώς κοιμόμουνα
ευλογημένη
αυταπάτη στα όνειρά μου,
ένας
καυτός ήλιος θαρρώ πως φώτιζε
μέσα από
την καρδιά μου.
Ήταν
καυτός γιατί σκορπούσε
χρώματα
κόκκινα φιλόξενου σπιτιού
και ήταν
ήλιος γιατί λαμποκοπούσε
και
γιατί το κλάμα έφερνε παντού.
Απόψε
καθώς κοιμόμουνα
ευλογημένη
αυταπάτη στα όνειρά μου
πως ήταν
ο Θεός αυτό που κράταγα
μέσα από
στην καρδιά μου.
Anoche cuando dormía...
Anoche cuando dormía
soñé, ¡bendita ilusión!,
que una fontana fluía
dentro de mi corazón.
Di, ¿por qué acequia escondida,
agua, vienes hasta mí,
manantial de nueva vida
de donde nunca bebí?
Anoche cuando dormía
soñé, ¡bendita ilusión!,
que una colmena tenía
dentro de mi corazón;
y las doradas abejas
iban fabricando en él,
con las amarguras viejas,
blanca cera y dulce miel.
Anoche cuando dormía
soñé, ¡bendita ilusión!,
que un ardiente sol lucía
dentro de mi corazón.
Era ardiente porque daba
calores de rojo hogar,
y era sol porque alumbraba
y porque hacía llorar.
Anoche cuando dormía
soñé, ¡bendita ilusión!,
que era Dios lo que tenía
dentro de mi corazón.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.