Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

Μικρό σπουργίτι


από εδώ


ALBERTO LAISECA


Μικρό σπουργίτι

Η αγαπημένη μου δεν ξέρει από κλουβιά,
πάει κι έρχεται όποτε της γουστάρει.
Δεν θα σου τραγουδήσω όταν θα έχεις φύγει,
μικρό σπουργίτι του δρόμου.
Τώρα σου τραγουδάω, που με αγαπάς.




PEQUEÑO GORRIÓN

Mi amada no conoce jaulas;
va y vuelve cuando se le ocurre.
No te cantaré cuando te hayas ido,
pequeño gorrión salvaje.

Te canto ahora que me amas.

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017

Ήτανε μια- καταραμένη φορά- κι ένα καιρό






μια άλλη διάσταση για το χιλιοειπωμένο παραμύθι από εδώ


MODES LOBATO MARCOS



Ήτανε μια- καταραμένη φορά- κι ένα καιρό


Ούτε λύκος, ούτε χοντρός, ούτε άγριος.
Ήτανε θηλυκιά. Εγκυμονούσε.
Μέσα στο καθάριο χιονισμένο δάσος, ανάμεσα στα ουρλιαχτά της, για πρώτη φορά, μικρομάνας, πετάω το κόκκινο σκουφί και γίνομαι μαμμή. 
Και τότε ξεσπά η Αποκάλυψη.
Πυροβολισμοί, χτυπήματα, κραυγές ετοιμοθάνατων λυκόπουλων, η μύτη μου σπασμένη…
Και, ενώ το αίμα που αναβλύζει από εκείνη, βάφει με αποσιωπητικά το χιόνι, βλέπω τρομαγμένη τον κυνηγό να κατεβάζει αργά το φερμουάρ του παντελονιού του.

Σε εκείνη ακριβώς την στιγμή ανακαλύπτω, με μια απόλυτη βεβαιότητα, ότι τα χειρότερα κτήνη του δάσους περπατάνε όρθια.

ÉRASE UNA MALDITA VEZ…
Ni lobo, ni gordo, ni feroz.
Era hembra. Preñada.
Y en un claro del nevado bosque, entre aullidos de primeriza parturienta, yo me quito la caperuza roja y ejerzo de comadrona.
Entonces, estalla el Apocalipsis.
Disparos, golpes, gemidos de lobeznos agonizando, mi nariz rota…
Y, mientras la sangre que brota de ella dibuja puntos suspensivos en la nieve, yo veo, aterrada, cómo el cazador baja lentamente la cremallera de su pantalón.
En ese preciso instante descubro, con una certeza absoluta, que las peores bestias del bosque caminan erguidas.

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2017

Εστία

άλλο ένα διαμαντάκι κάπου κρυμμένο στον ιστό                                                        από εδώ


Alberto Sánchez Argüello
Managua Septiembre 2016

Μετά από εφτά ώρες στην φάμπρικα, ο άντρας επέστρεψε στο σπίτι. Έριξε στην σχισμή της εισόδου πέντε κέρματα και η πόρτα υποχώρησε απαλά προς τα δεξιά.
Μέσα, ένα κοριτσάκι έπαιζε στο σαλόνι και μια γυναίκα μόλις τελείωνε το σερβίρισμα στο τραπέζι. Ο άντρας μπήκε αργά, θέλοντας να ευχαριστηθεί την εικόνα χωρίς να τον προσέξει κανείς, αλλά η μικρή σήκωσε το βλέμμα της και του χαμογέλασε.
Καθίσανε οι τρεις τους. Ο άντρας, τους διηγήθηκε πώς ήταν η μέρα του ανάμεσα σε μηχανές και ατμούς. Τους μίλησε για την μοναξιά που τον κυρίευε στις βάρδιες του, για την πίεση των προϊσταμένων, την προσμονή του μέχρι να ακούσει την σειρήνα που θα σήμαινε το τέλος του ωραρίου. Τους περιέγραψε την επιστροφή, ανάμεσα σε πλήθη γκρίζων ανθρώπων, που περπατούσαν αμίλητοι. Αυτές, τον άκουγαν προσεκτικά, το κοριτσάκι του χάιδευε κάποιες στιγμές το χέρι.
Ο άντρας σηκώθηκε. Μάζεψε τα πιάτα και τα ποτήρια, για να τα πλύνει. Από την κουζίνα κοίταξε την μικρή, να κουρνιάζει με την γυναίκα στην πολυθρόνα, μπροστά στην τηλεόραση. Με το που τελείωσε, ο άντρας, πλησίασε για να της αγκαλιάσει, αλλά αυτές διαλύθηκαν στον αέρα, σαν να ήταν φτιαγμένες από ομίχλη. Ο άντρας κατέβασε το κεφάλι και έσυρε τα πόδια του μέχρι την είσοδο, έσπρωξε την πόρτα και έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού του άλλα πέντε κέρματα.

Hogar
Después de siete horas en la fábrica, el hombre regresó a casa. Colocó cinco monedas en la ranura de la entrada y la puerta se deslizó suavemente hacia la derecha.

Adentro una niña jugaba en la sala y una mujer terminaba de servir la mesa. El hombre entró despacio, queriendo apreciar la escena sin que lo notaran, pero la niña alzó la mirada y le sonrió.

Se sentaron los tres. El hombre les contó su día entre máquinas y vapor. Les habló de la soledad que lo invadía en sus turnos, la presión de sus superiores, la ansiedad por escuchar la sirena que anunciaba el cierre de la jornada. Les describió su regreso, entre masas de hombres grises que caminaban sin hablar. Ellas lo escucharon atentas, la niña acariciando su brazo por momentos.

El hombre se levantó. Recogió los trastes y cubiertos para lavarlos. Desde la cocina miró a la niña acurrucarse con la mujer en el sillón frente al televisor. Al terminar, el hombre se acercó para abrazarlas, pero ellas se disiparon en el aire, como si estuviesen hechas de niebla. El hombre bajó la cabeza y arrastró los pies hacia la entrada, deslizó la puerta y sacó del bolsillo de su pantalón otras cinco monedas.


Alberto Sánchez Argüello

Managua Septiembre 2016