...χαμένοι στην διάσταση... από εδώ
Το βιβλίο μοιάζει με μια μαύρη τρύπα, η έλξη της οποίας είναι τέτοια που απορροφά και παραμορφώνει, οτιδήποτε το πλησιάζει, συμπεριλαμβανομένων του χρόνου και του χώρου. Λοιπόν, είναι μάλλον οκτώ το πρωί και εσύ πηγαίνεις με το λεωφορείο στο γραφείο, όμως απότομα έλκεσαι από αυτήν την βαρυτική δύναμη που ονομάζεται βιβλίο και το οποίο κρατάς στο χέρι ή βρίσκεται μέσα στην τσάντα σου και εμφανίζεσαι σε ένα διαφορετικό σκηνικό, ταυτισμένος, για παράδειγμα, με κάποιον ο οποίος πλένει τα ματωμένα χέρια του σε ένα νεροχύτη γαλλικής κουζίνας, ενώ στο υπνοδωμάτιο του ιδίου σπιτιού, έχει αρχίσει να κρυώνει ένα πτώμα. Και δεν είναι οκτώ το πρωί, αλλά δέκα την νύχτα. Και δεν είναι άνοιξη, αλλά χειμώνας. Και εσύ δεν είσαι αυτό το υποκείμενο χωρίς παρελθόν, που τώρα κατεβαίνει από το λεωφορείο, αλλά εκείνος ο άλλος, ο οποίος αφού σβήσει τα δακτυλικά αποτυπώματα από το ποτήρι του κονιάκ, βάζει ένα σκούρο παλτό και δραπετεύει από τις σκάλες.
Τελειώνει το μυθιστόρημα, πάει η ευχαρίστηση και για άλλη μια φορά είναι η ώρα να χτυπήσεις κάρτα, λοιπόν χτυπάς κάρτα και μπαίνεις στο γραφείο, όπου μετακινείς χαρτιά από το ένα σημείο στο άλλο ή σηκώνεις το τηλέφωνο με την αποτελεσματικότητα και την βαρεμάρα όπως κάνεις πάντα. Επιστρέφεις, τελικά, στην διάστασή σου, χωρίς κανείς να καταλάβει ποιος ήσουν. Αν οι συνάδελφοί σου ήξεραν, ότι αντί να έρθεις στο γραφείο από το σπίτι σου, όπως υποθέτουν, αλλά ότι έρχεσαι από μια γαλλική κουζίνα, στον νεροχύτη της οποίας, έπλυνες τα ματωμένα χέρια σου, θα τρομοκρατούνταν. Στην πραγματικότητα, ίσως δεν είσαι ο ίδιος τώρα με αυτόν που ήσουν πριν διαβάσεις το βιβλίο. Μέσα στο αίμα σου κυλά η υπόθεση, λυπητερή ή χαρούμενη, που υπήρχε στο βιβλίο, με τον ίδιο τρόπο που οι εξερευνητές γυρίζουν με μαλάρια από την Αφρική ή με λέπρα από το Μολοκάι.
Υπάρχουν περισσότερα βιβλία από παραλίες και σ' αυτά βρίσκεται η σκοτεινή ύλη, την οποία οι φυσικοί ψάχνουν στα αστέρια. Αν διάβασες το μυθιστόρημα του τύπου, ο οποίος ξεπλένει το αίμα από τα χέρια του, θα είσαι για πάντα αυτός ο τύπος, πάντα, χωρίς όμως να σταματήσεις να είσαι εσύ και αυτό είναι τώρα το πιο εκπληκτικό, χωρίς να σταματήσεις ταυτόχρονα να είσαι το πτώμα, που άρχισε να κρυώνει, όταν κατέβαινες από το λεωφορείο. Αυθεντική σκοτεινή ύλη, αόρατη λοιπόν, όπως η συνείδηση, αλλά υπαρκτή όπως το αφεντικό σου.
El libro. Juan José Millás.
El libro se parece a un agujero negro cuya atracción es tal que absorbe y distorsiona todo lo que sucede cerca de él, incluidos el tiempo y el espacio. De manera que a lo mejor son las ocho de la mañana y tú vas en el autobús a la oficina, pero de súbito eres arrebatado por esa masa gravitatoria llamada libro, que llevabas en la mano o en el bolso, y apareces en un escenario diferente, identificado, por ejemplo, con un individuo que se lava las manos llenas de sangre en la pila de una cocina francesa, mientras en el dormitorio de esa misma casa ha empezado a enfriarse un cadáver. Y no son las ocho de la mañana, sino las diez de la noche. Y no es primavera, sino invierno. Y tú no eres ese sujeto sin pasado que ahora se baja del autobús, sino ese otro que, después de borrar las huellas dactilares de las copas de coñac, se pone un abrigo oscuro y huye escaleras abajo.
Al cerrar la novela cesa la atracción, y es, una vez más, la hora de fichar, así que fichas y entras en la oficina, donde mueves los papeles de un lado a otro o atiendes el teléfono con la eficacia o la pereza de siempre. Has vuelto a tu dimensión, en fin, sin que nadie se diera cuenta de que te habías ido. Si tus compañeros supieran que en lugar de venir de casa, como procede, vienes de una cocina francesa en cuya pila te has lavado las manos llenas de sangre, se quedarían espantados. De hecho, quizá no seas el mismo ahora que antes de haber leído el libro. Por tu sangre discurre el argumento desdichado o feliz que estaba en la novela, del mismo modo que los exploradores vuelven con malarias de África o de Molokai con lepra.
Hay más libros que playas, y en ellos está contenida la materia oscura que los físicos buscan en las estrellas. Si has leído la novela del individuo que se quita la sangre de las manos, ya siempre serás ese individuo, siempre, sin dejar de ser tú y, lo que es más sorprendente todavía, sin dejar de ser al mismo tiempo el cadáver que comenzaba a enfriarse cuando descendiste del autobús. Pura materia oscura, pues, invisible, como la conciencia, pero real como tu jefe.