Σάββατο 27 Μαΐου 2017

CLARA OBLIGADO-Η γοργόνα



μια ιστορία με δυο όψεις... από εδώ

CLARA OBLIGADO

Ο ψαράς είχε βάλει στην προθήκη του μαγαζιού του μια γοργόνα μέσα σε μια ψαροκασέλα. Εκείνη, αδιάφορη από την οχλοβοή, μασούσε με τα κοφτερά της δοντάκια τα ασημένια ψάρια, που ο άντρας της πετούσε κάθε τόσο, ενώ διαλαλούσε: πάρτε, πάρτε μια γοργόνα, την μοναδική στην αγορά!
-Δεν ντρέπεται;- είπε μια γυναίκα-. Να πουλάει την καημενούλα!

-Πόσο το κιλό, αφεντικό;

-Την βάζω πιο φτηνά κι από τις σαρδέλες…

-Μαμά, μαμά πάρε μου αυτό το ψάρι!

Με πια προκλητική απρέπεια, η γοργόνα επιδείκνυε το θεϊκό της κορμί, ενώ άνοιγε το κέλυφος ενός λαχταριστού μυδιού: γυάλιζε η ασημένια ουρά, όπου επάνω της ανακατεύονταν τα λέπια με τα φύκια.

-Και γιατί την πουλάς;

-Δαγκώνει, μαμά;

-Με κούρασε πια: δεν κάνει τίποτα άλλο από το να τρώει, να μπανιάρεται και να κοιμάται. Και ούτε που μιλάει. Και τις νύχτες…

Η γοργόνα έριξε μια αδιάφορη ματιά. Δεν φαινόταν να είναι πάνω από δεκαπέντε χρόνων.

-Λοιπόν, θέλω την μισή: από την μέση κι απάνω.

-Από την πλευρά της γυναίκας , το κιλό είναι ακριβότερο. Κοιτάξτε, κοιτάξτε τι σώμα, τι πρόσωπο. Ο ψαράς ακόνιζε το μαχαίρι του.

-Μην γίνεσαι ζώο, μην μου πεις ότι σκέφτεσαι να την ακρωτηριάσεις;

-Είσαι γουρούνι, ένα κτήνος.

-Κυρίες, δρόμο από εδώ. Μου χαλάτε την δουλειά.

Τώρα η γοργόνα δάγκωνε ένα σολομό. Πάνω από το ξεσχισμένο κρέας, η ματιά της ηδονική παρατηρούσε τους αγοραστές, σαν να καταλάβαινε- μέσα στην απέραντη περιφρόνηση- την θεϊκή της υπεροχή. Ο ψαράς την κοίταξε και φάνηκε να ανταποκρίνεται.

-Εμπρός, φτάνει για σήμερα, δρόμο όλοι: δεν την πουλάω. Στο κάτω-κάτω της γραφής είναι γυναίκα μου.

-Ορίστε, παντρεύτηκε ένα ψάρι!

-Με μια μικρότερή του!

-Ακριβή τιμή για ψάρι. Θα έπρεπε να τον καταγγείλουμε.

Ξαπλωμένη επάνω στην διαφορετικότητά της, η γοργόνα τέντωσε το σώμα της, σαν να ήθελε να το προσφέρει σε όλους τους άντρες του κόσμου. Ξαφνικά, άρχισε να τραγουδάει. Φουρτούνιασε η θάλασσα, μια βαριά μυρωδιά διαπέρασε την αγορά, ταρακούνησε τις καρδιές και για μια στιγμή, όλοι οι άντρες την ποθήσανε. Η αγάπη της γοργόνας, ναυαγός στην αγκαλιά της! Αχ, η δίνη του νερού, το κύμα, ο πελώριος παφλασμός!

Ο ψαράς έκλεισε το μαγαζί και πριν καλά-καλά εξαφανιστεί πίσω από το μεταλλικό ρολό, ακούστηκε ένα μουγκρητό, το θορυβώδες πετάρισμα της ουράς ενός ψαριού, ένα ανακάτεμα από λέπια και υγρά λαχανιάσματα. Έπειτα, οι αναστεναγμοί του άντρα που έκαναν τα λάγνα φρούτα και τα κρέατα στις βιτρίνες των διπλανών μαγαζιών να ανατριχιάζουν. Στο τέλος κόπασε η παλίρροια,  σιωπή.

