Σάββατο 22 Ιουλίου 2017

ANA MARIA MATUTE-Το παιδί του οποίου ο φίλος πέθανε



όταν η ωριμότητα έρχεται πρόωρα... από εδώ

ANA MARIA MATUTE-Το παιδί, του οποίου ο φίλος πέθανε

Ένα πρωί σηκώθηκε και πήγε να βρει τον φίλο, στην άλλη πλευρά του φράχτη. Όμως ο φίλος δεν ήταν και όταν γύρισε, του είπε η μητέρα:
-Ο φίλος πέθανε.
-Αγόρι, μην τον σκέφτεσαι άλλο και ψάξε άλλους για να παίξεις.
Ο αγόρι κάθισε στο κούφωμα της πόρτας, με το πρόσωπο ανάμεσα στα χέρια και του αγκώνες στα γόνατα. «Θα γυρίσει», σκέφτηκε. Γιατί δεν μπορεί να υπάρχουν δίπλα του οι βόλοι, το φορτηγάκι, το τσίγκινο πιστόλι και το χαλασμένο ρολόι και ο φίλος να μην έρθει να τα βρει. Ήρθε η  νύχτα, με ένα τεράστιο αστέρι και το παιδί δεν ήθελε να μπει για να δειπνήσει.
-Έμπα, αγόρι, ζύγωσε το κρύο- είπε η μητέρα.
Όμως, αντί να μπει, το αγόρι σηκώθηκε από το κούφωμα και πήγε να ψάξει τον φίλο, με τους βόλους, το φορτηγάκι, το τσίγκινο πιστόλι και το χαλασμένο ρολόι. Φτάνοντας στον φράχτη, η φωνή του φίλου δεν τον κάλεσε, ούτε τον άκουσε από το δέντρο, ούτε από το πηγάδι. Πέρασε όλη τη νύχτα να τον ψάχνει. Κι ήταν μια μακριά νύχτα, σχεδόν φωτεινή, και του σκονίστηκαν τα ρούχα και τα παπούτσια. Όταν βγήκε ο ήλιος, το αγόρι, που νύσταζε και διψούσε, τέντωσε τα χέρια και σκέφτηκε: «Τι ηλίθια και ασήμαντα είναι αυτά τα παιχνίδια. Κι αυτό το χαλασμένο ρολόι δεν χρησιμεύει σε τίποτα». Τα πέταξε όλα στο πηγάδι και γύρισε στο σπίτι, πεινασμένο. Η μητέρα, του άνοιξε την πόρτα και είπε:

«Πόσο μεγάλωσε αυτό το αγόρι, Θεέ μου, πόσο μεγάλωσε». Και του αγόρασε ένα αντρικό κοστούμι, γιατί αυτό που φορούσε, του ερχότανε κοντό.

EL NIÑO AL QUE SE LE MURIÓ EL AMIGO

Una mañana se levantó y fue a buscar al amigo, al otro lado de la valla. Pero el amigo no estaba, y, cuando volvió, le dijo la madre:

-El amigo se murió.
-Niño, no pienses más en él y busca otros para jugar.

El niño se sentó en el quicio de la puerta, con la cara entre las manos y los codos en las rodillas. «Él volverá», pensó. Porque no podía ser que allí estuviesen las canicas, el camión y la pistola de hojalata, y el reloj aquel que ya no andaba, y el amigo no viniese a buscarlos. Vino la noche, con una estrella muy grande, y el niño no quería entrar a cenar.

-Entra, niño, que llega el frío -dijo la madre.

Pero, en lugar de entrar, el niño se levantó del quicio y se fue en busca del amigo, con las canicas, el camión, la pistola de hojalata y el reloj que no andaba. Al llegar a la cerca, la voz del amigo no le llamó, ni le oyó en el árbol, ni en el pozo. Pasó buscándole toda la noche. Y fue una larga noche casi blanca, que le llenó de polvo el traje y los zapatos. Cuando llegó el sol, el niño, que tenía sueño y sed, estiró los brazos y pensó: «Qué tontos y pequeños son esos juguetes. Y ese reloj que no anda, no sirve para nada». Lo tiró todo al pozo, y volvió a la casa, con mucha hambre. La madre le abrió la puerta, y dijo: «Cuánto ha crecido este niño, Dios mío, cuánto ha crecido». Y le compró un traje de hombre, porque el que llevaba le venía muy corto.

