άλλο ένα διαμαντάκι κάπου κρυμμένο στον ιστό από εδώ
Alberto Sánchez Argüello
Managua Septiembre 2016
Μετά από εφτά ώρες στην
φάμπρικα, ο άντρας επέστρεψε στο σπίτι. Έριξε στην σχισμή της εισόδου πέντε
κέρματα και η πόρτα υποχώρησε απαλά προς τα δεξιά.
Μέσα, ένα κοριτσάκι έπαιζε
στο σαλόνι και μια γυναίκα μόλις τελείωνε το σερβίρισμα στο τραπέζι. Ο άντρας
μπήκε αργά, θέλοντας να ευχαριστηθεί την εικόνα χωρίς να τον προσέξει κανείς, αλλά η
μικρή σήκωσε το βλέμμα της και του χαμογέλασε.
Καθίσανε οι τρεις τους. Ο
άντρας, τους διηγήθηκε πώς ήταν η μέρα του ανάμεσα σε μηχανές και ατμούς. Τους μίλησε
για την μοναξιά που τον κυρίευε στις βάρδιες του, για την πίεση των προϊσταμένων,
την προσμονή του μέχρι να ακούσει την σειρήνα που θα σήμαινε το τέλος του
ωραρίου. Τους περιέγραψε την επιστροφή, ανάμεσα σε πλήθη γκρίζων ανθρώπων, που
περπατούσαν αμίλητοι. Αυτές, τον άκουγαν προσεκτικά, το κοριτσάκι του χάιδευε
κάποιες στιγμές το χέρι.
Ο άντρας σηκώθηκε. Μάζεψε
τα πιάτα και τα ποτήρια, για να τα πλύνει. Από την κουζίνα κοίταξε την μικρή, να
κουρνιάζει με την γυναίκα στην πολυθρόνα, μπροστά στην τηλεόραση. Με το που
τελείωσε, ο άντρας, πλησίασε για να της αγκαλιάσει, αλλά αυτές διαλύθηκαν στον
αέρα, σαν να ήταν φτιαγμένες από ομίχλη. Ο άντρας κατέβασε το κεφάλι και έσυρε
τα πόδια του μέχρι την είσοδο, έσπρωξε την πόρτα και έβγαλε από την τσέπη του
παντελονιού του άλλα πέντε κέρματα.
Después de siete horas en la fábrica, el hombre regresó a casa. Colocó
cinco monedas en la ranura de la entrada y la puerta se deslizó suavemente
hacia la derecha.
Adentro una niña jugaba en la sala y una mujer terminaba de servir la mesa.
El hombre entró despacio, queriendo apreciar la escena sin que lo notaran, pero
la niña alzó la mirada y le sonrió.
Se sentaron los tres. El hombre les contó su día entre máquinas y vapor.
Les habló de la soledad que lo invadía en sus turnos, la presión de sus
superiores, la ansiedad por escuchar la sirena que anunciaba el cierre de la
jornada. Les describió su regreso, entre masas de hombres grises que caminaban
sin hablar. Ellas lo escucharon atentas, la niña acariciando su brazo por
momentos.
El hombre se levantó. Recogió los trastes y cubiertos para lavarlos. Desde
la cocina miró a la niña acurrucarse con la mujer en el sillón frente al
televisor. Al terminar, el hombre se acercó para abrazarlas, pero ellas se
disiparon en el aire, como si estuviesen hechas de niebla. El hombre bajó la
cabeza y arrastró los pies hacia la entrada, deslizó la puerta y sacó del
bolsillo de su pantalón otras cinco monedas.
Alberto Sánchez Argüello
Managua Septiembre 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.