Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Μύθος



OCTAVIO PAZ
Fábula

Χρόνια της φωτιάς και του αέρα
βλαστάρια του νερού
από το πράσινο στο κίτρινο
                    από το κίτρινο στο κόκκινο
από το όνειρο στην αγρύπνια
                    από την πεθυμιά στην πράξη
μόνο ένα βήμα υπήρχε που εσύ το έκανες χωρίς προσπάθεια
τα έντομα ήταν ζωντανά πετράδια
η ζέστη ξεκουράζονταν στο χείλος της δεξαμενής
η βροχή ήταν μια ιτιά με λυτά τα μαλλιά της
στην παλάμη του χεριού σου μεγάλωνε ένα δένδρο
ένα δένδρο που τραγουδούσε, γελούσε και προφήτευε
οι χρησμοί του σκέπαζαν με φτερά τον χώρο
υπήρχαν θαύματα απλά που τα λέγανε πουλιά
το όλο ήταν σε όλα
                                 και όλα ήταν όλο
μόνο υπήρχε μια λέξη τεράστια το δίχως άλλο
λέξη σαν ένας ήλιος
μια μέρα έσπασε σε κομμάτια ασήμαντα
είναι οι λέξεις της γλώσσας που μιλάμε
κομμάτια που ποτέ δεν θα ενωθούν
καθρέφτες σπασμένοι όπου ο κόσμος κοιτιέται κατεστραμμένος

Με τον ισπανικό τρόπο η μέρα μπαίνει πατώντας βαριά
ένας βόμβος φύλλων και πουλιών φουσκώνει
μια προαίσθηση θάλασσας ή γυναικών
η μέρα βουίζει στο μέτωπό μου σαν μια ιδέα στέρεα
στην μετώπη του κόσμου η μέρα βουίζει επίμονα
το φως τρέχει παντού
τραγουδά στις αυλές
χορεύει στα σπίτια
κάτω από τα δροσερά χέρια του λυγερού κισσού
ο τοίχος ξυπνάει και σηκώνει τους πύργους του
και οι πέτρες αφήνουν τα ρούχα τους να κυλήσουν
και το νερό γυμνώνεται και πηδάει απ’ το κρεβάτι
πιο γυμνό κι απ’ το νερό
και το φως γυμνώνεται και καθρεφτίζεται στο νερό
πιο γυμνό κι από ΄να  άστρο
και το ψωμί χάσκει και ο άνεμος χύνεται
και η μέρα χύνεται πάνω στο τεντωμένο νερό
να βλέπεις, να ακούς, ν’ αγγίζεις, να μυρίζεις, να επιθυμείς, να σκέφτεσαι
χείλη ή γη ή άνεμος ανάμεσα σε ιστία
γεύση της μέρας που γλιστρά σαν μουσική
η φήμη του φωτός που κουβαλά στο χέρι μια κοπέλα
και την παρατά γυμνή στο κέντρο της μέρας
κανείς δεν ξέρει το όνομά της ούτε γιατί ήρθε
όπως λίγο νερό απλώνεται σιμά μου
ο ήλιος σταματάει μια στιγμή για να την αντικρύσει
το φως χάνεται ανάμεσα στα πόδια της
το βλέμμα μου σαν το νερό τα αγκαλιάζει
κι αυτή στο κοίταγμά μου λούζεται πιο γυμνή κι απ’ το νερό
όπως το φως που δεν έχει δικό του όνομα
όπως το φως που αλλάζει το σχήμα του στην μέρα.


 


Edades de fuego y de aire
Mocedades de agua
Del verde al amarillo
                            Del amarillo al rojo
Del sueño a la vigilia
                            Del deseo al acto
Sólo había un paso que tú dabas sin esfuerzo
Los insectos eran joyas animadas
El calor reposaba al borde del estanque
La lluvia era un sauce de pelo suelto
En la palma de tu mano crecía un árbol
Aquel árbol cantaba reía y profetizaba
Sus vaticinios cubrían de alas el espacio
Había milagros sencillos llamados pájaros
Todo era de todos
                        Todos eran todo
Sólo había un palabra inmensa y sin revés
Palabra como un sol
Un día se rompió en fragmentos diminutos
Son las palabras del lenguaje que hablamos
Fragmentos que nunca se unirán
Espejos rotos donde el mundo se mira destrozado

