Πέμπτη 25 Ιουλίου 2013

Το τραγούδι του πειρατή




José de Espronceda


Με δέκα κανόνια σε κάθε μπάντα
Στην πρύμνη, στ’ άλμπουρα φυσάει,
Δεν σκίζει την θάλασσα, πετάει,
Το ιστιοφόρο φρεγατίνι.
Σκάφος πειρατικό, που το φωνάζουν,
Για την ανδρεία του, ο φόβος και ο τρόμος
Σε όλη την θάλασσα, της φήμης του ο δρόμος
Δεν έχει όρια, απ’ την μιαν άκρη ως την άλλη.

Η σελήνη μες την θάλασσα αστράφτει,
Κι ο άνεμος στα ξάρτια αναστενάζει
Με μια κίνηση υψώνει και βουλιάζει
Κύματα από γαλάζιο και ασήμι.
Και πάει ο καπετάνιος πειρατής
Μέχρι την πρύμνη τραγουδώντας την χαρά του
Με την Ασία και την Ευρώπη στα δυο πλευρά του
Κι εκεί μπροστά να βρίσκεται η Πόλη.

Σκαρί μου ατρόμητο
Πλεύσε κι ο δρόμος σου, ας μην αλλάξει
Κι εχθρός θαλασσινός
Φουρτούνα και μπουνάτσα
Το διάβα σου να μην μπορεί να φράξει
Ούτε την αξία σου να συγκρατήσει.

Για το πείσμα του Εγγλέζου
Κάναμε ντου σε είκοσι πλοία
Και τα φλάμπουρα εκατό έθνη
Μας παρέδωσαν σαν λεία.

Το σκαρί μου, ο θησαυρός μου
Κι ο Θεός μου, η ελευθερία
Νόμος μου, η δύναμη και ο αέρας
Κι η θάλασσα, η μοναδική  πατρίδα.

Κάνουν πόλεμο φρικτό, εκεί
Για μια χούφτα μόνο γης
Τυφλωμένοι βασιλείς
Κι εγώ εδώ, έχω παρέα
Όσα η θάλασσα σκεπάζει η γενναία
που κανείς δεν την ορίζει.

Και στον κόσμο δεν υπάρχει
Πουθενά καμιά στεριά
Ούτε σημαία του  εχθρού μου
Ξακουστή που να τολμά
Να υψωθεί στο ανάστημα μου.

Το σκαρί μου, ο θησαυρός μου
Κι ο Θεός μου, η ελευθερία
Νόμος μου, η δύναμη και ο αέρας
Κι η θάλασσα η μοναδική  πατρίδα.

Στην κραυγή «καράβι φτάνει»
Για κοιτάξτε
Πως παλεύουν να ξεφύγουν
Και ο φόβος τους είναι πλήρης
Γιατί εγώ είμαι της θάλασσας ο κύρης
Και η οργή μου σπέρνει τρόμο.

Και την λεία που ορίζω
Εγώ στα ίσα την χωρίζω
Κι απ’ τον πλούτο που κοστίζει
Διαλέγω την ομορφιά που αξίζει
Για μένα μόνο

Το σκαρί μου, ο θησαυρός μου
Κι ο Θεός μου, η ελευθερία
Νόμος μου, η δύναμη κι ο αέρας
Κι η θάλασσα η μοναδική  πατρίδα.

Για θάνατο έχω καταδίκη
Μα εγώ γελώ
Γιατί η τύχη δεν μ’ αφήνει
Και τον δικαστή σαν πιάσω
Στο κατάρτι θα κρεμάσω
Ίσως στο δικό του πλοίο
Αλλά κι αν πέσω
Η ζωή μου δεν αξίζει
Για χαράμισμα την δίνω
Όταν τα δεσμά μου λύνω
Σαν γενναίος που την μοίρα του
Ορίζει.

Το σκαρί μου, ο θησαυρός μου
Κι ο Θεός μου, η ελευθερία.
Νόμος μου, η δύναμη κι ο αέρας
Κι η θάλασσα η μοναδική πατρίδα

Μουσική η τραμουντάνα
Που στ' αυτιά μου ηχεί σαν άρια
Κρότοι και τρεμούλιασμα
Από τεντωμένα παλαμάρια
Της μαύρης θάλασσας ο ήχος ο βαθύς
Των κανονιών μου ο βρυχηθμός ο αψύς.

Και στου κεραυνού τον ξερό κρότο
Και στου ανέμου που φυσά
Το φύσημα το πρώτο
Κοιμάμαι γαληνεμένος
Απ' την θάλασσα γλυκοκοιμισμένος.

Το σκαρί μου, ο θησαυρός μου
Κι ο Θεός μου, η ελευθερία.
Νόμος μου η δύναμη κι ο αέρας
Κι η θάλασσα τη μοναδική πατρίδα.