-Καημενούλα- είπε μια κυρία, καθώς απομακρύνονταν από εκεί, τραβώντας το καροτσάκι με τα ψώνια-: Να το κάνεις με ένα ζώο!

El pescadero exhibía una sirena dentro de una pecera. Ella, ajena al tumulto, masticaba con sus dientecillos afilados peces de plata que el hombre lanzaba de tanto en tanto al tiempo que gritaba: ¡compren, compren una sirena, la única en el mercado!
–No le da vergüenza? –dijo una mujer–. ¡Vender a esa pobre chica!
–¿A cuánto el kilo, jefe?
–Se la pongo más barata que las sardinas…
–¡Mamá, mamá cómprame ese pez!
Con displicente impudicia, la sirena exhibía su torso de diosa mientras abría las valvas de un marisco palpitante: brillaba la cola de plata donde un rebullir de escamas se entretejía con algas.
–¿Y por qué la vende?
–¿Muerde, mamá?
–Estoy cansado de ella: no hace más que comer, bañarse y dormir. Además, no habla. Y por las noches…
La sirena lanzó una mirada de indiferencia. No parecía tener más de quince años.
–Pues quiero la mitad: la de arriba.
–El kilo de mujer es más caro. Mire, mire qué cuerpo, qué cara. El pescadero afilaba su cuchilla.
–No sea animal, ¿no pensará mutilarla?
–Es usted un cerdo, una bestia.
–Señoras, largo de aquí. Me están estropeando el negocio.
Ahora la sirena mordisqueaba un salmón. Por encima de la carne desgarrada su mirada lasciva recorría a los compradores como si comprendiera –en su desdén infinito– su superioridad de diosa. El pescadero la miró y pareció reflexionar.
–Venga, basta por hoy, fuera todos: no la vendo. Al fin y al cabo, es mi mujer.
–¡Mira que casarse con un pez!
–¡Con una menor!
–Qué precio para el pescado. Habría que denunciarlo.
Tendida sobre el género, la sirena estiró su cuerpo como si quisiera ofrecerse a todos los hombres del mundo. De pronto, comenzó a cantar. Una batahola marina, casi un hedor, punzó el mercado, escoró en los corazones, y, por un momento, todos los hombres la desearon. ¡Amar a una sirena, naufragar en su abrazo! ¡Oh, el remolino, la ola, la intensa marejada!
El pescadero estaba cerrando la tienda y no bien desapareció tras el cierre de metal se oyó un bramido, el sonoro aletear de la cola de pescado, un rebullir de escamas y jadeos húmedos. Luego, suspiros de hombre que estremecían la promiscuidad de las frutas, las carnes exhibidas. Por fin, la pleamar del silencio.

–Pobre chica –dijo una señora mientras se alejaba del puesto arrastrando el carrito de la compra–: ¡Hacerlo con un animal!

Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

Ernesto Cardenal-Προσευχή για την Μέριλυν Μονρόε

Κύριε
Δέξου αυτήν την κοπέλα, που ήταν γνωστή στην γη με το όνομα
……..Μέριλυν Μονρόε
παρόλο που δεν ήταν αυτό το πραγματικό της όνομα
(αλλά Εσύ γνωρίζεις το αληθινό της όνομα, αυτής της ορφανούλας, που τη βιάσανε
……..στα εννιά της χρόνια
και που δούλευε μικρή σε μαγαζί, που τα 16 της θέλησε να αυτοκτονήσει)
και τώρα εμφανίζεται μπροστά Σου χωρίς κανένα μακιγιάζ
χωρίς τον ατζέντη της
χωρίς φωτογράφους, χωρίς να υπογράφει αυτόγραφα,
μόνη, όπως ο αστροναύτης μπροστά στο σκοτεινό διάστημα.