A la española el día entra pisando fuerte
Un rumor de hojas y pájaros avanza
Un presentimiento de mar o mujeres
El día zumba en mi frente como una idea fija
En la frente del mundo zumba tenaz el día
La luz corre por todas partes
Canta por las terrazas
Hace bailar las casas
Bajo las manos frescas de la yedra ligera
El muro se despierta y levanta sus torres
Y las piedras dejan caer sus vestiduras
Y el agua se desnuda y salta de su lecho
Más desnuda que el agua
Y la luz se desnuda y se mira en el agua
Más desnuda que un astro
Y el pan se abre y el viento se derrama
Y el día se derrama sobre el agua tendida
Ver oír tocar oler gustar pensar
Labios o tierra o viento entre veleros
Sabor del día que se desliza como música
Rumor de luz que lleva de la mano a una muchacha
Y la deja desnuda en el centro del día
Nadie sabe su nombre ni a qué vino
Como un poco de agua se tiende a mi costado
El sol se para un instante por mirarla
La luz se pierde entre sus piernas
Las rodean mis miradas como agua
Y ella se baña en ellas más desnuda que el agua
Como la luz no tiene nombre propio

Como la luz cambia de forma con el día.

Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

Σκληρή την κουβαλάς την ζωή



José Antonio Labordeta

Σκληρή την κουβαλάς την ζωή
και γη σκληρή ο θάνατος που κουβαλάς,
κάτω απ’ την πυρωμένη θημωνιά
και έρημο το βουνό.
Υψώνεις, σαν σε θυμό, το χέρι,
ως την βροχή, που ποτέ δεν στέκεται
εκεί που θέλεις. Και εγκαταλείπεις τα παιδιά
στην φθινοπωρινή σοδειά. Χειμωνιάζεις στο περίμενε
στην φωτιά που λαμπαδιάζει τα ξερόκλαδα
Κι ο Απρίλης ποτέ δεν απριλιάζει για όλους.
Αυγουστιάζει το στάρι,
η πείνα και το καλοκαίρι. Και για το καινούργιο φθινόπωρο
-η ζωή είναι στάδια χαμένων ελπίδων-
θα σπείρεις, πάνω στην σκόνη,
πάλι την νοσταλγία σου.



Llevas dura la vida

Llevas dura la vida
y tierra dura la muerte que tú llevas,
bajo la ardiente parva
y el monte desolado.
Izas, como una ira, la mano,
hacia la lluvia, que nunca puede estar
donde tú quieres. Y abandonas los hijos
en la siembra otoñal. Inviernas en la espera
al fuego deslumbrante del matojo.
Y abril nunca abrilea para todos.
Se agosta el trigo,
el hambre y el verano. Y para el nuevo otoño
-la vida son etapas de esperanzas fallidas-
sembrarás, sobre el polvo,

otra vez tu nostalgia.

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

Γράμματα σε μια άγνωστη



Nicanor Parra


Γράμματα σε μια άγνωστη

Όταν περνούν τα χρόνια, όταν περνούν
τα χρόνια κι ο αέρας θα έχουν σκάψει ένα λάκκο
ανάμεσα στην ψυχή σου και στην δική μου, όταν περνούν τα χρόνια
και εγώ θα είμαι μόνο ένας άνδρας που αγάπησε,
κάποιος που σταμάτησε απότομα μπροστά στα χείλη σου,
ένας φτωχός άνθρωπος κουρασμένος να περπατά στους κήπους,
που να ‘σαι εσύ; Που
να σαι, ω! Κόρη των φιλιών μου!


 Cartas a una desconocida


Cuando pasen los años, cuando pasen
los años y el aire haya cavado un foso
entre tu alma y la mía; cuando pasen los años
y yo sólo sea un hombre que amó,
un ser que se detuvo un instante frente a tus labios,
un pobre hombre cansado de andar por los jardines,
¿dónde estarás tú? ¡Dónde

estarás, oh hija de mis besos!