 
Canción del pirata

Con diez cañones por banda,
viento en popa, a toda vela,
no corta el mar, sino vuela
un velero bergantín.
Bajel pirata que llaman,
por su bravura, el Temido,
en todo mar conocido
del uno al otro confín.

La luna en el mar rïela,
en la lona gime el viento,
y alza en blando movimiento
olas de plata y azul;
y va el capitán pirata,
cantando alegre en la popa,
Asia a un lado, al otro Europa,
y allá a su frente Stambul:

«Navega, velero mío,
sin temor,
que ni enemigo navío
ni tormenta, ni bonanza
tu rumbo a torcer alcanza,
ni a sujetar tu valor.

Veinte presas
hemos hecho
a despecho
del inglés,
y han rendido
sus pendones
cien naciones
a mis pies.

Que es mi barco mi tesoro,
que es mi dios la libertad,
mi ley, la fuerza y el viento,
mi única patria, la mar.

Allá; muevan feroz guerra
ciegos reyes
por un palmo más de tierra;
que yo aquí; tengo por mío
cuanto abarca el mar bravío,
a quien nadie impuso leyes.

Y no hay playa,
sea cualquiera,
ni bandera
de esplendor,
que no sienta
mi derecho
y dé pechos mi valor.

Que es mi barco mi tesoro,
que es mi dios la libertad,
mi ley, la fuerza y el viento,
mi única patria, la mar.

A la voz de "¡barco viene!"
es de ver
cómo vira y se previene
a todo trapo a escapar;
que yo soy el rey del mar,
y mi furia es de temer.

En las presas
yo divido
lo cogido
por igual;
sólo quiero
por riqueza
la belleza
sin rival.

Que es mi barco mi tesoro,
que es mi dios la libertad,
mi ley, la fuerza y el viento,
mi única patria, la mar.

¡Sentenciado estoy a muerte!
Yo me río
no me abandone la suerte,
y al mismo que me condena,
colgaré de alguna antena,
quizá; en su propio navío
Y si caigo,
¿qué es la vida?
Por perdida
ya la di,
cuando el yugo
del esclavo,
como un bravo,
sacudí.

Que es mi barco mi tesoro,
que es mi dios la libertad,
mi ley, la fuerza y el viento,
mi única patria, la mar.

Son mi música mejor
aquilones,
el estrépito y temblor
de los cables sacudidos,
del negro mar los bramidos
y el rugir de mis cañones.

Y del trueno
al son violento,
y del viento
al rebramar,
yo me duermo
sosegado,
arrullado
por el mar.

Que es mi barco mi tesoro,
que es mi dios la libertad,
mi ley, la fuerza y el viento,


mi única patria, la mar.

Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

Μπολερό



Julio Cortázar

Bolero

Τι ματαιοδοξία, η σκέψη
Ότι μπορώ να στα δώσω όλα, αγάπη και ευτυχία,
Καθημερινά δρομολόγια, μουσική, παιγνίδια.
Φυσικά, είναι έτσι:
Ότι μου ανήκει στο δίνω, φυσικά,
Αλλά ότι μου ανήκει δεν φτάνει
Όπως και εμένα δεν μου φτάνει να μου δίνεις
Ότι σου ανήκει.

Γι’ αυτό ποτέ δεν θα γίνουμε
Το ταιριαστό ζευγάρι, υπόδειγμα τρανταχτό,
Αν δεν είμαστε ικανοί να δεχθούμε
Ότι μόνο στην αριθμητική
Το δυο γεννιέται από το ένα συν ένα.

Παρά δίπλα ένα χαρτάκι
Που μονάχα λέει:

Πάντα ήσουν ο καθρέφτης μου,
Θέλω να πω, ότι για να με δω έπρεπε να σε κοιτάξω.

BOLERO
Qué vanidad imaginar
que puedo darte todo, el amor y la dicha,
itinerarios, música, juguetes.
Es cierto que es así:
todo lo mío te lo doy, es cierto,
pero todo lo mío no te basta
como a mí no me basta que me des
todo lo tuyo.

Por eso no seremos nunca
la pareja perfecta, la tarjeta postal,
si no somos capaces de aceptar
que sólo en la aritmética
el dos nace del uno más el uno.

Por ahí un papelito
que solamente dice:

Siempre fuiste mi espejo,

quiero decir que para verme tenía que mirarte.