Ονειρεύτηκε, όταν ήταν μικρή, ότι βρισκόταν γυμνή σε μια εκκλησία
………. (όπως διηγείται στο Τάιμ)
μπροστά σε ένα πλήθος σκυμμένο με τα κεφάλια στο πάτωμα
και έπρεπε να περπατήσει στις μύτες, για να μην πατήσει τα κεφάλια.
Εσύ ξέρεις τα όνειρά μας καλύτερα από τους ψυχίατρους.
Εκκλησία, σπίτι, σπηλιά, είναι η ασφάλεια του στήθους της μητέρας
αλλά και κάτι παραπάνω από αυτό…
Τα κεφάλια είναι οι θαυμαστές, είναι φανερό
(το άθροισμα των κεφαλιών στα σκοτεινά κάτω από τον χείμαρρο του φωτός)
Αλλά ο ναός δεν είναι τα στούντιο της 20 th Century Fox.
Ο ναός- από μάρμαρο και χρυσό- είναι ο ναός του σώματός της
όπου βρίσκεται ο Υιός του Θεού και με ένα μαστίγιο στο χέρι
διώχνει τους εμπόρους από την 20 th Century Fox
που έκαναν τον οίκο Σου, της προσευχής, ένα άντρο ληστών.

Κύριε
σ’ αυτόν τον κόσμο τον μολυσμένο από αμαρτίες και ραδιοακτινοβολία
δεν θα καταδικάσεις μονάχα την μικρούλα του μαγαζιού.
Που όπως κάθε μικρούλα του μαγαζιού ονειρεύτηκε να γίνει σταρ του σινεμά.
Και που το όνειρό της έγινε πραγματικότητα (αλλά όμως μια tecnicolor πραγματικότητα).
Αυτή δεν έκανε τίποτα άλλο εκτός απ’ το να παίζει το σενάριο που της δώσαμε
-αυτό των δικών μας ζωών- και ήταν ένα σενάριο παράλογο.
Συγχώρα την Κύριε και συγχώρεσε κι εμάς
Για την δική μας 20 th Century
Για αυτές τις τεράστιες υπέρ-παραγωγές που όλοι δουλέψαμε.
Εκείνη πεινούσε για αγάπη και της δώσαμε ηρεμηστικά.
Για την στενοχώρια που ποτέ δεν θα αγιάσουμε
…………………………………………….της πρότεινε η Ψυχανάλυση.
Θυμήσου Κύριε τον αυξανόμενο φόβο της για τον φακό
Και το μίσος για το μακιγιάζ- επέμενε να μακιγιάρεται σε κάθε σκηνή-
Και πως γινόταν μεγαλύτερος ο τρόμος
Και μεγαλύτερη η ασυνέπεια στα στούντιο.
Όπως κάθε μικρούλα του μαγαζιού
Ονειρεύτηκε να γίνει σταρ του σινεμά.
Και η ζωή της ήταν φανταστική όπως το όνειρο που ερμηνεύει ο ψυχίατρος και αρχειοθετεί μετά.
Οι ερωτικές της περιπέτειες ήταν ένα φιλί με τα μάτια κλειστά
που όταν ανοίγουν τα μάτια
αποκαλύπτεται ότι ήταν μπροστά στους προβολείς
……………………………………………………………….και σβήνουν οι προβολείς!
και ξεστήνουν τους τοίχους του δωματίου (ήταν ένα κινηματογραφικό κιτ)
ενώ ο σκηνοθέτης απομακρύνεται με το στόρυμπορντ
……………………………………γιατί η σκηνή γυρίστηκε.
Ή όπως ένα ταξίδι με γιότ, ένα φιλί στην Σιγκαπούρη, ένας χορός στο Ρίο
Η υποδοχή στην έπαυλη του Δούκα και της Δούκισσας του Windsor
…………………………………………όπως φαίνονται από το σαλονάκι του φτωχικού διαμερίσματος.
Η ταινία τελείωσε χωρίς φιλί στο τέλος.
Την βρήκαν νεκρή στο κρεβάτι της με το τηλέφωνο στο χέρι.
Οι αστυνομικοί δεν ήξεραν σε ποιόν πήγαινε να τηλεφωνήσει.
Ήταν
σαν κάποιος να κάλεσε το νούμερο, της μοναδικής φιλικής φωνής
και ακούει μόνο την φωνή της κασέτας που λέει: WRONG NUMBER
Ή σαν κάποιος που λαβωμένος από τους γκάγκστερς
Απλώνει το χέρι προς ένα τηλέφωνο χωρίς σύνδεση.
Κύριε
Οποιοσδήποτε κι αν ήταν αυτός στον οποίο πήγαινε να τηλεφωνήσει
Και δεν τηλεφώνησε (κι ίσως δεν ήταν κανείς
Ή ήταν Κάποιος που το νούμερό του δεν βρίσκεται στον κατάλογο του Los Angeles)

Απάντησε Εσύ στο τηλεφώνημα!

