Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

Max Aub-Σκέφτομαι άρα υπάρχω



...υπερασπιστική γραμμή... από εδώ

Max Aub-Σκέφτομαι άρα υπάρχω


Σκέφτομαι άρα υπάρχω, είπε ο διάσημος άντρας. Τα δέντρα στον κήπο μου υπάρχουν, αλλά δεν νομίζω ότι σκέφτονται, απ’ ότι φαίνεται ο κύριος Ρενάτο δεν ήταν και πολύ στα καλά στα μυαλά του και το ίδιο συμβαίνει και με άλλους ανθρώπους: ο πεθερός μου, για παράδειγμα: υπάρχει και δεν σκέφτεται ή ο εκδότης μου, που σκέφτεται αλλά δεν υπάρχει. Κι αν το τοποθετήσουμε από την ανάποδη, επίσης δεν είναι σίγουρο. Δεν υπάρχω επειδή σκέφτομαι, ούτε σκέφτομαι επειδή υπάρχω.
Το να σκέφτεσαι είναι σίγουρο, το να υπάρχεις είναι ένας μύθος. Εγώ δεν υπάρχω, επιβιώνω. Ζούνε – αυτό, δηλαδή, που ονομάζεται ζωή – μόνο αυτοί που δεν σκέφτονται. Αυτοί που κάθονται και σκέφτονται, δεν ζούνε. Η αδικία είναι εξαιρετικά ολοφάνερη. Θα αρκούσε να σκεφτεί κανείς για να αυτοκτονήσει. Όχι· όχι κύριε Καρτέσιε: ζω, άρα δεν σκέφτομαι, αν σκεφτόμουνα δεν θα ζούσα. Μέχρι που θα μπορούσαμε να σκαρώσουμε ένα όμορφο σονέτο: Σκέφτομαι άρα δεν υπάρχω, αν υπήρχα, δεν θα σκεφτόμουν, κύριε… και τα λοιπά... και τα λοιπά. Αν για να ζει κανείς, θα χρειαζότανε να σκέφτεται, θα είχαμε όλοι διαύγεια. Όμως, τελικά, αν εσείς όλοι είστε πεπεισμένοι ότι είναι έτσι, εγώ είμαι αθώος, εντελώς αθώος, από την στιγμή που δεν σκέφτομαι, ούτε θέλω να σκέφτομαι.  Επομένως, αν δεν σκέφτομαι, δεν υπάρχω κι αν δεν υπάρχω, πώς φέρω ευθύνη για αυτόν τον φόνο;



Max Aub-Pienso, luego soy


Pienso, luego soy, dijo el hombre famoso. Los árboles de mi jardín son, pero no creo que piensen, con lo que se demuestra que el señor Renato no estaba en su sano juicio y que lo mismo sucede con otros seres: mi suegro, por ejemplo: es y no piensa, o mi editor, que piensa y no es. Y si lo ponemos al revés, tampoco es cierto. No existo porque pienso ni pienso porque existo.
Pensar es cierto, existir es un mito. Yo no existo, sobrevivo, vivir —lo que se dice vivir— sólo los que no piensan. Los que se ponen a pensar no viven. La injusticia es demasiado evidente. Bastaría pensar para suicidarse. No; don Descartes: vivo, luego no pienso, si pensara no viviría. Hasta se podría hacer un bonito soneto: Pienso luego no vivo, si viviera, no pensara, señor…, etc., etc. Si para vivir se necesitara pensar, estábamos lucidos. Pero, en fin, si ustedes están convencidos de que así es, soy inocente, totalmente inocente ya que no pienso ni quiero pensar. Luego si no pienso no soy y si no soy ¿cómo voy a ser responsable de esa muerte?

Τρίτη 16 Απριλίου 2019

Juan Gracia Armendáriz-Τελευταίος σταθμός




... τον εξαπάτησαν... από εδώ

Juan Gracia Armendáriz

Τελευταίος σταθμός

Αναρωτιέμαι, μήπως το ταξίδι έγινε μάταια. Πίστευα ότι θα υπήρχε κάποιος, όμως τώρα ανακαλύπτω, ότι κανείς δεν ήρθε να με υποδεχθεί. Κανένα πρόσωπο γνωστό, καμιά χειρονομία καλωσορίσματος. «Υπάρχει κανείς εδώ;» - ρωτάω, αλλά ακούω μόνο την φωνή μου να αντηχεί στον θόλο του σταθμού. Πίστευα, ότι κάποιος κοντινός μου, θα με υποδεχότανε με μια αγκαλιά, θα μου έδειχνε τι να κάνω τώρα. Ποτέ μου δεν έχω ξαναέρθει εδώ, νομίζω. Είναι προφανές, ότι όλα ήταν μια φάρσα στημένη από τσαρλατάνους. Διασχίζω την αίθουσα, με κατεύθυνση προς την έξοδο και τα βήματά μου, δονούν τον χώρο με μια ηχώ μεταφυσική. Ούτε μια πινακίδα, ούτε κανένας ανάγωγος θυρωρός. Τίποτα. Πάντα, μου την δίνει στα νεύρα η αγένεια. Δεν είναι τρόπος αυτός να υποδέχονται μια χαμένη ψυχή.




ÚLTIMA ESTACIÓN

Me pregunto si el viaje habrá sido en vano. Yo creí que habría alguien, pero ahora descubro que nadie ha venido a recibirme. Ningún rostro conocido, ni un gesto de bienvenida. «¿Hay alguien ahí?» —pregunto, pero solo oigo mi voz que retumba en la bóveda de la estación. Confiaba en que algún familiar me recibiera con un abrazo y me indicara qué debo hacer ahora. Nunca había estado aquí, creo. Parece evidente que todo era una farsa urdida por charlatanes. Cruzo el espacio en dirección a la puerta de salida y mis pasos resuenan en la estancia con eco metafísico. Ni un cartel, ni un conserje mal encarado. Nada. Siempre me ha crispado la mala educación. Estas no son formas de recibir a un alma perdida.