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

Οι τιποτένιοι


Eduardo Galeano

Los nadies

Ονειρεύονται οι ψύλλοι να ψωνίσουν κανένα σκύλο και ονειρεύονται οι τιποτένιοι να ξεφύγουν από την φτώχεια, πως κάποια μαγική μέρα, θα πιάσουν την καλή, θα βρέξει ξαφνικά καλή τύχη, θα βρέξει με τα καντάρια καλή τύχη, αλλά η καλή τύχη δεν πέφτει βροχηδόν, ούτε χθες, ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε σαν ψιχάλα, δεν πέφτει από τον ουρανό, η καλή τύχη, όσο και οι τιποτένιοι να την προκαλούν, σταυρώνοντας τα δάχτυλα του χεριού ή αποφεύγοντας να πατήσουν πάνω στα χωρίσματα στις πλάκες του πεζοδρομίου ή κρεμάνε γούρια την μέρα της πρωτοχρονιάς.
Οι τιποτένιοι: τα παιδιά των τιποτένιων, αφεντικά του τίποτα.
Οι τιποτένιοι: οι μηδαμινοί, οι μηδαμινίσκοι, που τρέχουν ξωπίσω από λαγοπόδαρα, ξεκάνοντας την ζωή, γαμημένοι, ξαναγαμημένοι:
Που δεν είναι, και ούτε θα είναι.
Που δεν μιλάνε γλώσσες, μόνο κορακίστικα.
Που δεν πιστεύουν σε θρησκείες, μόνο σε προλήψεις.
Που δεν κάνουν τέχνη, μονάχα χειροτεχνήματα.
Που δεν παράγουν πολιτισμό, μόνο φοκλόρ.
Που δεν είναι άνθρωποι, αλλά ανθρωπίδια.
Που δεν έχουν πρόσωπο, μόνο χέρια.
Που δεν έχουν όνομα, μόνο αριθμό.
Που δεν νοιάζονται για την ιστορία του κόσμου, μόνο για τις κίτρινες σελίδες του τοπικού τύπου.
Οι τιποτένιοι, που αξίζουν λιγότερο και από τη σφαίρα που τους σκοτώνει.



Sueñan las pulgas con comprarse un perro y sueñan los nadies con salir de pobres, que algún mágico día llueva de pronto la buena suerte, que llueva a cántaros la buena suerte, pero la buena suerte no llueve ayer, ni hoy, ni mañana, ni nunca, ni en lloviznita cae del cielo la buena suerte, por mucho  que los nadies la llamen y aunque les pique la mano izquierda, o se levanten con el pie derecho, o empiecen el año cambiando de escoba.
Los nadies: los hijos de nadie, los dueños de nada.
Los nadies: los ningunos, los ninguneados, corriendo la liebre, muriendo la vida, jodidos, rejodidos:
Que no son, aunque sean.
Que no hablan idiomas, sino dialectos.
Que no profesan religiones, sino supersticiones.
Que no hacen arte, sino artesanía.
Que no practican cultura, sino folcore.
Que no son seres humanos, sino recursos humanos.
Quen no tienen cara, sino brazos.
Que no tienen nombre, sino número.
Que no figuran en la historia universal, sino en la crónica roja de la prensa local.

Los nadies, que cuestan menos que la bala que los mata.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

Ένα γράμμα αγάπης



Julio Cortázar


UNA CARTA DE AMOR

Όλο αυτό που από σένα θα ήθελα
είναι στο βάθος τόσο λίγο
γιατί στο βάθος είναι το όλο,
σαν ένα σκυλί που περνάει, ένας λόφος,
αυτά τα τιποτένια, τα καθημερινά,
σουβλιές και χαίτη μαλλιών και δυο βουναλάκια.
η μυρωδιά του κορμιού σου,
αυτό που λες για οποιοδήποτε θέμα,
μαζί μου ή εναντίον μου,
όλο αυτό είναι πολύ λίγο,
αυτό που θέλω εγώ από εσένα γιατί σε αγαπώ.
Να βλέπεις πιο πέρα από μένα,
να με αγαπάς με την βίαιη αφηρημάδα
του πρωινού, όπως η κραυγή
από το δόσιμο σου σκορπίζεται
στο πρόσωπο του αφεντικού στο γραφείο
και η απόλαυση που μαζί ανακαλύπτουμε
να είναι άλλο ένα σύμβολο της ελευθερίας.


Todo lo que de vos quisiera
es tan poco en el fondo
porque en el fondo es todo,
como un perro que pasa, una colina,
esas cosas de nada, cotidianas,
espiga y cabellera y dos terrones,
el olor de tu cuerpo,
lo que decís de cualquier cosa,
conmigo o contra mía,
todo eso es tan poco,
yo lo quiero de vos porque te quiero.
Que mires más allá de mí,
que me ames con violenta prescindencia
del mañana, que el grito
de tu entrega se estrelle
en la cara de un jefe de oficina,
y que el placer que juntos inventamos
sea otro signo de la libertad