ORACIÓN POR MARILYN MONROE

Señor
recibe a esta muchacha conocida en toda la tierra con el nombre de
.........Marilyn Monroe
aunque ése no era su verdadero nombre
(pero Tú conoces su verdadero nombre, el de la huerfanita violada a
.........los 9 años
y la empleadita de tienda que a los 16 se había querido matar)
y ahora se presenta ante Ti sin ningún maquillaje
sin su Agente de Prensa
sin fotógrafos y sin firmar autógrafos
sola como un astronauta frente a la noche espacial.

Ella soñó cuando niña que estaba desnuda en una iglesia
..................(según cuenta el Time)
ante una multitud postrada, con las cabezas en el suelo
y tenía que caminar en puntillas para no pisar las cabezas.
Tú conoces nuestros sueños mejor que los psiquiatras.
Iglesia, casa, cueva, son la seguridad del seno materno
pero también más que eso...
Las cabezas son los admiradores, es claro
(la masa de cabezas en la oscuridad bajo el chorro de luz)
Pero el templo no son los estudios de la 20 th Century-Fox.
El templo –de mármol y oro- es el templo de su cuerpo
en el que está el Hijo del Hombre con un látigo en la mano
expulsando a los mercaderes de la 20 th Century-Fox
que hicieron de Tu casa de oración una cueva de ladrones.

Señor
en este mundo contaminado de pecados y radioactividad
Tú no culparás tan sólo a una empleadita de tienda.
Que como toda empleadita de tienda soñó ser estrella de cine.
Y su sueño fue realidad (pero como la realidad del tecnicolor).
Ella no hizo sino actuar según el script que le dimos
-El de nuestras propias vidas- Y era un script absurdo.
Perdónala Señor y perdónanos a nosotros
por nuestra 20 th Century
Por esta Colosal Super-Producción en que todos hemos trabajado.
Ella tenía hambre de amor y le ofrecimos tranquilizantes
para la tristeza de no ser santos
................................................se le recomendó el Psicoanálisis.

Recuerda Señor su creciente pavor a la cámara
y el odio al maquillaje –insistiendo en maquillarse en cada escena-
y cómo se fue haciendo mayor el horror
y mayor la impuntualidad a los estudios.
Como toda empleada de tienda
soñó ser estrella de cine.
Y su vida fue irreal como un sueño que un psiquiatra interpreta y archiva.

Sus romances fueron un beso con los ojos cerrados
que cuando se abren los ojos
se descubre que fue bajo reflectores
......................................................y apagan los reflectores!
y desmontan las dos paredes del aposento (era un set cinematográfico)
mientras el Director se aleja con su libreta
................................porque la escena ya fue tomada.
O como un viaje en yate, un beso en Singapur, un baile en Río
la recepción en la mansión del Duque y la Duquesa de Windsor
.......................vistos en la salita del apartamento miserable.
La película terminó sin el beso final.
La hallaron muerta en su cama con la mano en el teléfono.
Y los detectives no supieron a quién iba a llamar.
Fue
como alguien que ha marcado el número de la única voz amiga
y oye tan sólo la voz de un disco que le dice: WRONG NUMBER
O como alguien que herido por los gangsters
alarga la mano a un teléfono desconectado.

Señor
quienquiera que haya sido el que ella iba a llamar
y no llamó (y tal vez no era nadie
o era Alguien cuyo número no está en el Directorio de Los Angeles
..........................................contesta Tú el teléfono!

