...μέχρι την τελευταία λέξη... από εδώ
Sandra Sánchez-Τραγωδία
Σε λίγες μέρες, όταν ο
αναγνώστης ξεχάσει το βιβλίο και το επιστρέφει στο ράφι, ξυπνάνε και
οι δυο. Πάντα την αυγή. Εκείνη την στιγμή τελειώνει το έργο τους. Βγάζουν, όπως μπορούν, το στριμωγμένο τους σώμα
ανάμεσα από τις σελίδες και αφού ξεμουδιάσουν λιγάκι, ορμάνε αθόρυβα στα
ντουλάπια, ενώ όλοι στο σπίτι κοιμούνται. Διαλέγουνε άνετα ρούχα· μπλουτζίν και τέτοια· και παρόλο που εκείνος προτιμά τα εφαρμοστά, εκείνη είναι ενθουσιασμένη.
Παλιά- πριν καιρό- το έκαναν περπατώντας, όμως έχουν
ανακαλύψει ότι ένα ζευγάρι τόσο νέο, πιασμένο από το χέρι, τα καταφέρνει και με ωτοστόπ. Το ταξίδι συνήθως είναι μακρινό και μέχρι τώρα ποτέ
δεν το έχουν καταφέρει, γιατί πάντα κάποιος- ποιος θεός ξέρει που- σε κάποιο μέρος του
κόσμου, ανοίγει το βιβλίο και τους χωρίζει, για μια ακόμα φορά από την
αγαπημένη τους και νοσταλγική Βερόνα.
Al cabo de unos
días, cuando el lector ya se ha olvidado del libro y lo devuelve al estante,
ambos despiertan. Siempre al alba. En ese momento termina su farsa. Sacan su
cuerpo apretujado, como pueden, de entre las páginas y después de recomponerse
un poco, hurgan silenciosamente en los armarios, cuando todos los de la casa
duermen. Los dos eligen ropa cómoda; vaqueros, cosas así; y aunque a él le resultaban más cómodas sus
mallas, ella está encantada.
Antes – hace
mucho – lo intentaban caminando, pero ya han descubierto que a una pareja tan
joven, cogida de la mano, la llevan sin problema haciendo auto stop. El viaje
suele ser muy largo, y hasta ahora nunca lo han conseguido, porque alguien
siempre, en sabe dios qué lugar del mundo, vuelve a abrir el libro y los aleja,
una vez más, de su querida y añorada Verona.