Ένα διεισδυτικό μικρο-διήγημα από εδώ
Antonio Javier Álvarez-Αυλακιές
Κροτάλιζαν οι πέτρες του δρόμου ανάμεσα στον παραπονιάρικο ήχο των τροχών. Στην κατηφόρα του παλιού δρόμου του λατομείου, μητέρα οδηγούσε το κάρο, νανουρισμένη από τα τζιτζίκια και την βαριά ρουτίνα του πολέμου. Χάζευα, δίνοντας ονόματα στα πουλιά που πετούσαν πάνω από τις δεντροστοιχίες, όταν ακούστηκαν οι κραυγές ενός άντρα που ζητούσε βοήθεια, ένα μακρινό κλαψούρισμα πόνου και απαντοχής.
-Δεν άκουσες τίποτα... τίποτα! Κοίτα μπροστά...!- νευρίασε η μητέρα, χωρίς να κουνηθεί από την θέση της, χωρίς να με αφήσει να βγάλω άχνα.
Μια τελευταία ματιά στον σβέρκο, μου αποτελείωσε την ψυχή. Ούτε κοτσύφια, ούτε κουρούνες, ούτε κορυδαλλοί. Τόσο πολύ με αγκάλιαζε το ρούχο της παλιάς μητρικής συνήθειας, να κοιτάζεις από την άλλη μεριά. Κροτάλιζαν οι πέτρες του δρόμου ανάμεσα στον παραπονιάρικο ήχο των τροχών και ζωγράφιζαν πίσω τους αυλάκια σιωπής.
Antonio Javier Álvarez-Αυλακιές
Κροτάλιζαν οι πέτρες του δρόμου ανάμεσα στον παραπονιάρικο ήχο των τροχών. Στην κατηφόρα του παλιού δρόμου του λατομείου, μητέρα οδηγούσε το κάρο, νανουρισμένη από τα τζιτζίκια και την βαριά ρουτίνα του πολέμου. Χάζευα, δίνοντας ονόματα στα πουλιά που πετούσαν πάνω από τις δεντροστοιχίες, όταν ακούστηκαν οι κραυγές ενός άντρα που ζητούσε βοήθεια, ένα μακρινό κλαψούρισμα πόνου και απαντοχής.
-Δεν άκουσες τίποτα... τίποτα! Κοίτα μπροστά...!- νευρίασε η μητέρα, χωρίς να κουνηθεί από την θέση της, χωρίς να με αφήσει να βγάλω άχνα.
Μια τελευταία ματιά στον σβέρκο, μου αποτελείωσε την ψυχή. Ούτε κοτσύφια, ούτε κουρούνες, ούτε κορυδαλλοί. Τόσο πολύ με αγκάλιαζε το ρούχο της παλιάς μητρικής συνήθειας, να κοιτάζεις από την άλλη μεριά. Κροτάλιζαν οι πέτρες του δρόμου ανάμεσα στον παραπονιάρικο ήχο των τροχών και ζωγράφιζαν πίσω τους αυλάκια σιωπής.
Las piedras del
camino restallaban entre el quejido de las ruedas. Por la pendiente del camino
viejo de la cantera, madre conducía el carro, adormecida por las chicharras y
la rutina severa de la guerra. Me entretenía nombrando los pájaros que
sobrevolaban las arboledas, cuando se escucharon los gritos de un hombre
pidiendo auxilio, un gemido lejano de sufrimiento y certeza.
– No has oído
nada…¡nada!…¡mira hacia adelante…!- se enfadó madre sin moverse de su asiento,
sin dejarme rechistar.
Una mirada última
en la nuca me fusiló el alma. Ni mirlos ni grajos ni alondras. Tan solo me
abrazaba el vuelo de la costumbre añeja, maternal, de mirar hacia otro lado.
Las piedras del camino restallaban entre el quejido de las ruedas y dibujaban
tras ellas surcos de silencios.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.