Παρασκευή 12 Μαΐου 2017

Ο άσσος στο μανίκι


...ψάχνοντας απαντήσεις, από εδώ


Juan José Millás-Ο άσσος στο μανίκι

Όταν πέθανε ο πατέρας μου, μου έλαχε να αδειάσω εγώ το ντουλάπι του. Δεν ήταν πρόβλημα τα πουκάμισα που τραβούσα από την κρεμάστρα, σαν να ξερίζωνα σκελετό, ούτε τα παντελόνια, ούτε ακόμα και τα εσώρουχα. Αλλά τα πανωφόρια με δυσκόλευαν. Υποστηρίζω, ότι σε αυτά τα ρούχα, βρίσκεται συγκεντρωμένη περισσότερη ταυτότητα, απ’ ότι σε άλλα. Έβλεπα ένα πανωφόρι και έβλεπα τον πατέρα μου ολόκληρο. Είχε ένα με κάτι πλεξούδες, που για κάποιο λόγο, του άρεσε πάρα πολύ. Όταν γέρασε, άρχισε να το φοράει στο σπίτι, σαν να ήταν μπουρνούζι. Και του πήγαινε υπερβολικά καλά, παρόλο που οι τσέπες είχανε μεταμορφωθεί σε σακούλες και τα πέτα είχανε χάσει την φόρμα, που είχανε τον παλιό καιρό. Τον θυμάμαι αξύριστο, καθισμένο μπροστά στην τηλεόραση, με εκείνο το παλιό πανωφόρι, που του έδινε έναν αέρα λίγο μποέμικο, απεριποίητο. Έμοιαζε ενδιαφέρον γέρος.

Λοιπόν, εκεί ήταν το πανωφόρι., στο ντουλάπι, όπου το έβγαλα, σαν να τραβούσα ένα όργανο από το σώμα. Ένιωσα τον πειρασμό να το φορέσω, αλλά δεν τόλμησα. Ήταν σαν να έμπαινα σε άλλο δέρμα. Αν επέμενα να μεγαλώσω, θα είχα κι εγώ το δικό μου πανωφόρι. Έψαξα τις τσέπες, μήπως και υπήρχε κάτι μέσα. Όταν οι πατεράδες πεθαίνουν, τα παιδιά ψάχνουμε παντού απελπισμένα για μηνύματά τους. Πάντα έχουμε την εντύπωση, ότι έφυγαν χωρίς να μας πουν κάτι σημαντικό για την ζωή. Ίσως αυτή η βασική πληροφορία να βρίσκεται σε κάποιο βιβλίο, στο εσωτερικό κάποιας σουπιέρας, μέσα σε κανένα κουτί από παπούτσια… Οι τσέπες του πανωφοριού του πατέρα μου ήταν άδειες, αλλά την ώρα που το δίπλωνα, πρόσεξα κάτι σκληρό στο μανίκι. Έβαλα το χέρι μου φοβισμένα, σαν να το έχωνα μέσα σε καμιά μυρμηγκοφωλιά και σκόνταψα σε έναν άσσο κούπα, καρφιτσωμένο στην φόδρα.

Ο πατέρας μου φυλούσε έναν άσσο στο μανίκι. Για μερικά λεπτά έμεινα μπερδεμένος. Δεν έπαιζε χαρτιά, ούτε οτιδήποτε άλλο, γι’ αυτό και ετούτο έπρεπε να έχει κάτι το συμβολικό. Το περίεργο είναι, ότι ο πατέρας μου είχε πρακτική σκέψη. Ο άσσος στο μανίκι τον πρόδιδε. Πήγα στο ντουλάπι, όπου φυλούσαν την τράπουλα με την οποία παίζανε την Πρωτοχρονιά και δεν έλειπε από εκεί ο άσσος. Από κάπου αλλού τον είχε πάρει. Ο πατέρας μου, μου άφησε κληρονομιά, μαζί με το πανωφόρι και ένα μυστικό.

Juan José Millás-El as en la manga

Cuando murió mi padre, me tocó vaciar su armario. No me dieron problemas las camisas, de las que extraía la percha como si les arrancara el esqueleto, ni los pantalones, ni siquiera la ropa interior. Pero las chaquetas me lo hicieron pasar mal. Sostengo que es en esa prenda donde se concentra más identidad que en ninguna otra. Veía una chaqueta y veía a mi padre entero. Tenía una de espiguilla que por alguna razón le gustaba muchísimo. Cuando envejeció, comenzó a usarla para andar por casa, como si fuera un albornoz. Y le sentaba extrañamente bien, pese a que los bolsillos se habían convertido en bolsas y las solapas habían perdido el apresto de sus mejores días. Lo recuerdo sin afeitar, sentado frente a la tele, con aquella chaqueta vieja que le daba un aire un poco bohemio, descuidado. Parecía un viejo interesante.

