Κυριακή 26 Ιουνίου 2022

Jordi Masó Rahola- Το φάντασμα

 



. . . ανώμαλη προσγείωση . . . από εδώ

Jordi Masó Rahola- Το φάντασμα

Δεν είναι εύκολο να το δεις. Μπορεί να συμβεί, όταν, κατά την διάρκεια ενός απρόβλεπτου μεσημεριανού υπνάκου, σε ξυπνάει το βάρος μιας ματιάς που σε παρατηρεί, αλλά την στιγμή που τρίβεις τα βλέφαρα, η οπτασία έχει ήδη εξαφανιστεί. Ή ενώ βουρτσίζεις τα δόντια, σε εκπλήσσει στον καθρέφτη μια σκιά, που δραπετεύει από τον διάδρομο, σιωπηλά. Ή στην μπαλκονόπορτα που βλέπει στον κήπο, αντανακλάται μια εικόνα, που εξαφανίζεται, όταν κάνεις μισή στροφή. «Το είδες;», ρωτάς την Σίλβια. Εκείνη σε ξεψαχνίζει με το βλέμμα, σηκώνοντας τα μάτια από το περιοδικό που ξεφυλλίζει. «Τίποτα», βιάζεσαι να πεις, γιατί δεν θέλεις να την τρομάξεις και πρέπει να προσποιηθείς ότι δεν πιστεύεις στα φαντάσματα, παρόλο που από τότε που εγκατασταθήκατε στο σπίτι, σε επισκέπτεται συχνά αυτή η φευγαλέα παρουσία.

Στο μεσιτικό γραφείο ήδη σας προειδοποίησαν, ότι το κτήριο, αποκατεστημένο με προσοχή, ήταν εκατονταετίας. Αλλά δεν ανέφεραν ότι τριγύριζε μια βασανισμένη ψυχή! Από τις σύντομες εμφανίσεις, σχημάτισες μια αποσπασματική εικόνα- όπως τα κομμάτια ενός μωσαϊκού- αλλά κάθε μέρα και πιο ολοκληρωμένη: θα έλεγες ότι είναι ψηλό και ηλιοκαμένο κι αυτό στην αρχή σε αποσυντονίζει, γιατί η παράδοση θέλει να τα παρουσιάζει ωχρά και ασθενικά, πάντα ντύνεται κομψά, ενώ πίστευες ότι αυτό αφορά αποκλειστικά τους θνητούς, και επιπλέον επιτρέπει στον εαυτό του, την εκκεντρικότητα να φορά καπέλο. Κινείται με διακριτικότητα, αλλά με ψυχραιμία κι όταν νιώθει ότι το ανακάλυψαν, προτιμά να απομακρυνθεί με μεγάλα και αξιοπρεπή πηδήματα, αντί να το βάλει στα πόδια.

Δεν είναι ότι τρομάζεις, αλλά σε ενοχλεί να διαισθάνεσαι ότι περιφέρεται στο σπίτι σου, με τρόπο αυθάδη. Και το φαντάζεσαι να χώνεται στα πράγματα σου, να παρεμβαίνει στις ιδιαίτερες στιγμές σου με την Σίλβια, παρακολουθώντας σε. «Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί έτσι», σκέφτεσαι.

Ένα απόγευμα, φεύγεις νωρίς από τη δουλειά κι όταν φτάνεις στο σπίτι, βρίσκεις στην κρεμάστρα του χώρου υποδοχής, ένα γνωστό καπέλο. Το ψηλαφίζεις, περιμένοντας να το διαπεράσουν τα δάχτυλα σου, αλλά το καπέλο είναι αδιαμφισβήτητα συμπαγές, όπως και το ιδρωμένο σώμα, που στο υπνοδωμάτιο, κουνιέται επάνω από την Σίλβια.

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2022

Gabriel García Márquez- Ο φυλακισμένος

 


... από εδώ

Gabriel García Márquez- Ο φυλακισμένος

Την ιστορία που περισσότερο με εντυπωσίασε στην ζωή μου, την πιο κτηνώδη, αλλά ταυτόχρονα και την πιο ανθρώπινη, την είπαν στον Ricardo Muñoz Suay, το 1947, όταν ήταν φυλακισμένος στην φυλακή της Ocaña, στην επαρχία του Τολέδο, στην Ισπανία. Είναι η πραγματική ιστορία ενός φυλακισμένου, δημοκρατικού, που εκτέλεσαν  τις πρώτες μέρες του εμφύλιου πολέμου, στην φυλακή της Ávila. Το εκτελεστικό απόσπασμα τον πήρε από το κελί του ένα παγωμένο ξημέρωμα και όλοι μαζί διέσχισαν με τα πόδια ένα χιονισμένο χωράφι, μέχρι να φτάσουν στο σημείο της εκτέλεσης. Οι πολιτοφύλακες ήταν καλά προστατευμένοι με χιτώνες, γάντια και τρίκοχα, αλλά ακόμα κι έτσι τουρτούριζαν στην παγωμένη ερημιά. Ο καημένος, ο φυλακισμένος, που φορούσε μόνο ένα ξηλωμένο μάλλινο σακάκι, έτριβε μονάχα το σχεδόν ξυλιασμένο σώμα του, ενώ θρηνούσε με δυνατή φωνή για το θανατηφόρο κρύο. Κάποια στιγμή, ο επικεφαλής της διμοιρίας, αγανακτισμένος από τα κλάματα, του φώναξε: - . Μαλάκα, σταμάτα να το παίζεις θύμα, με το γαμημένο το κρύο. Σκέψου κι εμάς, που πρέπει και να γυρίσουμε.

 

EL PRISIONERO- GABRIEL GARCÍA MÁRQUEZ

La historia que más me ha impresionado en mi vida, la más brutal y al mismo tiempo la más humana, se la contaron a Ricardo Muñoz Suay, en 1947, cuando estaba preso en la cárcel de Ocaña, provincia de Toledo, España. Es la historia real de un prisionero republicano que fue fusilado en los primeros días de la guerra civil en la prisión de Ávila. El pelotón de fusilamiento lo sacó de su celda en un amanecer glacial, y todos tuvieron que atravesar a pie un campo nevado para llegar al sitio de la ejecución. Los guardias civiles estaban bien protegidos del frío con capas, guantes y tricornios, pero aún así tiritaban a través del yermo helado. El pobre prisionero, que sólo llevaba una chaqueta de lana deshilachada, no hacía más que frotarse el cuerpo casi petrificado, mientras que se lamentaba en voz alta del frío mortal. A un cierto momento, el comandante del pelotón, exasperado con los lamentos, le gritó: -Coño, acaba ya de hacerte el mártir con el cabrón frío. Piensa en nosotros, que tenemos que regresar.