Παρασκευή 7 Ιουλίου 2017

Gabriel Jiménez Emán- Η λυπητερή ιστορία της Φίνια, μιας κότας ερωτευμένης


...η ξεχωριστή γεύση του κρέατος... από εδώ

Gabriel Jiménez Emán- Η λυπητερή ιστορία της Φίνια, μιας κότας ερωτευμένης

Μια ξεχωριστή κότα από αυτές που μετά το φαγητό απομακρύνονται από τις υπόλοιπες και κολλάνε στο συρματόπλεγμα του κοτετσιού για να χωνέψουν και να σκεφτούν την μαύρη τους την μοίρα, δεν την γνωρίζει και πολύς κόσμος.
Όποιος την δει εκεί, με το ράμφος της ανάμεσα στο συρματόπλεγμα, να μουρμουράει ένα σιγανό τραγούδι αγάπης, δεν μπορεί, θα συγκινηθεί, είναι νόμος της φύσης.
Ας της βρούμε ένα όνομα για να την ταυτοποιήσουμε από τις άλλες: Φίνια, για παράδειγμα. Λοιπόν, η Φίνια, εκτός από πανέμορφη και πανέξυπνη είναι επίσης και πολύ ερωτευμένη με έναν κόκορα που τον ακούει να τραγουδάει κάθε πρωί και καταλαβαίνει από το τραγούδι του ότι πρέπει να είναι ο πιο αγαπησιάρης και συγκαταβατικός κόκορας του κόσμου.
Το τραγούδι του κόκορα της διαπερνάει την ψυχή και εκείνη, κλεισμένη μέσα στο λυπητερό και υγρό της κοτέτσι, κλαίει χωρίς δάκρυα, αφού όλοι ξέρουμε ότι δεν βγαίνουν δάκρυα από τα μάτια της κότας, ακόμα κι όταν τους στρίψουν το λαρύγγι.
Η Φίνια, στο τέλος, δυναμωμένη από την αγάπη της, καταφέρνει, με απίστευτο τρόπο, να περάσει από μια τρύπα πολύ στενή για το σώμα της, σπάζοντας τα πούπουλα της, και μέρος από το κεφάλι  της, και αχρηστεύοντας για τα καλά το ένα της πόδι. Μετά με το φτέρωμά της γεμάτο αίμα, περιμένει να χαράξει η αυγή και προσμενει το τραγούδι το κόκορα· έπειτα, οδηγημένη από την καρδιά της και καθοδηγούμενη από το πιο μελωδικό τραγούδι της γης, φτάνει μέχρι το σπιτικό του αγαπημένου της κόκορα, που είναι κάτοχος όλων των ατελείωτων φαντασιώσεων της.  Και εκεί βρίσκεται αυτός, με τα φτερά του απλωμένα στον άνεμο και στον κόσμο, με το φτέρωμα του, που θα μπορούσαν να το ζηλέψουν  ακόμα και τα παγώνια και με το ράμφος του στα ουράνια. Κι εκεί βρίσκεται κι εκείνη, να κλαίει, γιατί η Φίνια είναι η μοναδική κότα που έκλαψε και τώρα στέκεται εκεί, στο τέλος της ζωής της, γιατί ετούτη τη στιγμή κάποιος την αρπάζει από το λαιμό και της τον στρίβει.
Έπειτα, το αφεντικό του σπιτιού θα δηλώσει: «Τι όμορφη κότα!», χωρίς να ξέρει, ούτε τώρα ούτε και ποτέ, ότι ήταν γεμάτη αγάπη, μέχρι το μεδούλι.

Gabriel Jiménez Emán -La triste historia de Finia, una gallina enamorada. 

Una gallina rara de esas que se alejan de las demás después de comer y se pegan a los alambres del gallinero a hacer la digestión y a reflexionar sobre su triste destino, no es conocida por todos. Cualquiera que la vea ahí, con el pico entre los alambres, susurrando una inaudible canción de amor, debe por reglas del alma, conmoverse.
Busquémosle un nombre para identificarnos con ella: Finia, por ejemplo. Pues bien, Finia, además de ser muy hermosa y muy triste, está también muy enamorada de un gallo que oye cantar todas las mañanas, y deduce que por su canto debe ser el gallo más amoroso y comprensivo de la tierra.
El canto del gallo le traspasa el alma, y ella, encerrada en su triste y húmedo gallinero, llora sin lágrimas, pues ya sabemos que a las gallinas no le salen lágrimas por los ojos, ni siquiera cuando les tuercen el pescuezo.
Finia, al fin, fortalecida por su amor, logra pasar increíblemente por un orificio demasiado estrecho para su cuerpo, rompiéndose así las plumas, parte de la cabeza, e inutilizándose por completo una pata. Después con el plumaje lleno de sangre, espera que despunte el alba y aguarda el canto de su gallo; luego, guiada por su corazón y conducida por el canto más melodioso de la tierra, llega hasta el hogar de su gran gallo, poseedor de sus infinitas ilusiones. Y allí está él, con las alas extendidas al viento y al mundo, con un plumaje que podría desafiar a los pavos reales, con el pico hacia el cielo. Y allí está ella, llorando, porque Finia es la única gallina que ha llorado, y ahora está parada ahí, al final de su vida, porque en ese momento alguien le agarra el pescuezo y se lo tuerce.

Después, el señor de la casa comentará: «Qué gallina más buena», sin saber, ahora ni nunca, que estaba llena de amor hasta los huesos.