Pues bien, ahí estaba la chaqueta, en el armario, de donde la saqué como el que extrae un órgano de un cuerpo. Sentí la tentación de ponérmela, pero no me atreví. Era como meterse en otra piel. Si persistía en hacerme mayor, ya tendría yo mi propia chaqueta. Revisé los bolsillos, por si hubiera algo en ellos. Cuando los padres mueren, los hijos buscamos desesperadamente mensajes suyos en cualquier parte. Siempre tenemos la impresión de que se fueron sin decirnos algo esencial para la vida. Quizá esa información esencial se encuentre en un libro, en el interior de una sopera, dentro de una caja de zapatos… Los bolsillos de la chaqueta esencial de mi padre estaban vacíos, pero al ir a doblarla noté una dureza en la manga. Introduje la mano con miedo, como si la estuviera metiendo dentro de una madriguera, y tropecé con un as de copas sujeto al forro con un alfiler.


Mi padre guardaba un as en la manga. Durante unos minutos permanecí perplejo. No era jugador de cartas, ni de ninguna otra cosa, por lo que aquello sólo podía tener un carácter simbólico. Lo curioso es que mi padre tenía un pensamiento muy literal. La carta en la manga lo delataba. Fui al cajón donde guardaban la baraja con la que se jugaba en Navidad y no le faltaba el as. Lo había traído de otro sitio. Mi padre me dejó de herencia, además de la chaqueta, un secreto.

Δευτέρα 8 Μαΐου 2017

Η καλύτερη μου φίλη


συμβαίνει και στις καλύτερες των οικογενειών...από εδώ

José Alberto García Avilés-Η καλύτερη μου φίλη


Όταν η Άννα μου ζήτησε να της δανείσω το DVD δεν έδωσα σημασία. Ήταν η καλύτερη μου φίλη και της έτυχε κάτι απρόοπτο. Της το δάνεισα με την υπόσχεση ότι θα μου το επιστρέψει την επόμενη μέρα. Ποτέ δεν το πήρα πίσω.

Το DVD ήταν η αρχή της έξωσής μου. Η Άννα εμφανιζότανε κάθε βράδυ και πάντα μου ζήταγε κάποιο πράγμα: ένα τηγάνι, μια λάμπα ή το τραπέζι της τραπεζαρίας. Εγώ ήμουν διατεθειμένη να τα αντέξω όλα στο όνομα της φιλίας, παρόλο που άρχισα να νιώθω μια κάποια αγωνία, βλέποντας το σπίτι μου να αδειάζει μέρα με τη μέρα.

Το βράδυ που μου ζήτησε να της δανείσω τον άντρα μου, τρόμαξα. Μια χάρη είναι μονάχα, στον επιστρέφω απόψε κιόλας. Πήγα να αρνηθώ, όταν εκείνος στάθηκε στο πλάι της φίλης μου. Έλα, μωρέ, μόνο για την γιορτή, πρέπει κάποιος να την συνοδεύσει.

Τους είδα να απομακρύνονται και να ανεβαίνουν στο αμάξι της Άννας που, ξέρετε εσείς, στην πραγματικότητα ήταν δικό μου.

Έμεινα άυπνη, δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι, αλλά ο άντρας μου δεν γύρισε. Τα ξημερώματα, ένιωσα ένα θόρυβο στην πόρτα. Σηκώθηκα και πριν να ανοίξουν, κόλλησα το μάτι μου στο ματάκι.. Εκεί στεκόταν η φίλη μου. Αυτή τη φορά ήρθε για μένα.

José Alberto García Avilés-Mi mejor amiga

Cuando Ana me pidió prestado el DVD no le di importancia. Era mi mejor amiga y le había surgido un imprevisto. Se lo presté con la promesa de que me lo devolvería al día siguiente. Jamás volví a recuperarlo.

El DVD fue el inicio de mi desahucio. Ana aparecía cada noche y siempre me pedía alguna cosa: una sartén, una lámpara o la mesa del comedor. Yo era capaz de soportarlo todo en nombre de la amistad, aunque empezaba a sentir cierta angustia por el hecho de ver mi casa cada vez más desangelada.

La tarde que me pidió prestado a mi marido me horroricé. Es solo un favor, te lo devuelvo esta noche. Iba a negarme, cuando él se puso del lado de mi amiga. Anda, mujer, que solo es una fiesta y debe ir acompañada.

Los vi alejarse y subir al coche de Ana que, sepan ustedes, en realidad era mío.

Estuve en vela, sin poder conciliar el sueño, pero mi marido no regresó. De madrugada sentí un ruido en la puerta. Me levanté y, antes de abrir, se me ocurrió pegar el ojo a la mirilla. Allí estaba mi amiga. Esta vez venía a por mí.



Παρασκευή 5 Μαΐου 2017

Σπέρμαν




για γέλια και για κλάματα από εδώ

EPÍFISIS-Σπέρμαν

Στην αρχή μου άρεσε το παρατσούκλι του υπέρ-ήρωα, αλλά τώρα θέλω να πεθάνω.

Στην παραλία, ένα χτύπημα της ζέστης και σωριάστηκα στην άμμο. Ξύπνησα, με μια θηριώδη στύση καθώς ο ναυαγοσώστης μου έδινε το φιλί της ζωής, έβγαινε έξω από το μαγιό, κι ενώ με πασπάτευαν κάτι μαθητευόμενες, έπαθα εγκεφαλικό. Μια υποθυμία, μπήκε η διάγνωση, δεν αιματωνότανε καλά το κεφάλι μου.

Δεν μου περνούσε και με την γυναίκα μου να με καλύπτει, πήγαμε στο δωμάτιο, αποφασίσαμε να το εκμεταλλευτούμε, αλλά πάνω στην ώρα με πιάσανε κράμπες στα πόδια και η σφυρίχτρα μου ερεθισμένη και η γυναίκα μου ερεθισμένη μαζί μου, που δεν θα δει χαρά στα σκέλια.

Δεν ξανακατέβηκα στην παραλία, γιατί με κοιτούσαν, με διώχνανε και με σχολιάζανε, να ‘τος  ο Σπέρμαν, ζουμερός και σηκωμένος.

Στην αρχή μου άρεσε, στο μπάνιο έβγαζα φωτογραφίες προφίλ για να κοκορευτώ και δεν ήξερα αν έπρεπε να τις ανεβάσω στο γιου-τιουμπ, όπου σίγουρα θα γινότανε τοπ θέμα.

Η γυναίκα μου με αποκάλεσε σάτυρο και γύρισε στη Μαδρίτη, δεν μπορώ να βγω πια, τα ρούχα με στενεύουν, γυρνάω συνέχεια γυμνός σαν πρίαπος και το δωμάτιο μου ζέχνει, αποφάσισα να κρεμαστώ, κύριε δικαστά, χαμογελώ, γιατί φαίνεται πως  πεθαίνει ένας καυλωμένος.


EPÍFISIS-Sperman
Al principio me gustó el apodo de superhéroe, pero ahora quiero morir.

En la playa, un golpe de calor y me caí en la arena. Desperté mientras la socorrista me hacía el boca a boca, con una erección bestial, se salía del bañador y mientras me toqueteaban las aprendizas, me derramé. Una cipotimia, diagnosticaron, me quedé sin sangre en la cabeza.

No se me pasaba y con mi mujer tapándome, nos fuimos al apartamento, decidimos aprovechar y a la hora yo ya estaba con calambres en las piernas y el pito irritado y mi mujer irritada conmigo, que ya no tenía el coño para farolitos.

He dejado de bajar a la playa, pues me miran, me huyen y comentan, ahí va sperman, siempre erecto y mojado.

Al principio me gustaba, en el baño me he hecho fotos de perfil para fardar y no sabía si subirlas a youtube, sería trending topic seguro.


Mi mujer me ha llamado sátiro y se ha vuelto a Madrid, ya no puedo salir, la ropa me molesta, todo el rato en pelotas como un príapo y tengo el apartamento pringoso, he decidido ahorcarme señor juez, me sonrío, porque parece que se muere uno empalmado.